Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λουκής Λάρας/Η

Από Βικιθήκη
Λουκής Λάρας
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Η'


Έμενα ήδη ο αρχηγός και το μόνον στήριγμα της ορφανής οικογενείας μου· εγώ είχα να την διαθρέψω, εγώ να φροντίσω περί της αποκαταστάσεως των αδελφών μου, εγώ να γηροκομήσω την μητέρα μου. Αντί δε παντός πόρου και πάσης εργασίας είχα μόνον την δοθείσαν παρά του Νέγρη υπόσχεσιν, ότι θα με τοποθετήση όταν και αφού το Ναύπλιον αλωθή. Αλλ' εντός μου έλεγε κάτι, ότι το στάδιόν μου δεν ήτο εκεί. Αι οικογενειακαί παραδόσεις και η όλη μου αγωγή μ' εσχημάτισαν έμπορον, και συνησθανόμην ότι προορισμός μου ήτο το εμπόριον, ότι δι' αυτού και μόνου ηδυνάμην να προοδεύσω αποκαθιστάμενος χρήσιμος εις εμέ αυτόν, εις την οικογένειαν και εις την πατρίδα.

Αλλά πόθεν ν' αρχίσω; Πού η βάσις επί της οποίας να στηρίξω τας ενεργείας μου; Ιδού η δυσκολία. Επερίσσευον μετά τον ενταφιασμόν του πατρός μου ολίγα χρήματα εκ της πωλήσεως του δακτυλιδιού, αλλά το ποσόν ήτο ασήμαντον και μόλις εξήρκει διά την εκ Σπετσών αναχώρησιν, περί της οποίας ήρχισα αμέσως τότε να σκέπτωμαι.

Δεν ήσαν αι Σπέτσαι ο αρμόδιος δι' εμέ τόπος. Το εμπόριον απαιτεί τάξιν και ασφάλειάν τινα και ησυχίαν. Αλλά πώς ήτο δυνατόν να επικρατώσι τα στοιχεία ταύτα της κοινωνικής ευημερίας επί της ηρωικής εκείνης νήσου, ενόσω οι πολίται της θυσιάζοντες και ζωήν και περιουσίαν εις την άνισον κατά του εχθρού πάλην, απέκτων εξ ανάγκης ως έξεις την περιφρόνησιν της ζωής, την υπερίσχυσιν της βίας και την αυτοδικίαν; Ταύτα ήσαν φυσικαί των περιστάσεων συνέπειαι. ’νευ προϋπάρχοντος κοινωνικού οργανισμού, άνευ Κυβερνήσεως ισχυράς, άνευ πόρων τακτικών και υπερέχοντος τίνος κέντρου, η επανάστασις προήγετο και ηυδοκίμει δι' ατομικών μόνων θυσιών και αγώνων, εν δε τω μέσω του σάλου εκείνου η δύναμις εβασίλευε και επεβάλλετο η σπάθη.

Ο δε αγών ήτο αληθώς υπέρ των όλων. Το σύνθημα « Ελευθερία ή θάνατος» δεν ήτο φράσις κενή ή πομπώδης καύχησις, διότι εκ των προτέρων ήτο γνωστόν τι ήθελον διαπράξει οι Τούρκοι εάν η αντίστασις κατεβάλλετο. Η τύχη της Χίου ήτο φοβερόν διά τας Σπέτσας και τας άλλας ναυτικάς νήσους προμήνυμα. Ώστε οι άνθρωποι ωδηγούντο υπό της απελπισίας εις τους αγώνας των, η δε όλη ατμόσφαιρα είχεν άγριόν τι και ωμόν, το οποίον δεν ήτο βεβαίως κατάλληλον προς του εμπορίου την ανάπτυξιν. Τις εσκέπτετο περί αστυνομίας, τις περί δικαστηρίων τότε; Απέναντι τοσαύτης αιματοχυσίας, και της ζωής η αξία είχεν εκπέσει εις την κοινήν εκτίμησιν. Μίαν ημέραν εφονεύθη ενώπιον μου εις την αγοράν είς Ραγουζαίος, κατά συνέπειαν λογομαχίας μετά των αγοραστών του ως προς την εκλογήν σαρδέλων τας οποίας επώλει!

Ο φόνος του Ραγουζαίου εκείνου ενίκησε πάντα απομένοντα δισταγμόν μου ως προς της αναχωρήσεως το ζήτημα. Απεφάσισα οριστικώς να επιστρέψωμεν εις Τήνον. Εκεί οι κάτοικοι ήσαν ολιγώτερον πολεμικοί, τα ήθη ημερώτερα και ευκολώτερος ο βίος, χάρις δε εις τον Μαυρογένην και εις τους πολλούς εκ Χίου πρόσφυγας, ηδυνάμην να θεωρώμαι ολιγώτερον ξένος εις Τήνον ή αλλαχού.

