Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΚΒ

Από Βικιθήκη
Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΚΒ'. Ματαπάς


Η επιτυχία του Μπόζετς, συντάραξε τους Τούρκους και τους αντιπροσώπους των ξένων Δυνάμεων, τρομοκράτησε όμως τους Βουλγάρους και Ρουμάνους, και αναπτέρωσε τους ελληνικούς πληθυσμούς τόσο, που χωριά ολόκληρα τόλμησαν να ομολογήσουν πως ξαναγύριζαν στον Ελληνισμό και απαρνούνταν τον Έξαρχο, δηλώνουνταν Πατριαρχικοί. Στο βάλτο, σε όλες τις ελληνικές καλύβες, και προπάντων στο Τσέκρι, οι μέρες που ακολούθησαν την τολμηρή επιχείρηση ήταν ένα γενικό πανηγύρι. Όσοι είχαν πάγει στο Μπόζετς δεν έπαυαν να διηγούνται. Όσοι πληγώθηκαν, έγιναν για τους άλλους ήρωες. Ο Μήτσος, που είχε βάψει τη στολή του με το αίμα του, είχε γίνει για τους συντρόφους του καπετάν Μήτσος, και, λίγο ντροπιασμένος για τους επαίνους που άκουε ολόγυρα, προσπαθούσε να κρύβει κάτω από την κάπα του το κρεμασμένο σε μασχαλιστήρι χέρι του. Αλλά και δεν έπλενε από το μανίκι του το αίμα που το στόλιζε σαν παράσημο. Ήταν τώρα μπαρουτοκαπνισμένη η στολή του και είχε χάσει τη φιγουρινίσια της φρεσκάδα, που τόσο την είχαν ζουλέψει ο καπετάν Παντελής και ο Ευάγγελος Κουκουδέας.

Μετά την επιχείρηση του Μπόζετς, οι μέρες είχαν ακολουθήσει η μια την άλλη, γεμάτες συγκίνηση. Η πρώτη ώρα, σαν έφθασε ο Νικηφόρος στο Τσέκρι με το σώμα του, ικανοποίησε απόλυτα τους κουρασμένους αντάρτες και οδηγούς. Φωνές χαράς και ζητωκραυγές υποδέχθηκαν τους νικητές. Όσοι έμειναν πίσω τους είχαν ετοιμάσει ζεστό καφέ και τσάι, και, κάτω από την κυανόλευκη που κυμάτιζε θριαμβευτικά πάνω από το κεφάλι τους, οι κουρασμένοι αντάρτες είχαν ξαπλώσει τα πονεμένα τους πόδια, οι πληγωμένοι είχαν δέσει τις πληγές τους, και όλοι έπεσαν να κοιμηθούν, αφήνοντας τους ξεκούραστους σκοπούς να φυλάγουν τον ύπνο τους.

Όλη κείνη τη μέρα κοιμήθηκε ο Αποστόλης. Σαν ξύπνησε, ήταν βράδυ. Έκανε να ξαναγυρίσει στο πλευρό, όταν αντιλήφθηκε τον Περικλή καθισμένο δίπλα του, τα χέρια του γύρω στα σηκωμένα του γόνατα, που κοίταζε τα νερά της Λίμνης, σα να γύρευε εκεί μέσα να βρει τη λύση κάποιου προβλήματος που τον σκότιζε.

- Δεν κοιμάσαι; τον ρώτησε ο Αποστόλης.

- Είδες εσύ πουθενά το σώμα του Άγγελ Πέιο; αντερώτησε ο Περικλής.

Ο Αποστόλης ανασηκώθηκε.

- Όχι, αποκρίθηκε. Ήταν με τον Μπότσο. Δεν τον βρήκαμε όμως ανάμεσα στους πεθαμένους μπρος στο σπίτι του Ντεληθανάς. Μα δε γίνεται, θα σκοτώθηκε... Γιατί;

- Δε σκοτώθηκε, είπε ο Περικλής. Μες στην παραζάλη της μάχης ξέφυγε. Τον είδε ο καπετάν Μανόλης ο Κατσαρός, μια στιγμή, στην έξοδο του χωριού, και τον τουφέκισε. Μα χάθηκε αυτός στο σκοτάδι, δεν τον βρήκαμε πουθενά. Ούτε θα τον είχα συλλογιστεί πια. Μα με ξύπνησαν κλάματα του μικρού του Γιωβάν που έκλαιγε στον ύπνο του. Και σαν τον κούνησα να τον ξυπνήσω, φώναξε: «Άγγελ Πέιο, μην τη χτυπάς πια!». Για ποιαν να παρακαλούσε άραγε; Τον ξύπνησα, και με είδε και άρχισε να κλαίει τρισχειρότερα. Πού τον ξέρει αυτός τον Πέιο;

Ο Αποστόλης γύρεψε με τα μάτια του τον Γιωβάν. Του αποκρίθηκε ο Περικλής μαντεύοντας τη σκέψη του:

- Δεν ακούει. Πήγε με τον Χρήστο στο φούρνο. Μα πού τον ξέρει αυτός;

Χαμηλόφωνα αποκρίθηκε ο Αποστόλης:

- Είναι θειος του ο Πέιο, μα μην το λες. Υποφέρει που έχει τέτοιο θειό, και τον μισεί. Εγώ τον πήρα από τη στάνη του. Είναι κομιτατζής αυτός, και είναι κτήνος.

