Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 185.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
185

’ς τὴν ὥρα της… Ἔπειτα ἔχω καιρὸ νὰ την ἰδῶ· θὰ μείνω ἐδῷ πλέον.

Καλομοιρα κατερχομένη. — Νὰ μείνῃς, Νικολάτση μου, ἔτσι νὰ χαρῇς τὸ φῶς σου τσαὶ νὰ σοὔρχωνται οὕλα δεξιᾷ, γιατί εἶνε πολὺ λυπημένη ἡ ἄτσιερδη.

Νικολαοσ. — Πολὺ λυπημένη, αἴ;

Καλομοιρα στένουσα. — Ἄχ!…

Νικολαοσ. — Γιὰ πές μου, δὲν ἐπαρηγορήθηκε ἀκόμη; ’πέρασ’ ἕνας χρόνος ἀφ’ ὅτου πέθανε ὁ ἄνδρας της.

Καλομοιρα σείουσα τὴν κεφαλὴν μελαγχολικῶς. — Θὰ περάσουν τσαὶ δύο, θὰ περάσουν τσαὶ τρεῖς, θὰ περάσουν τσαὶ πέντε, τσαὶ δέκα. μὰ ἡ Ἑλέγκω μου θὰ εἶνε πάντα ἡ ἴδια.

Νικολαοσ. — Ἄ!…

Καλομοιρα. — Τέτοιοι πόνοι δὲ λησμονιόντουνε, γυιόκα μου

Νικολαοσ. — Καλὲ τὶ μοῦ λές, κερὰ Καλομοῖρα; τὸν ἀγαποῦσε λοιπὸν πολύ;

Καλομοιρα καθημένη παρ’ αὐτῷ οἰκείως. — Τὸν ἀγαποῦσε, λέει; ’τρελλαινότανε γιὰ δαῦτον.... Ἄ. τί ἐτράβηξα τῇς πρώταις ’μέραις ποῦ ’πέθανε… τί μαρτύρια ἤτανε τσεῖνα, Θεέ μου. Ἤθελε νὰ σκοτωθῇ, νὰ φαρμακωθῇ, ’τραβοῦσε τὰ μαλλιά της, ’φώναζε, ἔριαζε, ’χτυπιότανε… ἆ, Νικολάτση μου, τέτοια λύπη, ποτές μου δὲν τὴν εἶδα.

Νικολαοσ. — Ἔτσι αἴ;

Καλομοιρα. — Νά, ἀπὸ τότες δὲν ἀλλάξαμε τίποτες ἐδῷ μέσα… τὰ ἔντυσε οὕλα μαῦρα τσαὶ μηδ’ ἕναν καθρέφτη δὲν ἐγιουρίκαμε.... ’Κάητσ’ ἡ καρδούλα της τσ’ ἔβαψε μαῦρα τὰ φρύδια της τσαὶ μαῦρα τὰ μαλλιά της…

Νικόλαοσ. — Τί λές;

Καλομοιρα. — Νὰ σὲ χαρῶ....

Νικολαοσ. — Μὲ τὰ σωστά σου μιλᾷς, κερὰ Καλομοῖρα; τὰ ὡραῖα της τὰ μαλλιὰ τὰ κατάξανθα;

Καλομοιρα. — Τὰ ’βαψε…

Νικολαοσ. — Μὰ ἐτρελλάθη;

Καλομοιρα. — Ἔτσι εἶνε ἡ λύπη ἡ μεγάλη, παιδάτσι μου… Ἐγὼ ὅντε ἔχασα τὸν ἀφέντη μου, ’γίνηκα καλόγρῃα.

Νικολαοσ. — Μήπως τὸ ἔχει σκοπὸ καὶ ἡ Ἑλένη;

Καλομοιρα. — Ἀμή;

Νικολαοσ. — Νὰ γείνῃ καλόγρῃα;

Καλομοιρα. — Γιαντὰ ὄχι;

Νικολαοσ ἐγειρόμενος καὶ μεταβαίνων δεξιᾷ. — Κάμε δουλειά σου, κερὰ Καλομοῖρα… αὐτὸ μᾶς ἔλειπε....