Απεχαιρέτησα λοιπόν μετά συντριβής καρδίας τον φίλον οικοδεσπότην μας, και παρητήσαμεν την νήσον των Σπετσών και τον επ' αυτής τάφον του πατρός μου.

Εις Τήνον ενοικίασα μικράν και ταπεινήν οικίαν, ηγόρασα στρωμνάς και εφαπλώματα, τα μόνα έπιπλα των οποίων την προμήθειαν επέτρεπον τα ευτελή περισσεύματά μας, και αφέθην διά τα περαιτέρω εις την πρόνοιαν του Θεού. Δεινόν η πενία και η στέρησις όταν επέρχωνται μετά βίον άνετον, σκληρόν δε η περί του άρτου της αύριον αβεβαιότης όταν έχης να διαθρέψης γραίαν μητέρα και αδελφάς τρυφεράς! Αλλ' εις όλα συνειθίζει ο άνθρωπος και προς όλα βαθμηδόν εξοικειούται.

Ότε εσυμφώνησα την ενοικίασιν του οικήματος μας, παρετήρησα ότι ο οικοδεσπότης εφόρει σκούφον νέον, αλλά δεν έδωκα άλλως προσοχήν εις το πράγμα. Την επιούσαν όμως εις την αγοράν απήντησα Τήνιον άλλον νεωστί σκουφωθέντα, μετά τινα δε βήματα άλλον, και άλλον παρέκει και άλλον κατόπιν. Ήσαν ενός χρώματος οι σκούφοι, και του αυτού σχήματος όλοι, η δε σύμπτωσις αύτη εκίνησε την περιέργειάν μου και μου έφερεν αμέσως εις την μνήμην τα εκ Βενετίας αποσταλέντα κιβώτια. Έδραμα άνευ αναβολής εις αναζήτησιν του οικοδεσπότου μας.

― Δεν μου λέγεις πού ηύρες τον σκούφον σου;

― Τον ηγόρασα από τον ’γγλον πρόξενον, αλλά δεν ευρίσκεις πλέον. Τους εξεπώλησεν.

Ο ’γγλος πρόξενος επώλησε σκούφους! Αι υποψίαι μου μετεσχηματίσθησαν εις βεβαιότητα. Την αυτήν εκείνην ημέραν μετέβην εις Μύκονον και ηύρα τον φίλον μου υποπρόξενον, όστις κατεχάρη ιδών με και με ανήγγειλεν ότι τα δύο κιβώτια μας εστάλησαν εκ Σμύρνης εις Τήνον, και ότι ανέθεσεν εις τον εκεί συνάδελφόν του του περιεχομένου την εκποίησιν, μου έδωκε δε επιστολήν προς αυτόν, όπως με αναγνωρίση ως ιδιοκτήτην. Ήμην ανυπόμονος να επιστρέψω, αλλ' ο φίλος επέμεινε να με κρατήση και να με φιλοξενήση την νύκτα. Την επιούσαν τον απεχαιρέτησα μετ' εκφράσεων ειλικρινούς ευγνωμοσύνης και επανήλθα εις Τήνον.

Ευτυχώς ο άνεμος εβοήθει πάσας εκείνας τας μετακινήσεις μου.

’μα αφιχθείς εις Τήνον υπήγα κατ' ευθείαν από του πλοίου εις το Αγγλικόν προξενείον. Δεν ενθυμούμαι το όνομα του αγαθού Τηνίου, όστις εξεπροσώπευεν εκεί τότε της Αγγλίας την δύναμιν, αλλ' ενθυμούμαι το ξυρισμένον πρόσωπον και τας χρυσάς διόπτρας του. Νομίζω ότι τον βλέπω ενώπιόν μου. Ο άνθρωπος μου έδειξε τον λογαριασμόν πωλήσεως και μου παρέδωκεν αυθωρεί το προϊόν των σκούφων, συμποσούμενον εις πέντε χιλιάδας γροσίων. Πέντε χιλιάδας! Το ευτελές εκείνο ποσόν μου εφάνη πλούτος αμύθητος! Ούτε τον λογαριασμόν εκκαθαρίσεως ηθέλησα να εξελέγξω, ούτε να υπολογίσω κατά πόσον ηδύναντο ή έπρεπε να πωληθώσι καλλίτερον οι σκούφοι. Το δοθέν ποσόν ήτο ανέλπιστος δι' εμέ απόκτησις, δι' αυτού μου ηνοίγετο του εμπορίου ο δρόμος. Ήμην ήδη κεφαλαιούχος, είχα πέντε χιλιάδας γρόσια ! Έτρεξα προς την μητέρα μου να διακοινώσω την καλήν μας ταύτην τύχην, επέδειξα τον θησαυρόν μου, εζήτησα την ευχήν της και πλήρης ελπίδων και σχεδίων μετέβην μετά δύο ημέρας εις Σύρον.