- Το κακόμοιρο... μουρμούρισε ο Περικλής.

Τα δυο αγόρια έμειναν σιωπηλά. Και συλλογισμένος τύλιγε και ξετύλιγε ο Περικλής έναν επίδεσμο στο αριστερό του χέρι, που είχε έγκαυμα στην παλάμη.

- Κανένας δεν είδε και τον Αποστόλ Πέτκωφ. Θα ξέφυγε πάλι, είπε ο Περικλής.

- Δεν ήταν εκεί, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Τον γνωρίζει ο Γιωβάν και μου είπε πως δεν ήταν στο Μπόζετς. Αυτός δεν είναι ποτέ στη φωτιά. Μόνο στις σίγουρες σφαγές πάγει.

Πλάι πλάι κοιμήθηκαν εκείνο το βράδυ τα δυο αγόρια, και, πρωί ξημερώματα, όταν ξύπνησε πρώτος ο Αποστόλης, είδε κοντά του ζαρωμένο, σα να του γύρευε προστασία, τον κοιμισμένο Γιωβάν.

Ο Αποστόλης είχε δει πολλά όνειρα στον ύπνο του, και σαν ξύπνησε άρχισε να κλώθει και άλλα. Είχε ξεκουραστεί. Ακάθιστο παιδί, συνηθισμένο στην ελεύθερη ζωή του βρεσιμιού που δεν έχει κανένα δεσμό, ανήσυχο μυαλό, γύρευε ολοένα να λύνει προβλήματα και ποθούσε να ξαναμπεί σε καινούριες περιπέτειες. Μα ο Αρχηγός απαγόρευε κάθε κίνηση. Μήνυμα του είχε έλθει από την παραμονή το βράδυ πως όλος ο στρατός ήταν στο πόδι και αναζητούσε το ελληνικό σώμα που είχε κάψει το σπίτι του Ντεληθανάς, όπου κρύβουνταν ο Μπότσος, και που είχε εξοντώσει όλους τους άντρες συγγενείς των κακούργων. Για μέρες δεν έπρεπε κανένας να βγει από το Βάλτο. Έπρεπε να κάνουν τον ψόφιο, ώσπου να περάσει η μπόρα και να ησυχάσουν τα πνεύματα. Δεν έβγαιναν λοιπόν οι αντάρτες. Κρυφά όμως, φοβισμένα μα εξακολουθητικά, κατάφθαναν χωρικοί κι έφερναν ειδήσεις. Μεγάλο κακό τους είχε πιάσει, λέει, τους Βουλγάρους. Τέτοια τολμηρή επιχείρηση δεν την είχαν φανταστεί, δεν την περίμεναν. Αυτοί ετοιμάζουνταν να κάψουν το ελληνικό Πέτροβο, και να που από το Βάλτο, από τόσο μακριά, τους ήλθε τέτοιος κεραυνός στο κεφάλι! Είχαν μουδιάσει, είχαν ζαρώσει.

Οι Τούρκοι είχαν πιάσει τον πάτερ Χρυσόστομο και την κυρία Ευθαλία, επίσης και το χωρικό τον Διονύση. Μα τίποτα δεν έβγαινε από τις ανακρίσεις. Οι Μπέηδες ωστόσο, που ανέπνεαν πάλι ύστερα από το φόνο των Ντεληθανάσηδων και των Μποτσαίων, μηνούσαν του Νικηφόρου να κάνει λίγη υπομονή, και πως γρήγορα θα έβγαζαν αυτοί τη δασκάλα, τον καλόγηρο και τον Διονύση από τις τούρκικες φυλακές. Με τους αγγελιοφόρους έφθασε κι ένας λιγνός χλωμός, σαν αποκαμωμένος από στερήσεις και πείνα, άντρας, που ζήτησε να μπει στο σώμα του καπετάν Νικηφόρου. Τον έλεγαν Αντώνη, και ήταν από το Βόλο. Εθελοντής, αντάρτης σε άλλου μακεδονομάχου σώμα, είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων, και για ένα χρόνο ολόκληρο σάπιζε στις τούρκικες φυλακές. Κατάφερε τέλος να ξεκόψει, και πήγε στο Γενικό Προξενείο, απ' όπου τον είχαν στείλει στη Λίμνη.

- Πάρε με στο σώμα σου και δε θα μετανιώσεις, κύριε Αρχηγέ, είπε του Νικηφόρου. Διψώ για εκδίκηση! Θέλω να πάρω πίσω όλα τα κακά που τράβηξα!

Και τον δέχτηκε ο Νικηφόρος και τον κατέταξε στο σώμα του.

