Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάγκας/Κεφάλαιο ΙΑ

Από Βικιθήκη
Μάγκας
Συγγραφέας:
ΙΑ'. Η ποντικοφωλιά


Πέρασαν μέρες. Ένα ζεστό απομεσήμερο του Νοεμβρίου, είχα τρυπώσει στο σπίτι, και, πλαγιασμένος στα μάρμαρα, γύρευα λίγη δροσιά, και τεμπέλικα άκουα τη Γιαγιά που διηγούνταν στα παιδιά παραμύθια.

Ήταν βαριά η ζέστη, και δεν πολυπρόσεχα την κουβέντα. Ώσπου άκουσα μια πόρτα που άνοιξε και μπήκε μέσα ο Χάρης ο αμαξάς. Η Γιαγιά διέκοψε το παραμύθι να τον ρωτήσει τι ζητούσε.

- Τον Μάγκα, Κυρία, αποκρίθηκε ο αμαξάς. Μας έχουν πλημμυρίσει τα ποντίκια, και δεν μπορώ να βρω τη φωλιά.

- Και θα τη βρει ο Μάγκας; ρώτησε η Γιαγιά. Έλα, πάμε, Μάγκα, να δούμε πώς θα τα καταφέρεις.

Πηδηχτά κατέβηκα στο περιβόλι, με τα παιδιά, τη Γιαγιά και τον Χάρη, και όλοι μαζί γυρίσαμε κατά το στάβλο. Την ίδια ώρα σταμάτησε ένα αμάξι στην καγκελόπορτα, και η κυρία Σαρδελίδη κατέβηκε με τον αναπόφευκτο Βρασίδα. Η Γιαγιά πήγε να την προαπαντήσει και να την καλημερίσει.

- Μπελάς! μουρμούρισε ο Λουκάς. Μας ήλθε πάλι αυτός.

- Παιδιά! φώναξε η Γιαγιά. Πάρετε τον Βρασίδα μαζί σας. Εγώ πάγω μέσα με τη θεία σας. Καλό κυνήγι!

- Τι κυνηγάτε; ρώτησε ο Βρασίδας καταφθάνοντας με το νωθρό του βάδισμα.

- Πάμε να βρούμε ποντικούς. Έρχεσαι μαζί μας; ρώτησε ο Λουκάς.

- Πού θα τους βρείτε; Πού είναι;

- Δεν ξέρομε ακόμα.

- Και πώς θα τους βρείτε;

- Μ' αυτό είναι ίσα - ίσα το σπορτ. Δεν ξέρουμε πού είναι και θα μας τους ξετρυπώσει ο Μάγκας.

- Αυτό το αγριόσκυλο; Μπα! Δεν έρχομαι μαζί σας, αναφώνησε ο Βρασίδας.

- Ε, πάμε μόνοι μας! είπε η Άννα. Κι έτρεξε πίσω από τον Χάρη.

Ο Λουκάς στάθηκε διστάζοντας.

- Έλα, Βρασίδα, είπε, θα διασκεδάσομε!

Μα ο Βρασίδας είχε πλησιάσει το παράθυρο του Βασίλη, και κοίταζε μέσα στην κάμαρα σα να παραμόνευε κάποιον. Στο πεζούλι του παραθύρου, ένα ζεμπίλι ήταν ακουμπισμένο.

- Έλα, Βρασίδα! επανέλαβε ανυπόμονα ο Λουκάς. Μ' αυτός ούτε γύρισε.

- Βαριούμαι, είπε.

Και χαϊδεύοντας το ζεμπίλι ρώτησε:

- Τι έχει μέσα;

- Τι σε μέλει; Θα έλθεις; Αν δεν έλθεις, θα σ' αφήσω.

Ο Βρασίδας δεν αποκρίθηκε. Είχε τραβήξει μιαν αναποδογυρισμένη κάσα εμπρός στο παράθυρο, και γύρευε ν' ανέβει. Βαρέθηκε ο Λουκάς.

- Σα θέλεις έλα. Θα με βρεις στο στάβλο, φώναξε. Κι έφυγε τρεχάτος.

Ο Βρασίδας ανέβηκε στην κάσα και άνοιξε το ζεμπίλι.

- Μπα! Κουρμάδες! Τι πολλές! Και είναι πια οι τελευταίες! μουρμούρισε.

Και πήρε μια. Όρμησα κατά πάνω του.

- Άφησε τις κουρμάδες! Άφησε τις αμέσως, του γάβγισα θυμωμένος.

