Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 150.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
150

βὰλς δὲν ἦλθε νὰ μὲ πάρῃ ὁ καβαλλιέρος μου ἀμέσως καὶ διὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῶ ἐχόρευσα μαζῆ του πάλιν, ἀφοῦ μὲ εἶδε νὰ κάθωμαι καὶ ἐζήτησε νὰ χορεύσωμεν.... ἀλλὰ ποῦ τὸν γνωρίζω ἐγὼ αὐτὸν τὸν κύριον;

κυρια Πατεριαδου κλείουσα ἐμφαντικῶς τὸν δεξιὸν ὀφθαλμόν, τοῦθ’ ὅπερ ὅμως ἕνεκα τοῦ σκότους – οἱ ἑνετικοὶ φανοὶ εἶχον ἐκπνεύσει μετὰ τοῦ πρώτου τετραχόρου – ἀδυνατεῖ νὰ ἴδῃ ἡ Φιφίτσα. — Τὸν γνωρίζω ὅμως ἐγώ....

Φιφιτσα δυσθύμως. — Καλὰ, τὸν γνωρίζεις.... ἀλλὰ δὲν ἐννοῶ νὰ μὲ πάρῃ ἀποκοπήν.

κυρια Πατεριαδου σφίγγουσα τὸν βραχίονα τῆς κόρης της κατὰ τρόπον λίαν μὲν δηλωτικόν, ἀλλὰ διαφεύγοντα τὴν ἀντίληψιν αὐτῆς. — Νὰ σὲ πάρῃ.... αὐτὸ θέλω κ’ ἐγώ....

Φιφιτσα ἐξανισταμένη. — Μὰ σὲ παρακαλῶ, μαμά....

κυρια Πατεριαδου βλέπουσα σκιὰν πλησιάζουσαν αὐτὰς καὶ ἀπομακρυνομένη ταχέως. — Πᾶμε ἀπ’ ἐδῶ… κἄποιος ἔρχεται....

Φιφιτσα ἥτις ἀναγνωρίσασα τὸ βῆμα ἔστρεψε τὴν κεφαλήν. — Αἴ, μὰ εἶνε ὁ μπαμπᾶς!…

κυριος Πατεριαδησ ἐκτραπελογάστωρ, βραχὺς τὸ ἀνάστημα καὶ πλατὺς τοὺς ὤμους, ἐφ’ ὧν ἐρείδεται κεφαλὴ πεπιεσμένη κατὰ τὴν κορυφήν, φαλακρὰ καὶ στίλβουσα ὑπό τε τὸ φῶς καὶ ἐν τῷ σκότει, διότι φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν ἰδιότητα ν’ ἀποταμιεύῃ ἐπὶ πολὺν χρόνον τὸ φέγγος, μὴ δυνάμενος νὰ ἐννοήσῃ πῶς ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ δὲν εὗρεν ἀκόμη ἀνάλογον σύζυγον τῆς θέσεώς της ἀφοῦ δίδει μάλιστα εἰς αὐτὴν καὶ ὀγδοήκοντα χιλιάδων δραχμῶν προῖκα εἰς γήπεδα καὶ ὁμολογίας. — Ποῦ εἶσθε; σᾶς ἔχασα…

κυρια Πατεριαδου μυστηριωδῶς σύρουσα τὸν σύζυγον καὶ τὴν θυγατέρα της πρὸς τὸ βάθος τοῦ κήπου. — Πᾶμε ἀπ’ ἐδῶ…

κυριοσ Πατεριαδησ ἐν στενοχωρίᾳ. — Καλὲ αὐτὰ εἶνε τρέλες.... ἔτσι ντεκολτέ, θὰ κρυώσητε....

κυρια Πατεριαδου, ἥτις παρετήρησε μὴ ἀκολουθῶντας. — Πᾶμε, πᾶμε κ’ ἔχω κἄτι νὰ σᾶς εἰπῶ!....

Ξανθοσ Νεοσ, ὑψηλὸς ὑπερτριακοντούτης, ἡλιοκαὴς τὴν ὄψιν ἐκ πολλῶν φαίνεται ταξειδίων, ἔχων ἅπαντας τοὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου ἐπιτενεῖς, πλήρης ἐφηλίδων, μεγάλους φέρων ξανθοὺς μύστακας, ἐνδεδυμένος ἀμέμπτως, ἔχων τὴν ἀστέμφειαν ἐκείνην τοῦ ἤθους, ἣν ἀποκτᾷ τις ἄγγλους ἀναστρεφόμενος ἐπὶ πολύ, ὁμιλῶν τὴν γαλλικὴν μετὰ τῆς ἰδιαζούσης ἐκείνης προφορᾶς τῶν ἀνθρώπων, οίτινες ἐξέμαθον τὴν γλῶσσαν ταύτην ἐξώρας, συνεννοούμενος ἀγγλιστὶ καλῶς, γνωρίζων τὴν ἑλληνικὴν μετρίως, προσπαθῶν ὅμως νὰ ἑλληνίζῃ ὅσον τὸ δυνατὸν πλειότερον, ἐν τῇ ἑτέρᾳ τῶν αἰθουσῶν καθήμενος κατὰ μόνας μελαγχολικῶς καὶ ὡσεὶ διὰ τοῦ βλέμματος ζητῶν τι ὅπερ δὲν εὑρίσκει. — Ὡραία κοπέλλα· πολὺ ὡραία κοπέλλα!… ἄ, ἂν δὲν τύχαινα ’πίσω της βέβαια θὰ ἔσπανε τὸ κεφάλι της… Ἡ καϋμένη! καὶ τόσο ἔμμορφη!… καὶ τί εὐγενής.... ἐχόρεψεν ἀμέσως μαζῆ μου