Την άλλη μέρα, αόριστοι θρύλοι και φήμες είχαν φθάσει στο Τσέκρι. Δυο τρεις κομιτατζήδες είχαν βρεθεί σκοτωμένοι, ένας εδώ, άλλος εκεί, στην περιφέρεια της Βέρροιας και στο Κολινδρό, με μια μαχαιριά στην καρδιά. Και άλλες ειδήσεις ανακατώνουνταν στις πρώτες, τις απέκρουαν, τις συμπλήρωναν, τις φούσκωναν, τις μπέρδευαν. Ο καπετάν Ματαπάς1, λέει, είχε ξεκαθαρίσει τον τόπο από κακοποιούς Βουλγάρους. Είχε σκοτώσει πέντε κομιτατζήδες, που έκαναν τους καρβουνιάρηδες κοντά στη Βουγαδιά, και άλλους έξι κοντά στη Μονή Πέτρας. Τον κυνηγούσαν, λέει, οι Τούρκοι, να τον εξοντώσουν με το σώμα του. Ο Αποστόλης ηλεκτρίστηκε. Από τα λόγια του Περικλή του είχαν μπει ψύλλοι. Ζούσε ο Πέιο; Αν ζούσε, αυτός γνώριζε τον Ματαπά, θα τον πρόδιδε ασφαλώς. Ο Μπότσος και ο Ντεληθανάς είχαν σκοτωθεί. Μα ο Πέιο; Πήγε στον Νικηφόρο.

- Άφησε με να βγω, κύριε Αρχηγέ, του είπε. Θα ερευνήσω και θα σου φέρω ειδήσεις του καπετάν Ματαπά, ή θα τον οδηγήσω εδώ αν τον ανακαλύψω.

Μα ο Αρχηγός είχε αντιρρήσεις.

- Δεν έχει ασφάλεια έξω τώρα, του είπε. Και οι Τούρκοι θα είναι αμείλικτοι.

- Έχω διαβατήριο του Χαλίλμπεη για τους Τούρκους, αποκρίθηκε ο Αποστόλης, και μες στους Βουλγάρους περνώ όπου θέλω για δικός τους. Άφησε με να πάγω να μάθω για τον καπετάν Ματαπά.

- Και το ανήλικο σου, τι να το κάνω εγώ;

- Το παίρνω μαζί μου. Είναι η μεγαλύτερη ασφάλεια σαν είμαστε δυο, προπάντων που είναι αυτός έτσι μικρός...

Ο Νικηφόρος, που ήταν πολύ ανήσυχος για τον Ματαπά, το δέχθηκε και τους άφησε να φύγουν. Πρωί, νωρίς, ξεκίνησε σε μια πλάβα ο Αποστόλης, με τον Γιωβάν που δε βαστιούνταν από υπερηφάνεια και χαρά. Πρώτη φορά πάλι θα ξανάμενε μόνος με τον Αποστόλη, θα «εργάζουνταν» με τον Αποστόλη. Τράβηξαν για την Κρυφή, και από κει βγήκαν στη σκάλα και στον κάμπο. Ως το Πλατύ είχαν εξακολουθήσει το συνηθισμένο δρόμο, περνώντας από την αμαξιτή γέφυρα. Μα από το Πλατύ άφησαν το δρόμο και τράβηξαν από τον κάμπο, αποφεύγοντας καλύβες και κισλάδες. Ο Γιωβάν ξανάβλεπε πάλι το Ρουμλούκι, τη γνωστή του μοναξιά, ξαναθυμούνταν τη ζωή του στη στάνη του Άγγελ Πέιο και ανατρίχιασε. Δειλά ρώτησε τον Αποστόλη:

- Πού πάμε, Αποστόλη;

Ήταν πρώτη φορά που ρωτούσε ο μικρός το μεγάλο. Υποταγμένος, όλος εμπιστοσύνη, ακολουθούσε τον Αποστόλη στον έρημο σταχτή και άχαρο κάμπο, σπαρμένο βάτους από παλιούρια και από μοναχικά αγκαθοκλώναρα δένδρα χωρίς φύλλα, σα σκελετοί, με σηκωμένα κατά τα σύννεφα τα κοκαλιάρικα χέρια τους.

- Πάμε στο Κλειδί τώρα, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Και από κει βλέπομε.

Διστακτικά και φοβισμένα, ρώτησε πάλι ο μικρός:

- Έμαθες αν σκότωσαν τον Άγγελ Πέιο;

- Όχι, δεν τον σκότωσαν, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Ξέφυγε φαίνεται.

Σώπασε ο Γιωβάν. Μα ο Αποστόλης τον είδε που χλώμιασε.

- Γι' αυτόν ήλθα, ομολόγησε ο οδηγός· να δω αν είναι στη στάνη του.

Ο Γιωβάν έχωσε το χέρι του στο μπράτσο του μεγάλου.

- Θα έλθω κι εγώ, είπε.

Ο Αποστόλης τον κοίταξε και παρατήρησε τ' άχρωμα χείλια του.

- Και αν σε γνωρίσει; ρώτησε.

Ο Γιωβάν έριξε μια ματιά στη ζώνη του Αποστόλη.

- Θα μου δώσεις το πιστόλι σου... μουρμούρισε. Ο μεγάλος γέλασε.

- Μωρό! έκανε. Ξέρεις εσύ τώρα από πιστόλι!