Εις Τήνον δι' έλλειψιν λιμένος δεν ήρχοντο μεγάλα πλοία, αλλ' υπήγαινον εις Σύρον, της οποίας ο λιμήν εθεωρείτο και υπό των Τούρκων ουδέτερος. Οι δυτικοί της νήσου κάτοικοι δεν συμμετέσχον της επαναστάσεως, ουδ' ανεγνώριζον αυτήν, επί δε του σχηματίζοντος την πόλιν των κώνου εκυμάτιζεν η λευκή της Γαλλίας σημαία, υπό την προστασίαν της οποίας είχον τεθή.

Ο πληθυσμός της Σύρου περιωρίζετο τότε εντός της αποτόμου εκείνης και πενιχράς κορυφής. Καθ' όλην την έκτασιν, την οποίαν σήμερον καλύπτει η πλουσία Ερμούπολις, δεν έβλεπες ή βράχους γυμνούς. Μόνον εκεί όπου σήμερον, επί λιθοστρώτου πλατείας, παιανίζει η μουσική και σύρουν αι κυρίαι τας μεταξωτάς ουράς των, κήποί τινες και ολίγα δένδρα εμαρτύρουν των πτωχών κατοίκων την φιλοπονίαν. Έν εκκλησίδιον δυτικόν και τρεις ή τέσσαρες αποθήκαι διά τους οίνους ήσαν τα μόνα επί της ακτής κτίρια. Πλησίον αυτών, επί του αιγιαλού, είχε νεωστί οικοδομηθή πενιχρόν καφενείον, χρησιμεύον και ως ξενοδοχείον, και ως γραφείον, και ως χρηματιστήριον. Ολίγον δε μακρύτερα, εκεί όπου σήμερον ναυπηγούνται πλοία και ακούεται ο εύρυθμος της σφύρας κρότος, κατέκειτο τότε, παρά τον έρημον αιγιαλόν, σκάφος ναυαγήσαντος πλοίου.

Τοιαύτη ήτο η Σύρος ότε πρώτην φοράν δύο ή τρεις άλλοι Χίοι και εγώ, πρόδρομοι της μελλούσης εμπορικής της νήσου επιδόσεως, εμένομεν εντός του μοναδικού επί της ακτής καφενείου προσδοκώντες άφιξιν πλοίου φέροντος εμπορεύματα.

Ευτυχώς δεν εβράδυνε να φθάση τοιούτον εκ Ρωσσίας προερχόμενον. Ήτο εκείνη η πρώτη δοσοληψία της οποίας εδέησεν εγώ μόνος ν' αναλάβω την πρωτοβουλίαν και την εκτέλεσιν, διότι δεν είχα πλέον τον πατέρα μου σύμβουλον και οδηγόν. Έτρεμα μη διακινδυνεύσω τα χρήματα μου εις κακήν τινα επιχείρησιν. Επεσκέφθην τρις και τετράκις τα επί του πλοίου, εσκέφθην, διεπραγματεύθην, υπελόγισα, εδίστασα, επί τέλους το απεφάσισα! Ηγόρασα αντί χιλίων γροσιών ιχθύς παστούς, τους εφόρτωσα εις πλοιάριον διά Τήνον, επέβην και αυτός, έκαμα τον σταυρόν μου, και απεπλεύσαμεν.

