Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μήτηρ Θεού III (Σικελιανός)

Από Βικιθήκη
Μήτηρ Θεού III
Συγγραφέας:


ΙII

Τ’ άσωτου γύρα μου καημού κι αν αργοσβηέται η μνήμη,
σαν η σελήνη που απ’ αυγής, αχνόθωρον ασήμι,

μες στη γαλάζιαν άβυσσο της μέρας απομένει
από τον κόσμο ακοίταχτη κι απολησμονημένη,

μικρούλα πνοή, τον πρώτο αφρό στα πέλαα που σηκώνει,
πλατιά ανοιγμένα τα φτερά μεσούρανα μου ορθώνει!

Μικρούλα πνοή, από τα βαθιά τα ισκιώματα φερμένη,
και το μεταξοσκούληκο, νά το, αρχινά και υφαίνει!

Μικρούλα πνοή, που τη δροσιά θεϊκά το θρέφει, κοίτα
πώς κυβερνάει δεξά ζερβά του τάφου του τη σαΐτα!

Και νά· μια μέρα, στου σπιτιού το μεσιανό πατάρι,
γοργόν, απ’ το πρωτόβραδο λιγνότερο φεγγάρι,

αχαμνισμένο απ’ το μακρύ ταξίδι, καθώς σώνει
την όψη ο κρύφιος έρωτας, το πρώτο χελιδόνι

διανεύει ως ίσκιος άπιαστος στο δώμα απάνου κάτου,
με συχνοφτερουγιάσματα τριγύρα απ’ τη φωλιά του …

Λάμπει στο σμάλτο του, θεϊκά περιχυτό, το θάρρος,
τι δεν εδιάβη, παίζοντας, την τρικυμιά, ως ο γλάρος,

αλλ’ ως τα κύματα έσπρωχνε, στο πέρασμά του, πλήθος,
συχνά το θάνατο άγγιξε, σα χάδι, με το στήθος!

Μα ώς πότ’ εγώ, και μ’ όλο μου το αμιλλητήριο τάχος,
τ’ άδεια του Ολύμπου δώματα θα δρασκελάω μονάχος;

Δύναμη μοιάζω αθώρητη, που χνάρι δεν αφήνει,
σα στο βυθό του ωκεανού περνώντας το δελφίνι …

Θωπεία τα πάντα, φτερωτή λαχτάρα και μαργώνει.
Να πω: το πέταμα του αϊτού περνάει και δεν οργώνει;

Να πω στην άγια θλίψη μου: μη φτερουγάς, του κάκου,
τι ξεχειλίζει ο ουρανός μ’ ένα κρωγμό κοράκου;

Χλωμοί είναι θρόνοι τα βουνά, καταχνιασμένοι οι κάμποι·
σύθολο μέσα μου, να πω, το δωδεκάθεο λάμπει;

Μα ατάραχα, με ακοίμητα φτερά γοργοπετούσα,
σα στην καρδιά μου εχτύπησες, καμπάνα κυματούσα!

Καμπάνα των Χαιρετισμών, που προβοδάς, το δείλι,
τόσο γλυκά τις ταπεινές καρδιές προς τον Απρίλη,

πέλαγο φάνης μου απλωτό, την ώρα οπού το κύμα
σιγάει, και το νανούρισμα το στήθος μου αποθύμα!

Πέλαγο φάνης μου απλωτόν, εαρινή αρμονία
μιας συγνεφιάς ανάπαλη που στρώνεται, ουρανία!

Κ’ εκεί που μες στο δρόμο του αγάλια ο νους ακούει
ωσάν το χέρι ενός παιδιού δειλά οπού θύρα κρούει,

κι αβέβαιο βόγκο μυστικό που στον αγέρα τρέχει,
σα στα βουνά τα μακρινά σιγοβροντάει και βρέχει,

ξάφνου ο παλμός ολόγυρα ψηλό με ζώνει τείχος
κι ως σε παλάτι αντιβογκά κατάβαθά μου ο ήχος!