Ο Γιωβάν δεν αποκρίθηκε. Τράβηξε μόνο το χέρι του κι εξακολούθησε να πηγαίνει πλάι στο μεγάλο. Ήταν κουρασμένοι και οι δυο. Είχε βασιλέψει ο ήλιος, το σούρουπο κατέβαινε γοργά. Κάθισαν να φάγουν το κρύο κρέας με το ψωμί τους, που τους είχαν δώσει στη Νίκη, και επάνω στο φαγί ο Γιωβάν αποκοιμήθηκε. Στοργικά άπλωσε χάμω την κάπα του ο Αποστόλης και, χωρίς να τον ξυπνήσει, ξάπλωσε το μικρό και πλάγιασε και αυτός δίπλα του, κάνοντας τα δυο του χέρια μαξιλάρι. Μα δε νύσταζε αυτός. Κοίταζε τ' άστρα στο θόλο τ' ουρανού και ο νους του έτρεχε. Θα πήγαινε τον Γιωβάν στον κυρ Θανάση, κι εκεί θα τον άφηνε. Στου Πέιο ήταν πιο φρόνιμο να πάγει μόνος, αύριο. Ισως να ήξεραν για τον Ματαπά. Και ο κυρ Θανάσης ίσως να ήξερε... Να πήγαινε στην Κουλακιά άραγε καλύτερα; Στα Καλύβια; Ή σε κανενός Πατριαρχικού τσέλιγκα; Λαφρύς κρότος πίσω του τον ξάφνισε. Ανασηκώθηκε να δει και, την ίδια στιγμή, ένα άσπρο σκυλάκι πήδηξε στο στήθος του.

- Μάγκα! αναφώνησε.

Πίσω, μακριά ακόμη, στην αστροφεγγιά, είδε έναν Τούρκο που κατάφθανε τρεχάτος. Ήταν ο Περικλής, ντυμένος τούρκικα. Με τη φωνή και τα πηδήματα ο Γιωβάν είχε ξυπνήσει. Με ξαφνισμένα μάτια είδε τον Περικλή, που κατάκοπος έπεφτε στο χώμα σιμά τους.

- Τι τρεχιό έκανα! είπε λαχανιασμένος. Από τη σκάλα της Κρυφής τρέχω να σας προφθάσω!...

- Γιατί δεν ήρθες μαζί μας, αφού το ήθελες; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Γιατί δε μου έδινε άδεια ο Αρχηγός. Χρειάστηκε να έλθει κακό μήνυμα, μετά που φύγατε!

- Κακό μήνυμα;

- Ναι! Πως έπιασαν οι Τούρκοι τον Ματαπά! Τότε άφησε ο Αρχηγός δυο τρεις ντόπιους να βγουν να δουν, κι επειδή ξέρω καλά τα τούρκικα μ' άφησε και μένα!...

- Πώς τον έπιασαν τον Ματαπά;

- Ανακατωμένες και αόριστες πληροφορίες... είπε ο Περικλής. Γι' αυτό μας άφησε ο Αρχηγός να βγούμε και να μάθομε. Τον έπιασαν, λέει, στη Θεσσαλονίκη... Τον έπιασαν στη Βέρροια... Άλλοι λεν στα βουνά. Κανένας δεν ξέρει...

- Δεν είναι ο Ματαπάς άνθρωπος να πιαστεί στη Θεσσαλονίκη, διέκοψε ο Αποστόλης, ούτε στη Βέρροια, ούτε στο βουνό, όπου θα πολεμούσε και θα σκοτώνουνταν κάλλιο, μα δε θα παραδίνουνταν ποτέ.

- Έτσι λέει και ο Αρχηγός. Μα είπαν και πως τον βρήκαν κρυμμένο στο Κλειδί. Φαντάσθηκα πως έρχεσαι από δω, και βγήκα στην Κρυφή.

- Και πώς με βρήκες στον ανοιχτό κάμπο;

Ο Περικλής χάιδεψε το κεφάλι του σκύλου του.

- Δεν ήταν δύσκολο, είπε. Είχα το Μάγκα. Τον έβαλα να μυρίσει αυτό - και του έτεινε ένα μαντήλι, μ' ένα κόκκινο Α κεντημένο σε μια γωνιά. Το είχες ξεχάσει, στη βία σου να φύγεις. Τρεχάτα μ' έφερε ο Μάγκας ως εδώ.

- Πώς πέρασες τη γέφυρα; Δε σε σταμάτησαν εκεί;

- Ξέρω τούρκικα καλά. Τα ρούχα μου τους γέλασαν. Ούτε με ρώτησε κανένας ποιος είμαι. Μ' ένα «Σαμπάχ χαΐρ ολσούν!» περνούσα σαν τίποτα.

- Και τα ρούχα πού τα βρήκες;

- Στην Κρυφή. Παν κι έρχουνται χωρικοί και αγγελιοφόροι. Βρέθηκε κει κι ένας Τούρκος και μου τα δάνεισε. Και ρώτησε τον Αποστόλη:

- Εσύ πού πηγαίνεις;

- Πήγαινα στο Κλειδί, ν' αφήσω τούτον, και από κει σε άλλη δουλειά...

- Όχι, Αποστόλη! διέκοψε με ασυνήθιστη τόλμη ο Γιωβάν. Μη με αφήσεις στο Κλειδί! Πάρε με στου Άγγελ Πέιο!...

