Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 380.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
378

των δι’ ὅλον τὸν κόσμον. Ὁ τρόπος οὗτος ἦτο δι’ αὐτὸν ἓν εἶδος ἁβροφροσύνης μεθ’ ἧς ἔσπευδε νὰ συμμερισθῇ τὴν θλίψιν τὴν ὁποίαν ἠθέλετε τῷ ἀνακοινώσει. Εἰς τὰς πρώτας λέξεις διὰ τῶν ὁποίων θὰ τῷ ἠγγέλλετε τὸ δυστύχημά σας, ἐρρίπτετο εἰς τὸν λαιμόν σας καὶ μετ’ ὀλίγα λεπτὰ οἱ ὀλοφυρμοί του σᾶς ἔκαμνον νὰ λησμονήσητε πᾶσαν ἄλλην λύπην διὰ νὰ παρηγορήσητε τὴν τρωθεῖσαν εὐαισθησίαν του. Ἦτο ἀμίμητος εἰς τὸ νὰ ὑποκαθιστᾷ τὸν πάσχοντα. Σᾶς ἐπάτει τὸν πόδα; ἐξέφερεν ἀνθ’ ὑμῶν ἀναφώνησιν πόνου. Σᾶς ἔκαμνον ἐγχείρησιν ἐπὶ πάσχοντος μέλους; Αἱ κραυγαὶ τῆς ὀδύνης του ἠμπόδιζον ν’ ἀκουσθῶσιν αἱ ἰδικαί σας καὶ ἐνθυμοῦμαι ὅτι δὲν ἐκοιμήθη διὰ λογαριασμόν μου τρία ὁλόκληρα ἡμερονύκτια, διότι εἶχεν ἀποθάνει μία τρίτη ἐξαδέλφη μου, τὴν ὁποίαν ἀπὸ πολλοῦ εἶχον λησμόνησει ἐὰν ὑπάρχῃ εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον.

Ἡμέραν τινὰ διερχόμενος τὴν ὁδὸν Σταδίου εἶδον κηδείαν παρελαύνουσαν πρὸ ἐμοῦ μεθ’ ὅλης τῆς ἐπιβλητικότητος τοῦ μεγαλείου καὶ τοῦ πένθους. Ἔστην ἀποκαλυφθεὶς μετὰ σεβασμοῦ καὶ παρετήρησα· τὰ ἐξαπτέρυγα ἐπροχώρουν μεγαλοπρεπῶς, οἱ ἱερεῖς ἔψαλλον καὶ οἱ ψάλται ἐπεκαλοῦντο ἐν διατόροις κραυγαῖς τὴν συγχώρησιν τοῦ Ὑψίστου. Ἔκαμα ὀλίγα βήματα ὅπως ἀπομακρυνθῶ, ὅτε παρετήρησα τὸν περίεργον τοῦτον φίλον μου ὀλοφυρόμενον τοσοῦτον γοερῶς ὄπισθεν τοῦ φερέτρου μεταξὺ τῶν συγγενῶν τοῦ νεκροῦ ὥστε ἐπροχώρησα πρὸς αὐτὸν συγκεκινημένος, ἀγνοῶν ἐὰν ἔπρεπε δι’ ἀκαίρων συλλυπητηρίων νὰ κορυφώσω τὴν ὀδύνην του. Μόλις μὲ εἶδεν ἔλαβε τὴν χεῖρα μου, τὴν ἔθλιψε μετὰ συγκινήσεως καὶ μὲ παρέσυρε λεληθότως εἰς τὸ νεκροταφεῖον.

Τὸν ἠκολούθησα σιωπῶν. Ἡ ὀδύνη του διετηρεῖτο τοσοῦτον βαθεῖα ὥστε δὲν ἐτόλμων νὰ τὸν διακόψω. Ἔφθασα εἰς τὸ νεκροταφεῖον, ἤκουσα τὰς τελευταίας ψαλμωδίας, ἠκροάσθην τοὺς ἐπιταφίους ρήτορας καὶ ἡ ἀπάθεια μου ἐκλονίσθη ἐκ τῶν ἀλγεινῶν κραυγῶν τὰς ὁποίας ἐξέφερεν ὁ φίλος μου τὴν στιγμὴν καθ’ ἣν ὁ νεκρὸς κατεβιβάζετο εἰς τὸν τάφον. Τέλος ἀφοῦ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ νεκροθάπται ἐτελείωσαν τὸ ἔργον των καὶ τὸ πλῆθος ἀπεσύρετο, ἐλάβομεν μίαν ἅμαξαν καὶ διηυθύνθημεν πάλιν εἰς τὴν πόλιν. Ἐπὶ πολὺν ὥραν ἐτηροῦμεν ἀμφότεροι ἄκραν σιωπὴν καὶ δὲν ἠκούετο ἄλλο τι ἀπὸ τὸν μελαγχολικὸν κρότον