Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 215.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
215


Καὶ τόρα;… Τῆς ζωῆς μου ὀφειλέτης
Ἀνάγκη, καθειργμένος ν’ ἀναπνέω
Ἀνάγκη, ναυαγὸς συντετριμμένος
Ἀδυνατῶν νὰ βυθισθῶ, νὰ πλέω.

Ἔκλεψα φῶς ὡραῖον οὐρανόθεν·
Ὑπῆρξα Προμηθεὺς ἐγκληματίας.
Γὺψ τόρα τοῦ Καυκάσου μὲ σπαράττει
Μάρτυρα τῆς νεμέσεως τῆς θείας.

....................................................................................................................................................................................................................................................


Πόσον βραδὺς τῶν δυστυχῶν ὁ βίος!
Ὦ Χρόνε! σπεῦδε, σπεῦδε τὴν πορείαν,
Φέρε νεκρὸν τὸν μάρτυρα πατέρα
Εἰς τὴν σεπτὴν ἐκείνην παραλίαν,

Ὅπου ἐν μέσῳ ἰτεῶν καὶ μύρτων
Ἡ κόρη μου ὡς Ἥβη κοιμωμένη
Μοὶ τείνει φιλοστόργως τὴν ἀγκάλην
Ἔρημος, μόνη, μόνη ἐν γῇ ξένῃ
Ἐν Ἑρμουπόλει, τῇ 15 Δεκεμβρίου 1889.

Ὁ δυστυχὴς πατὴρ
Μυρων

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ Γ′.

Δανάη μου! τῶν θρήνων μου, τῶν στεναγμῶν μου Μοῦσα!
Δὲν ἐβαρύνθης μὲ νεκροὺς ἀγνώστους συνοικοῦσα;
Ὅταν στενάζῃ ὁ βορρᾶς στενάζουσαν σ’ ἀκούω
Τὰς νύκτας καὶ τὴν κλίνην μου διὰ δακρύων λούω.
Εἶνε χειμών· μαραίνονται τὰ θαλερά σου κάλλη·
Νὰ σὲ θερμάνῃ πρόσελθε ἡ πατρική ἀγκάλη.

Τὸν στύγιόν σου ἅρπαγα, θεὸν ἢ δολοφόνον,
Ἱκέτευσον, στιγμάς τινας νὰ τ’ ἀποστέλλῃ μόνον.