Απ’ τα μεγάλα βάρσαμα της πλάσης μαργωμένη
ξυπνά η ψυχή και γύρα της κοιτά, η αναστημένη ...

Δεν είναι δάσο αμυγδαλιές, πα στ’ άνθη του που ρεύει;
Δεν είν’ η τρίσβαθη χαρά που στ’ όνειρο γυρεύει;

Δεν τρέμ’ η δρόσο ολούθενε, δεν είν’ γιομάτοι οι βάτοι
πεταλουδούλα γαλανή, πασίχαρη, χνουδάτη;

Δεν είναι σπίνου λάλημα, δεν φτερουγάν στα κρύφια
της ρεματιάς, με τα νερά μιλώντας, τα κοτσύφια;

Δεν σπαν οι αχτίδες οι στερνές του ηλιού του αποβροχάρη
πα στης αράχνης τον πλοκό σπιθόβολο δοξάρι;

Το νιο φεγγάρι, στις κορφές οπού λευκαίνει, κοίτα,
σε νέφι ανάπαλο, ξαντό, δε φεύγει, αργή σαΐτα;

Κι ω, το χλωρό μουκάνημα, από τα ογρά ρουθούνια
της αγελάδας, που σκορπά στου λιβαδιού την κούνια!

Άλλ’ ως του σύγνεφου η σκιά που, ανάλαφρη, στο πλάι
του γαλανού μεσημερνού βουνού γοργοκυλάει,

τα βλέφαρα εγλιστρήσανε, τα μάτια μου εκυκλώσα’
εκεί που ασπίδα τα φτερά σηκώνει αϊτίνα κλώσα!

Βάγια ψηλά, δαφνόκλαρα, μυρτιές γεμάτ’ η αυλή Της!
Ίσα με κράζει μέσα του ο ναός ο μυροβλήτης!

Τι κι αν στη ρίζα της ελιάς, τη φεγγερή του θήκη
για μιαν αυγήν αλλάζοντας, φτερώνει το τζιτζίκι;

Τι κι αν ο ανθός οπόκλεισε τη νύχτα, σαν ανοίγει,
τη μέλισσα που κράταγεν αφήνει να ξεφύγει;

κι αν τα πυρρά, τ’ αχνόχρυσα, μαυριδερά σημάδια
της κάμπιας, που σερνότανε στα χαμηλά ανθοκλάδια

με περισσές βυζαίνοντας θηλιές το ανέβασμά της,
στον ήλιο τώρα αστράφτουνε, πετράδια στα φτερά της;

Μ’ από τις λιόχαρες πλαγιές το νιο μελίσσι αν έρτει,
δουλεύει μες στα σκοτεινά το μέλι, στο κυβέρτι.

Εδώ φωλιάζει δύναμη κρυμμένη, Θεού βλησίδι·
εδώ, όρθιος ύμνος, ο άνθρωπος βιγλίζει στο στασίδι!

Στύλος εδώ γητεύεται, σε θείαν αταραξία,
ωσά να λούζεται, άφωνος, βαθιά στο γαλαξία,

εκεί π’ ανοίγετ’ άβυσσο, το μεσονύχτι, ο ζόφος
και μυρμηγκιάζει κι αναβρά καταμεσής στο αστρόφως!

Εδώ, ως τα κόλλυβα λαμπρό τ’ αποσκεπάζει ρόδι,
νυφαδιακό σα να’τανε προβόδισμα το ξόδι,

πετράδια μοιάζουνε χυτά, φλόγ’ άφθαρτη ντυμένα,
της λύπης τ’ άγια φλάμπουρα ανάερα σηκωμένα!

Και, καθώς τρέχει το νερό μέσα σε πλούσια χλόη,
πηγή το δάκρυο γίνεται, ψαλμός το μοιρολόι,

βογκάει χελιδονοχαρές ο νάρθηκας, κι ο θρήνος,
πα στα δεμένα πόδια τους, απιθωμένος κρίνος!