Εις Τήνον είχε τότε νομιμοποιηθή το έθιμον να πωλώνται τα φαγώσιμα επί τρεις ημέρας δημοσίως εις την αγοράν, όπως προμηθεύηται εξ αυτών ο λαός, μετά ταύτα δε επετρέπετο η μεταξύ έμπορων διαπραγμάτευση των περισσευόντων. Εχρεώστουν, φυσικώ τω λόγω, να συμμορφωθώ προς την επικρατούσαν συνήθειαν, αλλά δεν μου ήρχετο να τεθώ επί κεφαλής των βαρελιών μου και να πωλώ δημοσίως τους ιχθύς μου ανά ένα. Μεθ' όλην την επελθούσαν κακοτυχίαν, διετήρουν εισέτι τας έξεις της αρχαίας αξιοπρεπείας. Όθεν κατέγεινα κατά πρώτον να εύρω αρμόδιόν τινα αντικαταστάτην μου, αλλ' η ατυχία των πρώτων προς ανεύρεσίν του ερευνών μου και, προ πάντων, των άλλων πωλητών το παράδειγμα, μ' έπεισαν ν' αφήσω κατά μέρος την αξιοπρέπειαν και να πωλήσω εγώ αυτός την πραγματείαν μου.

Ιδού λοιπόν εγώ πωλητής παστών εν πλήρει αγορά! Κατέλαβα θέσιν κατάλληλον εις την μικράν παρά την προκυμαίαν πλατείαν και ήρχισα μετά τινος, κατ' αρχάς, δειλίας να προσκαλώ αγοραστάς. Ήτο εισέτι πολύ ενωρίς, αλλ' αγορασταί δεν έλειπον, οι δε ιχθύς μου ήσαν εις ζήτησιν και η υπόθεσις προέβαινε κατ' ευχήν. Όσον δ' επροχώρει η πώλησις κατά τοσούτον εσυνείθιζα, και με κατελάμβανε της επιτυχίας ο ενθουσιασμός, και μ' εκυρίευεν ο ζήλος του έργου, αμιλλώμενος δε προς τους άλλους παρ' εμέ πωλητάς επήνουν την πραγματείαν μου, και ύψωνα την φωνήν, όπως ελκύσω αγοραστάς, και ελησμόνουν την πρώτην μου περί τας κινήσεις και τας χειρονομίας συστολήν.

Ενώ ήμην εις τον βρασμόν της πωλήσεως, ήκουσα αίφνης κρότον αντικρύ μου και, υψώσας τους οφθαλμούς, είδα εις την απέναντι μου οικίαν νέαν ξανθήν ανοίγουσαν το παράθυρον και στηλόνουσαν τα φύλλα του, τα οποία ο άνεμος εκτύπα επί του τοίχου. Αφού τα εστήλωσεν, εσταύρωσε τους βραχίονας επί του παραθύρου και στηρίξασα επί των βραχιόνων το στήθος έστρεψε προς εμέ το πρόσωπον. Μ' ετάραξε το βλέμμα της, ο δε οίστρος μου διεκόπη. Πώς να φωνάζω προσκαλών αγοραστάς υπό τους οφθαλμούς μιας ωραίας ξανθής, ήτις με παρετήρει; Επροσπάθουν να εξακολουθήσω το έργον μου, αλλ' ο νους μου ήτο εις το παράθυρον και τα βλέμματα μου υψούντο συχνάκις προς αυτό. Αίφνης βλέπω την νέαν μειδιώσαν.

Τι μειδιά; Με περιπαίζει μήπως; Μη με γνωρίζη και είναι χαιρετισμός το μειδίαμα της; Ησθάνθην ταραχήν εις το στήθος και ερύθημα εις τας παρειάς μου, και μη προσέχων εις την εργασίαν μου έδωκα εις ένα αγοραστήν διπλάσιους ιχθύς του δοθέντος αντιτίμου. Αλλά, ιδών αμέσως το λάθος, εστράφην να τον κράξω. ’μα εστράφην είδα όπισθεν μου, εις το κατώφλιον θύρας ανοικτής, νέον Τήνιον με την χείρα επί της ζώνης, τον ώμον επί της θύρας και την κεφαλήν εστραμμένην προς το παράθυρον. Τα ερωτικά βλέμματα του ήσαν δι' εμέ αποκάλυψις. Αι από των οφθαλμών της νέας ακτίνες διήρχοντο άνωθεν της κεφαλής μου, αλλά δεν ήσαν δι' εμέ, ούτε είχα επί του μειδιάματος το ελάχιστον δικαίωμα. Το μάθημα με ωφέλησε, ανέλαβα την προτέραν μου ζωηρότητα και εξηκολούθησα την πώλησίν μου.

