Μετάβαση στο περιεχόμενο

Το ύδωρ της λήθης (Άννινος)

Από Βικιθήκη
Τὸ ὕδωρ της λήθης
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε σε δύο μέρη, στο περιοδικό Η Μελέτη, Τόμος 6, Τέυχος 1 και Τέυχος 2


Ἡ μνήμη, ἡ ψυχικὴ δύναμις τοῦ ἀναπολεῖν καὶ διακρατεῖν εἰς τὸν νοῦν τὰ παρελθόντα, εἶναι ἆρά γέ τι ἀγαθόν, εὐχάριστον καὶ ὠφέλιμον δῶρον εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἢ εἶναι τι ἀλγεινὸν καὶ ἐπιζήμιον; Ἐὰν τὸ ἐρώτημα ἐτίθετο οὕτω πως ἀποτόμως πρὸς ὑμᾶς, εἶμαι βέβαιος ὅτι ἕκαστος θὰ ἐδίσταζε πολὺ ν’ ἀπαντήσῃ ἀμέσως καὶ κατηγορηματικῶς. Ἑὰν δὲ ἐζητεῖτο ἐπ’ αὐτοῦ ἡ γνώμη ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ μοναδικοῦ αὐτοῦ δημοψηφίσματος θὰ ἐπαρουσίαζε μεγάλην διχογνωμίαν. Διότι ἡ ἐπ’ αὐτοῦ κρίσις θὰ εἶναι πάντοτε ὑποκειμενικὴ, ἐξαρτωμένη ἐκ τῆς ἰδιοσυγκρασίας, ἐκ τοῦ χαρακτῆρος, ἐκ τῆς ψυχικῆς διαθέσεως, ἐκ τῶν βιοτικῶν περιστάσεων, ἐκ τῶν σχέσεων καὶ τῶν συμφερόντων τοῦ ἀτόμου. Ὅθεν αἱ γνῶμαι ὑπῆρξαν πάντοτε δεδιχασμέναι. Οἱ ποιηταί, οἵτινες ὑποτίθεται ὅτι εἶναι οἱ ἱεροφάνται τῶν μυστηρίων τῆς ψυχῆς, ὁτὲ μὲν καταρῶνται τὴν μνήμην ὡς ὀχληρὰν καὶ βασανιστικήν, ὁτὲ δὲ τὴν ἐξυμνοῦν ὡς εὐεργετικήν. Εἶναι πασίγνωστος ἡ ρῆσις τοῦ Δάντου, διακηρύξαντος ὅτι δὲν ὑπάρχει τι ἀλγεινότερον ἢ τὸ νὰ ἐνθυμῆταί τις καιροὺς εὐδαίμονας ἐν ἡμέραις δυστυχίας· ἐξ ἐναντίας ποιητὴς ἡμέτερος, ἀνήκων εἰς τὴν παλαιοτέραν ποιητικὴν γενεὰν, ὁ Παπαρρηγόπουλος, εὐλογεῖ τὴν μνήμην ὡς ἀγαθοεργὸν καὶ παρήγορον. Ὅταν, λέγει, πένητες, γυμνοὶ πάσης εὐτυχίας, καθήμεθα εἰς τὴν ὁδὸν μ’ ἐπαίτου βακτηρίαν, περᾷ καὶ ρίπτει εὐσπλάγχνως εἰς τὸν δίσκον μας ἕνα ὀβολὸν ἡ μνήμη. Καὶ ὁ εὐγνώμων ποιητὴς ἀναπέμπει πρὸς αὐτὴν μίαν στροφὴν ἐκ τῶν ὡραιοτέρων τοῦ ποιήματός του:

Ὦ μνήμη, πόσους ἄνευ σοῦ θὰ εἴχομεν θανάτους!
Μυστηριώδης γέφυρα εἰς τῶν ἐτῶν τὸ χάσμα;
Συνδέεις μὲ τὸ ἔαρ μας τοὺς χρόνους τοὺς ἐσχάτους
Καὶ ἀντηχεῖς ἐπὶ μακρὸν σιγῆσαν ἤδη ᾆσμα.

Οἱ δὲ κοινοὶ τῶν ἀνθρῶπων, οἱ μὴ φιλοσοφοῦντες, ἁρμόζουν τὴν γνώμην των συμφώνως πρὸς τὰς ἰδιαιτέρας αὑτῶν περιστάσεις καὶ τὰς ἕξεις· καὶ διὰ τοῦτο ἄλλην γνώμην ἔχουν περὶ τῆς μνήμης οἱ δανεισταὶ καὶ ἄλλην οἱ ὀφειλέται· ἄλλην οἱ φλογεροὶ καὶ ζηλότυποι ἐρασταὶ καὶ ἄλλην αἱ ἄστατοι ἐρωμέναι καὶ οὕτω καθεξῆς· ἄλλην οἱ δραστήριοι καὶ ἐπιμελεῖς καὶ ἄλλην οἱ ὀκνηροί.. Διὰ τοὺς μὲν ἡ μνήμη εἶναι ὁ ὁδηγὸς καὶ σύμβουλος εἰς τὰς πράξεις τῆς ζωῆς των, ἐνῷ διὰ τοὺς ἄλλους εἶνε ὀχληρά, ἐρχομένη νὰ ὑπενθυμίσῃ υποχρεώσεις καὶ νὰ ἐπιβάλῃ ἀγγαρείας. Καὶ ἐνῷ οἱ μέν τὴν καλλιεργοῦν καὶ τὴν ὀξύνουν διὰ νὰ τήν ἔχουν φρουρὸν ἀκοίμητον καὶ κίνητρον διηνεκὲς τὴς ἐνεργείας των, ἕτεροι τὴν ἀποστρέφονται καὶ προσπαθοῦν νὰ τὴν καταστήσουν νωθρὰν καὶ ἀργοῦσαν διὰ διαφόρων ναρκωτικῶν μεθόδων. Ὑποθέτω δὲ ὅτι θὰ ὑπάρχουν πολλοί, ἴσως καὶ μεταξὺ του ἀκροατηρίου μου, οἱ ὁποῖοι δυσανασχετοῦν, διότι, ἐνῷ πωλοῦνται εἰς τὸν κόσμον τόσα καὶ τόσα μεταλλικὰ ὕδατα ἀμφιβόλου ἴσως χρησιμότητος καὶ ἐνῷ καταβάλλονται τόσοι κόποι καὶ τόση δαπάνη διὰ τὴν ὕδρευσιν τὴς πόλεως, δὲν εὑρίσκεται καὶ ἕνας ἐπιχειρηματίας ὅστις ν’ ἀναλάβῃ νὰ μεταφέρῃ ὄχι τὰ νερὰ τὴς Στυμφαλίας ἢ τοῦ Μέλανος Ποταμοῦ, ἀλλὰ τὸ πολύτιμον ἐκεῖνο ὑγρὸν ὁποῦ ἔχουν οἱ κάτοικοι τοῦ ἄλλου κόσμου, χωρὶς καὶ πολὺ νὰ τοὺς χρειάζεται ἴσως, τὸ ὕδωρ τῆς Λήθης.

Ἀλλ’ ὁποιαδήποτε γνώμη καὶ ἂν ὑπάρχῃ περὶ τῆς μνήμης, ἡ φύσις. ἥτις δὲν λαμβάνει ποτέ ὑπ’ ὄψιν της τὰς γνώμας τῶν ἀνθρώπων, ἠθέλησε νὰ ἐφοδιάσῃ διὰ τῆς διανοητικῆς ταύτης δυνάμεως τὰ κτίσματά της, τὰ λογικὰ καὶ τὰ ἄλογα. Καὶ δὲν ἔχετε βεβαίως ἀνάγκην νὰ μάθετε παρ’ ἐμοῦ ὅτι καὶ τὰ ζῷα προσέτι, ὄχι μόνον τ’ ἀνήκοντα εἰς τὰ ἀριστοκρατικὰ καὶ νοημονέστερα εἴδη, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ταπεινὰ καὶ περιφρονημένα ἔχουν τὸ χάρισμα τῆς μνήμης. Ὁ σκύλος ἐνθυμεῖται τὸν ἀπόντα κύριον του καὶ τὸν ἀναγνωρίζει ἐπανερχόμενον μετὰ πολυχρόνιον ἀπουσίαν* ἡ ἀπόδημος χελιδὼν ἐνθυμεῖται τὴν φωλεάν, τὴν ὁποίαν ἔκτισε, καὶ ἐπανερχομένη διευθύνεται πρὸς αὐτὴν ἀσφαλῶς καὶ ἀνενδοιάστως. Ἐνθυμοῦνται καὶ ὁ ἵππος καὶ ὁ ἐλέφας, ἀλλὰ καὶ ἡ μέλισσα καὶ ἡ ἀράχνη καὶ αὐτὸς ὁ μικροσκοπικὸς αἱμοπότης ψύλλος, ὁ ὁδηγούμενος ἐκ τῆς μνήμης ν’ ἀνευρίσκῃ τὰ ἁβρὰ μέλη, ἐξ ὧν ὁ ἀδιάκριτος θὰ εἰσπράξῃ γενναιότερον καὶ ἀνετώτερον πραγματικὸν φόρον αἵματος. Προκειμένου μάλιστα περὶ εὐεργεσίας τὰ ζῷα, καὶ αὐτὰ τὰ ἀγριώτατα τῶν θηρίων, ἐὰν πιστεύσωμεν τὴν ἀρχαίαν διήγησιν περὶ τοῦ λέοντος τοῦ Ἀνδροκλέους, διατηροῦν μνήμην εὐγνώμονα πολὺ ζωηροτέραν καὶ διαρκεστέραν ἢ οἱ ἄνθρωποι. Τὸ παράδειγμα δὲ τῶν ἀνθρώπων βεβαίως καὶ οὐχὶ τῶν ζῴων θὰ εἶχεν ὑπ’ ὄψει του ὁ Ρῶσσος συγγραφεὺς Τουργκένιεφ, ὅταν ἔγραψε τὸν ὡραῖον ἐκεῖνον μῦθον, καθ’ ὂν ὁ Ὕψιστος συγκαλέσας εἰς ἑορτὴν εἰς τὰ οὐράνιά του δώματα ὅλας τὰς ἀρετὰς, ἐδέησε νὰ παρουσιάσῃ πρὸς ἀλλήλας, ὡς φιλόφρων οἰκοδεσπότης, δύο ἐξ αὐτῶν, αἵτινες ἐφαίνοντο ὅτι δὲν εἶχον καμμίαν σχέσιν καὶ γνωριμίαν μεταξύ των. Ἦσαν δὲ αὐταὶ αἱ δύο ἡ Ἀγαθοεργία καὶ ἡ Εὐγνωμοσύνη.

* *

Τὸ δῶρόν της τοῦτο ἡ φύσις, κατὰ τὸ σύνηθες σύστημά της, χαρίζει ἐν μέτρῳ δικαίῳ, ἀλλὰ μετ’ ἀνισότητος, διανέμει δὲ αὐτὸ εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε καὶ οὐχὶ κατὰ τὴν πρέπουσαν ἀναλογίαν τῶν ἄλλων διανοητικῶν χαρισμάτων. Ἡ μνήμη ἐν γένει καὶ ἀνεξαρτήτως τῶν εἰδικῶν δι’ ἕκαστον ἄνθρωπον περιστάσεων εἶναι βεβαίως ἐφόδιον σημαντικόν, δὲν συνεπάγεται ὅμως ἀπαραιτήτως τὴν ταυτόχρονον ὕπαρξιν παρὰ τῷ αὐτῷ ἀτόμῳ καὶ ἄλλων ἐκτάκτων ψυχικῶν καὶ πνευματικῶν πλεονεκτημάτων. Ἀπεναντίας ἐπικρατεῖ κοινῶς ἡ γνώμη ὅτι ἡ περίσσεια τὴς μνήμης ἀποβαίνει ἐπιζήμιος εἰς τὴν κρίσιν, εἰς τὴν ὀξεῖαν ἀντίληψιν καὶ εἰς ἄλλας τοῦ νοὸς δυνάμεις. Ὅταν συνυπάρχῃ μετ’ αὐτῶν εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ ἄτομον, τότε βεβαίως ὁ εὐτυχὴς κάτοχος εἰσέρχεται αὐτοδικαίως εἰς τὴν κατηγορίαν τῶν μεγάλων καὶ προνομιούχων νόων. Ἀλλὰ τὸ φαινόμενον αὐτὸ εἶναι σπάνιον καὶ τὸ συνηθέστερον εἶναι ἡ μνήμη ν’ ἀποτελῇ ἱκανότητα μεμονωμένην καὶ ἀνεξάρτητον. Ἐνίοτε μάλιστα καὶ αὐτῆς τῆς μνήμης ἡ ἱκανότης δὲν ἔχει κἂν γενικὸν χαρακτῆρα, ἀλλὰ περιορίζεται εἰς ἕνα καὶ μόνον κύκλον γνώσεων* ὑπενθυμίζω δ’ ὡς πρὸς τοῦτο τὸ παράδειγμα τῶν λεγομένων ἀριθμομνημόνων, τῶν ἐχόντων ἐκ φύσεως τὸ δῶρον τοῦ νὰ ἐνθυμῶνται τοὺς ἀριθμοὺς καὶ νὰ βλέπουν αὐτοὺς νοερῶς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν οἱονεὶ ἐπὶ πίνακος καὶ νὰ παρακολουθοῦν μὲ γοργοτάτην ἀντίληψιν τοὺς μᾶλλον πολυπλόκους συνδυασμοὺς αὐτῶν καὶ τὰς δυσχερεστάτας τῶν ἀριθμητικῶν ἐργασιῶν. Δείγματα τῆς τοιαύτης περιέργου μνημονικῆς ἱκοινότητος ἔδωκε πρό τινων ἐτῶν ἐνταῦθα ἕλλην ἀριθμομνήμων, ὀνομαζόμενος, νομίζω, Διαμαντῆς.