Τι αν πάνε πίσω οι ζωντανοί και μπρος οι πεθαμένοι;
Αχ, το κορμί της δόξας μου καιρό που του προσμένει!

Γοργό ως τραντάζει της ψυχής βαθιά μου το στημόνι,
των κοιμημένων μου ο λαός ακούει και με σιμώνει!

Σπάθα λογιάζω αθάνατη να προβοδάει καρήνα·
ανάμεσα στα κόκαλα, τραγούδι θείο, Σειρήνα!

Χρυσό κελάηδημα αηδονιού, στα σκότη μου φτασμένο
από καράβι πόρχεται, δεξιά κυβερνημένο!

Ρέμα αντισκόβοντας ψηλό, σε μέγα πέλαο γύρω,
ξεσκίζει, κατακόρονα χτυπώντας, το άγιο μύρο!

Βαθιά, σ’ ατέλειωτη χαρά, γοργοκυλάει την πρύμα,
σα στήθη που σηκώνονται στου λιβανιού το κύμα!

Μια φούχτα κόλλυβο ως κρατώ, χαρά με περιτρέχει …
Σκιρτά το σπλάχνο μου θεϊκό για τον αγώνα που έχει!

Εκείνους πόλεα κ’ έχασα για πάντα μιαν ημέρα,
σα σύννεφα ανοιξιάτικα τους βλέπω στον αγέρα!

Κριτής, Μιχαήλ, Κριτής Γαβριήλ, γοργοπετάει μπροστά τους,
κι ακούω πυκνά, καθώς το θρο της λεύκας, τα φτερά τους!

Μια φούχτα στάρι, κ’ έφτασαν, πώς πέφτουνε τ’ αστέρια,
εδώθ’ εκείθε, τρέχοντας, τα ουράνια περιστέρια …

Γλυκό μου εσύ μνημόσυνο, πένθος χαρμόσυνό μου,
την ώρα τούτη, α, πώς κρατώ σφιχτά τον ουρανό μου!

Σταριού σπειρί π’ ανέδωκε για την ψυχή μου η γη μου,
να θρέφει αγνό το λόγο μου και πλέρια τη σιγή μου,

ρόδι, του κρύφιου π’ άνοιξες νεκρόδειπνου αμβροσία,
κοιτάζοντάς σας το αίμα μου φωνάζει: αθανασία!

Γλυκό μου εσύ μνημόσυνο, πένθος χαρμόσυνό μου,
στ’ άγιο τραγούδι π’ άρχισα, τη δύναμή σου δω’ μου!

Το πνέμα του όχλου το θαμπό, το βαρυστέναχτο άχτι,
καθώς η φλόγα πίσω της αφήνοντας τη στάχτη

σηκώνεται, όμοια να σκωθώ, σωριάζοντάς το κάτου,
με τ’ αστραπόφωτα φτερά πετώντας του θανάτου!

Κι ω Μάνα, αχνό που Σε φωτά το κρεμαστό καντήλι,
κάτου απ’ το μέγα μέτωπο, που σκέπει το μαντίλι,

στο μάγο φως που την ψυχή μόχει γλυκά κυκλώσει,
σαν το χρυσάφι ο χρυσοχόος που, πασχίζοντας να λιώσει,

κρυφή αναπνοιάν αδιάκοπη τη φλόγα συμμαζώνει
στο μέταλλο που υπομονή το τυραννάει, το ζώνει,

ώσπου σαλεύει στο βυθό, κόμπος αιφνίδιος πρώτα,
σα δάκρυ ή σα στο μέτωπο, γοργή, η σταλιά του ιδρώτα,

τέλος σκιρτά χρυσοπηγή μπροστά του – έτσι τον ύμνο
πληθαίνω μέσα μου για Σε και τον πυρρό Σου σκύμνο!