Εντός δύο ημερών εξεπώλησα τους ιχθύς μου απολαύσας είκοσι τοις εκατόν ωφέλειαν. Νέα εις Σύρον εκδρομή. Επανήλθα μ' ελαιόλαδον, το οποίον επώλησα με οκτώ τοις εκατόν κέρδος, μετά δε το ελαιόλαδον ηγόρασα και μετεπώλησα χαβιάρι μετά της αυτής επιτυχίας και εξηκολούθουν ούτω δραστηρίως εργαζόμενος. Τα κέρδη κατόπιν εμετριάσθησαν, διότι επήλθε συναγωνισμός, αλλ' οι κόποι μου αντημείβοντο πάντοτε, εντός δε ολίγων μηνών, αφού έζησα μετά των περί εμέ και αφού επανέφερα άνεσίν τινα υπό της πτωχικής κατοικίας μας την στέγην, το κεφάλαιόν μου από πέντε χιλιάδων γροσιών ανήρχετο ήδη εις οκτώ!

Έκτοτε πολλά χρήματα εκέρδισα και πολλά έχασα. Χάριτι θεία, το λαβείν απέβη εν συνόλω μεγαλείτερον του δούναι, ώστε σήμερον έχω την ικανοποίησιν να βλέπω, διά των ιδρωτών μου, εξησφαλισμένην την άνετον των τέκνων μου ύπαρξιν. Αλλά την γλυκύτητα των πρώτων εκείνων ευτελών κερδών ουδέποτε κατόπιν ησθάνθην, ουδ' εξισούνται αι ευχαριστήσεις και των επιτυχεστέρων επιχειρήσεων του μετέπειτα εμπορικού μου βίου προς την χαράν της πρώτης των παστών ιχθύων εκκαθαρίσεως.

Η εκ του μηδενός προαγωγή, η ευτυχής έκβασις των πρώτων μου ατομικών συνδυασμών, η συναίσθησις ότι ήμην εις θέσιν να μη αφήσω πεινώσαν την μητέρα και τας αδελφάς μου, η ελπίς την οποίαν αι πρώται εκείναι απαρχαί μου έδιδον διά το μέλλον, όλα ταύτα ομού ανεδείκνυον πολλαπλασίως πολύτιμα και ευάρεστα τα πρώτα μου εκείνα κέρδη. Δεν θέλω να είπω ότι μετά ταύτα ειργαζόμην μετά φιλοσοφικής δήθεν αδιαφορίας. Όχι! Ο ζήλος μου δεν εμετριάσθη και κατόπιν, η δ' επιτυχία είναι πάντοτε ευχάριστος. Αλλ' ο ενθουσιασμός μου εχαλαρώθη, η δε ηδονή του κέρδους βαθμηδόν ημβλύνθη. Αφού άπαξ ησθάνθην ότι απέκτησα την υλικήν ανεξαρτησίαν και εξησφάλισα τα μέσα ζωής ανέτου, έπαυσα να κλείω τα ισοζύγια μου μετά παλμών αγαλλιάσεως. Διότι η απόκτησις του πλούτου δεν είναι αυτή καθ' εαυτήν πηγή ευτυχίας. Η ανεξαρτησία,― ιδού το αληθές, ιδού το υγιές του εργατικού ανθρώπου ελατήριον!

Δεν ήμην τότε εις Τήνον ο μόνος εκ Χίου νέος, ο αγωνιζόμενος να παράξη από του μηδενός το έν και να κάμη τα δύο τέσσαρα. Ήσαν και άλλοι πολλοί, μετά των οποίων μ 'εσχέτισεν η κοινή συμφορά και η συνεχής συνάντησις εις την αγοράν της Τήνου ή επί της ερήμου της Σύρου ακτής. Μεταξύ τούτων ήτο και ο αρραβωνιαστικός της πρεσβυτέρας των αδελφών μου, καταφυγών και αυτός εις Τήνον μετά Οδύσσειαν παθημάτων. Της νεωτέρας μου αδελφής ο μνηστήρ ηχμαλωτίσθη, ουδέποτε δε ηκούσθη τι απέγεινε. Και εγώ ήμην παιδιόθεν μεμνηστευμένος, αλλ' είχα χηρεύσει προτού νυμφευθώ, αποθανούσης προ ετών της μνηστής μου, η δ' ανεμοζάλη της Επαναστάσεως είχεν επέλθει πριν ή ο πατήρ μου προφθάση να συνάψη νέον δι' εμέ αρραβώνα.

Τοιαύτα ήσαν της Χίου τα έθιμα. Εκάστη οικογένεια επεδίωκε την μετά ομοτίμων επιμιξίαν, επειδή δε ο αριθμός των εκλεκτών ήτο περιωρισμένος, ήρχιζε πρωίμως ο συναγωνισμός προς συνδυασμόν καταλλήλων συνοικεσίων, η δ' αριστοκρατική των συμβαλλομένων αποκλειστικότης και το στενόν του Χιακού κύκλου έφερον εξ ανάγκης τους μεταξύ στενών συγγενών επί τέλους γάμους.

