Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αττικαί ημέραι/ΙΗ

Από Βικιθήκη
Αττικαί ημέραι
Συγγραφέας:
Ψυχολογία


Ότε αφυπνίσθην προχθές την πρωίαν, ήτο η γλυκεία ώρα της χαραυγής, κατά την οποίαν δεν ηξεύρω τι βαλσαμώνει η φύσις, καθά διαβεβαιοί ο Ζαλοκώστας, αλλά κατά την οποίαν βεβαίως αναπέμπονται προς τον ουρανόν ομού με τους ήχους του Εωθινού και τα κελαδήματα των πτηνών — επί τη υποθέσει ότι έχουν όρεξιν τα πτηνά να κελαδούν αυτήν την εποχήν — αι φοβερώτεραι των βλασφημιών υπ' εκείνων των ταλαιπώρων, των οποίων τον νήδυμον ύπνον και το παρήγορον όνειρον διακόπτει η αγρία ωρυγή του σαλεπτσή.

Δεν το λέγω διά να καυχηθώ, αλλά και εγώ ανήκω εις την τάξιν των ατυχών αυτών μαρτύρων. Παραδόξως όμως την ημέραν εκείνην δεν με αφύπνιζεν η θηριωδία των περιπλανωμένων αυτών τεράτων, δεν ήκουον τας λιγυράς φωνάς των κουλουροπωλών, δεν ήκουον βήματα διαβατών εις την πολυσύχναστον οδόν.

Εννόησα ότι κάτι έκτακτον συνέβαινε και προσεκάλεσα τον υπηρέτην μου Αναξίμανδρον, όστις σπουδάζων άμα και υπηρετών, προώρισται να κλείση μίαν ημέραν την γενέθλιόν του νήσον Ωλίαρον, αναρριχώμενος μέχρι του αξιώματος του υπογραμματέως ειρηνοδικείου και μέχρι της περιωπής βοηθού αριστερού ψάλτου. Ήθελα να βεβαιωθώ αν είχε χιονίσει.

— Πήγαινε να ιδής, του είπον, αν μας ήλθεν η Λευκή κόρη του Βορρά …

Ο Αναξίμανδρος μεταβάς επέστρεψε μετ' ολίγον λίγων:

— Μας ήλθεν η κυρά-Γιάνναινα.

— Ποία;

— Η πλύστρα μας.

— Μα πώς λοιπόν; η κόρη του Βορρά δεν ετίναξε τα λευκά και αβρά ως φύλλα ιάσμου πέταλα; …

— Τα πέταλα τα ετίναξεν από το κρύον η κυρά Σταμάτα, η συντρόφισσα της πλύστρας μας, η οποία ήλθε να της δώσετε τα λεπτά, οπού της χρεωστείτε, διότι της χρειάζονται διά την κηδείαν.

Ερρίγησα τόσον πολύ, ώστε αμέσως εχώθην υπό το εφάπλωμα.

Διότι πρέπει να γνωρίζετε, ότι, οσάκις εμφανίζεται η Λευκή κόρη του Βορρά εις την πόλιν μας, δύο κυρίως πράγματα πολλαπλασιάζονται καταπληκτικώς, τα ποιητικά επίθετα εις τας περιγραφάς των εφημερίδων και αι περιπνευμονίαι.

Η Λευκή αύτη κόρη του Βορρά έχει έν αποτέλεσμα ιδιαίτερον επί του οργανισμού μου. Οσάκις παρουσιάζεται αυτή, με όλην την ποιητικήν λευκότητά της, τα μέλη μου μελανιάζουν από το κρύον.

Προσεκάλεσα ένα φίλον μου Ασκληπιάδην και τον ηρώτησα να μου εξηγήση το φαινόμενον.

— Δεν είνε τίποτε, μου απήντησε μειδιών, αυτά είνε αποτελέσματα του ψύχους … Είνε και αυτό … ψύχωσις!

Ορίστε αι νέαι ιδέαι εις την επιστήμην!

« — Δεν ηξεύρεις τι έκαμα!» μου έλεγε θριαμβευτικώς χθες ο αξιοτίμος φίλος μου κ. Ζαχαρίας Παραδαρμένος. «Αφού επήρα την σύνταξίν μου, έτρεξα και την ηγόρασα όλην κάρβουνα και εγέμισα την αποθήκην, εις στιγμήν κατά την οποίαν η αξιότιμος συμβία και σύνευνός μου έλειπεν από την οικίαν, ένεκα επισκέψεων. Όταν επανήλθε και μου εζήτησε τα χρήματα — ξεύρετε δα, ότι η κυρία Θεοδώρα είνε κομμάτι ευερέθιστος! — την επήρα από το χέρι και της είπα μυστηριωδώς:

— Σώπα, καλέ, σώπα και έχομεν θησαυρόν! …

Η αξιοτίμος και αγαπητή συμβία με παρηκολούθησε περίεργος μέχρι της αποθήκης.

— Ιδού, είπα, δεικνύων εις αυτήν τον ογκώδη σωρόν, άνθρακες ο θησαυρός!

Δεν ηξεύρω ποίαν απάντησιν έδωκεν η κυρία Θεοδώρα, αλλά μου φαίνεται, ότι είδα ζωηράν και εύγλωττον την απάντησιν εις το πλήρες αμυχών πρόσωπον του αξιοτίμου κ. Ζαχαρία.

Δεν ακολουθώ ακριβώς το σύστημα του αξιοτίμου φίλου μου κ. Παραδαρμένου κατά τας ημέρας ταύτας του υπερβολικού ψύχους, εφαρμόζω όμως έν άλλο ανάλογον.

Κλείομαι εντός της κατοικίας μου και φροντίζω ν' αφαιρέσω ή ν' απομακρύνω εξ αυτής παν ό,τι έχει σχέσιν με το ψύχος.

Οσάκις κρούεται η θύρα, ο Αναξίμανδρος ίσταται εκεί άγρυπνος φρουρός.

— Ποίος είνε;

— Κάποιος εκ μέρους του κ. Ψύχα, όστις θέλει κάτι να αναγγείλη διά την υπόθεσιν του υπογείου σιδηροδρόμου.

— Ο κύριος δεν δέχεται.

— Μπουμ! … μπουμ! …

— Ποίος είνε;

— Ο κ. Παγώνης …

— Μακρυά δι' όνομα Θεού!

Κτυπούν πάλιν. Είνε ο κ. Θερμογιαννόπουλος.

— Η ευγενεία σας ημπορείτε να εισέλθετε.

Έπειτα εκτελείται γενική εκκαθάρισις εις την βιβλιοθήκην.

Τα βιβλία εξετάζονται έν προς έν.

— Τα δράματα ενός βραβευμένου ποιητού …

— Μακράν! …

— Η νομολογία του Αρείου Πάγου …

— Πέταξέ την!

Τα μόνα τα οποία διασώζονται εκ της αυστηράς απογραφής είνε μερικά φύλλα του Ηλίου του κ. Πύρλα καί τινες τόμοι της Εστίας.

Τα θέτω κατά σειράν και τοποθετούμαι εν τω μέσω αυτών. Αν και αυτή η μέθοδος δεν ισχύση, τότε καταφεύγω εις το τελευταίον μέσον· τα αντικαθιστώ όλα διά μιας φιάλης καλού ρωμίου της Ιαμαϊκής.

Εν ελλείψει, καταφεύγω εις το Ρωμαϊκόν Δίκαιον …

Το εξής είνε το τελευταίον κατόρθωμα του Αναξιμάνδρου· το παραδίδω εις την αθανασίαν.

Γράφων μια των ημερών τούτων ελησμόνησα το πραγματικόν γένος της λέξεως ο Πάρνης, του γνωστού όρους της Αττικής, διότι είνε γνωστόν, ότι ο κ. Κόντος έχει προ πολλού επιφέρει αληθή αναστάτωσιν εις τα γένη των ονομάτων.

Έκραξα τον αγαθόν όσον και ευφυά νέον και του είπα:

— Κάμε μου την χάριν, σε παρακαλώ, κύτταξε ποίου γένους είνε το όρος Πάρνης.

Ο Αναξίμανδρος εξήλθε και μετά επισταμένην παρατήρησιν μου απήντησε:

— Δεν ημπόρεσα να διακρίνω, επειδή είνε σκεπασμένο από χιόνι.

(1889)