Η φωνή του έτρεμε, τα μάτια του βούρκωναν... Δυο πιστολιές απανωτές έσχισαν τη σιγή του κάμπου. Τ' αγόρια πετάχθηκαν πάνω - μόλις πρόφθασε ο Περικλής ν' αρπάξει στην αγκαλιά του το Μάγκα, που όρτσωσε τ' αυτιά του έτοιμος να ορμήσει. Μακριά, δεξιά, κάποιο φως χρύσιζε θαμπά τη σκοτεινή δύση.

- Πυρκαϊά!... μουρμούρισε ο Περικλής. Έχει πυκνό καπνό. Εκεί έπεσαν άραγε και οι πιστολιές;

- Όχι! Οι πιστολιές είναι από πιο κοντά, αποκρίθηκε ο Αποστόλης.

- Οι πιστολιές έπεσαν εκεί... στη στάνη του Άγγελ Πέιο, είπε ο Γιωβάν απλώνοντας το χέρι του που έτρεμε.

- Και η φωτιά πού είναι; ρώτησε ο Περικλής.

- Σε καμιάν άλλη στάνη, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Χωριό δεν έχει εκεί.

- Πάμε να δούμε! είπε αποφασιστικά ο Περικλής.

Και τα δυο αγόρια, με τον Γιωβάν, τράβηξαν κατά τη φωτιά. Όσο πλησίαζαν, ξεχώριζαν καλύτερα τις φλόγες και τον καπνό που έβγαιναν από ένα δίπατο σπίτι. Γύρω, αχερώνες και στάνες καίουνταν και αυτά, πετώντας στον άνεμο φλόγες, καπνό και σπίθες. Έξω όμως από το απόμακρο ρουχαλητό της φωτιάς, τίποτα δεν ακούουνταν στον κάμπο. Έξαφνα, σα σούστα που ξετεντώνεται, πήδηξε ο Μάγκας από τα χέρια του Περικλή και πιλάλα έφυγε. Ο Περικλής έκανε να τρέξει πίσω του, μα με ορμή τον έσπρωξε ο Αποστόλης και τον έριξε χάμω.

- Κάνα μπροστά μας! Μην κουνήσεις!... ψιθύρισε στο αυτί του.

Και αυτός ο Γιωβάν είχε ξαπλωθεί στο χώμα, και περίμεναν, τα μάτια σκάβοντας τον ορίζοντα. Κι εκεί είδαν τρεις άντρες που σηκώθηκαν από πίσω από ένα βάτο και προχωρούσαν προς το μέρος τους. Γύρω τους χαρούμενος πηδούσε ο Μάγκας. Ο Περικλής σηκώθηκε αμέσως.

- Φίλοι είναι, είπε, πάμε να τους ανταμώσομε.

Ήταν ο Βασίλης με τον καπετάν Ακρίτα, κι έναν παπά, όλοι οπλισμένοι.

- Πώς βρέθηκες εδώ, κύριε Περικλή, τουρκοντυμένος τέτοιαν ώρα; ρώτησε ο Βασίλης. Ήταν τυχερό που δε σου άναψε μια τουφεκιά ο καπετάν Ματαπάς.

- Ο καπετάν Ματαπάς!...

Απ' τη συγκίνηση του κόπηκε η φωνή του Περικλή. Μα ήταν σκοτεινά, δεν τον έβλεπε. Χωρίς να σταθεί να σκεφθεί, άναψε ένα σπίρτο, φώτισε τον καπετάν Ακρίτα και τον παπά. Αυτός ήταν ο Ματαπάς; Ο περίφημος, ο θρυλικός καπετάν Ματαπάς; Κοντός, μαύρος, άσχημος, με μάτια πάντα κόκκινα κι ερεθισμένα από τραχώματα που είχε αρπάξει στο Βάλτο, ο παπάς κοίταζε τ' αγόρια μ' ένα χαμόγελο που γλύκαινε το αδρύ του πρόσωπο με την απεριποίητη αντάρτικη γενειάδα. Το σπίρτο έσβησε κι έπεσε στο χώμα.

- Για σένα βγήκαμε από το Βάλτο, γιατί μας είπαν πως σ' έπιασαν οι Βούλγαροι, είπε συγκινημένος ο Περικλής. Ο καπετάν Ματαπάς γέλασε.

- Ζωντανό δε με πιάνουν, κι έννοια σου! αποκρίθηκε. Μα έχετε όπλα;

Ο Περικλής έβγαλε το μπράουνίγκ του και ο Αποστόλης την παλιοπιστόλα του. Αυτή του τη γύρισε πίσω περιφρονητικά ο Ματαπάς.

- Δεν κάνει για άλλο παρά για πασχαλιάτικες τρακατρούκες! του είπε, και του έδωσε το δικό του περίστροφο. Εγώ έχω τουφέκι. Ξέρεις να μας πας στο Βάλτο; Είσαι, λέει, οδηγός.

- Ξέρω. Μα από την Κρυφή δεν περνούμε απόψε. Φυλάγουν οι Τούρκοι στις γέφυρες.