Τρόμαξε και πήδηξε κάτω τρέμοντας, έτοιμος να κλάψει. Μου ήλθε ακράτητος πειρασμός να τον τρομάξω ακόμα περισσότερο. Και σα να το κατάλαβε, τόβαλε στα πόδια. Έκανα να τον κυνηγήσω. Μα μου σφύριξε ο Λουκάς, κι έφυγα τρεχάτος. Πριν όμως μπω στο στάβλο, γύρισα να δω τι έκανε ο Βρασίδας. Τον είδα που στέκουνταν διστακτικά, τα τρομαγμένα μάτια του καρφωμένα πάνω μου. Τον περιφρόνησα για τη δειλία του και μπήκα στο στάβλο. Βρήκα τα παιδιά σε μεγάλο αναβρασμό, που συζητούσαν με τον Άγγλο αμαξά και το δεύτερο αμαξά, τον Σπύρο.

- Μα πώς ξέρεις πως η φωλιά είναι μες στο στάβλο; ρώτησε ο Λουκάς.

- Και τη βρήκες τη φωλιά; ρώτησε η Άννα.

- Ναι! Τη βρήκες τη φωλιά; είπε σαν ηχώ η Λίζα.

- Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο Χάρης. Φαντάζομαι όμως. Σήκωσα τ' άχυρα και άκουσα κρότο στο περβάζι. Και σα χτύπησα το ξύλο, αντιλήφθηκα πως ηχούσε σαν κούφιο. Μα δε βρίσκω τρύπα. Εδώ, Μάγκα, εδώ! πρόσταξε.

Και χτύπησε πάλι το κούφιο περβάζι. Πίσω από το ξύλο ακούστηκε ελαφρός κρότος που με άναψε. Ρίχθηκα στο περβάζι γαβγίζοντας με λύσσα.

- Αυτού είναι! Αυτού είναι! φώναξαν τα παιδιά ενθουσιασμένα.

Μα ο Χάρης ήξερε καλύτερα. Χτύπησε σε άλλο μέρος το ξύλινο περβάζι, και μ' ερέθιζε λέγοντας:

- Ψάξε, Μάγκα, ψάξε! Τάξε!...

Είχα νευριάσει κιόλα αρκετά. Μα ο Χάρης μου έδειχνε στραβό δρόμο. Δεν ήταν αυτού το ψαχνό. Ρουθούνισα βιαστικά χάμω, ένιωσα το πέρασμα ποντικού, κι έτρεξα παρεμπρός, σκαλίζοντας με τα νύχια μου και πετώντας τ' άχυρα. Έτρεξε ο Σπύρος, σήκωσε το χόρτο και ξεσκέπασε ένα τρυπαλάκι μικρό.

- Να το! Να το! φώναξε η Άννα. Το βρήκε ο Μάγκας!

Γάβγιζα, γάβγιζα φοβερά. Εκεί μέσα μύριζα εχθρούς, μ' από μακριά μόνο. Αλλού ήταν η φωλιά. Έχωσε ο Σπύρος ένα σύρμα στην τρυπούλα και ακούστηκε τρέξιμο ποντικού. Μα κανένας δε βγήκε. Γάβγιζα, έκλαιγα από τη νευρικάδα μου. Σα σαίτα πετάχθηκα έξω από την πόρτα. Μα πάλι γύρισα στην τρύπα, και πάλι ρίχθηκα έξω, ρουθουνίζοντας χάμω, στον τοίχο κοντά, όπου ένιωθα το πέρασμα του εχθρού. Ο Χάρης,που φαίνουνταν να με καταλαβαίνει, βγήκε τότε έξω και με φώναξε. Πετάχθηκα κοντά του. Κι εκείνος, παίρνοντας τοίχο - τοίχο, σκυμμένος χάμω, μ' ερέθιζε ολοένα χτυπώντας τον εξώτοιχο και λέγοντας:

- Ψάξε, Μάγκα, ψάξε!

Οι δίδυμες και ο Λουκάς μας ακολουθούσαν, βαστώντας την ανάσα τους. Έξαφνα ρίχθηκα στο μέρος ακριβώς του τοίχου, όπου από μέσα είχαμε βρει την τρυπίτσα, και άρχισα να ξύνω με λύσσα. Ο Χάρης παραμέρισε μια μεγάλη πέτρα, κι ένας τρομαγμένος ποντικός πετάχθηκε από μια τρύπα στο χώμα. Τον έπνιξα ώσπου να πεις τρία, και ξαναγύρισα στη φωλιά γαβγίζοντας με όλη μου τη δύναμη.

- Είναι και άλλοι μέσα, είπε ο Χάρης. Σταθείτε δω, παιδιά. Πάγω να κλείσω πρώτα τη μέσα τρυπίτσα, μη φύγουν από κει. Και χρειάζομαι νερό.