Εἶναι λοιπὸν μία δύναμις εἰδικὴ τοῦ νοῦ ἡ μνήμη καὶ παρουσιάζει ἀρκετὰς ποικιλίας, οἱ ἄνθρωποι δὲ ὡς πρὸς αὐτὴν διαιροῦνται εἰς κατηγορίας ἀναλόγως τοῦ βαθμοῦ τοῦ μνημονικοῦ των. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι στερούμενοι τῆς μνήμης ἐξ ἀλλοιώσεων τοῦ ἐγκεφάλου, ἢ παθόντες τελείαν ἢ σχεδὸν τελείαν ἀμνησίαν, συνεπείᾳ νόσου ἢ ἐκ τυχαίου παθήματος. Οὕτω λόγου χάριν, περὶ τοῦ πάπα Κλήμεντος τοῦ Ϛ΄ ἀναφέρεται ὅτι ἡ τεραστία μνήμη, δι’ ἧς ἦτο πεπροικισμένος ὁ ποντίφιξ οὗτος, ἀνεφάνη μετὰ ἰσχυρὸν κτύπημα, ὅπερ ἐδέχθη εἰς τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς κεφαλῆς κατὰ τὴν νεότητά του. Τὰ φαινόμενα τὴς ἀμνησίας, ὡς καθαρῶς παθολογικά, ἀνήκουν ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὸ στάδιον τῆς ἐπιστήμης, περὶ τὸ ὁποῖον δὲν εἶμαι ἁρμόδιος νὰ ἐνδιατρίψω. Προσθέτω μόνον τὴν περίεργον λεπτομέρειαν, ὅτι τινὲς τῶν οὕτω παθόντων ἀνέκτησαν διὰ μιᾶς τὴν χρῆσιν τῆς μνήμης συνεπείᾳ νέου σφοδροῦ κλονισμοῦ ψυχικοῦ, ἀπαράλλακτα ὅπως μερικὰ ὡρολόγια ἀνακτοῦν κάποτε τὴν διακοπεῖσαν λειτουργίαν των κατόπιν νέου ἰσχυροῦ τιναγμοῦ. Τὰ ἐπιστημονικὰ χρονικὰ ἀναφέρουν ἓν περιεργότατον φαινόμενον τοιαύτης αἰφνιδίου ἐξεγέρσεως μηχανικῶν ἀναμνήσεων, αἵτινες παραμένουν εἰς τὸν ἐγκέφαλον ἐν λεληθυίᾳ καταστάσει. Γραῖα χωρική, παθοῦσα ἐκ σφοδροτάτου πυρετοῦ καὶ περιπεσοῦσα εἰς παραλήρημα, ἤρχισε ν’ ἀπαγγέλλῃ καθαρώτατα λατινικοὺς στίχους. Ἐπειδὴ δὲ ἦτο παντελῶς ἀμόρφωτος καὶ ἀγράμματος, τὸ πρᾶγμα ἐν ἀρχῇ ἐθεωρήθη ὡς ὑπερφυσικόν.

Τὸ φαινόμενον τοῦτο, τοῦ λαλεῖν ξένας γλῶσσας ἀσυνειδήτως, παρετηρήθη καὶ εἰς ὑστερικὰς κυρίως γυναῖκας, αἵτινες εἰς καιροὺς ἀμαθείας ἐξελαμβάνοντο διὰ τοῦτο ὡς δαιμονιζόμεναι καὶ ὑπεβάλλοντο εἰς ἀπανθρώπους βασάνους ὑπὸ τῆς παχυλῆς ἀγνοίας καὶ δεισιδαιμονίας τῶν συγχρόνων των· ἀλλ’ οἱ θεραπεύοντες τὴν γραῖαν ἰατροὶ ἀνεζήτησαν τὴν λογικὴν καὶ ἐπιστημονικὴν ἐξήγησιν τοῦ πράγματος, ἐξηκριβώθη δὲ ὅτι ἡ ἐν λόγῳ γυνὴ εἶχε διατελέσῃ ἄλλοτε ὑπηρέτρια ἐφημερίου λατινομαθοῦς, ὅστις συνήθιζε μετὰ τὸ γεῦμα νὰ περιφέρεται εἰς τὸν διάδρομον τοῦ πρεσβυτερίου καὶ ν’ ἀπαγγέλλῃ μεγαλοφώνως στίχους τοῦ Βιργιλίου, τοῦ Ὀρατίου καὶ τοῦ Ὀβιδίου, οἵτινες εἶχον ἐντυπωθῆ ἔκτοτε μηχανικῶς εἰς τὴν μνήμην τῆς ἀγροίκου ὑπηρετρίας.

Ὑπάρχει μία μεγάλη, πολυάριθμος κατηγορία ἀνθρώπων, εἰς τοὺς ὁποίους ἡ φύσις παρεχώρησε μὲ περισσὴν φειδὼ τὸ δῶρον τῆς μνήμης. Θὰ ἔτυχε πολλάκις βέβαια ν’ ἀκούσετε ἀνθρώπους γνωρίμους σας ἢ μὴ λέγοντας: «Ἀυτέ, πές τοῦ αὐτοῦ νὰ πάγῃ σ’ τὸ αὐτό!» Ἡ τοιαύτη, ἂς τὴν εἴπωμεν, αὐτοπάθεια εἶναι ἐπίσης εἶδός τι ἀσθενείας, ἐλαφροτέρας ὅμως τῆς ἀνωτέρω· εἶναι σημεῖον μνήμης ἀδυνάτου, νωθρᾶς, διαλειπούσης. Ἡ εὕρεσις τῆς λέξεως δὲν ἀνταποκρίνεται ἀμέσως εἰς τὴν σκέψιν· ὁ νοῦς κοπιάζει νὰ τὴν ἀνεύρῃ καὶ μεσολαβεῖ χάσμα ἀμηχανίας, δυσφορίας, τὸ ὁποῖον προσπαθοῦμεν ν’ ἀναπληρώσωμεν ἐνίοτε μὲ κωμικὰ τεχνάσματα. Συνηθέστερον οἱ τοιοῦτοι ἐπιλήσμονες δὲν ἐνθυμοῦνται τὰ κύρια ὀνόματα ἢ τὰ ἐπίθετα ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους ἐγνώρισαν τυχαίως εἰς μίαν στιγμὴν παροδικῆς συναντήσεως ἢ τυπικῆς γνωριμίας. Τίς ἐξ ἡμῶν δὲ θέλων νὰ προσαγορεύσῃ κανένα ἐξ αὐτῶν τῶν γνωστῶν—ἀγνώστων δὲν κατέφυγεν εἰς τὴν ἀστείαν ἐκείνην παράτασιν τῆς τελευταίας συλλαβῆς τῆς προσαγορεύσεως καὶ δὲν εἶπε μὲ διαφόρους ἀναπάλσεις τῆς φωνῆς τὸ περίφημον ἐκεῖνο Κύριεεεεε!.. τὸ παραμένον ἀσυμπλήρωτον, διότι τὸ ὄνομα δὲν ἔρχεται εἰς τὰ χείλη;

Εἰς τὴν μεγάλην ταύτην κατηγορίαν ὑπάγονται καὶ οἱ ἀφῃρημένοι, τῶν ὁποίων οἱ ἆθλοι εἶνε ἀμέτρητοι. Παρ’ αὐτοῖς ἡ μνήμη δὲν εἶνε ἴσως πάντοτε ἀσθενὴς ἢ ὀκνηρά· ἀλλ’ ἡ διανοητική των λειτουργία ἔχει τι τὸ ἄτακτον καὶ τὸ ἀνώμαλον, ἡ δὲ σκέψις ἀπορροφᾷ τόσον πολὺ τὸν νοῦν, ὥστε πᾶσα ἄλλη διανοητικὴ λειτουργία ἀργεῖ ὑποχωροῦσα. Ἐν τοιαύτῃ καταστάσει λαλοῦν, πράττουν, φέρονται ἀσυνειδήτως ὡς αὐτόματα καὶ περιπίπτουν εἰς παντοῖα παθήματα κωμικώτατα. Τὸ φαινόμενον εἶνε τόσον κοινὸν καὶ σύνηθες, ὥστε δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον, ὅστις νὰ μὴ εἶδε καὶ νὰ μὴ ἤκουσεν ἀστείας περιπετείας ἀφῃρημένων. Καὶ ἐπειδὴ τὸ φυσικὸν αὐτὸ ἐλάττωμα εἶνε παλαιὸν ὅσον καὶ τὸ ἀνθρώπινον γένος, πᾶσαι αἱ διηγήσεις ἐπὶ γενεὰς γενεῶν συνανεφύρησαν, ἐτροποποιήθησαν δι’ ἀλλεπαλλήλων ἐκδόσεων, συντελούσης καὶ τῆς ἐπινοίας τῶν εὐφαντάστων, καὶ ἔλαβον μορφὴν θρύλων καὶ μυθευμάτων, ἐξ ὧν ἀπετελέσθη τὸ ἀτελεύτητον συναξάριον τῶν ἀφῃρημένων. Τὶς δὲν γνωρίζει, λόγου χάριν, τὸ ἀνέκδοτον τοῦ ἀφῃρημένου, ὅστις θέλων νὰ βράσῃ ἔν αὐγὸν ἐπὶ ὡρισμένα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἐξήγαγε τὸ ὡρολόγιόν του καὶ εἰς μὲν τὴν χύτραν ἔρριψε τὸ ὡρολόγιον καὶ τὸ ἀφῆκε νὰ βράζῃ, εἰς δὲ τὴν χεῖρα ἐκράτει τὸ αὐγὸν καὶ ἐπερίμενε; Τὶς δὲν ἤκουσε τὸ λεγόμενον περὶ τοῦ ἀφῃρημένου ἰατροῦ, ὅστις ἐπιστρέψας εἰς τὴν κατοικίαν του καὶ ἰδὼν τὴν ἐπὶ τῆς θύρας ἐπιγραφὴν τὴν λέγουσαν ὅτι ὁ ἰατρὸς δέχεται ἀπὸ τῆς δεῖνος μέχρι τῆς δεῖνος ὥρας, λησμονῶν δὲ ὅτι ὁ δεχόμενος ἦτο αὐτὸς ὁ ἴδιος, ἀνέμενε παρὰ τὴν εἴσοδον ἔως νὰ ἔλθῃ ἡ ὡρισμένη ὥρα διὰ νὰ ἔμβῃ μέσα; Ἢ τὸ φοβερὸν πάθημα τοῦ ἀφῃρημένου κυρίου, ὅστις κατά τινα χοροεσπερίδα, ἀναγκασθεὶς ν’ ἀποσυρθῇ πρὸς στιγμὴν εἰς ἀπόκρυφον τοῦ οἴκου μέρους, ἐπανῆλθεν εἰς τὴν αἴθουσαν κρατῶν ὑπὸ τὴν μασχάλην ὄχι τὸ κλὰκ τὸ ὁποῖον ἔφερε πρὸ ὀλίγου, ἀλλ’ ἔν ἀχρεῖον καὶ δυσὡνυμον σκέπασμα; Ἓν ἀπὸ τὰ τερατωδέστερα δὲ ἐξ ὅσων ἀνέγνωσα ἦτο καὶ τοῦτο, ὅτι συνηθίζων κάποιος νὰ καπνίζῃ πρὸ τοῦ ὕπνου καὶ ρίπτων ὕστερον τὸ σιγάρον του ἀπὸ τὸ παράθυρον, νὰ κατακλίνεται, ἑσπέραν τινὰ ἀφῃρημένος ἔρριψε τὸ σιγάρον του εἰς τὴν κλίνην καὶ αὐτὸς ἐρρίφθη κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρον. Οἱ διηγούμενοι αὐτὰς τὰς ἱστορίας τὰς ἀποδίδουν εἰς ὡρισμένα πρόσωπα καὶ τὰς ἀνάγουν εἰς ὡρισμένους καιροὺς καὶ περιστάσεις, ὅπως δὲ συμβαίνει συνηθέστατα εἰς τοὺς ἀδεσπότους θρύλους, ἔτυχε πολλάκις ν’ ἀκούσω τὸ αὐτὸ ἀνέκδοτον ἀναφερόμενον εἰς πρόσωπα διαφορετικά. Ἴσως πάντα ταῦτα δὲν συνέβησαν, ἢ παρίστανται ἐπὶ τὸ ὑπερβολικώτερον, εἶναι δὲ ἐπινοήματα προσαρμοζόμενα εἰς τὸν γενικὸν καὶ φανταστικὸν τύπον τοῦ ἀφῃρημένου, ἦτο ὅμως δυνατὸν νὰ συμβοῦν, δεδομένου τοῦ μεγάλου βαθμοῦ τῆς ἐντάσεως, εἰς τὸν ὁποῖον φθάνει ἐνίοτε ἡ τοιαύτη παροδικὴ ἔκλειψις τῆς μνήμης καὶ τῆς ἀντιλήψεως. Τὸ περίεργον δὲ εἶναι ὅτι εἰς τὴν τοιαύτην διάλειψιν ὑποπίπτουν καὶ ἄνθρωποι ἐξόχως νοήμονες καὶ σοφοί, αὐτοὶ δὲ μάλιστα πολλάκις συνηθέστερον, ἕνεκα τῆς βαθείας σκέψεως, εἰς ἣν συχνὰ βυθίζεται ὁ μελετηρὸς αὐτῶν νοῦς. Καὶ ἔχομεν περὶ τούτου τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου Νεύτωνος, ὅστις, ὅταν ἡ προσφιλής του γάτα, εἰς ἣν ἐπέτρεπε νὰ εἰσέρχεται ἐλευθέρως εἰς τὸ σπουδαστήριόν του, ἀπέκτησε καὶ ἕνα γατάκι, παρήγγειλε ν’ ἀνοιχθῇ εἰς τὴν θύραν τοῦ γραφείου του, παραπλεύρως τῆς ὀπῆς, δι’ ἧς εἰσήρχετο ἡ γάτα, καὶ ἄλλη μία μικροτέρα, διὰ νὰ εἰσέρχεται καὶ τὸ γατάκι. Ὑπάρχει δὲ καὶ ἕτερον ἀνέκδοτον περὶ τῆς ἀφῃρημάδας τοῦ Νεύτωνος· λέγεται ὅτι ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ εὑρισκόμενος μετὰ τῆς μνηστῆς του κατὰ μόνας καὶ ἐκμυζῶν τὴν πίππαν του, ἐβυθίσθη εἰς διαλογισμοὺς καὶ λαβὼν τὴν χεῖρα τῆς φιλτάτης του, εἰσήγαγε τὸν ἕνα τῶν δακτύλων της εἰς τὴν φλέγουσαν ἀκόμη κοιλότητα τῆς καπνοσύριγγος διὰ νὰ καθαρίσῃ τὴν τέφραν, ἐνόησε δὲ τὴν πλάνην του μόνον ἐκ τῆς κραυγῆς, τὴν ὁποίαν ἔρρηξεν ἡ νεᾶνις ἐκ τοῦ ἐγκαύματος. Ὁμοιάζει δὲ αὐτὸ μὲ τὸ πάθημα τοῦ ἄλλου ἀφῃρημένου, ὅστις αἰσθανόμενος κνισμόν, ἔξυνεν ἀντὶ τοῦ ἰδικοῦ του τὸν πόδα τοῦ παρακαθημένου του ἀγνώστου κυρίου, ἀποροῦντος διὰ τὴν οἰκειότητα. Ἀλλὰ μήπως δὲν ὑπέπιπτεν εἰς παραπλήσια παθήματα ἀπροσεξίας καὶ ὁ Παστέρ, ὁ μέγας σοφὸς τῶν νεωτέρων χρόνων; Θὰ ἔτυχε βέβαια ν’ ἀναγνώσετε τὸ περὶ αὐτοῦ γραφέν, ὅτι γευματίζων ποτὲ μετὰ τὴς οἰκογενείας του, ἀφοῦ ἐκαθάρισε κατὰ τὰ ἐπιδόρπια τὰ κεράσια ἐντὸς ποτηρίου ὕδατος, διδάσκων τοὺς περὶ αὐτὸν ταυτοχρόνως ὅτι πρέπει νὰ πλύνωνται οἱ καρποὶ πρὶν φαγωθοῦν, ἐπειδὴ ὁ φλοιός των γέμει βλαβερῶν μικροβίων, ἔλαβεν ἔπειτα ἀφῃρημένος τὸ ποτήριον ἐκεῖνο καὶ ἐρρόφησε τὸ νερόν, ὅπου τὰ εἶχε καθαρίσῃ.