Δεν προτίθεμαι να επαινέσω τους πατέρας μας διά τας πρωίμους εκείνας μνηστεύσεις, διά των οποίων εσφράγιζον αυτοί, εκ προοιμίων, το σπουδαιότερον του βίου συμβόλαιον, άνευ της γνώσεως ή της συγκαταθέσεως των συμβαλλομένων. Αλλ' όμως είχον προς δικαιολόγησίν των την επιτυχίαν των τοιούτων συζυγιών. Οι νέοι ανετρέφοντο μικρόθεν ο είς διά τον άλλον, προηγείτο δε της συζυγικής αγάπης σχέσις μακρά και της αφοσιώσεως η συνήθεια. Ο γάμος επήρχετο μετά της μνηστείας τον πρόλογον, άνευ των κλονισμών της καρδίας, άνευ της αμοιβαίας του παρελθόντος αγνοίας και της περί του μέλλοντος αβεβαιότητος, αίτινες συνοδεύουν συνήθως τα εξ έρωτος συνοικέσια. Η ζωή προητοιμάζετο και διήρχετο άνευ βιαίων κυματισμών, δεν ηλαττούτο δ' ως εκ τούτου η ήρεμος των οικογενειών ευτυχία. Αλλ' υπό τας μεταβληθείσας του έθνους περιστάσεις το αρχαίον τούτο έθιμον δεν ηδύνατο ή ν' απολήξη εις υλικών μόνον συμφερόντων υπολογισμούς και εις προικός ζήτημα, ώστε βεβαίως δεν θα θρηνήσω την κατάργησίν του.

’λλως τε τα πράγματα ήλλαξαν εν συνόλω έκτοτε. Τότε οι νεώτεροι ήγοντο υπό των πρεσβυτέρων, εθεώρουν δε τούτο ως πράγμα φυσικόν και μη επιδεχόμενον συζήτησιν. Διά της πειθαρχίας εκείνης και διά της συμπνοίας η οικογένεια απετελείτο ισχυρά, επηύξανε δε την δύναμίν της ο σύνδεσμος των επιμιξιών. Είναι και τούτο μία εξήγησις της επιτυχίας των Χίων, όχι μόνον κατά την προ της Επαναστάσεως διοίκησιν των κοινών των, αλλά και κατά την μετά την καταστροφήν της Χίου εμπορικήν διοργάνωσίν των.

Οπωςδήποτε, δεν είχομεν εισέτι κατ' εκείνην την εποχήν μεταβάλει σύστημα, αλλ' εμένομεν υπό την επήρειαν των παραδόσεων και της ανατροφής μας, ώστε της μεν μιας αδελφής μου τον μνηστήρα εθεώρουν ήδη ως αδελφόν, ανυπομόνως δε επεζήτουν να μνηστεύσω και την δευτέραν. Ευτυχώς δεν εβράδυνα να εύρω και να υποδείξω εις την μητέρα μου νέον φίλον μου, τον οποίον το δυσχερές των περιστάσεων δεν εμπόδιζεν από του ν' αντιμετωπίση τας ευθύνας του γάμου, και εμνηστεύσαμεν ούτω και την νεωτέραν των αδελφών μου.

Μετά των δύο τούτων μελλόντων γαμβρών μου εσυμφωνήσαμεν να συντροφεύσωμεν, καταθέτοντες εταιρικόν κεφάλαιον ανά χίλια γρόσια έκαστος, επί τω όρω ο μεν των τριών να μένη εις Τήνον προς πώλησιν, ο άλλος εις Σύρον προς αγοράν, ο δε τρίτος να συνοδεύη εκάστοτε την εκ Σύρου εις Τήνον μεταφοράν των εμπορευμάτων. Ο κλήρος έπεσεν εις εμέ ν' αναλάβω της αγοράς την εργασίαν. Έλαβα λοιπόν το πλείστον του μικρού κεφαλαίου μας, απεχαιρέτησα την μητέρα μου και απεβιβάσθην εις σακολέβαν ετοίμην ν' αποπλεύση εις Σύρον.