- Τι να τις κάνομε τις γέφυρες; Πάμε στην Τερχοβίστα! Πάμε από το κτήμα του γιατρού...

- Αστειεύεσαι, κύριε Αρχηγέ; Ή μήπως δεν ξέρεις πως οι Τούρκοι έχουν πιάσει το κτήμα του γιατρού; έκανε ο οδηγός.

- Τα λέμε άλλη ώρα, καπετάν Ματαπά, είπε λίγο ανυπόμονα ο καπετάν Ακρίτας. Το σπίτι κάηκε, και ίσως είναι πληγωμένοι μέσα...

- Τι ώρα είναι άραγε; ρώτησε ο Ματαπάς.

Ο Περικλής άναψε πάλι ένα σπίρτο, να δει τ' ωρολόγι του. Την ίδια ώρα ένας πυροβολισμός ακούστηκε, και αμέσως δεύτερος, και οι σφαίρες σφύριξαν και τρύπησαν το καλυμμαύκι του καπετάν Ματαπά.

Σαν ένας άνθρωπος, όλοι μαζί όρμησαν κατά τη διεύθυνση της τουφεκιάς. Πρώτος πιλαλούσε ο σκύλος, πίσω του ο Περικλής με το περίστροφο στο χέρι, και ακολουθούσαν οι άλλοι - ο Γιωβάν κρεμασμένος στη ζώνη του Αποστόλη. Έτρεχαν κατά τη φωτιά. Μα έξαφνα έστριψε ο Μάγκας και χίμηξε σ' ένα βάτο, πλάγι στον Αποστόλη.

Μια φλόγα πέταξε, μια τουφεκιά ακούστηκε - και η σφαίρα σφύριξε κοντά στο αυτί του Αποστόλη. Την ίδια στιγμή, ο Γιωβάν έβγαλε μια πνιχτή φωνή, άρπαξε από τη ζώνη του Αποστόλη την παλιοπιστόλα του Άγρα, με τα δυο του χέρια τη σήκωσε, πυροβόλησε μες στο βάτο και λιγοθύμησε! Μα ο Βασίλης είχε πηδήσει μες στο βάτο, άρπαξε από το λαιμό έναν άντρα που γύρευε να βγάλει το χέρι του από τα δόντια του Μάγκα, και, ξεφεύγοντας μια δεύτερη τουφεκιά, του κατέβασε τη γροθιά του ανάμεσα στα δυο μάτια. Η πάλη ήταν φρικτή. Τα χέρια του Βασίλη έσφιγγαν το λαιμό του αντιπάλου του, που προσπαθούσε να βγάλει μαχαίρι. Του το άρπαξε ο Βασίλης, και, σέρνοντας τον αιματωμένο έξω από το βάτο, τον έριξε στο χώμα, γονάτισε στο στήθος του, και με σφιγμένα δόντια, σφυριχτά, του είπε:

- Άγγελ Πέιο, μ' ακούς; Είμαι ο Βασίλης Ανδρεάδης, από το Ασπροχώρι. Μ' ακούς; Ήρθε η αράδα σου, σκυλί, να πληρώσεις!...

Και βγάζοντας το περίστροφο του, του πέταξε τα μυαλά! Όλη αυτή η σκηνή, που βάσταξε δευτερόλεπτα, την είχε παρακολουθήσει ο Αποστόλης, με τον αναίσθητο Γιωβάν στα πόδια του. Ο καπετάν Ματαπάς, ο καπετάν Ακρίτας και ο Περικλής, κυνηγούσαν έναν άλλο Βούλγαρο, που είχε πεταχθεί και αυτός από το βάτο.

- Ζωντανό! Ζωντανό πιάστε τον! φώναξε ο Ματαπάς.

Άρπαξε ο Βασίλης το λιγοθυμισμένο παιδί στην αγκαλιά του, και με τον Αποστόλη ακολούθησε τους συντρόφους του. Τους πρόφθασε την ώρα που είχαν πιάσει πια το Βούλγαρο και τον έδεναν πισθάγκωνα. Ήταν νέο παιδί, δεκαεπτά δεκαοκτώ χρόνων, κι έτρεμε όλο.

- Έλεος! Λυπήσου με παπά μου! Δε φταίγω εγώ! φώναξε βουλγάρικα.

Με το πιστόλι στο χέρι, του είπε ο Ματαπάς, που κουτσοήξερε λίγα βουλγάρικα:

- Θα σε συγχωρήσομε αν πεις την αλήθεια! Ποιος έκαψε τη στάνη του Στέργιου Γκιόνη;

- Ο Ζλατάν! Τον είχε οδηγήσει ο Άγγελ Πέιο! Ήταν Πατριαρχικός ο Στέργιος Γκιόνης. Του είπε ο Άγγελ Πέιο πως εκεί θα κρύβουνταν ο Εντεροβγάλτης και ο καπετάν Ματαπάς, που είχαν κατέβει, λέει, μαζί από τον Όλυμπο, και είχαν ξολοθρέψει Βουλγάρους στα Βουγαδιά και στη Μονή της Πέτρας. Μα δεν τον βρήκαν. Άδικα χάλασαν τόσον κόσμο!