Είπε του Σπύρου να φράξει τη μέσα τρυπίτσα, κι εκείνος έφερε έναν κουβά γεμάτο, και τον έχυσε μες στη φωλιά. Μα το ζεστό χώμα ήπιε το νερό, και κανένας ποντικός δεν παρουσιάστηκε. Έφεραν και άλλο νερό, μα όσους κουβάδες και αν άδειαζαν, πάλι το χώμα έπινε το νερό.

- Στάσου, Χάρη! φώναξε ο Λουκάς. Πάγω να σου φέρω το λαστιχένιο καταβρεχτήρα του Βασίλη...

Κι έφυγε τρεχάτος.

Έκανα να τον ακολουθήσω, μα πάλι γύρισα στην ποντικοφωλιά. Αν έβγαινε κανένας ποντικός; Ο Χάρης έχωσε ένα καλάμι μέσα στην τρύπα. Τίποτα.

Πηδούσα, φώναζα, έκλαιγα! Κατάλαβε ο Χάρης, και με μια τσάπα φάρδυνε την τρύπα και ξεσκέπασε περισσότερο το πέρασμα που πήγαινε στη φωλιά των ποντικών. Έξαφνα πήδησαν έξω δυο ποντικοί. Πέταξα μια φωνή, άρπαξα τον ένα, τίναξα τον άλλο, παν και οι δυο. Τρέμοντας όλος, ξαναρίχθηκα στη φωλιά, που ολοένα τής μεγάλωνε την είσοδο ο Χάρης, και, χώνοντας τη μύτη μου μέσα, άρπαξα ένα πριν προφθάσει να βγει. Τι μακελιό γίνηκε τότε! Όσο άνοιγε την τρύπα ο Χάρης, τόσο παρουσιάζονταν τρομαγμένα ποντίκια. Και ώσπου να πεις «καρύδι», τα έστελνα στον άλλο κόσμο. Ήταν πανηγύρι. Ένας σαΐσης έφερε νερό, και το έχυσε ο Χάρης στην ανοιγμένη πια φωλιά, και οι ποντικοί βγήκαν μισοπνιγμένοι, και τους έστειλα και αυτούς να παν να βρουν τους συντρόφους τους.

Αργούσε να επιστρέψει ο Λουκάς, και πήγα να τον φέρω. Τον βρήκα στο δρόμο, που επέστρεφε τρεχάτος από του Βασίλη το δωμάτιο, τα χέρια βρώμικα, καταϊδρωμένος, στενοχωρημένος. Στο στάβλο, ο Χάρης και οι δίδυμες ξαναγέμιζαν με χώμα και πέτρες την άδεια πια φωλιά.

- Χάρη, έλα να ξεκρεμάσεις το σωλήνα! φώναξε ο Λουκάς από μακριά. Δεν τον φθάνω, κρέμεται πολύ ψηλά.

- Περιττό, κύριε Λουκά, αποκρίθηκε ο Χάρης.

- Τους σκότωσε όλους ο Μάγκας, και φράζομε τώρα τη φωλιά με γύψο, φώναξε η Άννα.

- Τους έπνιξε, τους σκότωσε όλους, επανέλαβε η Λίζα.

- Τους σκότωσε; Ω! Κι εγώ δεν είδα τίποτα! είπε ο Λουκάς απογοητευμένος.

Η Άννα θέλησε να του τα διηγηθεί. Μα ο Χάρης τής έκοψε τη φόρα.

- Πάτε να πλυθείτε, παιδιά, γιατί θα σας μαλώσει η Μητέρα σας, αν σας δει έτσι λασπωμένα. Τα χέρια σου είναι κατάμαυρα, κύριε Λουκά, και τα κορίτσια είναι όλο λάσπες...

- Μα και ο Μάγκας θέλει πλύσιμο, Χάρη, είπε η Λίζα. Είναι και αυτός όλο λάσπες!

- Ναι, θα τον πλύνω αφού κλείσω την τρύπα. Πηγαίνετε σεις.

Κι έφυγαν τα παιδιά τρεχάτα. Κατάλαβα πως την έχω άσχημα, πως δεύτερο λουτρό με περιμένει. Καθώς είδα τα παιδιά ν' απομακρύνονται και να μπαίνουν στο σπίτι, απομακρύνθηκα κι εγώ σιγά - σιγά, χωρίς να με νιώσει ο Χάρης, έκανα ένα - δυο γύρους στον ήλιο για να στεγνώσουν λίγο οι λάσπες μου, και όταν βρέθηκα αρκετά μακριά, ώστε να μη με αντιληφθεί ο αμαξάς, έτρεξα στο πίσω μέρος του σπιτιού όπου ήταν η πόρτα της υπηρεσίας.