Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κλάψε

Από Βικιθήκη
Κλᾶψε
Συγγραφέας:


Στίχοι αφιερωμένοι στον Ιταλό πρόξενο Ζερβόνη, του οποίου η γυναίκα και τα τρία παιδιά επνίγησαν με το καταποντισμένο Αγριγέντο.

Ὀμπρός σου, ὦ ξένε, τρέμοντας
ζυγόνω ἀγάλι ‘γάλι
καὶ προσκυνάω τὴ θλίψη σου·
θλίψη βαθειά, μεγάλη
σὰν τὸ στοιχεῖο, ποῦ σ’ ἅρπαξε
γυναῖκα καὶ παιδιά.

Στὴ γῆ τὸ μάτι ἀδάκρυτο
νὰ προσηλόνῃς πᾶψε·
τὴ συφορὰ ποῦ σ’ εὕρηκε
πές, ξαναπὲς καὶ κλᾶψε·
αὐτή ‘ναι, μαῦρε, ἡ μόνη σου
ἀθλία παρηγοριά.

Σὰν τὸ νερό, ποῦ ἀκίνητο
σὲ μία λακκιά, βουρκόνει,
ὅθε μὲ ἀχνοὺς θανάσιμους
τ’ ἀέρι φαρμακόνει,
βαθυὰ κλεισμένη, φθείρεται
τοῦ πόνου καὶ ἡ πηγή.

Τότες ἐκεῖθε ὁλόμαυρη
μία καταχνιὰ μεγάλη
στὰ λογικὰ σηκόνεται,
καὶ φέρνει τέτοια ζάλη
ποῦ αὐτὰ κἀμμία δὲ βρίσκουνε
ἀχτίδα οὐρανική.

Ἰδές! – Γλυκὰ στὴν Ἄνοιξη,
ποῦ κάθε μέρος βάφει
μὲ τὰ λαμπρά της χρώματα,
τώρα γελοῦν κ’ οἱ τάφοι.
Ἀλοιὰ ‘ς αὐτοὺς ποῦ κείτονται
στὸν ἄσπαρτο βυθό!

Ἂν γιὰ τὰ μαῦρα πλάσματα
τοῦ κάκου ἀπ’ ἄκρη ‘ς ἄκρη
βουνὰ καὶ κάμποι ἀνθιζουνε,
μὴ στερευτοῦν τὸ δάκρυ,
ποῦ καὶ στὴν ἴδια θάλασσα
θ’ ἀπόμενε θερμό.

Δὲν ἀγροικᾷς ὁλόγυρα
ἐδῶ στὰ ξένα μέρη
πῶς κλαίουν γιὰ τέτοιο πόντισμα
ἄντρες, γυναίκαις, γέροι;
Καὶ σὰ λιθάρι ἀναίσθητο
μένεις ἀκόμα ἐσύ;

Στὸ θρόνο, ποῦ σ’ ἀνέβασε
τῆς δυστυχιᾶς σου ἡ λύπη,
μοῦσα φτωχὴ προσέρχεται
μὲ φόβου καρδιοχτύπι,
ἕνα καλό της ὄνειρο
ἀγάλια νὰ σοῦ πῇ.

Τῆς ἐφαινότουν πὤφυγε
τοῦ ἀκρωτηριοῦ τὸ κῦμα,
ὁποῦχε γένῃ ἀπάντεχα
στοὺς ἀκριβούς σου μνῆμα,
μὲ φρίκη ἀλλοῦ γυρίζοντας
τὰ ὁλόγοργα φτερά.

Κ’ ἐνῷ πετοῦσε κ’ ἔκλαιγε
σὰ θλιβερὴ τρυγόνα,
σεμνὴ γυναῖκα ἐξάνοιξε
‘ς ἕναν ὡραῖο λιμιῶνα,
καὶ τρία παιδάκια, πὤπαιζαν
στὴν ἄπειρη ἀμμουδιά.

Μὲ μία φωνὴ τερπνότατη:
Στέκα, πουλάκι, στέκα! –
στὴ φτερωτὴ διαβάτρα μου
ἐφώναξε ἡ γυναῖκα,
καί, τὴν ἀγκάλη ἀνοίγοντας,
ἀκλούθησε νὰ πῇ:

Ἂν ἦσαι ἀλήθεια, ὡς φαίνεσαι,
πουλὶ τ’ ἀπάνω κόσμου,
γύρισε αὐτοῦ, καὶ γλήγορα
πὲς τοῦ θλιμμένου ἀνδρός μου·
τὶ τόπος μᾶς ἐδέχτηκε,
τὶ ἀθάνατη ζωή.

Ἀλλὰ τοῦ μαύρου θύμησε
ποῦ ἐδῶ στ’ ὡραῖο λιμάνι
δίχως οὐράνιο κάλεσμα
ψυχὴ κἀμμία δὲ φτάνει·
ἄχ! πρέπει, ἀκαρτερῶντας το,
νὰ ζήσῃ αὐτὸς μακρυά.

Γύρε, ὦ καλὸ πετούμενο,
στῆς κλάψας τ’ ἀκρογιάλι·
τοῦ ἀθλίου τὴν πίκρα γλύκανε,
ποὖναι βαθειά, μεγάλη
σὰν τὸ στοιχεῖο, ποῦ τ’ ἄρπαξε
γυναῖκα καὶ παιδιά.