Τὰ παλαιότερα χρονικὰ ἀναφέρουν πλεῖστα ὅσα ἀστεῖα ἐπεισόδια τοιαῦτα διαφόρων ἐπισήμων ὑποκειμένων. Φαίνεται ὅτι οἱ ἀφῃρημένοι ἐπλεόναζον ἰδίως μεταξὺ τῆς ἀνωτέρας γαλλικῆς κοινωνίας τοῦ ΙΖ΄ καὶ ΙΗ΄ αἰῶνος. Ἡ κυρία Σεβινιὲ εἰς τὰς περιφήμους πνευματώδεις ἐπιστολάς της ὁμιλεῖ περί τινος εὐπατρίδου ὀνόματι Δὲ Βραγκά, ὅστις, ἀνατραπείσης ποτὲ τῆς ἀμάξης του ἐντὸς τάφρου, ἔμεινεν ἐκεῖ ἡσύχως καθήμενος ἐπὶ ὥραν καὶ ἠρώτα κατόπιν τοὺς ἐλθόντας νὰ τὸν ἀνασύρουν ἐκεῖθεν τί τὸν ἤθελον. Ὁ ἴδιος, ὢν ἐπίτιμος ἀκόλουθος τῆς βασιλίσσης τῆς Γαλλίας Ἄννης τῆς Αὐστριακῆς, ἰδὼν τὴν βασίλισσαν ἐντὸς τοῦ ναοῦ γονατισμένην καὶ προσευχομένην, τὴν ἐξέλαβεν ὡς προσευχητήριον καὶ ἐγονυπέτισεν ἐπάνω της. Περὶ τοῦ αὐτοῦ λέγεται ἐπίσης ὅτι τὴν πρώτην νύκτα τοῦ γάμου, μετέβη κατὰ τὸ σύνηθες νὰ κοιμηθῇ ἡσύχως εἰς τὴν προτέραν του κατοικίαν, καὶ ὅτι οἱ ἔκπληκτοι ὑπηρέται του τοῦ ὑπενθύμισαν τὴν νέαν του κατάστασιν, τὴν ὁποίαν εἶχε λησμονήσῃ, καὶ τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸν νυμφικὸν θάλαμον. Πολὺ ἀφῃρημένος ἠτο καὶ ὁ μέγας μυθογράφος Λαφονταίν, ὅστις παρουσιασθεὶς πρὸ τοῦ βασιλέως Λουδοβίκου ΙΔ΄ διὰ νὰ προσφέρῃ, εἰς αὐτὸν τὸ βιβλίον του εὑρέθη ἐν δεινῇ ἀμηχανίᾳ, διότι εἶχε λησμονήσῃ νὰ φέρῃ μαζί του ἀκριβῶς τὸ βιβλίον, τὸ ὁποῖον ἐπρόκειτο νὰ προσφέρῃ. Ἄλλοτε δ’ ἐκκινήσας ἐκ τῆς ἐξοχῆς, διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὸ δικαστήριον, ὅπου συνεζητεῖτο σπουδαία ὑπόθεσίς του, ἐσταμάτησε καθ’ ὁδὸν εἰς τὴν κατοικίαν φίλου του, ἔμεινεν ἐκεῖ, ἐγευμάτισε, διενυκτέρευσε καὶ μόνον τὴν ἑπομένην ἐνεθυμήθη τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ἐξεκίνησε, μαθὼν ταυτοχρόνως ὅτι ἔχασε καὶ τὴν δίκην. Τὸ αὐτὸ ἐλάττωμα εἶχε καὶ ὁ χρηματίσας πρωθυπουργὸς τῆς Γαλλίας καρδινάλιος Δυμποά, ὅστις ἐσυνήθιζε νὰ δειπνῇ μὲ ἓν ὀρνίθιον· ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸ ὀρνίθιον ἔτυχε νὰ φαγωθῇ εἰς τὸ μαγειρεῖον ἀπὸ ἕνα σκύλον, οἱ ὑπηρέται φοβούμενοι τὴν ὀργὴν τοῦ κυρίου των, γνωρίζοντες δὲ καὶ τὴν ἀμνημοσύνην του, τὸν ἔπεισαν ὅτι εἶχε δειπνήσῃ· παρατυχὼν δὲ καὶ ὁ ἰατρὸς τοῦ καρδιναλίου καὶ εἰδοποιηθεὶς κρυφίως ὑπὸ τῶν ὑπηρετῶν, συνετέλεσεν εἰς τὴν ἐπιτυχίαν τὴς κωμῳδίας, διατάξας νὰ ἑτοιμασθῇ καὶ δεύτερον ὀρνίθιον καὶ ἐπιτρέψας εἰς τὸν καρδινάλιον πεινῶντα νὰ τὸ φάγῃ, πρὸς ἄκραν εὐχαρίστησιν τοῦ πελάτου του, ὅστις ἐξελάμβανε τὴν τοιαύτην ἔκτακτον ὄρεξιν ὡς σημεῖον ὑγείας καὶ εὐεξίας. Ὁ δὲ Σατωβριὰν διηγεῖται ὅτι ἡ σύζυγός του τόσον πολὺ ἠγάπα τὴν σοκολάταν τὴν κατασκευαζομένην εἰς φιλανθρωπικόν τι ἵδρυμα, διατελοῦν ὑπὸ τὴν προστασίαν της, καὶ τόσον διαρκῶς τὴν ἐσυλλογίζετο φροντίζουσι περὶ τῆς διαδόσεως της, ὥστε πολλάκις ἀφῃρημένη εἰς τὰς ἐπιστολὰς της ὰντὶ νὰ ὑπογράφῃ ὑποκόμησσα Σατωβριὰνδου ὑπέγραφεν «ὑποκόμησσα Σοκολάτα».

Εἰς τὸ ἀφαιρεῖσθαι ὑπόκεινται κατ’ ἐξοχὴν οἱ μαθηματικοὶ—καὶ ἀναφέρω ἤδη τὰ κατὰ τὸν Νεύτωνα—διότι τὴν σκέψιν αὐτῶν ἀπασχολοῦν διαρκῶς τὰ προβλήματα τῆς ἐπιστήμης των καὶ ἀποκλείουν πᾶσαν ἄλλην τοῦ νοῦ των λειτουργίαν. Περὶ τοῦ διασήμου μαθηματικοῦ Στοὺρμ διηγοῦνται ὅτι καθ’ ὁδὸν διαλογιζόμενος, ἓν μαθηματικὸν πρόβλημα περισπώμενος καὶ εὑρεθεὶς ἀπέναντι στρογγύλου τινὸς δίσκου, ἐστάθη καὶ διὰ τῆς κιμωλίας, τὴν ὁποίαν ἔφερε πάντοτε μαζί του, ἤρχισε νὰ χαράττῃ ἀριθμητικοὺς καὶ ἀλγεβρικοὺς συνδυασμούς. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ δίσκος κινεῖται, ὁ δὲ καθηγητὴς τὸν ἀκολουθεῖ βαδίζων καὶ χαράττων ἐπ’ αὐτοῦ τὰ σημεῖα του. Ὁ δίσκος τρέχει, καὶ ὁ μαθηματικὸς τρέχει ὄπισθεν του ἐξακολουθῶν τὴν λύσιν τοῦ προβλήματος. Ἦτο δὲ ὁ δίσκος ἁπλούστατα ἡ βάσις ἑνὸς βαρελίου, τὸ ὁποῖον περιέφερεν ἐφ’ ἀμάξης πλανόδιος ὑδροπώλης. Ἐξίσου ἀφῃρημένος ἦτο καὶ ὁ συνάδελφός του, περὶ τὰ μέσα τοῦ παρελθόντος αἰῶνος ἀκμάσας ἐν Γαλλίᾳ περιώνυμος μαθηματικὸς Ἀμπέρ, ὅστις ἀπερροφημένος πάντοτε ἐκ τῶν σκέψεων του ἐχαιρέτα καθ’ ὁδὸν μηχανικῶς πάντας τοὺς διαβάτας, ἡμέραν δέ τινα, ὡς λέγουν, ἐθεάθη χαιρετῶν καὶ ἕνα μεγαλόσωμον σκύλλον τῆς Νέας Γῆς. Ἕνεκα δὲ τοῦ φυσικοῦ τούτου ἐλαττώματος ἐγένετο κάποτε ἥρως κωμικῆς σκηνῆς, ἥτις εἶναι πραγματικῶς τὸ ἀστειότερον πάθημα ἐξ ὅσων ποτὲ συνέβησαν εἰς ἀφῃρημένον.

Προσκληθεὶς ποτὲ εἰς γεῦμα ἐπίσημον ὁ Ἀμπέρ, ὅστις προσφάτως εἶχεν ἐκλεγῇ μέλος τοῦ Ἰνστιτούτου, μετέβη, κατὰ συμβουλὴν φίλου του, εἰς τὸ γεῦμα φέρων τὴν ἀκαδημαϊκήν του στολήν. Εὑρέθη ὅμως στενοχωρημένος ἐκεῖ, διότι ἦτο ὁ μόνος ἐκ τῶν προσκεκλημένων, ὅστις ἔφερε στολήν· ἄλλως τε ἦτο καὶ ἀδέξιος περὶ τὰς κοσμικὰς συνηθείας, τὸ ξίφος δὲ τῆς στολῆς τὸν ἠνώχλει εἰς τὰς κινήσεις του. Ὅθεν ἐπωφεληθεὶς μικρᾶς εὐκαιρίας, τὸ ἀφῄρεσε πρὶν παρακαθήσῃ εἰς τὴν τράπεζαν καὶ τὸ ἔκρυψεν ὄπισθεν τῶν προσκεφαλαίων ἑνὸς καναπέ. Ἐλευθερωθεὶς οὕτω τοῦ ἐμποδίου, συμμετέσχε τοῦ γεύματος εὐθύμως· κατὰ τὴν ἐπακολουθήσασαν ὅμως συναναστροφὴν ἐβυθίσθη πάλιν εἰς τοὺς μαθηματικούς του ρεμβασμοὺς καὶ καθεσθεὶς εἴς τινα γωνίαν τὴς αἰθούσης, ἐλησμόνησε τοὺς παρεστῶτας. Αἱ ὧραι παρήρχοντο, τὸ μεσονύκτιον εἶχε σημάνῃ ἤδη καὶ πάντες οἱ προσκεκλημένοι εἶχον ἀπέλθῃ, πλὴν τοῦ Ἀμπέρ, ὅστις βυθισμένος εἰς τὰς σκέψεις του, ἔμενε σιγῶν, ἡ δὲ οἰκοδέσποινα, ἥτις ἦτο ἡ κυρία Φοντάν, γνωρίζουσα τὰς συνηθείας τοῦ σοφοῦ προσκεκλημένου της, ἐκάθητο καὶ αὐτὴ εἰς τὴν αἴθουσαν ἀπέναντί του, μὴ θέλουσα ἐξ ἁβρότητος νὰ τὸν ἐνοχλὴσῃ. Μετὰ παρέλευσιν ὥρας τινὸς ἀκόμη ὁ Ἀμπὲρ ἀνανήψας τέλος, ἠγέρθη καὶ ἡτοιμάσθη ν’ ἀναχωρήσῃ. Ἀνεζήτητε τὸ ξίφος του, ἀλλ’ ὅτε ἠθέλησε νὰ τὸ παραλάβῃ, εἶδεν ὅτι ἐπὶ τοῦ καναπέ, ὅπου τὸ εἶχε κρύψῃ, ἐκάθητο ἡ οἰκοδέσποινα, ἥτις εἰς ἐπίμετρον εἶχεν ἀποκοιμηθῇ. Προσεπάθησε νὰ τὸ ἀποσύρῃ χωρὶς νὰ τὴν ἐξυπνήσῃ, ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα ἦτο δύσκολον* ἐπὶ τέλους μετὰ πολλὰς ἀποπείρας τὸ ἐτράβηξεν, ἀλλ’ ἀπέσυρε μόνην τὴν λεπίδα, διότι ἡ θήκη ἐκρατεῖτο πιεσμένη ὑπὸ τὰ προσκεφάλαια. Ἐν τῇ δυσφορίᾳ του ἐξέφερε μεγαλοφώνως ἐπιφώνημα καὶ ἡ κραυγὴ του ἀφύπνισε τὴν κυρίαν, ἥτις ἐν τῇ ζάλῃ τοῦ ὕπνου ἀκόμη διατελοῦσα καὶ ἰδοῦσα αἴφνης ἐνώπιόν της ἄνθρωπον μὲ τεταραγμένην φυσιογνωμίαν καὶ μὲ ξίφος γυμνὸν εἰς τὴν χεῖρα, ἔρρηξε φωνὰς τρόμου. Προσέδραμον οἱ ὑπηρέται καὶ ὁ οἰκοδεσπότης, καὶ ἐδόθη ἡ δέουσα ἐξήγησις ὑπὸ τοῦ αἰσχυνομένου δια τὸ πάθημά του καθηγητοῦ καὶ ἡ σκηνὴ ἔληξε μὲ θορυβώδη ἱλαρότητα.

Ἀφῃρημένους ἔχομεν πολλοὺς καὶ εἰς τὸν τόπον μας, ὑποθέτω δέ, ὅτι καὶ μεταξὺ τῆς παρούσης εὐγενοῦς ὁμηγύρεως, ἥτις ἔχει τὴν συγκαταβατικὴν καλωσύνην ν’ ἀκροᾶται τὰ ἐλαφρολογήματά μου, ὑπάρχουν κατ’ αὐτὴν τὴν στιγμὴν ἀρκετοὶ καὶ ἀρκεταί, τῶν ὁποίων ὁ νοῦς ταξιδεύει μακαρίως μὲ τὸ ἀερόπλανον τῆς φαντασίας εἰς μέρη μακρυνά, ὅπου δὲν φθάνει ἡ ἀδολέσχιά μου. Κανενὸς ὅμως ἐκ τῶν ἰδικῶν μας ἀφῃρημένων οἱ ἆθλοι δὲν ὑπῆρξαν τόσον μεγάλοι καὶ πρωτότυποι, ὥστε νὰ τύχουν τῆς ἰδιαιτέρας ἀναγραφῆς εἰς τὴν ἱστορίαν.

