Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 041.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
41

ὅτι δὲν τὰ ἔγραψε ποιητὴς ὡρισμένου χρόνου καὶ τόπου, τούτου ἢ ἐκείνου τοῦ εἴδους, ἀνήκων εἰς τὴν μίαν ἢ τὴν ἄλλην σχολήν, ἀρχαῖος ἡ νεώτερος, κλασικὸς ἢ ρομαντικὸς, ἀλλὰ νομίζετε ὅτι τὰ ἐχάραξεν ἐπὶ μαρμάρου ἀνεξάλειπτα αὐτὴ ἡ αἰωνία ποίησις. Ὅσοι δὲν ἔτυχε νὰ τὸ διαβάσουν, καὶ ὅσοι θέλουν νὰ τὸ ἀπολαύσουν εἰς ὅλην του τὴν χάριν ἃς τὸ ζητήσουν μέσα εἰς τὸν πρῶτον τόμον τῶν Κονταμπλασιὸν. Ὅσοι δὲν ἔχουν πρόχειρον τὸν τόμον ἢ δυσκολεύονται νὰ τὸ καταλάβουν εἰς τὸ πρωτότυπον ἂς ἀρκεσθοῦν — τί νὰ γίνῃ; — εἰς τὴν ἰδικήν μου πρόχειρον μετάφρασιν· διὰ νὰ τὴν κάμω ὅσον τὸ δυνατὸν πιστοτέραν δὲν ἐφύλαξα εἰς αὐτὴν τὰς χρυσᾶς ὁμοιοκαταληξίας τοῦ πρωτοτύπου καὶ τὴν ὁμοειδῆ αὐστηρότητα τοῦ μέτρου.

Δὲν τὴν ἐσυλλογίζομουν τὴ Ρόζα,
Κ’ ἦρθε μαζί μου αὐτή ’ς τὸ δάσος.
Θυμοῦμαι, λέγαμε γιὰ κἄτι τι,
Μὰ δὲ θυμοῦμαι πλέον γιατί.

Ἤμουνα κρύο μάρμαρο,
Κ’ ἐπερπατοῦσ’ ἀφῃρημένος,
Μιλοῦσα γιὰ τὰ δένδρα καὶ γιὰ τἄνθη,
Μ’ ἐκύτταζε σὰ νὰ μοῦ λέῃ: «Αἴ! κ’ ἔπειτα;»

Σκορποῦσεν ἡ δροσιὰ μαργαριτάρια,
Τὴ σκέπη τους ἐξάπλωναν οἱ κλῶνοι,
Καὶ προχωροῦσα κ’ ἄκουα τὰ κοτσύφια,
Κ’ ἡ Ρόζα τ’ ἀδηονάκια.

Ἤμουν ἀνόρεχτος, κ’ ἤμουν δεκάξι χρόνων
Εἴκοσι ἐκείνη, κ’ ἔλαμπαν τὰ μάτια της