Τέλος Σε ζώνω, ως η πηγή τον κρίνο, και ησυχάζω
να ξέρω που τα πόδια Σου τ’ αθάνατα αγκαλιάζω!

Τέλος το χέρι μου, γοργό φτερό σα να ’ναι, γράφει
για Σε που τρέχει ωσάν κισσός, στα τέμπλα, το χρυσάφι!

Κι όπως τ’ αηδόνι, στου νερού το βούισμα τειχισμένο,
κελαηδισμόν ακράτητον αφήνει ευτυχισμένο,

λαμπρή η φωνή μου και μεστή κι ολοένα πιο ψηλώνει,
αλλά η αχώ του θόλου Σου βροντή τη μεγαλώνει!

Κ’ Εσύ, αλαφίνα αταίριαστη στο λόγκο, που δε βόσκει,
τι έχει το νου της δίπλα της, στο νέον αλαφομόσκι,

μα ευφραίνεται στης ρεματιάς τα μούρμουρα, στη φτέρη
που σειέται όπως τριγύρα Σου σαλεύει το ξεφτέρι,

μπορεί ν’ ακούσεις το λαμπρό τραγούδι οπού φτερώνω
με τα φτερά τ’ ακοίμητα μπρος στο βαριό σου θρόνο!

Ω Μάνα· αν έστηνες, γλυκά ελεώντας με τ’ αυτί Σου,
πολλές γυναίκες θ’ άκουγαν, να ψαλμωδώ, μαζί Σου!

Πολλές, που νιώθουν μέσα τους κρυφοπηγή το κλάμα,
θε ν’ ακλουθούσαν το λαμπρό που Σου κομίζω τάμα …

Πολλές θε να λουζόντανε στη μυστική πλημμύρα:
μάνα, παρθένα, νιόνυφη, πόρνη, ζητιάνα, χήρα ...

Ω Μάνα, πριν τον ύμνο Σου να ξεχειλίσει αφήσω,
γλυκές εικόνες γυναικών θε να Σου ζωγραφίσω·

βλαβητικά εικονίσματα που συχνοφέγγει η μνήμη,
ντυμένα στ’ ανακουφωτό χρυσάφι και στ’ ασήμι,

κι άλλα γυμνά και μυστικά, σα φλωροκαπνισμένα,
από τον άναρχο έρωτα βυθίζοντας στον ένα,

για να λουστούνε στα λαμπρά τα ρέματά σου, Υγεία,
του Ολύμπου μου πανσέληνο, γαλήνη Παναγία!

Για να νιωστούν στης χάρης Σου το ζωντανό βασίλειο,
σα μάνες που βυζαίνονται με τα βυζιά στον ήλιο!

Κι άντρες ορτοί στ’ αλέτρι τους, ζωσμένοι την ψυχή τους,
που ωσάν κολόνες ρέπιου ναού σταθήκαν μοναχοί τους·

να νιώσουν άσωτο άνεμο, βαθιά τους, τη σβιλάδα
οπού τυλίγει ένα ναό, σαν πέλαο, την Ελλάδα!

Ν’ ακούσουνε παράδεισο ψυχών ολόγυρά τους,
που όλο χτυπάν, μερόνυχτα, κοντά μας τα φτερά τους·

το νέο κοιτώντας ουρανό, σε φανερόν αγώνα,
στη δέηση, σα σε πάλεμα, να γείρουνε το γόνα.

Τι ο παραστάτης άγγελος, οπού σιμά τους στέκει,
κρατάει σπαθί, κρατάει φωτιά, κρατάει διπλό πελέκι!

Κι όπως παλεύει ο άνθρωπος απ’ του φονιά το χέρι,
μες σε τυφλήν απελπισιά, να πάρει το μαχαίρι,

όμοιος ο αγώνας, την ψυχή του καθενός, που κρίνει …
Κι ω, πώς απόμακρα ευωδάν οι μυστικοί Σου κρίνοι!