Εἰς μόνος ὑπῆρξεν εἰς τὴν χώραν μας διάσημος ἀφῃρημένος, ζήσας εἰς παλαιοτέραν ἐποχήν, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνος· ἀλλὰ καί αὐτὸς ἦτο ξένος, ὁ Γερμανὸς ἰατρὸς τῆς Αὐλῆς Ῥέζερ, περὶ οὗ διεσώθησαν μεταξὺ τῶν γεροντοτέρων πολλὰ ἀστεῖα ἀνέκδοτα. Τὸν ἰδιότροπον τοῦτον ἄνδρα καὶ τοὺς παραδόξους τρόπους του περιγράφω πνευματωδῶς καὶ ἐπιχαρίτως εἰς τὰς περὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς ἑλληνικῆς Αὐλῆς ἐπιστολάς της μία Ἑλβετὶς κυρία, ἐπισκεφθεῖσα τὴν χώραν μας κατὰ τὸ 1859, ὡς ἑξῆς:

«Ἤμην ἀσθενὴς... ἡ βασίλισσα μαθοῦσα τοῦτο, ἀπέστειλεν ἀμέσως τὸν ἰατρόν της κ. Ῥέζερ, Βαυαρόν, νὰ μ’ ἐπισκεφθῇ. Ὁ Ῥέζερ ἄμα εἰσελθών, μοῦ ἔκαμε τὴν χειρίστην ἐντύπωσιν. Ἔχω ἀπέχθειαν πρὸς τοὺς ἀμβλυωποῦντας· καὶ αὐτὸς ὄχι μόνον ἀμβλυωπῶν εἶναι, ἀλλ’ οὔτε δύνασαι ν’ ἀνακαλύψῃς ποῦ τὸ βλέμμα του διευθύνεται. Ἐμβῆκεν ὡς ἀνεμοστρόβιλος, κάθε ἄλλην διεύθυνσιν λαβὼν παρὰ τὴν τῆς κλίνης μου, τέλος πλησιάσας μουρμουρίζων, μοῦ ἀπηύθυνε τὸν λόγον γαλλιστί: «— Vous êtes malade, Madame? — Je le crois bien, Monsieur. — Avez vouz de papier, Madame! — Je le crois bien, Monsieur». Ἐκάθησε παρὰ τὴν τράπεζαν καὶ ἁρπάσας τεμάχιον χάρτου ἤρχισε γράφων. Διὰ μιᾶς ἀφίνει τὴν γραφίδα καὶ ὁρμᾷ πρὸς ἐμέ. Ρῖγος μὲ κατέλαβε, διότι τὸν ἐνόμισα παράφρονα. Εὐτυχῶς δὲν ἦτο παράφρων· ἀλλὰ γράφων τὴν συνταγήν του ἐνθυμήθη ὅτι δὲν ἐμέτρησε τὸν σφυγμόν μου καὶ ὅτι δὲν μὲ ἠρώτησεν οὔτε τί αἰσθάνομαι. Ἥρπασε τὴν χεῖρά μου. «— Mais qu’ avez vous Madame! — Ma tête est brulante, Monsieur, et mes genoux ne me soutiennent plus — Toussez un peu, Madame». Ἔβηξα λοιπόν, ἐνῷ δὲν εἶχα βῆχα. Ἐπέστρεψεν εἰς τὴν τράπεζαν, ἐτελείωσε τὴν συνταγήν, μοῦ τὴν ἔδωκεν εἰς τὰς χεῖρας, ἥρπασε τὸν πῖλόν του καὶ ἐδοκίμασε νὰ ἐξέλθῃ διὰ τῆς θύρας τῆς εἰς τὸ ἄλλο δωμάτιον ἀγούσης καὶ ἥτις φυσικῷ τῷ λόγῳ ἦτο κλειδωμένη. Τὸν ἀφῆκα νὰ μὰχεται μὲ τὴν θύραν περίεργος νὰ ἰδῶ ποῦ τοῦτο ἤθελε καταλήξῃ. Μετ’ ὀλίγα λεπτὰ ἀνεχώρησε δρομαῖος δι’ ἐκείνης, δι’ ἧς εἰσῆλθεν, ἀφοῦ ἀνησύχησεν ἀρκετὰ τὸν γείτονά μου, καὶ χωρὶς νὰ μὲ ἀποχαιρετήσῃ».

Ἡ ξένη κυρία ἀναφέρει κατόπιν τὰ ἀνέκδοτα ὅσα ἤκουσεν ἐν Ἀθήναις περὶ τοῦ περιφήμου τούτου ἀφῃρημένου, ἀλλ’ ἀνήκοντα κατὰ τὸ πλεῖστον εἰς τὸν κύκλον τῶν γενικῶς καὶ στερεοτύπως ἀποδιδομένων εἰς πάντας τοὺς ξεχασμένους, ὡς ἐπὶ παραδείγματι, τὸ τοῦ αὐγοῦ, καὶ τὸ τῆς μὴ ἀναγνωρίσεως τοῦ ἰδίου οἴκου. Μᾶλλον συγκεκριμένον καὶ πιστευτότερον εἶναι τὸ ἑξῆς: Ταξιδεύων ποτὲ ἐν Γερμανίᾳ μετὰ τοῦ βασιλέως Ὄθωνος ὁ Ῥέζερ καὶ εὑρισκόμενος εἰς τὸ αὐτὸ τοῦ σιδηροδρόμου διαμέρισμα μετὰ δύο ὑπασπιστῶν τοῦ ἄνακτος, ὧν ὁ ἕτερος ἦτο ἀξιωματικὸς τοῦ ναυτικοῦ, ἀφοῦ ἐπρογευμάτισε μετ’ αὐτῶν ἐκεῖ μέσα προχείρως, ἔρριψεν ἀπὸ τῆς θυρίδος τοῦ βαγονίου μαζὶ μὲ τὰ ὑπολείμματα τοῦ προγεύματος καὶ τὰς χρυσᾶς ἐπωμίδας τοῦ ἀξιωματικοῦ, τὰς ὁποίας οὗτος εἶχεν ἀποθέσῃ πλησίον του. Εὑρέθη δὲ ὁ δυστυχὴς ὑπασπιστὴς εἰς δυσχερεστάτην θέσιν ἕνεκα τῆς ἀπροσεξίας ταύτης, καθ’ ὅτι μετ’ ὀλίγον, ὅτε ἔφθασαν εἰς Βιέννην καὶ ἐπρόκειτο μετὰ τοῦ βασιλέως νὰ παρουσιασθοῦν πρὸ τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Αὐστρίας, δὲν εὗρε τὰς ἐπωμίδας του, οὔτε εἶχε καιρὸν νὰ τὰς ἀντικαταστήσῃ, ἀπέσχε δὲ τῆς παρουσιάσεως, μὴ δυνάμενος νὰ ἐμφανισθῇ μὲ στολὴν ἀντικανονικὴν καὶ ἐπεπλήχθη αὐστηρότατα ὑπὸ τοῦ βασιλέως.

Τὸ καταπληκτικώτερον ὅμως κατόρθωμα τοῦ Ῥέζερ, πάντοτε κατὰ τὴν ἀφήγησιν τῆς εἰρημένης ξένης, εἶναι τὸ ἀκόλουθον:

Θελήσας νὰ νυμφευθῇ, μετέβη εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του, ἐμνηστεύθη καὶ ἐπέστρεφεν εἰς τὴν Ἑλλάδα μετὰ τῆς μνηστῆς καὶ τῆς μητρὸς αὐτῆς· εἰς τὴν Βενετίαν δέ, τὸν τελευταῖον σταθμὸν τῆς ξηρᾶς, ἀφῆκε τὰς κυρίας εἰς τὸ ξενοδοχεῖον, διὰ νὰ φροντίσῃ περὶ τῶν εἰσιτηρίων τοῦ ἀτμοπλοίου, ἀποπλέοντος μετά τινας ὥρας. Ἀλλὰ φεῦ! εἰσελθὼν εἰς τὸ ἀτμόπλοιον, ἐλησμόνησε τὴν μνηστήν, τὴν πενθερὰν καὶ τὰς ἀποσκευάς του, ἔφθασε δὲ ἀτάραχος εἰς Ἀθήνας, ὅπου μετά τινας ἡμέρας ἔλαβεν ἐπιστολὴν τῆς πενθερᾶς, εὐγνωμονούσης διότι τὴν ἔκαμε νὰ ἐννοήσῃ ἐγκαίρως ποῖον θὰ ἦτο τὸ μέλλον τῆς θυγατρός της, ἐὰν συνεζευγνύετο μὲ τοιοῦτον ἄνθρωπον, καὶ εἰδοποιούσης ὅτι ἐκεῖναι μὲν ἐπανέκαμπτον εἰς Βαυαρίαν, εἰς αὐτὸν δὲ ἔπεμπον τὰς λησμονηθείσας ἀποσκευάς του.

Παρὰ πρεσβυτέρων τινῶν συμπολιτῶν μας ἤκουσα ἄλλοτε καὶ τὸ ἑπόμενον κωμικὸν ἐπεισόδιον τοῦ ἰατροῦ Ῥέζερ. Ἐπισκεφθείς ποτε κυρίαν καὶ ἰδὼν ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου, ἐφ’ οὗ ἐκάθητο λευκόν τι πανίον, τὸ ὁποῖον ἐν τῇ μυωπίᾳ του ἐξέλαβεν ὡς τὴν ἄκραν τοῦ ἐσωτερικοῦ του ἐνδύματος, ἐκφεύγουσαν ἀπρεπῶς ἀπὸ κάποιον μέρος, ἤρχισε κρυφίως καὶ μετὰ συστολῆς νὰ τὸ εἰσαγάγῃ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἐντὸς, εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς περισκελίδος του, πρὸς μεγάλην ἔκπληξιν τῆς κυρίας, ἥτις ἔβλεπε τὸ ἀφεθὲν παρ’ αὐτῆς ἐκεῖ λευκόν της μανδήλιον νὰ λαμβάνῃ τοιαύτην παράδοξον τύχην. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνέκδοτον τοῦτο εὗρον κατόπιν ἀποδιδόμενον εἰς ἁπλοϊκόν τινα γάλλον ἐφημέριον, εὑρεθέντα εἰς τὴν αὐτὴν θέσιν ἐνώπιον τῆς δουκίσσης τοῦ Πανθιέβρ. Ὥστε βλέπετε ὅτι καὶ αὐτῶν τῶν ἀφῃρημένων ἡ δόξα δὲν εἶνε ἀσφαλὲς καὶ σταθερὸν κτῆμα, ἀλλ’ ὑπόκειται καὶ αὐτὴ εἰς ἀμφισβήτησιν καὶ καταπάτησιν, ὅπως καὶ τὰ οἰκόπεδα.

Πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς ἀσθενοῦς ἀνθρωπίνης μνήμης καὶ πρὸς ἐξάσκησιν αὐτῆς διὰ νὰ δύναται ν’ ἀποφεύγῃ τὰς διαλείψεις καὶ τὴν λήθην ἐπενοήθησαν ἀπὸ παναρχαίων χρόνων διάφοροι μέθοδοι, ἀποβλέπουσαι, διὰ τοῦ συνδυασμοῦ τῶν ἐννοιῶν ἐκ τὴς θέας διαφόρων ἀντικειμένων, εἰς τὴν ἐπάνοδον τῆς μνήμης εἰς τὴν ζητουμένην σκέψιν. Συνήθως οἱ τοιοῦτοι τρόποι εἶνε ἡ μετάθεσις τοῦ δακτυλιδίου ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἄλλον δάκτυλον, ἢ τοῦ ὡρολογίου ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἄλλο θυλάκιον^ πάγκοινος δὲ εἶνε ἰδίως ὁ κόμβος τοῦ μανδηλίου. Ἀλλ’ ὑπάρχουν μερικοὶ τόσον ἀμνήμονες, ὥστε ἀφοῦ δέσουν τὸν πρῶτον κόμβον, χρειάζονται κατόπιν νὰ κάμουν καὶ δεύτερον διὰ νὰ ἐνθυμηθοῦν τὸν πρῶτον. Ἕτεροι καταφεύγουν εἰς ἄλλα μέσα, κἄποιος γνωστός μου δὲ μοῦ διηγεῖτο ὅτι ὁσάκις ἤθελε νὰ ἐνθυμηθῇ τὴν παραγγελίαν τῆς δυστρόπου πενθερᾶς του, ἐσυνήθιζε νὰ τοποθετῇ ἐπὶ τοῦ γραφείου του ἓν παιγνίδιον παριστῶν ἀρκοῦδαν, ὅπως τὸ ὁμοίωμα τοῦ θηρίου ὑπενθυμίζῃ εἰς αὐτὸν τὴν πενθερὰν καὶ τὴν παραγγελίαν της. Ὁ στοιχειωδέστερος ὅμως καὶ κοινότερος τρόπος ὑπομνήσεως εἰνε τὸ σημειωματάριον· ἀλλὰ καὶ αὐτὸ δὲν εἶνε πάντοτε ἀσφαλὲς, διότι ἡ σημείωσις γίνεται ἐνίοτε ἐν τάχει καὶ δὲν ἐπαρκεῖ νὰ βοηθήσῃ τὴν μνήμην, ἐνθυμοῦμαι δὲ περὶ τούτου τὸ ἑξῆς κωμικὸν πάθημα ἑνὸς φίλου μου· κἄποια κουμπάρα του τὸν παρεκάλεσέ ποτε διά τινα ὑπόθεσίν της, πολυάσχολος δὲ αὐτὸς ἐσημείωσεν ἐν τάχει τὸ ὄνομά της διὰ νὰ ἐνθυμηθῇ* ἀλλ’ ὅτε μετά τινας ἡμέρας ἐξήταζε τὸ σημειωματάριόν του, τὰς δύο κακογεγραμμένας λέξεις, τὰς ὁποίας εἶχε σημειώσει ἐκεῖ, «Ἀγγελικὴ κουμπάρα» ἀνέγνωσεν «Ἀγγλικὴ κουμποῦρα» καὶ ἐπὶ ἀρκετὴν ὥραν δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ διὰ τίνα σκοπὸν εἶχε σημειώσει τὸ φονικὸν αὐτὸ ὅπλον.