- Πόσους χάλασαν; Πού ήταν; Πες τι κάνατε, ή σου την ανάβω! φώναξε ο Ματαπάς.

- Μα το Θεό, δεν έβαλα εγώ χέρι, δε χτύπησα! Δε σκότωσα! αναφώνησε ο Βούλγαρος, πέφτοντας στα γόνατα. Μας έβαλαν βίγλες, τον αδελφό μου και μένα. Δεν ήθελε ο αδελφός μου, και τον σκότωσε ο Πέιο! Εγώ φοβήθηκα. Στάθηκα εκεί που με βάλανε. Και είδα... είδα...

Τα νεύρα του είχαν τσακίσει. Άρχισε να κλαίει, σαν παιδί.

- Τι είδες; Πες και δε θα πάθεις τίποτα, του είπε μαλακά ο Βασίλης, που μιλούσε τα βουλγάρικα σα Βούλγαρος.

- Είδα το γερο - Γκιόνη. Τους άνοιξε την πόρτα, τους φιλοξένησε. Ήταν μαζί του οι δυο του παντρεμένες κόρες. Είπαν πως δεν είχε έλθει ο καπετάν Ματαπάς, ούτε κανένας άλλος. Και τότε οι κομιτατζήδες τους μαχαίρωσαν. Τους έκοψαν τα κεφάλια, και σαν έπιασε φωτιά το σπίτι κι έτρεξαν έξω κάτι παιδάκια, τα πέταξαν πίσω μες στις φλόγες. Μια γυναίκα πήδηξε από ένα παράθυρο κι έσπασε το πόδι της. Την αποκεφάλισαν και αυτήν, και πέταξαν πίσω στη φωτιά το κεφάλι της. Πάτε να δείτε αν δεν πιστεύετε!

- Και ο Ζλατάν πού είναι; ρώτησε τρίζοντας τα δόντια του ο Ματαπάς.

- Είχε άλογο. Έφυγε για το Ζερβοχώρι.

- Πώς το ξέρεις;

- Τον είδα... Ακούστηκε σύνθημα από τη στάνη του Άγγελ Πέιο, δυο πιστολιές απανωτές... Δεν τις ακούσατε σεις;

Ο Ματαπάς είχε κρυφοκοιτάξει τους συντρόφους του.

- Τι λέγει; ρώτησε χαμηλόφωνα ο καπετάν Ακρίτας, που δεν καταλάβαινε βουλγάρικα.

- Μου γύρευες πονοψυχιές! του αποκρίθηκε μες τα δόντια του ο Ματαπάς, και δε μ' άφησες να δέσω τα δυο θηλυκά του κακούργου! Γυναίκες, λέει, είναι, άσ' τις! Σάνα γυναίκες δε μαρτυρούν. Σάνα δε φοβάσαι από δαύτες! Με τις πονοψυχιές σου γλίτωσες τον αρχηγό τους, και ίσως μας καταχώνιασες για καλά εμάς όλους, πρόσθεσε με θυμό, που φλόγιζε και κοκκίνιζε τα πάντα πονεμένα μάτια του.

Ο Βασίλης εξακολουθούσε την ανάκριση.

- Τι έννοια είχαν οι δυο πιστολιές; ρώτησε.

- Πως ήταν κίνδυνος, πως έφθασαν Γρεκομάνοι, πως έπρεπε να σκορπίσουν. Και σκόρπισαν οι άλλοι, κι έφυγε ο Ζλατάν. Μα ο Άγγελ Πέιο είπε πως ήταν η γυναίκα του μόνη με μια κουμπάρα της στη στάνη, κι έπρεπε να την πάρει, να την οδηγήσει στο Ζερβοχώρι. Γύρευα να φύγω. Μ' έπιασε απ' το σβέρκο και με υποχρέωσε να τον ακολουθήσω. Πηγαίναμε σκυφτά. Είδαμε ένα φωτάκι στον κάμπο. Άναψε κανένας σας τσιγάρο;

- Λέγε! πρόσταξε ο Ματαπάς, χωρίς να του αποκριθεί.

- Ο Άγγελ Πέιο παραμόνευε. Ανάψατε δεύτερο σπίρτο και τράβηξε ο Πέιο δυο τουφεκιές. Μας κόβατε το δρόμο. Ήθελε να σας φοβήσει. Μα ήλθατε. Με βαστούσε από το σβέρκο ο Πέιο, μη φύγω. Κάνατε να μας περάσετε. Κι εκεί που νόμιζε πως γλίτωσε, τον βρήκε τον Πέιο ο σκύλος, και του έριξε κάποιος από σας, και τον πήρε στο χέρι. Τότε ξέφυγα. Και με πιάσατε. Έλεος! Συγχωρήσετε με! Δε φταίγω εγώ!...

- Γλίτωσε κανένας από τη στάνη του Γκιόνη; ρώτησε ο Βασίλης.

Ο Βούλγαρος έγνεψε αρνητικά.

- Την είχαν ξεκαθαρίσει πριν την κάψουν, είπε ανατριχιάζοντας.

- Πάμε να δούμε! αναφώνησε ο Αποστόλης.

- Πάμε μαζί, είπε ο Βασίλης. Οδήγα μας! πρόσταξε το Βούλγαρο.

