Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 339.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
339

κεραυνοβόλου ἀποπληξίας. Καὶ οὕτως ἡ φαιδρὰ ἑορτὴ μετεβλήθη ἐν μιᾷ στιγμῇ εἰς νεκρώσιμον καὶ βαρυπενθῆ ἀκολουθίαν πλήρη ὀλοφυρμῶν καὶ δακρύων. Πόσον δὲ ἐστοίχισεν ὁ θάνατος τοιούτου ἀνδρός. μαρτυρεῖ τὸ γενικὸν καὶ αὐθόρμητον πένθος ὅπερ ἤγαγεν καὶ ἄγει σύμπασα ἀνεξαιρέτως ἡ ἐν Κωνσταντῑνουπόλει ἑλληνικὴ κοινωνία, ἀπορφανισθεῖσα ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἰωάννου Γεωργαντοπούλου πολυτίμου ἀγλαΐσματος, ἐργάτου τῆς ἐπιστήμης, τοῦ ἔθνους, τῆς κοινωνικῆς ἐν γένει προόδου. Ὡς μικρὰν ἀμοιβὴν τῶν πολλαπλῶν καὶ μεγάλων ἐκδουλεύσεων ὑπὲρ τῶν ἑλληνικῶν συμφερόντων εἶχεν ἀπονείμει αὐτῷ ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνησις τὸν χρυσοῦν σταυρὸν τῶν ἱπποτῶν τοῦ βασιλικοῦ τάγματος τοῦ Σωτῆρος.


ΕΙΣ ΕΚΕΙΝΗΝ....

ΤΗΣ αὐγῆς ῥωτῶ τ’ ἀγέρι ὁποῦ παίζει ’ς τὰ κλαδιά:
— Τέτοια χάρι ποῦ εὑρῆκε καὶ σκορπίζει ἡ πνοὴ σου
ὅλη μόσχο κ’ εὐωδιά;
— Ἀπὸ τὰ μαλλιά της, μοὔ ’πε, πῶς ἐπέρασα θυμήσου.

Τὸ γλυκόφωνο ἀηδόνι ἐρωτῶ; — πῶς τραγουδεῖ
μὲ γλυκειὰ φωνὴ καὶ χάρι τὰ ἐρωτικά του πάθη
’ς τὸ ἀντικρυνὸ κλαδί;
Καὶ μοῦ εἶπε: — τὸ τραγοῦδι ἀπ’ ἐκείνην ἔχω μάθει.

Τῆς αὐγῆς ρωτῶ τ’ ἀστέρι ὅταν λάμπει φωτεινό:
— Ποῦ τὴν ’βρῆκε τόση λάμψι ὅπου γύρω του σκορπίζει
’ς τὸν γαλάζιο οὐρανό;
Καὶ μοῦ εἶπε: — Δὲν τὸ ξεύρεις;… φῶς ἐκείνη μοῦ δανείζει.

— Καὶ σὺ θάλασσα, τὸ χρῶμα ποῦ φορεῖς τὸ γαλανὸ
ὅταν μ’ ἐμμορφιὰ καὶ χάρι ἡ γαλήνη καθρεφτίζει
τὸ γαλάζιο οὐρανό.
ποῦ τὸ βρῆκες; — Μιὰ ματιά της γαλανὴ μου τὸ χαρίζει.

Τὴν πολλὴ τὴν παγωνιά σου καὶ τὴν ἄσπρη σου στολὴ
’πέ μου χιόνι σὺ που ’βρῆκες; — Τὴ στολή;… ’Στὴν ἀγκαλιά της
καὶ τὸ κρύο τὸ πολύ;
Μὴ γυρεύῃς νὰ τὸ μάθῃς… Τὸ εὑρῆκα ’ς τὴν καρδιά της!

Νικοσ Α. Κοτσελοπουλοσ