Πλὴν ὅμως τῶν ἐμπορικῶν τούτων μέσων ἐγένετο ἄλλοτε καὶ κἄποια ἐπιστημονικὴ ἀπόπειρα πρὸς καταρτισμὸν συστήματος βοηθητικοῦ τὴς μνήμης, βασιζόμενον εἰς συνδυασμοὺς καὶ συνηχήσεις τῶν λέξεων. Τὸ σύστημα δὲ τοῦτο ὠνομάσθη Μνημοτεχνία. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι καὶ αὐτὸ δὲν ηὐδοκίμησε πολὺ εἰς τὴν πρακτικὴν ἐφαρμογήν, διότι ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀφῃρημένων καὶ τῶν ξεχασμένων εἰς τὸν κόσμον παραμένει πάντοτε μέγας. Ἄν εἶναι καλὸν ἢ κακὸν τοῦτο διὰ τὴν ἀνθρωπότητα, δύσκολον εἶναι ν’ ἀποφανθῇ τις. Ὁ Θεμιστοκλῆς, ὅστις εἶχε θαυμάσιον μνημονικόν, εἰς κάποιον, ὅστις τοῦ ἐπρότεινε νὰ τὸν διδάξῃ μέθοδον, διὰ τῆς ὁποίας νὰ ἐνθυμῆται, ἀπήντησεν ὅτι θὰ ἦτο προτιμότερον νὰ τὸν ἐδίδασκε καμμίαν μέθοδον διὰ νὰ ἠμπορῇ νὰ λησμονῇ. Διότι ἀνεξαρτήτως τοῦ γενικοῦ ζητήματος εἶναι βέβαιον ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα θὰ ἦτο καλλίτερον διὰ τὸν ἄνθρωπον νὰ τὰ λησμονῇ παρὰ νὰ τὰ ἐνθυμῆται. Καὶ εἰς ἐν μυθιστόρημα τοῦ Ἄγγλου συγγραφέως Κόναν Ντόϋλ ὁ περιβόητος αὐτοῦ ἥρως Σέρλοκ Χὸμς μὲ πολλὴν εὐφυΐαν διατυπώνει αὐτὴν τὴν θεωρίαν

* *

Ἀντιθέτως ἐλάχιστος εἶνε ὁ ἀριθμὸς τῶν προικισθέντων ὑπὸ τὴς φύσεως δια μνήμης μεγάλης, γοργῆς, εὐρείας. Ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς αὐτοὺς ἡ φύσις δὲν ὑπῆρξε λίαν ἀφειδής, ὀλίγιστοι δὲ εἶνε οἱ προνομιοῦχοι, οἱ κατέχοντες τὸ χάρισμα μνήμης γενικῆς, περιλαμβανούσης πάντας τοὺς κλάδους τῆς γνώσεως. Συνηθέστερον εἶνε τὸ φαινόμενον τῶν ἐχόντων ἐξαιρετικὴν ἱκανότητα μνήμης περὶ εἰδικόν τινα καὶ ὡρισμένον κύκλον γνώσεων καὶ ἐντυπώσεων, ἐνίοτε δὲ καὶ περὶ κύκλους πλείονας τοῦ ἑνός, εἴτε σχετικούς, εἴτε καὶ ἀσχέτους πρὸς ἀλλήλας. Οὕτως οἱ μὲν εἶνε ἱκανοὶ νὰ ἐνθυμοῦνται ἀριθμοὺς καὶ χρονολογίας· οἱ δὲ εἶνε ἱκανοὶ νὰ ἐνθυμοῦνται μουσικοὺς φθόγγους· ἄλλοι δύνανται ν’ ἀποστηθίζουν εὐχερῶς περικοπὰς βιβλίων, πολλάκις ἐφ’ ἅπαξ καὶ τροχάδην παρ’ αὐτῶν ἀναγνωσθέντων, ἢ καὶ λόγους ῥητόρων, τοὺς ὁποίους ἤκουσαν ἀπαγγελλομένους· ἕτεροι ἔχουν τὴν μνήμην εἰδικῶς ἱκανὴν περὶ τὸ ἐκμανθάνειν ξένας γλώσσας καὶ λαλεῖν αὐτὰς ἀπροσκόπτως. Τοιοῦτος δὲ ἦτο ὁ περίφημος ἰταλὸς καρδινάλιος Μετζοφάντε, ἀποθανὼν ἐν Βονωνίᾳ κατὰ τὸ 1848, θαῦμα ἀληθῶς γλωσσομαθείας, γινώσκων καὶ λαλῶν 58 γλώσσας καὶ διαλέκτους μετὰ τῶν ἰδιωτισμῶν των. Καὶ περὶ τοῦ Μιθριδάτου βασιλέως τοῦ Πόντου λέγεται ὅτι ἔχων εἰς τὰ στρατεύματά του ὑπηρετοῦντας στρατιώτας, ἀνήκοντας εἰς 22 διάφορα ἔθνη, ἠδύνατο νὰ συνδιαλέγεται μεθ’ ἑκάστου αὐτῶν εἰς τὴν ἰδιαιτέραν γλῶσσαν τοῦ ἔθνους, εἰς ὃ ἀνῆκε.

Διὰ τὴν ἐξαιρετικήν των μνήμην ἐφημίζοντο πολλοὶ Γάλλοι συγγραφεῖς καὶ ποιηταὶ τῶν περελθόντων αἰώνων. Ὁ Κορνήλιος, ὁσάκις παρεκαλεῖτο ν’ ἀναγνώσῃ καμμίαν ἔκ τῶν τραγῳδιῶν του, τὴν ἀπήγγελλεν εὐθὺς ὁλόκληρον ἐκ μνήμης. Ὁ Ρακίνας ἀπεστήθισεν ὁλόκληρον ἀρχαῖον ἑλληνικὸν μυθιστόρημα, τὸ ὁποῖον κρυφίως εἶχεν ἀναγνώσει εἰς τὸ ἐκπαιδευτήριον, ὅπου ἐσπούδαζεν. Ὁ Πιρὼν καὶ ὁ Κρεβιγιὼν δὲν ἀνεγίνωσκον, ἀλλ’ ἀπήγγελλον ἐκ μνήμης τὰ θεατρικά των ἔργα εἰς τοὺς ἠθοποιοὺς καὶ τὰ ἔγραφον μόνον, ἀφοῦ ἤθελον γίνει δεκτὰ πρὸς παράστασιν. Ὁ Πασκὰλ δὲν ἐλησμόνει τίποτε ἐξ ὅσων εἶχεν ἴδει ἢ ἀκούσει ἢ ἀναγνώσει. Δύο δὲ λόγιοι Ἰησουῖται τῶν χρόνων ἐκείνων, ὁ Συαρὲ καὶ ὁ Μενεστρὲλ ἦσαν φαινόμενα μνήμης ἀξιοθαύμαστα. Ὁ πρῶτος ἐξ αὐτῶν εἶχε συγγράψει 22 τόμους μεγάλου σχήματος βιβλίων καὶ ἐνθυμεῖτο τόσον καλῶς τὸ περιεχόμενον ὅλων, ὥστε ἤρκει νὰ τοῦ ἀναφέρουν τὴν πρώτην γραμμὴν ἑνὸς κεφαλαίου ἐξ αὐτῶν, διὰ νὰ τὸ ἀναγγείλῃ ἀμέσως ὁλόκληρον ἐκ στήθους. Ὁ δεύτερος δὲ ὑπέστη θριαμβευτικῶς τὴν ἑπομένην περίεργον δοκιμασίαν. Ἡ βασίλισσα τὴς Σουηδίας Χρηστίνα κατὰ τὴν διέλευσίν της ἐκ Λυών, ὅπου διέμενεν ὁ Μενεστρέλ, ἀκούσασα περὶ τῆς καταπληκτικῆς του μνήμης, εἶπε ν’ ἀπαγγείλουν ἐνώπιόν του καὶ νὰ γράψουν τριακοσίας λέξεις ἐκ τῶν μᾶλλον ἀσυνήθων καὶ ἀλλοκότων τῆς γαλλικῆς γλώσσης· αὐτὸς δὲ τὰς ἐπανέλαβε μίαν πρὸς μίαν κατὰ σειράν, ἔπειτα τὰς ἐπανέλαβε κατὰ σειρὰν ἀντίθετον, κατόπιν τὰς ἐπανέλαβεν ἀναμίξ, χωρὶς νὰ παραλείψῃ μίαν. Ἐπίσης καταπληκτικὸν ἦτο τὸ μνημονικὸν τοῦ Λαμὸτ-Οὑδάρ. Εἰς τὸν συγγραφέα αὐτὸν παρουσιάσθη ποτὲ νεαρὸς ποιητής, ὅστις τοῦ ἀνέγνωσε μίαν τραγῳδίαν του. Ὁ Λαμὸτ μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀναγνώσεως συνωφρυώθη καὶ ἐπετίμησε σφοδρῶς τὸν ποιητὴν ὡς σφετεριστὴν ξένου ἔργου. «Ἡ τραγῳδία αὐτὴ, τοῦ εἶπε, μοῦ εἶναι ἀρκετὰ γνωστὴ καὶ διὰ νὰ σοῦ τὸ ἀποδείξω, θὰ σοῦ ἀπαγγείλω τὴν τετάρτην σκηνὴν τῆς δευτέρας πράξεως, τὴν ὁποίαν ἄλλοτε εἶχα ἀποστηθίσει». Καὶ τὴν ἀπήγγειλε τῷ ὄντι λέξιν πρὸς λέξιν πρὸς τὸν ποιητήν, ὅστις διεμαρτύρετο ἐμβρόντητος καὶ ὅστις ἡσύχασε, μόνον ὅταν ἤκουσε παρὰ τοῦ Λαμὸτ ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἀστεϊσμοῦ, ὀφειλομένου εἰς τὴν τεραστίαν του μνήμην.

Μερικοὶ ἔχουν τὸ πλεονέκτημα νὰ διακρατοῦν εἰς τὴν μνήμην των τὴν εἰκόνα τῆς μορφῆς ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους παροδικῶς καὶ ἐπὶ στιγμὴν ἐγνώρισαν, νὰ τοὺς ἀναγνωρίζουν ἐκ πρώτης ὅψεως μετὰ παρέλευσιν πολλῶν ἐτῶν, νὰ ἐνθυμοῦνται δὲ καὶ τὸ ὄνομά των. Τοιαύτην φήμην ἔχαιρόν τινες τῶν τεθνεώτων πολιτικῶν ἡμῶν ἀνδρῶν, οἷον ὁ Τρικούπης καὶ ὁ Δηλιγιάννης, οἵτινες ἀνεγνώριζον εὐθὺς τοὺς πανταχόθεν τῆς Ἑλλάδος συρρέοντας εἰς τὸν οἶκόν των ἀναριθμήτους φίλους καὶ ὀπαδοὺς καὶ προσηγόρευον αὐτοὺς ὀνομαστί. Ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ ἐγίνωσκεν ἐξ ὀνόματος πάντας τοὺς στρατιώτας του, τὸ αὐτὸ δὲ λέγεται καὶ περὶ ἄλλων μεγάλων στρατηγῶν τῆς ἀρχαιότητος, περὶ τοῦ Κύρου καὶ τοῦ Σκιπίωνος. Ὁ δὲ Μέγας Ναπολέων μὴ θέλων νὰ φανῇ κατώτερος αὐτῶν καὶ κατὰ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ μὴ κεκτημένος εἰς τόσον μέγαν βαθμὸν τὸ δῶρον τὴς μνήμης, μετήρχετο, κατά τινας νεωτέρους βιογράφους του, τὸν ἑξῆς δόλον. Συνεννοούμενος μετὰ τῶν ἀρχηγῶν τῶν συνταγμάτων τῆς φρουρᾶς του καὶ λαμβάνων παρ’ αὐτῶν ἀκριβεῖς πληροφορίας περὶ τοῦ ὀνόματος, τῆς καταγωγῆς καὶ τῶν προτέρων ὑπηρεσιῶν τῶν παλαιοτέρων στρατιωτῶν του, κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἐπιθεωρήσεως ἀπηυθύνετο δῆθεν τυχαίως πρὸς αὐτούς, τοὺς ἐξήταζε, προσεποιεῖτο ὅτι ἐνεθυμεῖτο τὸ ὄνομά των καὶ τὰς μάχας, εἰς ἃς παρευρέθησαν, καὶ τὰς πράξεις, δι’ ἅς διέπρεψαν, καὶ πολλάκις τοὺς ἐβράβευε διαθρύπτων τοιουτοτρόπως τὴν φιλοτιμίαν καὶ ἐξάπτων τὸν ζῆλον καὶ τὴν ἀφοσίωσιν τῶν ἀνδρείων ἐκείνων, ἀλλ’ ἀφελῶν πολεμιστῶν.

Ἕτερός τις στρατιωτικός, ἀφανὴς ὅμως οὗτος ἀξιωματικός, ἀλλ’ ἀρκετὰ εὐφυὴς, μετεχειρίσθη ἄλλο τέχνασμα εἰς παρομοίαν περίστασιν. Ὁ συνταγματάρχης του εἶχε τὴν ἀξίωσιν, ὅπως ἕκαστος λοχαγὸς γνωρίζῃ ἐκ στήθους τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν ἀνδρῶν τοῦ λόχου του. Κατὰ τὴν ἐπιθεώρησιν τοῦ συντάγματος ὁ συνταγματάρχης ἔφιππος μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἕτερον τῶν παρατεταγμένων λόχων ὑπέβαλλεν εἰς τὴν δοκιμασίαν ταύτην τοὺς λοχαγοὺς καί, ἐπειδὴ φυσικὰ τὸ πρᾶγμα ἦτο ἀδύνατον, ἀπηύθυνε βαρείας ἐπιπλήξεις εἰς ἕκαστον καὶ ἀπήρχετο δυσηρεστημένος. Ὁ τελευταῖος λοχαγός, βλέπων ὅτι ἤρχετο ἡ σειρά του, συνεννοήθη ἐν τάχει μετά τῶν ὑπαξιωματικῶν καὶ τῶν ἀνδρῶν τοῦ λόχου του, ν’ ἀπατήσῃ τὸν συνταγματάρχην κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον: νὰ ἐκφωνῇ αὐτὸς ὀνόματα κατὰ τύχην, καθεὶς δὲ τῶν στρατιωτῶν κατὰ σειρὰν ν’ ἀπαντᾷ «παρών.» Τοῦτο καὶ ἐγένετο, μετὰ τὸ εἰκοστὸν δὲ ὄνομα ὁ συνταγματάρχης συνεχάρη τὸν λοχαγὸν καὶ ἀπῆλθεν εὐχαριστημένος. Ἀλλὰ τὸ τέχνασμα δὲν ἐβράδυνε νὰ γνωσθῇ εἰς τοὺς κύκλους τῶν ἀξιωματικῶν, φυσικὰ δὲ περιῆλθεν εἰς γνῶσιν καὶ τοῦ διοικητοῦ, ὅστις ἀγανακτήσας διὰ τὴν ἀπάτην, προσεκάλεσε τὸν λοχαγὸν εἰς ἀπολογίαν.

— Συνταγματάρχα μου, εἶπεν οὗτος δικαιολογούμενος, κατέφυγα εἰς αὐτὸ τὸ μέσον διὰ νὰ σᾶς εὐχαριστήσω· ἀλλ’ εἶναι ἀνθρωπίνως ἀδύνατον νὰ γνωρίζῃ κανεὶς ἐκ στήθους τὰ ὀνόματα τῶν ἀνδρῶν ὁλοκλήρου λόχου, ἀφοῦ ὀλιγώτερα ἀκόμη καὶ ἁπλούστερα πράγματα ὁ νοῦς δυσκολεύεται πολλάκις νὰ ἐνθυμηθῇ ἀμέσως. Καὶ θὰ σᾶς δώσω ἀμέσως τὴν ἀπόδειξιν. Αὐτὸς ἐκεῖ ὁ λοχίας εἶναι ἐκ τῶν καλλιτέρων ὑπαξιωματικῶν τοῦ λόχου μου, παλαιὸς στρατιώτης, ἔμπειρος προγυμναστής, γνωρίζων καλὰ τὸ ἔργον του. Προσκαλέσατέ τον καὶ ἐρωτήσατέ τον νὰ σᾶς εἰπῇ ἀμέσως τὸ ἕκτον παράγγελμα τῆς γεμίσεως.