Ο Περικλής ωστόσο γύρευε να συνεφέρει τον Γιωβάν ρίχνοντάς του νερό στο πρόσωπο. Είχε σκύψει πάνω του και ο καπετάν Ακρίτας, και του έτριβε τα πόδια. Και απόρησε ο Περικλής, βλέποντας πόσο τρυφερά μπορούσαν να γίνουν τα μεγάλα και δυνατά χέρια του Γρέγου, καμωμένα μονάχα, θα 'λεγες, για να χειρίζονται φονικά όπλα. Και σαν άνοιξε τα μάτια του ο Γιωβάν, γλυκά τον ρώτησε:

- Τα πάμε καλύτερα, μικρό;

Δεν άργησε να γυρίσει ο Βασίλης με τον Αποστόλη, σέρνοντας μαζί το δεμένο Βούλγαρο. Ήταν, λέει, σωστά όσα είχε πει. Βρήκαν τον αδελφό του με την κοιλιά ανοιγμένη, όπου τον είχε σκοτώσει ο Πέιο, και βρήκαν το αποκεφαλισμένο σώμα της γυναίκας που είχε πηδήξει από το παράθυρο. Τίποτα δεν απόμεινε από τη στάνη του Γκιόνη. Άνθρωποι και ζώα είχαν καρβουνιαστεί μες στις φλόγες, που απόσβηναν φωτίζοντας ακόμη αμυδρά τον κάμπο. Ο Ματαπάς έβγαλε τ' ωρολόγι του.

- Πόση ώρα από δω στο Βάλτο; ρώτησε.

- Ο Αποστόλης να μας πει, αποκρίθηκε ο Βασίλης.

- Τέσσερις ώρες ως την Κρυφή. Μα δεν περνούμε.

- Ρωτώ για την Τούμπα της Τερχοβίστας! είπε απότομα ο Ματαπάς. Και, φυσικά, αποφεύγοντας τα χωριά!

- Οχτώ ως δέκα ώρες, με βήμα ταχύ! αποκρίθηκε ο Αποστόλης.

- Είναι δυο τώρα. Θα μας βρει η μέρα στον κάμπο... είπε κατσουφιασμένος ο Ματαπάς.

Τον διέκοψε ο καπετάν Ακρίτας.

- Θα βρίσκεται καμιά μονή ή παρεκκλήσι κάπου στα περίχωρα; Ξέρεις Αποστόλη; έκανε τάχα αδιάφορα.

Η καρδιά του Αποστόλη πήδηξε στο λαιμό του.

- Ξέρω, είπε πνιχτά.

- Πού; ρώτησε ο καπατάν Ματαπάς.

- Στην Κάλιανη, αποκρίθηκε, προσπαθώντας να κάνει τον αδιάφορο και αυτός, τα μάτια καρφωμένα στον Γρέγο. Έτυχε να οδηγήσω εκεί κάποιο ψευτόπαπα, που άφησε τα γένεια του και το ράσο του στην εκκλησία μέσα. Μα δεν έχω το κλειδί...

- Καλά! διέκοψε ο καπετάν Ματαπάς. Πήγαινε μας εκεί, και για κλειδιά βλέπομε!

Ο Γρέγος δεν είχε σκύψει τα μάτια του. Μ' ένα ειρωνικό χαμόγελο, που ξεσκέπαζε τ' άσπρα του δόντια ανάμεσα στην αντάρτικη του γενειάδα, αντίκρυσε το βλέμμα του αγοριού.

- Είναι όμως ο μικρός... Δε θα μπορέσει να περπατήσει μακριά, είπε ο Περικλής. Είναι και ο αιχμάλωτος...

Ο Γιωβάν ντροπιασμένος είχε πηδήξει στα πόδια του.

Μα πριν προφθάσει να μιλήσει, με το ένα του χέρι τον είχε πιάσει από τη ζώνη του ο Γρέγος και τον είχε καθίσει στον ώμο του.

- Το παιδί το φροντίζω εγώ, είπε γελαστά. Φρόντισε συ τον αιχμάλωτο, Βασίλη. Ποιος οδηγεί;

- Εγώ, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Μα θα περάσομε από κισλάδες αρβανίτικες. Μην ανάψει κανένας τσιγάρο...

- Τα ξέρομε αυτά, ανήλικο! διέκοψε ο Ματαπάς. Ο σύντροφος σου ο τουρκοβαλμένος, δεν τα ξέρει και ανάβει σπίρτα στον κάμπο! Πήγαινε μπροστά εσύ, σε ακολουθώ εγώ και οι άλλοι, τρία βήματα ο ένας από τον άλλο. Βήμα ταχύ και τσιμουδιά!

Ήταν ακόμα σκοτεινά, σαν έφθασαν έξω από την Κάλιανη. Φυσούσε βαρδάρης. Πέρασε ο Αποστόλης με τους συντρόφους του νότια από το χωριό, μη νιώσουν τα σκυλιά μυρωδιά και κρότο, και, κάνοντας αλλόγυρο, τους οδήγησε στο άσπρο παρεκκλήσι. Είχαν δέσει τα μάτια του Βουλγάρου για να μη βλέπει πού πηγαίνουν.