Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 282.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ[1]

ΓΥΡΙΖΕΙ, ἀγωνιέται ’ς τὸ μαῦρο κλινάρι,
Δυὸ νύχταις παλεύει μὲ χάρο σκληρό·
Τὸ βασανισμένο, ψυχρό του κουφάρι
Γυρίζει, δὲ βρίσκει στιγμὴ ἀναπαϋμό.

Εἰς τὸ δάσκαλό τους ὀμπρὸς ξενυχτοῦνε
Χλωμοί, δακρυσμένοι, οἱ φίλοι οἱ πιστοί·
Τὸ μάτι τ’ ἀρρώστου μὲ πόνο θωροῦνε,
Ὁποῦ βασιλεύει, ποῦ πάει νὰ σβυσθῇ.

’Σ τ’ ἀθάνατα χέρι, ποῦ μέσ’ ἀφ’ τὸ στρῶμα
Παράλυτο ’βγαίνει κρεμιέται νεκρό,
Μὲ σέβας καθένας σιμόνει τὸ στόμα,
Τὸν ὕστερ’ ἀφίνει τῆς γῆς ἀσπασμό.

Ἀνοίγει τὰ μάτια… εἰς τὸ κάθισμά του
Σηκώνεται ξάφνου με ἄγρια μορφή·
Τὸ βλέμμα του στρέφει… κυττᾷ ὁλόγυρά του
— Ἐτοῦτο τὸ χέρι ποιὸς τάχα φιλεῖ;

’Σ ἐτοῦτο τὸ χέρι, ποῦ δὲν θὰ τὸ λυώσῃ
Ὁ λαίμαργος τάφος, ποτὲ τὸ μιαρό,
Ποιὸς τάχα τὸ στόμα τολμᾷ ν’ ἀπιθώσῃ,
Ποιὸ χεῖλο εἶν’ ἐκεῖνο, ποῦ δίνει ἀσπασμό; —

  1. Ὁ φλωρεντινὸς ζωγράφος Ἀνδρέας del Castagno, ἑλκύσας εἰς τὴν οἰκίαν του τὸν ἐκ Βενετίας νεαρὸν ὁμότεχνόν του Δομίνικον, μόνον τότε κάτοχον ἐν Ἰταλίᾳ τῆς φλαμανδικῆς μεθόδου τοῦ ζωγραφίζειν δι’ ἐλαίου, ἐδολοφόνησεν αὐτόν, ἀφ’ οὗ ἐγένετο κύριος τοῦ μυστικοῦ του. Ἀλλ’ ἐν τῇ ἐπιθανατίῳ κλίνῃ ὁ Ἀνδρέας, ὁμολογεῖ πρὸς τοὺς φίλους καὶ μαθητάς του τὸ ἔγκλημα, εἰς ὃ ὤφειλε τὴν μεγίστην περὶ τὴν ἐλαιογραφίαν ἐπιτυχίαν του·