— Νομίζετε; εἶπεν ὁ συνταγματάρχης δυσπίστως.

Καὶ προσκαλέσας τὸν ὑπαξιωματικόν, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀποτόμως:

— Ποῖον εἶναι τὸ ἕκτον παράγγελμα τῆς γεμίσεως τοῦ ὅπλου;

— Τὸ ἕκτον παράγγελμα, ἐπανέλαβεν ὁ λοχίας· σταθῆτε μιὰ στιγμή!.. Τὸ πρῶτον εἶναι «φέρτε ἅρμ,» τὸ δεύτερον...

—Ἄ! μὰ ἂν πηγαίνῃς κατὰ σειράν, θὰ τὸ εὕρῃς βέβαια· ἀλλ’ ἐγώ ἐννοῶ νὰ μοῦ τὸ εἰπῇς ἀμέσως. — Μὰ νομίζετε ὅτι εἶναι εὔκολον αὐτό, κύριε συνταγματάρχα; Δότε μου τὴν ἄδειαν νὰ σᾶς ἐρωτήσω καὶ ἐγώ κάτι διὰ νὰ πεισθῆτε, εἶπεν ὁ λοχίας. Γνωρίζετε βέβαια τὸ ἀλφάβητον;

— Τί ἐρώτησις εἶναι αὐτή! εἶπεν ὁ συνταγματάρχης συνοφρυούμενος.

— Λοιπόν, ἐξηκολούθησεν ἀταράχως ὁ ὑπαξιωματικός, πέτε μου ποῖον εἶναι τὸ δέκατον ἕβδομον γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου;

— Τὸ δέκατον ἕβδομον γράμμα,... εἶπεν ἐν ἀμηχανίᾳ ὁ συνταγματάρχης· στάσου μία στιγμὴ!... Ἄλφα ἕνα, Βῆτα δύο...

— Ἄ!... μὰ ἄν πηγαίνετε ἔτσι, θὰ τὸ εὕρετε βεβαίως, παρετήρησεν ὁ λοχίας· ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ μοῦ τὸ εἰπῆτε ἀμέσως!

Καὶ ὁ συνταγματάρχης ἐδέησε νὰ παραδεχθῆ ὅτι εἶχεν ἄδικον.

Ἔν ἔκτακτον φαινόμενον τεραστίας μνήμης εἴχομεν καὶ ἡμεῖς ἄλλοτε ἐν Ἀθήναις, τὸν πρὸ ἐτῶν ἀποθανόντα Δημήτριον Κοκκίδην, καθηγητὴν τὴς Ἀστρονομίας καὶ διευθυντὴν τοῦ Ἀστεροσκοπείου. Ὁ νοῦς του ἦτο ἀληθὴς φωνογραφικὴ μηχανή. Ὅ, τι ἔβλεπεν ἢ ἤκουεν, ὅ, τι ἀνεγίνωσκεν ἢ ἐμάνθανεν ἐνετυποῦτο εἰς τὴν μνήμην του ἀνεξιτήλως καὶ ἐν δεδομένῃ στιγμῇ ἀπεδίδετο μετὰ θαυμασίας ἀκριβείας καὶ σαφηνείας. Ἐπειδὴ δὲ ἦτο παρατηρητικὸς καὶ φιλομαθὴς καὶ φιλαναγνώστης ἀνέκαθεν, ἀπεθησαύρισεν ἐν ἑαυτῷ πλῆθος γνώσεων παντοειδῶν, ἐξ ὧν οὐδεμία ἐκαλύφθη ὑπὸ τοῦ πέπλου τῆς λήθης. Διὰ τοῦτο ἡ ἀπέραντος μνήμη του εἶχε καὶ τοῦτο τὸ πλεονέκτημα, ὅτι ἦτο πολυσχιδὴς καὶ ποικίλη, περιλαμβάνουσα πολλὰ κεφάλαια γνώσεων ἀσχέτων πρὸς ἀλλήλας. Οὕτω χάριν παιδιᾶς καὶ ἐν ὥρᾳ εὐθυμίας εὑρισκόμενος ἐν κύκλῳ φίλων, ἠρέσκετο νὰ ἐπιδεικνύῃ τὴν ἔκτασιν τὴς μνήμης του ἐπαναλαμβάνων τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν ἁγίων τοῦ ἑορτολογίου κατὰ σειράν, ἀπὸ τῆς 1ης Ἰανουαρίου μέχρι τῆς 31ης Δεκεμβρίου, τὰ ὁποῖα ἐγνώριζεν ἐκ στήθους. Ἐγνώριζε καταλεπτῶς τὰ τῆς συστάσεως καὶ τοῦ ὀργανισμοῦ πάντων τῶν ἐν Εὐρώπῃ ἱπποτικῶν ταγμάτων καὶ περιέγραφεν ἐν πάσῃ ἀκριβείᾳ καὶ λεπτομερείᾳ τὰ διάσημα ἑκάστου αὐτῶν, τοὺς βαθμούς, τὰ χρώματα τῆς ταινίας κλπ. Ἐπειδὴ δὲ ἦτο καὶ ὀλίγον μουσικός, εἶχε καταγίνει περὶ τὴν ἱστορίαν τῆς μουσικῆς καὶ ἐγίνωσκεν ἀκριβέστατα πόσα καὶ ποῖα μελοδράματα συνέθεσεν ἕκαστος τῶν ἐπιφανῶν μουσουργῶν καὶ ἦτο εἰς θέσιν ἐρωτώμενος νὰ σᾶς ἀπαντήσῃ ἀμέσως κατὰ ποῖον ἔτος ἐγράφη ἡ «Ἰφιγένεια» τοῦ Γλούκ ἢ ὁ «Ὀθέλλος» τοῦ Ροσσίνη καὶ ποῦ παρεστάθη τὸ πρῶτον καὶ τίνα ἔκβασιν ἔσχε. Χρηματίσας δὲ πολλάκις ἔνορκος εἰς τὸ Κακουργιοδικεῖον Ἀθηνῶν, ἔλαβεν ἀφορμὴν ν’ ἀναγνώσῃ τὸν Ποινικὸν Νόμον καὶ ν’ ἀποστηθίσῃ ὅλα αὐτοῦ τὰ ἄρθρα, ἀπαγγέλλων ἐν πάσῃ στιγμῇ ἀπροσκόπτως τὸ κείμενον ἑκάστου. Ἰδίως ἦτο δεινότατος περὶ τὴν ἱστορίαν τῶν εὐρωπαϊκῶν στρατῶν, γινώσκων ἐν καταπληκτικῇ λεπτομερείᾳ οὐ μόνον τὴν ἀρχὴν τῆς συστάσεως ἑκάστου καὶ τὰς περιπετείας καὶ τὰς πολεμικάς του πράξεις, ἀλλὰ καὶ τὸν ὀργανισμὸν καὶ τὰς τεχνικὰς διαιρέσεις καὶ ὑποδιαιρέσεις τῶν σωμάτων καὶ τὰ διακριτικὰ σημεῖα τῆς στολῆς καὶ τὸ ὁπλισμὸν ἑκάστου συντάγματος. Συνέβη μάλιστά ποτε ἕνεκα τούτου ἀστεῖόν τι ἐπεισόδιον. Ἑσπέραν τινὰ ὁ Κοκκίδης εἰσῆλθεν εἰς τὸ μόνον τότε ὑπάρχον ἐν Ἀθήναις εὐπρεπὲς ζυθοπωλεῖον, τὸ λεγόμενον τοῦ Μπερνιουδάκη καὶ κείμενον εἰς πάροδόν τινα τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ παρὰ τὸ ὑπουργεῖον τῆς Παιδείας, καταφύγιον δὲ τῶν παρεπιδημούντων ξένων καὶ ἰδίως τῶν Γερμανῶν καὶ ἐντευκτήριον μερικῶν λογίων καὶ ἐπιστημόνων τῆς ἐποχῆς. Εἶδεν εἰς γωνίαν τινὰ καθήμενον ἕνα κύριον μόνον, ξένον προφανῶς, τὸν ἐπλησίασε καὶ μὲ τὴν συνήθη του διαχυτικότητα δὲν ἐβράδυνε νὰ συνάψῃ συνομιλίαν. Ὁ ξένος ἦτο Γερμανὸς καὶ ὁ Κοκκίδης γερμανομαθέστατος, μαθὼν δὲ ὅτι ὁ μεθ’ οὗ συνδιελέγετο ἦτο ἀξιωματικὸς τοῦ ἱππικοῦ εἰς τὸν πρωσσικὸν στρατόν, ἤρχισε νὰ τὸν ἐρωτᾷ περὶ τοῦ συντάγματός του, καὶ νὰ τοῦ ἀναφέρῃ λεπτομερείας περὶ τῆς ἱστορίας του, περὶ τῆς διοικήσεώς του, περὶ τῆς δυνάμεώς του, περὶ τῶν ἰδιαιτέρων γνωρισμάτων τῆς στολῆς του καὶ τῶν γενομένων εἰς αὐτὴν κατὰ καιροὺς τροποποιήσεων μετὰ τόσης ἀκριβείας, ὥστε ὁ ξένος ἀπορῶν, τὸν ἠρώτησεν ἐν τέλει, ἂν ἦτο καὶ αὐτὸς στρατιωτικός, διὰ νὰ γνωρίζῃ τόσον καλῶς αὐτά τὰ πράγματα. Κατεπλάγη δὲ ἀκόμη περισσότερον ὁ πρῶσσος ἀξιωματικός, ὅταν ἤκουσεν ὅτι ὁ Κοκκίδης δὲν ἦτο ἀξιωματικὸς τοῦ ἱππικοῦ, ἀλλὰ καθηγητὴς τῆς ἀστρονομίας!

Καὶ ὅμως μόνον περὶ τῆς ἀστρονομίας, ἥτις ἦτο ἡ ἐπιστήμη τοῦ καὶ περὶ τὴν ὁποίαν ἦτο ἐγκρατέστατος, ἀπέφευγε νὰ ὁμιλῇ ὁ καλὸς καὶ ἀγαθὸς Δημητράκης, ἐκ μετριοφροσύνης βεβαίως, ἐνῷ ἦτο λαλίστατος, ἀλλὰ καὶ λίαν ἐπαγωγὸς περὶ ὅλα τὰ ἄλλα θέματα, περὶ ὧν κατεῖχεν ἀνεξαντλήτους γνώσεις καὶ ἀναμνήσεις Α ἀκοίμητος αὐτοῦ μνήμη. Ἠρέσκετο πρὸ πάντων ν’ ἀναπολῇ τὰ παρελθόντα καὶ νὰ διηγῆται τερπνότατα πράγματα περὶ τοῦ παλαιοῦ ἀθηναϊκοῦ βίου, περὶ τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, περὶ τῶν πολιτικῶν καὶ τῶν ἐπιφανῶν ἀνδρῶν αὐτῆς, περὶ τῆς αὐλῆς τοῦ βασιλέως Ὄθωνος, ἀναφέρων ἐπεισόδια, ἐξ ὧν τῶν μὲν εἶχε χρηματίσει μάρτυς, ἄλλα δ’ ἐγίνωσκεν ἐκ παραδόσεως. Συνδεόμενος οἰκειότατα μετ’ αὐτοῦ κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ βίου του, ηὐτύχησα νὰ ἀρυσθῶ ἐκ τῆς μνήμης του ὡς ἐξ ἀρχείου πολυτίμους ἀνεκδότους πληροφορίας, ἀκριβεστάτας ἐν ταῖς λεπτομερείαις, διότι καὶ τὰ ἐλάχιστα ἐνεθυμεῖτο, αἵτινες μοῦ ἐχρησίμευσαν τὰ μέγιστα κατὰ τὴν ἐξιστόρησιν συμβάντων τινῶν τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνος, ἣν ἔγραψα καὶ ἐδημοσίευσα ἄλλοτε. Ἡ ἱστορία ἦτο τὸ ἀγαπητόν του πεδίον· ἐγίνωσκε τὰ ἱστορικὰ συμβάντα τῶν περισσοτέρων ἐθνῶν χρονολογικῶς καὶ ἐμπεριστατωμένως, ἀλλ’ ἰδιαιτέραν εἶχε προτίμησιν πρὸς τὴν στρατιωτικὴν ἱστορίαν καὶ πρὸ πάντων τὴν τῶν ναπολεοντικῶν πολέμων. Ἐκεῖ ὁ Κοκκίδης εὑρίσκετο εἰς τὸ στοιχεῖόν του, διότι τὴν ἱστορίαν τοῦ μεγάλου Κορσικανοῦ ἐγνώριζε καὶ ἐνεθυμεῖτο σελίδα πρὸς σελίδα καὶ ἐδάφιον πρὸς ἐδάφιον. Ὅτε ἐπελαμβάνετο αὐτοῦ τοῦ ἀγαπητοῦ του θέματος, ἡ διήγησις διήρκει ἐπὶ ὥρας· ἡ ναπολεοντικὴ ἐποποιΐα παρήλαυνεν ὁλόκληρος μὲ τὰς πολυκρότους μάχας της, μὲ τοὺς περιωνύμους στρατάρχας της, μὲ τὰ διάφορα ἐπεισόδιά της, τὸ Μαρέγκον, τὸ Αὐστερλίτζ, ἡ Ἱένα, τὸ Βάγραμ, ἡ Μόσχα, ὁ Μασσένας, ὁ Δαβού, ὁ Μυρά. Τὸ ἐπιστέγασμα δὲ ἦτο ἡ μάχη τοῦ Βατερλώ, περὶ τῆς ὁποίας ὁμιλῶν ἀπηρίθμει τὰ σώματα, τὰς μεραρχίας, τὰς ταξιαρχίας, τὰ συντάγματα τῶν ἀντιπάλων στρατῶν, ὡς νὰ εἶχε χρηματίσῃ μέλος τοῦ ἐπιτελείου των, ἀναφέρων τὰ ὀνόματα τῶν διοικητῶν, ἐξηγῶν τὸ στρατηγικὸν σχέδιον τῶν ἀρχηγῶν, περιγράφων τὰς διαφόρους φάσεις. Καὶ ἐνθυμοῦμαι ἑσπέραν τινὰ χειμερινήν, εἰς τὸ γραφεῖον τῆς ἐφημερίδος ὅπου τότε εἰργαζόμην καὶ ὅπου ὁ Κοκκίδης ἐφοίτα τακτικῶς, θέλων νὰ καταπλήξω τοὺς συνηγμένους αὐτόθι φίλους, ἔστρεψα ἐπίτηδες τὸ νῆμα τῆς συνομιλίας καὶ κατόπιν διαφόρων ἑλιγμῶν τοῦ ἐπαρουσίασα τὴν ἀφορμὴν νὰ ὁμιλήσῃ περὶ Βατερλώ. Μετὰ τοῦτο, ἐπειδὴ εἶχα ὑποστῇ πολλάκις αὐτὴν τὴν μάχην καὶ ἐγίνωσκα ἐκ πείρας ὅτι ἡ διήγησις διήρκει περίπου ὅσον καὶ τὸ φονικὸν ἐκεῖνο γεγονός, ἐξῆλθα λαθραίως ἐκ τοῦ γραφείου καὶ ἀφῆκα τοὺς ἀκροατὰς νὰ ὑφίστανται τὰς ἐπελάσεις τῶν θωρακοφόρων καὶ τοὺς τουφεκοβολισμοὺς τῆς φρουρᾶς, ἐπὶ ὥρας, ἡττημένοι ὡς ὁ Ναπολέων, ἐξηντλημένοι, συντετριμμένοι καὶ μὴ ἔχοντες ὑποχώρησιν, διότι εἶχα φροντίσει κακεντρεχῶς ἐξερχόμενος νὰ κλείσω ἔξωθεν τὴν θύραν.

