Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 273.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
273

γυναικὸς ἤθελον σώσει! [Ὁ Μυρόεις εἰσέρχεται εἰς τὸ πρὸς τ’ ἀριστερὰ δωμάτιον καὶ ἵσταται πρὸ τοῦ καθρέπτου. Τὸ δωμάτιον τοῦτο εἶναι καταφανὲς εἰς τὸν Ἡρόστρατον καὶ Μεγακλέα]

Αφροδιτη. Γρήγορα Μαργαρίτα ἀναγινώσκει] «Οὐδὲν δύναται νὰ ἐκφράσῃ τὴν κινδυνώδη γοητειάν τῆς ἀπροσδοκήτου ταύτης αἴλγης τῆς ὑποφωσκούσης εἰς τὰ σκότη ἐκεῖνα τὰ ἐρατεινὰ καὶ συγκειμένης ἐξ ὅλης τῆς παρούσης ἀθωότητος καὶ ἐξ ὅλης τῆς μελλούσης περιπαθείας.» Χρειάζεται λοιπὸν βλέμμα ταχύ, μυστηριῶδες, γοητευτικόν, φωτεινόν, ἀθωότατον καὶ περιπαθέστατον, ὡσὰν αὐτό… [μορφάζει] Αἴ! τί λέγεις Μαργαρίτα;

Μαργαριτα. Παναγία μου! αὐτὸ φαίνεται ὡσὰν βλέμμα ψωμοζήτου.

Αφροδιτη. Σιωπή, ἀνόητε! ποῦ ἠξεύρεις σὺ τοιαῦτα πράγματα; Ἂς ἴδωμεν κατωτέρω.

Μυροεισ. [ἐν τῷ δωματίῳ του] Δὲν ὑπάρχει ὅμως πολὺ sentiment εἰς αὐτὸν τὸν λαιμοδέτην. Ὁμοιάζει δὲν ἠξεύρω πῶς, ὡσὰν λαιμοδέτης συμβολαιογράφου. Οὔφ! πότε λοιπὸν θὰ ἔλθῃ ἡ θαλαμηπόλος ἵνα μὲ εἰσαγάγῃ; [εἰς τὸ μέρος τοῦτο ὁ στολισμὸς τῆς Ἀφροδίτης ὑπάρχει περὶ τὸ τέλος του]

Αφροδιτη [ἀναγινώσκει] «Εἶναι εἶδος στοργῆς δισταζούσης τυχαίως ἀποκαλυπτομένης καὶ καραδοκούσης. Παγὶς τὴν ὁποίαν στήνει ἡ ἀθωότης καὶ δι’ αὐτῆς παγιδεύει καρδίας ἄκουσα καὶ ἐν ἀγνοίᾳ της. Ἡ παρθένος βλέπουσα ἤδη ὡς γυνή.» Τουτέστι δόλος ἀθωότητος ἀκούσης αὐτῆς, στοργὴ διστάζουσα, τυχαίως ἀποκαλυπτομένη καὶ καραδοκοῦσα… Πολὺ παράδοξον μίγμα ἀντιθέτων πραγμάτων εἶναι αὐτὸ τὸ πρῶτον βλέμμα τοῦ ἔρωτος… Καὶ ἡ ὥρα πλησιάζει… Ἀκούω βήματα… Μαργαρίτα τρέξε.... Στάσου [τρέχει πρὸς τὸ κάτοπτρον ἐξετάζουσα τὸ βλέμμα της] Κρύψε τὸ ψιμμύθιον ταλαίπωρε… «Στοργὴ διστάζουσα καὶ καραδοκοῦσα… περιπάθεια, καὶ αἴγλη καὶ χάος.» Τρέξε εἰς τὴν θύραν, ἄνοιξε γρήγορα. [τρέχει καὶ πάλιν πρὸς τὸ κάτοπτρον] Δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ κατορθώσω… δὲν ἠμπορῶ. Ἄ! ἐὰν εἶχον ἐδῶ κανένα ποιητὴν ἢ ζωγράφον, κἄτι θὰ κατώρθουν βέβαια. Στάσου εἰς τὴν θύραν, Μαργαρίτα, δύο μόνον λεπτὰ διὰ νὰ τοποθετηθῶ.

Μυροεισ. Ἄς ἐπαναλάβωμεν ὀλίγον τὸ μάθημα, ἀφοῦ οὕτω θέλει ἡ κυρία θαλαμηπόλος. Ὀφθαλμοὶ ὑγροί, πέντε ἓξ γαλλικὰ ἢ τρεῖς στίχοι τοῦ… τοῦ… Σατωβρί… ὄχι… Σατωβριάν… ἄ! Σατωβριάν, τοὺς ὁποίους ἀπεστήθισα χθές… Oh! que je suis heureux, passer ma vie entiêre ici, loin des humains… au bruit de ces ruisseaux sur un tapis de fleurs, dans ce lieu