Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η Μούσα του Λασκαράτου

Από Βικιθήκη
Ἡ Μοῦσα τοῦ Λασκαράτου
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892 του Κωνσταντίνου Σκόκου


Η ΜΟΥΣΑ ΤΟΥ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ[1]
ΠΡΩΤΗ ΜΑΪΟΥ 1891

Τ’ «ὀγδοηκοστὸ» κρατοῦσα,
Ὅταν ἦλθε ξάφνου ἡ Μοῦσα
Τοῦ χρυσοῦ μου Λασκαράτου
Καὶ μοῦ λέει· «Μὲ τὰ σωστά του
Λὲς πῶς γράφει ὅλ’ αὐτά,
Ἢ τὰ λέει ’στὰ χωρατά;
Πῶς τοῦ ἦλθε ’στὸ κεφάλι
Τέτοια συμφορὰ μεγάλη;
Μπὰ ’ντροπαίς!.. Μωρ’ φέρ’ ἐδῶ,
Δός μου νὰ τὸ ξαναϊδῶ.
Νά το, καθαρὰ τὸ βάνει:
’Στὴν πανήγυρη ποῦ κάνει

Γιὰ τὸν ὀγδοηκοστό του,
Μὲ καλεῖ ’στ’ ἀρχοντικό του.
Νἆμαι, λέει, ἐκεῖ παροῦσα.
Ἡ ἀγαπητή του Μοῦσα.
Γιὰ νὰ μ’ ἀποχαιρετήσῃ
Καὶ γιὰ πάντα νὰ μ’ ἀφήσῃ!
Βλέπεις πῶς μὲ ρεζιλεύει;
Νὰ χωρίσουμε γυρεύει:
Πήαινε, λέει, ’στὸ Σουρῆ,
(Ἄκου φράσι πονηρή!…)
Σῦρε, λέει, νὰ παχύνῃς,
Ὥστε ποῦ καὶ σὺ νὰ γίνῃς
’Σὰ βουτσί, μὲ περιφέρεια,
Ἀφροδίσια κ’ ἐλευθέρια!
Κι’ ἂν ὀρέγουμ’ ἄλλα εἴδη,
Λέει, νὰ πάω στὸ Ῥοΐδη,
Πὤχει τέχνη͵ λέει, μεγάλη…
Βλέπεις τί ντροπαὶς μοῦ ψάλλει;
Μοῦ ἐπαινεῖ καὶ τὸ λεβέντη
Τὸ ζωγράφο Προσαλέντη,
Ποὖνε φίνος στὴν πιτούρα,
Νὰ γενῶ καρικατούρα!
Βλέπεις πῶς μὲ βρίζει χάρισμα;
Εἶμ’ ἐγὼ γιὰ πινελάρισμα;
Μὴν πλησιάσῃς, λέει, τὸ Θέμο…—
Ξαφνικὸ ποῦ µοὖλθε!— Τρέμω,
Τρέμω μὰ τὸν ἅϊ-Γεράσιμο
Ἂν λυσσάξω γιὰ παράσηµο
Καὶ μὲ φάει τέτοια λειχῆνα,
Λέει, νὰ γίνω δημαρχίνα
Καὶ θὰ ξύεται ὁ φαγωμός μου
’Στὸ παράσημο τ’ ἀντρός μου!
Βλέπεις λόγια;… Ἄκου κι’ ἄλλο;

Ντιστεγγὸ μοῦ λέει νὰ βάλω
Σώβρακο μεταξωτό,
Καὶ νὰ πάω ν’ ἀναγιχτῶ
Μὲ ὑποκλίσεις καὶ φιλιὰ
’Στὴ παρέα τοῦ Βασιλιᾶ!
Καὶ ἀπὸ τὸ Βασιλέα
Ὡς τὴν ὕστερη λιβρέα,
Ὅλους, λέει, νὰ τοὺς χαϊδεύω,
νὰ ἐξυμνῶ, νὰ κολακεύω,
νὰ προκόψω στὴν Πρωτεύουσα
Καὶ νὰ γίνω κολακεύουσα
Μετ’ ἀδιαντροπίας πολλῆς—
Ἡ ποιήτρια τῆς Αὐλῆς!
Ποῖος; ἐμὲ τὰ λέει αὐτά·
Μὰ εἶνε πράμματα σωστά;
Βλέπεις πεῖσμα καὶ κακία;
Κι’ ὅλ’ αὐτὰ χωρὶς αἰτία!
Μήπως τοὔδωσ’ ἀφορμὴ
Γιὰ νὰ γράψῃ μιὰ γραμμή;
Τί του φταίω ἐγὼ ἂν ἐγέρασε;
Μὴ ποτέ του ἐκακοπέρασε
Στὴν πονετική μου ἀγκάλη;
Ξέρω πῶς τοῦ φταίξαν ἄλλοι
Λαϊκοὶ καὶ ρασοφόροι
Κ’ ὑπουργοὶ καὶ δικηγόροι,
Ἀλλὰ ἐγὼ ποτὲ καμμία
Δὲν τοῦ ἔφερα ζημία.
Κι’ ἂν ποτὲ γιὰ μὲ λυπήθηκε
Ξέρει τ’ ὄφελος ποῦ χύθηκε
Ἀπ’ τοὺς ἱερούς μας κόπους
’Στοὺς λεγάμενους ἀνθρώπους!
Τὴ ζωή μας ὅλη ἑνώσαμε
Καὶ ποτὲ δὲν ἐμαλώσαμε.

Εἶνε τίμιος καὶ ἂς τὸ ’πῇ
Ἂν τοῦ ἔκαμα ’ντροπή,
Ἢ ἂν ποτὲ τοῦ ἀσχημομίλησα·
Πάντα τίμια τὸν ἐφίλησα!
Κι’ ὅπως γιὰ τὴ φαμελιά του,
Γιὰ γυναῖκα καὶ παιδιά του
Ἠμπορεῖ νὰ καμαρώνεται,
Ἄλλο τόσο νὰ κορδώνεται
Εἶνε δίκαιο καὶ γιὰ μένα,
Κι’ ὄχι ποῦ ἔπιασε τὴν πένα.
Τέτοια λόγια νὰ μοῦ ’πῇ,
Χωρὶς διόλου νὰ ’ντραπῇ!
’Στὰ στερνὰ γιὰ ἰδὲς τί κάνει,
Κύτταξε μὲ καλοπιάνει
Καὶ μοῦ γράφει: πρὶν μ’ ἀφήσῃ
Νὰ σταθῶ νὰ μὲ φιλήσῃ
Γιὰ στερνὴ στερνὴ φορά…
Καὶ τὸ λέγει σοβαρά!
Ὅρσε γνῶσι, ὅρσε κρίσι·
Τί τοῦ φταίω γιὰ νὰ μ’ ἀφήσῃ;
Ὅσο θέλει ἃς μὲ καλεῖ,
Δὲν θὰ ἰδῇ, τέτοιο φιλί,
Νὰ τοῦ πῇς, ποτὲ ἀπὸ μένανε.
Κι’ ἂν σ’ τὰ λέγω τόρα ἐσένανε.
Τὸ γνωρίζω, ἐξευτελίζομαι,
Ἀλλὰ βλέπεις ποῦ ἐρεθίζομαι
Κ’ εἰς τὸ νειρικό μου ἀπάνω
Μ’ ὅποιους ’βρῶ θὰ ξεθυμάνω!
Ἔτσι τὤφερεν ἡ μοῖρα,
Νὰ μὲ λένε ζωντοχήρα,
Τώρα ἐπάνω ’στὰ γεράματα…
Καὶ μ’ ἀνήκουστα τρεχάματα
Τέτοιαις μεσιτιαὶς νὰ στείλω

’Στὸ μοναδικό μου φίλο!
Μ’ ἂς τὸ βγάλῃ ἀπ’ τὸ μυαλό του
Πῶς θὰ φύγω ἀφ’ τὸ πλευρό του.
Κι’ ὄχι στ’ ὀγδοηκοστό.
Ἀλλὰ καὶ ’στὸ ἑκατοστό,
Ἂν ὁ Κύριος ’πῇ νὰ φθάσῃ.
Ἀπὸ ἐμὲ δὲν θὰ ἡσυχάσῃ!
Ὅσο, πές του, καὶ ἂν γερνᾷ,
Πάντα θὰ καλοπερνᾷ
Εἰς τὸν κόρφο μου γυρμένος,
Ζηλευτὸς κ’ ἐπαινεμένος.
Μ’ ἂν ἰδῇς πῶς ἐπιμένει
Τέτοιος χωρισμὸς νὰ γένῃ,
Ἔχει, πές του, συμπολίτας
Βουλευτάς, μητροπολίτας
Καὶ δημάρχους, καθὼς ξέρει,
Καὶ ἃς πάῃ νὰ μ’ ἀναφέρῃ!
Θέλει ἂς πάῃ ’στὴν Τηνιώτισσα.
Ἂς ταχθῇ ’στὴν Δραπανιώτισσα,
Ὅπου θέλει ἂς μ’ ἀναφέρνῃ,
Χώρισι ἀπὸ μὲ δὲν παίρνει!
Ναί, τσιμποῦρι θὰ τοῦ γίνω.
Μὰ διαζύγιον δὲν τοῦ δίνω.
Ἂς μὲ διώχνῃ, ἀλλὰ θ’ ἀνέχεται,
Ἀφοῦ πλέον τὸ καταδέχεται,
Ὅλη ἐγώ. μὲ φῶς καὶ χάρι,
Τὸ αἰώνιο του καμάρι,
Μέσα του νὰ κλαίω κλεισμένη
Ζωντανὴ καὶ πεθαμμένη!

Ι. Γ. Τσακασιανοσ


  1. (Ἀπάντησις πρὸς τὸ ἀνωτέρω ποίημα τοῦ κ. Λασκαράτου)