* *

Ὑπολείπεται ἡ τρίτη, ἡ ἀπέραντος κατηγορία τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες ἔχουν τὴν κοινὴν μνήμην, τὴν μνήμην μὲ τὴν συνήθη ἔκτασιν καὶ ἐγρήγορσιν, ἥτις δὲν παρουσιάζει τίποτε τὸ ἐξαιρετικόν.

Αὕτη δὲ ἡ κατηγορία εἶναι ἡ σπουδαιοτέρα, διότι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν μεγάλην πλειονότητα ἐν τῷ κόσμῳ. Αὐτὴ τῶν ἀσυγκρίτως περισσοτέρων ἡ μνήμη εἶναι ὁ ὁδηγὸς τὴς ζωῆς, τὸ κάτοπτρον τοῦ παρελθόντος, ὁ σύνδεσμος ὁ συνενῶν τὸν προγενέστερον βίον καὶ τὰς φάσεις καὶ τὰ συμβάντα αὐτοῦ μετὰ τοῦ παρόντος· αὐτὴ ὑπαγορεύει τὴν ἱστορίαν καὶ μορφώνει τὴν κρίσιν. Ποῖαι ὅμως ὑπάρχουν ἐγγυήσεις περὶ τοῦ εἰλικρινοῦς καὶ τοῦ ἀλανθάστου τῆς μαρτυρίας; Ἰδοὺ ἔν πρόβλημα, τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι εὔκολον νὰ λυθῇ, ἂν καὶ παρουσιάζεται κατὰ πᾶσαν ἡμέραν καὶ κατὰ πᾶσαν ὥραν εἰς τὴν ζωὴν καὶ ἔχει ὑψίστην σπουδαιότητα εἰς πάσας τών ἀνθρώπων τὰς σχέσεις καὶ εἰς πάσας τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τὰς περιστάσεις.

Καὶ ἀρκοῦμαι ν’ ἀναφέρω τὴν σημασίαν, τὴν ὁποίαν ἔχει ἡ μνήμη εἰς τὰς ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου μαρτυρίας, ἰδίως δὲ καὶ πρὸ πάντων εἰς τὰς ποινικὰς ὑποθέσεις. Τὰ κύρια γεγονότα ἐνθυμεῖται καὶ καταθέτει ὁ μάρτυς—καὶ ὁμιλῶ περὶ τῶν καλῆς πίστεως καὶ ἀρτίας νοημοσύνης μαρτύρων—μολονότι καὶ περὶ τὰ κύρια αὐτὰ γεγονότα αἱ καταθέσεις παρουσιάζουν πολλάκις παραδόξους ἀντιφάσεις. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ λεπτομέρειαι, αἵτινες εἶναι σπουδαιόταται, διότι ἐξ αὐτῶν ἐξαρτᾶται τὸ ἐλατήριον ἢ ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς πράξεως, περὶ αὐτὰς δὲ αἱ ἀντιφάσεις εἶναι συνηθέσταται. Πολλάκις ἔτυχε, παρακαθήσας ὡς ἔνορκος εἰς τὸ Κακουργιοδικεῖον, νὰ εὑρεθῶ εἰς μεγάλην ἀμηχανίαν, προκειμένου νὰ μορφώσω γνώμην καὶ νὰ δικάσω περὶ τῆς πράξεως, ἕνεκα τῆς τοιαύτης ἀσυμφωνίας τῆς μνήμης τῶν διαφόρων μαρτύρων. Ἡ μνήμη ἀδυνατεῖ νὰ διακρατήσῃ σαφῆ καὶ ὡρισμένην ἐντύπωσιν περὶ ὡρισμένων πραγμάτων ἀφῃρημένων, λόγου χάριν περὶ χρονικῆς διαρκείας ἢ περὶ ἀποφάσεως. Μία ὥρα, βεβαιοῖ ὁ εἰς τῶν μαρτύρων, εἴκοσι λεπτά, λέγει ὁ ἄλλος· ἑκατὸν βήματα, ὁρίζει ὁ μέν, πενῆντα, διατείνεται ὁ δέ. Καὶ τότε ἐνθυμεῖται κανεὶς τὸ περίφημον σπειρὶ τοῦ Κολοκοτρώνη. Ὁ Γέρος τοῦ Μωρηᾶ ἔβγαλε κάποτε ἕνα σπειρὶ εἰς τὴν πλάτην, τὸ ὁποῖον δὲν ἠμποροῦσεν αὐτὸς νὰ ἴδῃ καὶ ἐρωτοῦσε τοὺς προσερχομένους φίλους του περὶ τοῦ μεγέθους του. Ὁ ἕνας τοῦ ἔλεγεν ὅτι εἶναι σὰν ἕνα ῥεβίθι· ὁ ἄλλος σὰν ἕνα καρύδι, ὁ τρίτος σὰν ἕνα φουντοῦκι· ὅθεν ἀγανακτήσας ὁ Κολοκοτρώνης ἀνεφώνησε τὸ περίφημον ἐκεῖνο: «Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ μάθῃ τί γίνεται μακρυά, ἀφοῦ ἐγὼ ἀπ’ ἐδῶ ὅσῳ μὲ τὴν πλάτην μου δὲν μπορῶ νὰ μάθω τί συμβαίνει». Πολλάκις δὲ μερικὰ περιστατικά, μερικὰ γνωρίσματα διαφεύγουν τὴν προσοχὴν καὶ τὴν μνήμην. Φερ’ εἰπεῖν, ἐὰν ἐρωτηθῆτε ἐξ ἀπροόπτου, περὶ προσώπου τινὸς πολὺ γνωστοῦ σας, ἀλλὰ τὸ ὁποῖον δὲν συμβαίνει νὰ βλέπετε καθ’ ἑκάστην, ἂν φέρη ἢ ὄχι γένειον, θὰ εὑρεθῆτε πιθανῶς εἰς ἀπορίαν καὶ δὲν θὰ δυνηθῆτε ν’ ἀπαντήσητε ἀμέσως καὶ ἀδιστάκτως· ἐὰν ἐρωτηθῆτε περὶ τοῦ χρώματος τῆς κόμης τοῦ ἀτόμου, ὁ δισταγμός σας θὰ εἶναι ἀκόμη μεγαλείτερος· ἐκτὸς ἐὰν ἰδιαίτερόν τι περιστατικὸν σᾶς ἔκαμεν ἄλλοτε νὰ προσέξετε ἰδιαιτέρως καὶ νὰ ἔχετε ζωηροτέραν τὴν ἐντύπωσιν.

Περὶ τὴς ἀξίας τῶν τοιούτων μαρτυριῶν ἠσχολήθη κατὰ τοὺς τελευταίους τούτους χρόνους ἡ πειραματικὴ ψυχολογία, τὰ πορίσματα δὲ τῶν μελετῶν αὐτῆς ἦσαν ὄντως περιεργότατα. Ἀπευθύνεται, λόγου χάριν, ἡ παράκλησις εἰς ἀριθμόν τινα ἀνθρώπων, ὅπως ἐνθυμηθῇ ἕκαστος καὶ παραστήσῃ ἐπὶ τοῦ χάρτου τὸ σημεῖον τῆς ἕκτης ὥρας, ὅπως εἶναι χαραγμένον εἰς τὴν πλάκα τοῦ ἰδικοῦ του ὡρολογίου. Πάντες σχεδὸν θὰ γράψουν ἀδιστάκτως τὸν ἀριθμὸν ἓξ διὰ λατινικῶν ἢ δι’ ἀραβικῶν ψηφίων, VI ἢ 6, οἱ ἀγχινούστεροι θὰ φροντίσουν νὰ σημειώσουν αὐτὸν τὸν ἀριθμὸν ἀνάποδα, ἐνθυμούμενοι ὅτι κεῖται εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ κύκλου, καὶ ὅτι ἡ βάσις του πρέπει νὰ εἶναι ἐστραμμένη πρὸς τὸ κέντρον. Ὅταν ὅμως εἰπῆτε εἰς αὐτοὺς κατόπιν νὰ παρατηρήσουν τὰ ὡρολόγιά των, θὰ ἐκπλαγοῦν βλέποντες ὅτι ὁ ἀριθμὸς ἓξ δὲν ὑπάρχει σημειωμένος εἰς τὴν πλάκα αὐτῶν, διότι εἰς πάντα σχεδὸν τὰ νεώτερα ἰδίως ὡρολόγια ἡ θέσις τοῦ ἓξ κατέχεται ὑπὸ τοῦ κύκλου τῶν δευτερολέπτων.

Ὁ γάλλος ψυχολόγος Binet: ἐνήργησεν ἐπὶ παιδίων πειράματα δοκιμαστικὰ τῆς μνήμης ὡς πρὸς γεγονότα λίαν πρόσφατα. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἐτοποθέτει ἐνώπιον αὐτῶν, προσηρμοσμένα ἐπὶ χαρτονίου χωριστὰ διάφορα ἀντικείμενα, ἓν γραμματόσημον ἀμεταχείριστον τῶν δύο λεπτῶν, ἓν νόμισμα πεντάλεπτον, μίαν εἰκόνα ἀνδρός, ἓν κομβίον κλπ. Ἔπειτα ἀφῄρει τὰ ἀντικείμενα καὶ ἀπηύθυνε πρὸς τὰ παιδία διαφόρους ἐρωτήσεις, οἷον: Τὸ γραμματόσημον ἦτο γαλλικὸν ἢ ξένον; Τί χρῶμα εἶχεν; Ἦτο ἄθικτον ἢ μεταχειρισμένον; » καὶ οὕτω καθεξῆς. Αἱ ἀπαντήσεις τῶν μικρῶν ἦσαν παραδοξόταται. Ὡς πρὸς τὸ χρῶμα, λόγου χάριν, τοῦ γραμματοσήμου, τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἐκ τῶν ἀπαντήσεων ἦσαν πεπλανημέναι, τριάκοντα καὶ μία ἀκριβεῖς. Ἦσαν δέ τινες ἐκ τῶν ἀπαντησάντων, οἵτινες ἐβεβαίουν ὅτι τὸ ἐπιδειχθὲν γραμματόσημον ἔφερε σημεῖα καὶ γνωρίσματα ἀνύπαρκτα καὶ ἐντελῶς φαντασιώδη.

Ὁ καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου τῆς Βρεσλαυΐας Στὲρν προέβη εἰς ἀνάλογα ψυχολογικὰ πειράματα ἐπὶ τοῦ ἑξῆς θέματος: «Μέχρι τίνος σημείου ἡ μαρτυρία ἀνθρώπου ὑγιοῦς τὰς φρένας καὶ καλῆς πίστεως δύναται νὰ εἶναι πιστευτή;» Ἡ μέθοδος τοῦ Στὲρν συνίσταται εἰς τὸ νὰ παρουσιάζῃ ἐνώπιον τῶν ἀκροατῶν του μίαν εἰκόνα ζῳγραφικήν, παριστῶσαν σκηνήν τινα οἱανδήποτε, καὶ νὰ ζητῇ κατόπιν παρ’ αὐτῶν νὰ περιγράψουν τὴν ἀπεικονιζομένην σκηνὴν ἐκ μνήμης. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦτο ἀπελπιστικόν. Οἱ αὐτόπται οὐ μόνον ἐλησμόνουν πλείστας ὅσας λεπτομερείας, ἀλλὰ καὶ διέστρεφον πολλάς· ὥστε ὁ καθηγητὴς κατέληξεν εἰς τὸ ἑξῆς συμπέρασμα: «Ἡ πιστὴ καὶ ἀκριβὴς μαρτυρία δὲν ἀποτελεῖ τὸν κανόνα, ἀλλὰ τὴν ἐξαίρεσιν». Συνιστῶμεν τὸ ἐξαγόμενον τοῦτο εἰς τοὺς δικαστὰς μας, ἰδίως τῶν ποινικῶν δικαστηρίων, οἱ ὁποῖοι μὲ τόσην εὐκολίαν ἀπαγγέλλουν κατηγορίαν κατά δυστυχῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι διηγοῦνται τὰ πράγματα, ὅπως τὰ ἀντελήφθη καὶ τὰ διεκράτησεν ἡ ἀσθενής των μνήμη, καὶ οἱ ὁποῖοι ἐκλαμβάνονται ὡς ψευδομάρτυρες. Τὸ περίεργον δὲ εἶναι ὅτι οἱ πλανώμενοι ἀνέφερον τὰς ἀνακριβείας μετὰ πλήρους βεβαιότητος, ἕτοιμοι νὰ ὁρκισθοῦν περὶ λεπτομερειῶν, αἵτινες ὑπῆρχον μόνον εἰς τὴν φαντασίαν των. Μία δεσποινίς, πρὸς τὴν ὁποίαν ἐπεδείχθη εἰκὼν ἀνδρὸς σιτίζοντος παιδίον, ὕστερα ἀπὸ πέντε μῆνας ἰσχυρίζετο μεθ’ ὅρκου ὅτι εἰς τὴν εἰκόνα ὁ ἀνὴρ παρίστατο σιτίζων περιστεράν, ἐνῷ οὔτε ἴχνος πτηνοῦ ὑπῆρχεν εἰς τὴν παράτασιν.

Ἡ εἰς τὸ πανεπιστήμιον τῆς Γενεύης διδάσκουσα δεσποινὶς Borts ἐπὶ τῇ βάσει ἀναλόγων ψυχολογικῶν παρατηρήσεων κατήρτισε περίεργον πίνακα τοῦ βαθμοῦ τῆς ἀξιοπιστίας τῶν τοιούτων ἀπαντήσεων. Ἀλλ’ ὁ εἰς τὸ αὐτὸ Πανεπιστήμιον διδάσκων καθηγητὴς Claparéde, ἀναχωρῶν ἐκ τῆς ἀρχῆς, ὅτι ὁ χάριν τοιούτων πειραμάτων ἐξεταζόμενος μάρτυς, ἐν γνώσει διατελῶν περὶ τοῦ σκοποῦ αὐτῶν, φροντίζει νὰ εἶναι πάντοτε προσεκτικώτερος, προέβη εἰς δοκιμὰς περιεργοτέρας, βασιζόμενος ἐπὶ τοῦ ἀπροόπτου καὶ τοῦ ἀπροετοιμάστου. Ὅθεν ἡμέραν τινά κατὰ τὴν παράδοσίν του χωρὶς νὰ εἴπῃ τίποτε περὶ τοῦ σκοποῦ του, διένειμεν εἰς τοὺς φοιτητὰς τεμάχια χάρτου, ἐφ’ οὗ ἀνεγράφοντο περὶ τὰ εἴκοσιν ἐρωτήματα, παρακαλῶν ν’ ἀπαντήσουν εἰς αὐτὰ ἀμέσως. Τὰ ἐρωτήματα ἦσαν σχετικὰ μὲ τὸ κτίριον τοῦ Πανεπιστημίου, ὡς λόγου χάριν. «Ὑπάρχει παράθυρον ἐσωτερικόν, ἀνοιγὸμενον εἰς τὸ παράθυρον τοῦ Πανεπιστημίου ἀπέναντι τοῦ παραθύρου τοῦ θυρωρείου; Πόσοι στύλοι ὑπάρχουν εἰς τὸν πρόδομον τοῦ Πανεπιστημίου; Πόσαι προτομαὶ ὑπάρχουν εἰς τὸ προαύλιον;» κλπ.

Εἰς τὰ ἐρωτήματα ταῦτα ἐδόθησαν πεντήκοντα τέσσαρες ἀπαντήσεις, ἐξ ὧν τεσσαράκοντα καὶ δύο προήρχοντο ἐξ ἀνδρῶν, δεκατρεὶς δὲ ἐκ γυναικῶν. Οὐδεμία ἐκ τῶν ἀπαντήσεων ἦτο ἐντελῶς ἀκριβής. Τὸ περιεργότερον δὲ τοῦ πειράματος ἦτο τὸ ἀφορῶν εἰς τὸ παράθυρον, ἓν παράθυρον μεγάλων διαστάσεων, πρὸ τοῦ ὁποίου διέρχονται καθ’ ἑκάστην οἱ φοιτηταί. Ἐκ τῶν πεντήκοντα τεσσάρων μαρτύρων οἱ τεσσαράκοντα τέσσαρες ἠρνήθησαν τὴν ὕπαρξιν τοῦ παραθύρου. Ὀκτὼ μόνον ἀπήντησαν ὅτι τὸ παράθυρον ὑπάρχει τῷ ὄντι καὶ δύο ἀπήντησαν: «Ἀγνοῶ». Ὁ ἀνθρώπινος ἐγωϊσμὸς παρατηρεῖται καὶ κατὰ τὴν περίστασιν ταύτην· οἱ περισσότεροι δὲν ἐνεθυμοῦντο τὴν ὕπαρξιν τοῦ παραθύρου, διότι δὲν εἶχον προσέξῃ· ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ δείξουν ἀδυναμίαν μνήμης, ἀντὶ ν’ ἀπαντήσουν ὅτι ἀγνοοῦν, ἰσχυρίσθησαν ὅτι δὲν ὑπάρχει.

Ἔτι σπουδαιότερον ἦτο τὸ ἑπόμενον πείραμα τοῦ ἰδίου καθηγητοῦ. Ἡμέραν τινὰ κατὰ τὴν ὥραν τῆς παραδόσεως εἰσῆλθεν εἰς τὴν αἴθουσαν ἄνθρωπός τις μετημφιεσμένος, ὅστις ἤρχισε νὰ χειρονομῇ καὶ νὰ φθέγγεται ἀκατάληπτα. Ὁ καθηγητὴς τὸν διέταξε νὰ ἐξέλθῃ καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς δὲν ὑπήκουσε, τὸν ἐδίωξε βιαίως. Ἡ σκηνὴ συνέβη τὴν ἑπομένην πατριωτικῆς ἑορτῆς, τελουμένης ἐν Γενεύῃ, καθ’ ἣν εἴθισται νὰ περιφέρωνται εἰς τὰς ὁδοὺς προσωπιδοφόροι. Ὅθεν οἱ φοιτηταὶ ὑπέθεσαν ὅτι κάποιος ἐξ αὐτῶν βραδύνας, εἰσῆλθεν εἰς τὴν αἴθουσαν χάριν ἀστειότητος, ἢ συνεπείᾳ στοιχήματος, οὐδεὶς δὲ ὑπώπτευσεν ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ψυχολογικοῦ πειράματος. Ἡ σκηνὴ ἄρα διεξήχθη φυσικώτατα. Ὁ καθηγητὴς μετά τὸ ἐπεισόδιον ἐξηκολούθησεν ἀταράχως τὴν παράδοσιν του καὶ μόνον μετὰ μίαν ἑβδομάδα ἀνέφερε τὴν σκηνὴν τοῦ προσωπιδοφόρου καὶ παρεκάλεσε τοὺς φοιτητὰς νὰ προσέλθουν εἰς τὸ γραφεῖόν του καὶ νὰ τοῦ δώσουν σχετικάς τινας περὶ τοῦ συμβάντος πληροφορίας. Εἴκοσι καὶ πέντε φοιτηταὶ ὑπήκουσαν εἰς τὴν πρόσκλησιν καὶ ἐνεφανίσθησαν ἐνώπιόν του ἐκ διαλειμμάτων ἐντὸς χρονικοῦ διαστήματος τριῶν μηνῶν. Ὁ καθηγητὴς ἰδιαιτέρως εἰς ἕνα ἕκαστον ὑπέβαλλε μερικὰς ἐρωτήσεις: «Ὁ εἰσελθὼν προσωπιδοφόρος ἔφερε καπέλλον;»—«Τί εἴδους καπέλλον ἔφερε;»—«Τί χρῶμα εἶχε τὸ καπέλλον του;»—«Ἔφερε χειρόκτια;»—«Τίνος χρώματος χειρόκτια ἔφερε;»—«Πῶς ἦτο ἐνδεδυμένος;»—«Ἔφερε λαιμοδέτην;»—«Τί χρῶμα εἶχεν ὁ λαιμοδέτης του;» κλπ.

Μετὰ τὴν κατάθεσιν δὲ ὁ καθηγητὴς ὡδήγει τὸν ἐξεταζόμενον εἰς παραπλεύρως κείμενον δωμάτιον. ὅπου ἦσαν ἐκτεθειμέναι δέκα διάφοροι προσωπίδες καὶ τὸν παρεκάλει νὰ δείξῃ τίνα ἐξ αὐτῶν ἔφερεν ὁ ἄγνωστος.

Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀποκρίσεως ἦτο λίαν ἐνδιαφέρον. Μολονότι ἡ ἐμφάνισις τοῦ προσωπιδοφόρου εἶχε προξενήσῃ ζωηρὰν ἐντύπωσιν εἰς τοὺς ἐν τῇ αἰθούσῃ φοιτητάς, ἡ γενομένη παρ’ αὐτῶν περιγραφὴ πόρρω ἀπεῖχε τῆς ἀληθείας. Ἰδίως ὡς πρὸς τὴν ἐνδυμασίαν οἱ φοιτηταὶ κατέθηκαν παντοίας ἀνακριβεῖς καὶ φαντασιώδεις λεπτομερείας. Οὕτως εἰς ἐξ αὐτῶν ἰσχυρίσθη μετὰ βεβαιότητος ὅτι ὁ προσωπιδοφόρος ἔφερεν ὑψηλὰ ὑποδήματα μέχρι γονάτων, ἐνῷ ἔφερεν ὑποδήματα συνήθη· ἕτερος, ὅτι ἔφερε πανταλόνιον καδριλλιέ ἀνοικτοῦ χρώματος, ἐνῷ πραγματικῶς ἔφερε πανταλόνιον μαῦρον. Ἐκ τῶν 25 δὲ μαρτύρων οἱ 5 μόνον ἀνεγνώρισαν τὴν πραγματικὴν προσωπίδα, καὶ αὐτοὶ οὐχὶ μετὰ πλήρους βεβαιότητος. Καὶ τὸ πόρισμα τοῦ σοφοῦ καθηγητοῦ ἦτο ὅτι ὁ μάρτυς δυσκολώτατα δύναται νὰ πιστοποιήσῃ τὴν ταυτότητα ἀγνώστου προσώπου ἐκ μόνης τῆς μνήμης τῶν χαρακτηριστικῶν καὶ τῶν ἐξωτερικῶν γνωρισμάτων.

Μετὰ τὰ πορίσματα ταῦτα τῆς ἐπιστήμης φρίττει τις ἀναλογιζόμενος πόσαι δικαστικαὶ πλάναι εἶναι δυνατὸν νὰ συμβοῦν, καὶ θὰ συνέβησαν βεβαίως, καὶ πόσαι ἄλλαι πλάναι, πόσαι ἐκτιμήσεις ἐσφαλμέναι, πόσα ἀνύπαρκτα ἢ παραμεμορφωμένα γεγονότα θὰ παρεισέφρησαν εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων, τὴν ὁποίαν διδασκόμεθα καὶ γνωρίζομεν ἐκ τῆς μνήμης τῆς τόσον ἐπισφαλοῦς καὶ τόσον εὐαπατήτου.

* *

Καὶ ἐνῷ ἡμεῖς οἱ κοινοὶ τῶν ἀνθρώπων, οἱ μὴ ἔχοντες τὸ προνομιακὸν χάρισμα τῶν ὀλίγων ἐξαιρέσεων, ὅπως προανέφερα, φέρομεν αὐτὴν τὴν μνήμην τὴν πενιχρὰν ὡς ἐφόδιον διὰ τὰς σκέψεις μας, διὰ τὰς γνώσεις μας, διὰ τὴν πεῖραν καὶ τὰς περιπετείας τοῦ βίου, τὴν καμαρώνομεν, τὴν θεωροῦμεν ὡς πολύτιμον, βασιζόμεθα ἐπ’ αὐτῆς καὶ ἀπατῶμεν ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους. Ὅταν εἴμεθα μικροί, γράφομεν εἰς τὰ τετράδια ἢ τὰ βιβλία τὸ στερεότυπον ἐκεῖνο:

Κἂν θάλασσαν περάσῃς
Κἂν ποταμὸν διαβῇς,
Τὸν ποθητὸν σου φίλον
Ποτὲ μὴ λησμονῇς.

Ὅταν μεγαλώσωμεν καὶ ἀρχίζωμεν νὰ ξεφυλλίζωμεν τὴν ἐρωτικὴν μαργαρίταν, ὑποσχόμεθα μεθ’ ὅρκου ἐνθύμησιν παντοτεινήν. Καὶ ὅταν ἀποθάνωμεν, ἔρχεται ἡ ἐκκλησία καὶ μᾶς ψάλλει οἱονεὶ πρὸς ἐμπαιγμὸν τὸν ἐπῳδόν: «Αἰωνία σου ἡ μνήμη!» Ποία μνήμη εἶναι αἰωνία; Ὄχι βέβαια τῶν ἀπιόντων εἰς τὸ σκοτεινὸν βασίλειον τῶν σκιῶν, ὅπου ἡ μνήμη τῶν ἐγκοσμίων δὲν μᾶς χρειάζεται πλέον, πρὸς εὐτυχίαν κάθε κληρονόμου καὶ κάθε ἀπαρηγορήτου χήρας. Οὔτε αἰωνία εἶναι φυσικὰ ἡ μνήμη τῶν ἐπιζώντων, ἡ ὁποία μόλις λήξῃ ἡ ταινία τῆς ζωῆς τοῦ δυστυχοῦς ἐκλιπόντος, ἀρχίζει ὡς κινηματογράφος ν’ ἀντικατοπτρίζῃ τὴν εἰκόνα τῆς σπαργώσης, τῆς αἰσθητῆς, τῆς διαρκῶς ἐξελισσομένης περὶ αὑτὴν ζωῆς καὶ ἐνθυμεῖται τοὺς νεκροὺς μόνον κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῆς διαθήκης ἢ κατὰ τὰ πνευματιστικὰ πειράματα πέριξ τῶν κινουμένων τραπεζῶν. Ἀλλὰ μήπως ἡ Ἐκκλησία δὲν μετέρχεται ἀκουσίως σκληρὰν εἰρωνείαν, ὅταν κηδεύουσα ταλαίπωρόν τινα ἀλήτην, ἀνέστιον καὶ πειναλέον διαρκῶς κατὰ τὴν ζωὴν, λέγει καὶ πρὸς αὐτὸν ἐξίσου ὡς καὶ πρὸς τὸν μεταστάντα τυχὸν Κροῖσον: «Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος;», ἐνῷ κατὰ τὰς παρελθούσας μάλιστα ἡμέρας τῆς καταναγκαστικῆς κυκλοφορίας εὐκολώτερον θὰ ἦτο εἰς τὸν δυστυχῆ ἐκεῖνον νὰ ἴδῃ τὴν ἀντίστροφον ὄψιν τὴς σελήνης παρὰ τὴν ὄψιν τοῦ εἰκοσαφράγκου!

Ἐν τούτοις μεθ’ ὅλα ὅσα εἶπα καὶ ὅσα εἴχετε τὴν ὑπομονὴν ν’ ἀκούσετε, παραμένει πάντοτε ἡ ἀμφιβολία, ἂν ἡ μνήμη εἶναι τι συμφέρον καὶ εὐχάριστον εἰς τὸν ἄνθρωπον ἢ εἶναι προτιμοτέρα ἡ λήθη. Ὑπάρχουν εἰς τὸν κόσμον μερικὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα ἐγεννήθησαν διὰ νὰ μένουν διαρκῶς ἄλυτα. Τὸ ζήτημα περὶ τὴς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, λόγου χάριν, τὸ ζήτημα τὸ γλωσσικὸν ἐν Ἑλλάδι, τὸ ζήτημα τοῦ χειμερινοῦ θεάτρου ἐν Ἀθήναις καὶ τόσα ἄλλα εἶναι προωρισμένα ν’ ἀπασχολοῦν αἰωνίως τὴν ἀνθρωπότητα καὶ νὰ μὴ εὑρίσκουν ποτὲ λύσιν. Διὰ τὸν γάμον κάποιος ἀρχαῖος σοφὸς ἀπεφάνθη μὲ μίαν ὑπεκφυγὴν καὶ μὲ μίαν ἀμφιλογίαν, εἰπών: «καλὸν τὸ γῆμαι καὶ τὸ μὴ γῆμαι καλόν». Τὸ αὐτὸ περίπου δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν καὶ διὰ τὴν μνήμην: Καλὸν εἶναι ἐνίοτε νὰ ἐνθυμῆται ὁ ἄνθρωπος· ἀλλ’ ἐπίσης εἰς πολλὰς περιστάσεις εἶναι καλὸν—καὶ ἴσως καλλίτερον—νὰ λησμονῇ· διότι, ὅπως εἶπε κἄποιος ἰδικός μας ποιητὴς ἐκ τῶν παλαιοτέρων, καὶ ὅπως θὰ ἐπανελάμβανε προθύμως ὁ Monsieur de la Palice:

Ἐκεῖνος, ὅστις λησμονεῖ, δὲν ἐνθυμεῖται πλέον!