Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μύθος 97: Αρκούδα και αλώπηξ

Από Βικιθήκη
Αρκούδα και αλώπηξ
Συγγραφέας:
Απόδοση του αισώπειου μύθου Άρκτος και αλώπηξ.


Ἡ ἀρκούδα ἐκαυχᾶτο
πῶς δι' ὅλου της τοῦ βίου
δὲν ἐγεύθη ποτὲ σάρκας
κἀνενὸς νεκροῦ θηρίου.
Μὲ ἀπάτησαν πολλάκις
ἄνθρωποι χαμαὶ πεσόντες,
τὴν πνοὴν αὐτῶν κρατοῦντες
καὶ φαινόμενοι μὴ ζῶντες·
καὶ ἀφ' οὗ τοὺς ἐμυρίσθην
κι' ηὗρά τους χωρὶς πνοήν,
μεταλλάξασα τὸν δρόμον
τοὺς ἀφῆκα τὴν ζωὴν·
«ἀλλ' ἐὰν νεκροὺς δὲν τρώγῃς,
ἡ ἀλώπηξ ἀπεκρίθη,
σὺ τῶν ζώντων ζώων σχίζεις
καὶ τὰς σάρκας καὶ τὰ στήθη·
κάλλιον βορὰν νὰ εἶχες
ὅλους τοὺς ἀποθανόντας,
καὶ νὰ μὴν ἐμάσσουν τόσον
οὶ ὀδόντες σου τοὺς ζῶντας!»

Ἐπιμύθιον.
Τῶν μεγαλουργῶν σφαγέων
καὶ τῶν χαμερπῶν φονέων
ἡ σκληρότης εἶναι μία·
τὰ λοιπὰ ψευδολογία.