Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 183.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
183

σὲ εἶδα, Φιφίτσα μου, καθόλου.... Νὰ ζήσῃς!… ἔπειτα ἀπὸ τὸ μεσημέρι θὰ ἔλθω νὰ μοῦ τὰ εἰπῇς.... Σὲ συγχαίρω....

κ. Πατεριαδου ἔνδακρυς. — Ἄχ, τὸ προαίσθημά μου!…

Φιφιτσα μόλις συνέχουσα τὰ δάκρυά της. — Τροφοδότης!…

κ. Πατεριαδησ στρεφόμενος ἐν ὀργῇ πρὸς τὸν ἐμβρόντητον ἀπομείναντα γέροντα Σκαφαρέντζον καὶ καθ’ ἣν στιγμὴν ἡ ἅμαξα ἐκκινεῖ. — Γάϊδαρε!…

Δημ. Α. Κορομηλασ


ΦΕΡΕΤΡΟ - ΣΕΛΛΙ[1]

ΕΨΕΣ ’ς τὸ δρόμο συναπαντιοῦνται
Μικρὸ ἕνα φέρετρο κ’ ἕνα σελλί·
Τρέμουν ὁλόγυρα· σταυροκοπιοῦνται
Σκοντάφτει ὁ θάνατος μὲ τὴ ζωή.

Τὥνα προσμένει νεκρὸ κουφάρι
Τ’ ἄλλο μιὰ σάρκα λαχταριστή·
Ποιὸς νἆναι, πὤρχεται εὐθὺς νὰ πάρῃ
Τ’ ἄλλου τὴν θέσι ἐδῶ ’ς τὴ γῆ;

Ποιὸν κόσμον ἄγνωστον ἀπαρατάει,
Ποιὰ τάχα δύναμις τὸν σπρώχνει ἐδῶ;
Γιὰ ποῦ τὸ ’κίνησε, ὁ ἄλλος, ποῦ πάει,
Πατρίδ’ ἀλλάζουνε τάχα κ’ οἱ δυό;

Τ’ ἄσπρο τὸ φέρετρο, ’ποῦ δακρυσμένο
Στρέφεις τὸ βλέμμα σου καὶ τὸ θωρεῖς,
Σὲ ποιὸ λιμάνι θ’ ἀράξῃ ξένο,
Κούνια εἶνε τάχα ἄλλης ζωῆς;

Ανδ. Μαρτζωκησ


  1. Εἶδος παρ’ ἡμῖν θρονίου, ἐφ’ οὗ καθεζόμεναι, οὐχὶ ὅμως γενικῶς, ὡς ἄλλοτε, τίκτουσιν αἱ ἐπίτοκοι γυναῖκες, καὶ τὸ ὁποῖον ἡ μαῖα, πρὸ τῆς μεταβάσεως αὐτῆς ἀποστέλλει εἰς τὴν οἰκίαν ἐν ᾖ προσκαλεῖται.