Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 296.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
296

ὑπάγη μόνη της τὴν ἑσπέραν μέχρι τοῦ στρατῶνος, ὅπως πληροφορηθῇ περὶ αὐτοῦ, καὶ τὸ ἔπραξε.

Εὗρε τὸν σκοπὸν ἔξωθεν τοῦ πυλῶνος καὶ τρέμουσα τὸν ἠρώτησεν.

«Εἶνε ἐδῶ ὁ στρατιώτης Γεώργιος Δ..; — Τί ἔγεινε;

— Εἶνε συγγενής σου;

— Ναὶ συγγενής μου, εἶνε ἐδῶ; πές μου σε παρακαλῶ…

— Εὑρίσκεται εἰς τὸ νοσοκομεῖον, κυρία μου, πρὸ τριῶν ἡμερῶν εἶνε ἄρρωστος.

— Βαρειά;

— Βαρειὰ λέει; ὑπέφερε πολὺ ὁ δυστυχισμένος· τώρα ὅμως καθὼς λέγει ὁ κὺρ γιατρός, πηγαίνει καλλήτερα.»

Ἠθέλησε κάτι νὰ εἴπῃ, ἀλλ’ ἐκρατήθη εἰς τὰ χείλη της ἡ φωνή, ἀνελύθη εἰς δάκρυα μετὰ λυγμῶν, καὶ ἔφυγε κλονουμένη, ὡς νὰ ἔφευγε τὸ ἔδαφος ὑπὸ τοὺς πόδας της. