μήτε πιστόλι.... Ἀδιάφορον! Ἔτσι κ’ ἔτσι ἐγὼ θὰ σκοτονόμουνα.... ἂν τὸν σκοτώσω γίνομαι πλούσιος ἂν μὲ σκοτώσῃ μοῦ εἶναι τὸ ἴδιο!.... Τί; τί; τί λέω; τὸ ἴδιο; Ἆ! μπᾶ, καθόλου! Νὰ σκοτωθῶ μὲ τετρακόσιαις χιλιάδες φράγκα! Ἆ! μὰ αὐτὸ εἶναι πολύ.... εἶναι... εἶναι... καὶ ἐγὼ δὲν ξεύρω τὶ εἶναι! Μὰ ἔλα πάλι ποῦ δὲν γίνεται ἀλλοιῶς, ποῦ νὰ πάρῃ ὁ διάβολος!… Δὲν εἶναι νὰ τοὔρθῃ κόλπος νὰ ξεμπερδεύωμε!… Ἄχ! θεῖε! θεῖε! γιὰ ἕνα ράπισμα δὲν εἶναι ἄδικο νὰ σκοτώσω τὸν ἄνθρωπο;… δὲν εἶναι ἁμαρτία;… δὲν εἶναι ἀντευαγγελικόν; δὲν εἶναι.... [Κτῦπος εἰς τὴν θύρα] Ποιὸς εἶναι πάλι;
Φυκαρησ, ἔξωθεν. — Ἀνοίξατε, σᾶς παρακαλῶ.
Δικαιοσ. — Μετὰ τὸν συμβολαιογράφον, ἀφεύκτως κανένας δικαστικὸς κλητῆρας θὰ εἶναι! [Βαίνει καὶ ἀνοίγει τὴν θύραν].
Φυκαρησ, εἰσερχόμενος. — Βεβαίως, δὲν ἔχω τὴν τιμὴν νὰ σᾶς εἶμαι γνωστός, ἂν καὶ αὐστηρότερον ἐξετάζων τις τὰ πράγματα ἔπρεπε....
Δικαιοσ. — Μήπως εἶσθε συμβολαιογράφος;
Φυκαρησ. — Ὄχι δά!…
Δικαιοσ. — Τότε;
Φυκαρησ. — Λαμβάνω τὸ θάρρος νὰ παρουσιασθῶ μόνος μου. Εἶμαι ὁ Γεράσιμος Φυκάρης, ἀπόστρατος ὑπολοχαγός....
Δικαιοσ. — Πῶς! πῶς! Εἶσθε ὁ κ. Φυκάρης;
Φυκαρησ. — Ὅλος κι’ ὅλος.
Δικαιοσ. — Ἆ μά, κύριε, σᾶς στέλλει ἡ Τύχη.
Φυκαρησ. — Ὄχι δά!… Ἡ ἀνεψιά μου μὲ στέλλει!…
Δικαιοσ. — Ἡ… ἀνεψιά σας!… [Ἰδίᾳ] Διάβολε! [Ὑψηλοφώνως]. Ἀδιάφορον, κύριε, εἴτε ἡ μία σᾶς στέλλει εἴτε ἡ ἄλλη, πάντα εὐτύχημα εἶναι δι’ ἐμὲ ὅστις ἔχει νὰ σᾶς ἀναγγείλῃ ὅτι ἀνάγκη πᾶσα νὰ ἐκλέξητε τοὺς μάρτυρας....
Φυκαρησ ἰδίᾳ. — Μὲ προκαταλαμβάνει. Τυχερὴ εἶνε ἡ ἀνεψιά μου [Ὑψηλοφώνως] Ἀκριβῶς δι’ αὐτὸ ἦλθον.
Δικαιοσ. — Δι’ αὐτό! [Ἰδίᾳ] Θὰ ἔλαβε φαίνεται γνῶσιν τῆς διαθήκης. [Ὑψηλοφώνως] Καὶ τὸν τόπον.
Φυκαρησ. — Καλὲ τὶ τόπον.... ’ς τὸ σπίτι μου γίνεται αὐτὴ ἡ δουλειά, ἔτσι ἀποφεύγουμε καὶ τὰ περιττὰ ἔξοδα.
Δικαιοσ. — Καλὲ τὶ ἔξοδα!… δύο ἁμάξια χρειάζονται, ἄλλως τε τὰ πληρώνω ἐγώ.