Αλλ' ενώ ανεσύρετο η άγκυρα, βλέπω λέμβον μετά βίας ερχομένην προς ημάς από της πόλεως, και εντός αυτής τους δύο συνεταίρους μου κινούντας τας χείρας διά να εμποδίσωσι την αναχώρησίν μας. Έφερον την δυσάρεστον είδησιν ότι εντός πλοίου αφιχθέντος εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Πάνορμον της Τήνου ανεφάνη πανώλης, και ότι η περί τούτου είδησις μετεπέμφθη ήδη εκ Πανόρμου εις Σύρον, ώστε δεν ήθελον βεβαίως μας δεχθή εκεί, διά τον φόβον του μολύσματος, ουδέ ήθελον επιτρέψει την εξακολούθησιν της μετά της Τήνου συγκοινωνίας. Κατά συνέπειαν απεφασίσαμεν ν' αποβώ του πλοίου και ν' αναβληθή η εις Σύρον μετάβασίς μου, μέχρις ου διασκεδασθώσιν αι περί επιδημίας υποψίαι. Δυστυχώς μετεδόθη από του πλοίου η πανώλης εις την νήσον. Δεν ήτο βαρεία ουδ' έκαμνε θραύσιν πολλήν, ήτο όμως ικανή όπως φοβίση τας πέριξ νήσους και μας αποκλείση εις Τήνον.

Ούτως εματαιώθησαν τα σχέδια και εναυάγησεν η εταιρία μας, έμενα δε άεργος, και απέβαινε διπλασίως οχληρά η αναγκαστική εκείνη απραξία μου, μετά των τελευταίων μηνών την κίνησιν και την ζωηρότητα.

’λλως ήμεθα ήσυχοι επί της νήσου, ουδ' ετάραττον ως άλλοτε τας σκέψεις μου των Τούρκων φόβοι ή του πολέμου η ταραχή. Μόνον μίαν ημέραν, κατά τας αρχάς του Οκτωβρίου, ενόμισα ότι ήλθε και της Τήνου η σειρά και ότι μας καλύπτουν εκ νέου αι μαύραι πτέρυγες του Ολέθρου. Αλλ' έζων ήδη εντός ανδρικωτέρας ατμοσφαίρας, το δε φρόνημά μου ενισχύετο διά του παραδείγματος των άλλων, και αντί να σκέπτωμαι περί φυγής ητοιμάσθην κ' εγώ εις αντίστασιν και εις πόλεμον.

Διότι η θάλασσα μεταξύ της Σύρου και Μυκόνου εκαλύφθη υπό πλοίων Τουρκικών, κρατουμένων επί ώρας εκεί υπό παντελούς νηνεμίας. Και είδομεν τας λέμβους ενός των πλοίων διευθυνομένας προς τα παράλια της Μυκόνου και ηκούσαμεν πυροβολισμούς, εν μέσω δε του καπνού διεκρίναμεν επιστρεφούσας προς το πλοίον τας λέμβους. Τα προοίμια ταύτα εφαίνοντο επαπειλούντα απόβασιν και προσβολήν εκ του στόλου. Ήρχισε λοιπόν κωδωνοκρουσία εις την Τήνον και συνέρρεον ωπλισμένοι οι κάτοικοι, έσυρα δε κ' εγώ μετά των λοιπών εν παλαιόν κανόνιον, το οποίον εστήσαμεν επί λόφου προέχοντος, του Πασά Ακρωτήρι λεγομένου. Αλλά σφαίρας δεν είχομεν και εκαίομεν πυρίτιδα μόνην, απειλούντες δήθεν ή προκαλούντες τους Τούρκους. Εγώ δε επί του λόφου, υπηρέτης του θαύματος, ακούων τους κενούς κανονοβολισμούς και βλέπων τα Τουρκικά πλοία, ενθυμούμην τας περιπετείας της εκ Χίου φυγής κ' επερίμενα μ' εσφιγμένην καρδίαν το αποβησόμενον.

Ευτυχώς δεν ετέθη εις μεγαλειτέραν δοκιμασίαν των Τηνίων η σταθερότης. Ο Πασάς δεν μας έλαβεν εις σημείωσιν, ουδέ τους Μυκονίους απεπειράθη να τιμωρήση, καίτοι φονεύσαντας πολλούς των εις τας λέμβους αποκρουσθέντων ναυτών, αλλ' ωφεληθείς του επιπνεύσαντος ανέμου, απεμακρύνθη των νήσων μας.

