Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 093.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
93

σὲ παρακαλῶ, γνωρίζεις κανέναν ἐδῶ, ἔχεις κανὲνα μέρος νὰ ἡσυχάσῃς, νὰ ἀναπαυθῇς, νὰ κοιμηθῇς;

— Ὄχι εἶμαι ξένος, ἦλθα πρώτη φορά, δὲν γνωρίζω κανένα, καὶ οὔτε θὰ μείνω πουθενά, διότι μετ’ ὀλίγον θὰ ἀναχωρήσω.

— Καλό! ἔλα ἐδῶ νὰ σοῦ δείξω ἐγώ ἕνα μέρος κατάλληλο νὰ ἀναπαυθῇς!

Καὶ ἐν θριάμβῳ τὸν ἀπάγουσιν εἰς τὴν ἀστυνομίαν, τὸν τρομερὸν ἀρχιλῃστήν, τὸν ὁποῖον ἔτρεχε τὸ πλῆθος νὰ περιεργασθῇ μετὰ φρίκης! Εὐτυχῶς μετά τινας στιγμὰς δραμὼν καὶ ὁ τότε εἰρηνοδίκης αὐτόθι κ. Γκιουράνοβιτς διὰ νὰ ἴδῃ τὸν ἀπαίσιον λῄσταρχον, αἴφνης εὑρίσκεται ἐνώπιον τοῦ ἐφέτου Παρασκευαΐδου, τὸν ὁποῖον ὁ περιπολάρχης ἡτοιμάζετο νὰ στείλῃ χειροδέσμιον εἰς Λάρισσαν!

Τὰ λοιπὰ ἐννοοῦνται. Ὁ περιπολάρχης ἔμεινεν ἄναυδος καὶ ἐπροσπάθει νὰ τραυλίσῃ λέξεις συγγνώμης:

— Καλὲ δὲν βαρύνεσαι, παιδί μου! Τὸ καθῆκόν σου ἔκαμες. Λάθος ἔγινε, ἐτελείωσε.

Καὶ ἡ ἀνεξικακία τοῦ ἀνδρὸς παρεσιώπησε τὸ πρᾶγμα καὶ παρῆλθεν. Οὔτε θόρυβον ἐξήγειρεν, οὔτε τὸν κόσμον ἀνεστάτωσεν, οὔτε τὸν τύπον κατέκλυσε μὲ διαμαρτυρίας, οὔτε τὴν κεφαλὴν τῶν χωροφυλάκων ἐζήτησεν ἐπὶ πίνακι διὰ το ἀσεβὲς πραξικόπημα. Μόνον δὲ μετὰ πάροδον ἐτῶν περιῆλθε τὸ γεγονὸς ὅλως τυχαίως εἰς γνῶσιν τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλοποίμενος.

Τὴν αὐτὴν πραότητα καὶ ἀνεξικακίαν ἔδειξε καὶ ὅταν κατὰ τὴν διὰ τοῦ γύρου τῆς Πελοποννήσου πολυήμερον ὁδοιπορίαν του, μεταξὺ Ἀκράτας καὶ Ξυλοκάστρου, ἐπετέθη κατ’ αὐτοῦ ἀρειμάνειος φουστανελλοφόρος κλητήρ, διὰ νὰ τὸν ουλλάβῃ ὡς δράστην δῆθεν κλοπῆς διαπραχθείσης ἐν Πάτραις! Τὸ μόνον δυςάρεστον συναίσθημα ἐκ τῆς παραγνωρίσεως ταύτης ὑπῆρξε διὰ τὸν πεζοπόρον μας ὅτι, ἕως οὗ διαλευκανθῇ ἡ ἀλήθεια, ἀνέκοψεν ἐπὶ μικρὸν τὸ διαγεγραμμένον δρομολόγιόν του.

Ἄλλοτε πάλιν, κατά τινα ἐκ Λαρίσσης μέχρις Ἀθηνῶν πεζοπορίαν του, εὗρε καθ’ ὁδὸν δύο ὥρας ἐντεῦθεν τῆς Λεβαδείας, χρηματοφυλάκιον περιέχον 370 δραχμὰς, συναλλάγματα καὶ διάφορα ἔγγραφα. Ὁ ἐνάρετος πεζοπόρος, ἀντὶ νὰ τὰ ἐνθυλακώσῃ εἰς τὸ ἰδικόν του ὡς θὰ ἔπραττε κάθε φρόνιμος καὶ πρακτικὸς ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, αὐτὸς τοὐναντίον ἐπιστρέφει εἰς τὴν πόλιν τῆς Λεβαδείας, εὑρίσκει τὸν ἀστυνόμον, καὶ εἰς ἔκπληξιν τῶν περιεστώτων, παραδίδει τὸ εὕρημα ὅπως ἀποδοθῇ εἰς τὸν δικαιοῦχον. Καὶ αὐτοστιγμεὶ ἀναχωρεῖ καὶ πάλιν ἐπανερχόμενος εἰς τὸν δρόμον του. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι ὁ πτωχὸς χω-