Έκτοτε δεν εταράχθημεν ουδαμώς, ηδυνάμεθα δε να λησμονήσωμεν ότι ευρισκόμεθα εντός του κύκλου του πολέμου, άνευ της συνεχούς αντηχήσεως των συμβάντων αυτού. Ότε προ πάντων εμάθομεν της Τουρκικής ναυαρχίδος την πυρπόλησιν και του εχθρικού στόλου την ήτταν, ενθουσιασμός άκρατος κατέλαβε πάντας ημάς τους πρόσφυγας, ιδόντας εις του Κανάρη το κατόρθωμα την εκδίκησιν της καταστροφής της Χίου. Και του Δράμαλη η κατατρόπωσις εις τα Δερβενάκια, και η λύσις της πρώτης του Μεσολογγίου πολιορκίας, και όλοι οι αλλεπάλληλοι θρίαμβοι των πρώτων της Επαναστάσεως ετών ανεπτέρουν τας ελπίδας και εστερέονον τας πεποιθήσεις μας. Δεν είχον εισέτι καταστραφή τα Ψαρά και η Κάσος, δεν είχεν αρχίσει διά της Κρήτης του Μεχμέτ Αλή η επέμβασις, δεν είχεν αλωθή το ηρωϊκόν Μεσολόγγιον, ουδ' είχον εισέτι αναφυή οι εμφύλιοι σπαραγμοί και αι ανόσιοι των Ελλήνων αλληλομαχίαι. Τα πράγματα εβάδιζον καλώς και χειρ Κυρίου εφαίνετο ευλογούσα την Ελλάδα, βλέποντες δε την Επανάστασιν προκόπτουσαν και ριζοβολούσαν, προοιωνιζόμεθα ταχύ και αίσιον το τέλος της.

Ήρχιζεν ήδη το τρίτον του αγώνος έτος κ' επρωτοήνθιζον της Τήνου αι αμυγδαλέαι. Εγώ δε απρακτών εστενοχωρούμην και, τρεφόμενος διά σκέψεων και σχεδίων, συνέλαβα την ιδέαν του να μεταβώ εις Χίον προς ανεύρεσιν των υπό την μηλέαν του κήπου μας ταφέντων κειμηλίων. Ανεπόλουν τους λόγους του πατρός μου ότε εκαλύψαμεν τον λάκκον υπό την μηλέαν. Εκείνος απέθανε και ήμην ήδη εγώ της οικογενείας ο προστάτης και το στήριγμα, η δε ανάκτησις της παρακαταθήκης εκείνης ηδύνατο και την ταχείαν των αδελφών μου αποκατάστασιν να διευκολύνη και την εις Ευρώπην ίσως μετάβασίν μας.

Όσω εκυοφορείτο εις την κεφαλήν μου η ιδέα αύτη, τόσω ερριζόνετο της εκτελέσεώς της ο πόθος. Με κατεκυρίευσε του σχεδίου μου η μελέτη. Περί τούτου και μόνου εσκεπτόμην έξυπνος, ή κοιμώμενος ωνειρευόμην.

Είχον ήδη μεταβή εις Χίον κρυφίως συμπολίταί μου τινές, επανήλθον δε σώοι και αβλαβείς. Αι εκεί Αρχαί ελάμβανον εκ Κωνσταντινουπόλεως διαταγάς να προσελκύωσι τους επιστρέφοντας των Χριστιανών και να μη τους ενοχλώσι. Ταύτα επληροφορούμην, η δε πείρα των έπιστρεψάντων μ' ενεθάρρυνε. Διεκοίνωσα τον σκοπόν μου εις την μητέρα μου, ήτις επροσπάθησε παντοίοις τρόποις να με αποτρέψη, φοβουμένη μη κακοπάθω. Αλλ' η απόφασίς μου ήτο ακλόνητος. Έβλεπα τους κινδύνους, επειθόμην ότι ήτο παράτολμον το επιχείρημα, αλλ' ακατάσχετος τις ορμή με ώθει προς εκτέλεσίν του και δεν ήκουα τους λόγους της μητρός μου. Τη παρέδωκα την μικράν περιουσίαν μου, εζήτησα την ευχήν της και ανεχώρησα μετημφιεσμένος εις χωρικόν.

Το τρεχαντήριον επί του οποίου επεβιβάσθην έφερε φορτίον σίτου προς πώλησιν εις τους αποκέντρους της Χίου λιμένας, ο δε πλοίαρχος του, ο Καπετάν Κεφάλας, με υπεσχέθη να με αποβιβάση ασφαλώς. Ότε με είδεν επί του πλοίου του με το λευκόν εσώβρακον, και την χωρικήν γουνέλαν μου, και με τα δύο μικρά μου βαρέλια κοκκίνου χαβιαρίου, εγέλασεν ο καλός πλοίαρχος. Εγέλασα κ' εγώ, αλλά κατ' εκείνην την ώραν εσυλλογιζόμην περισσότερον την μητέρα μου ή την μηλέαν του κήπου μας.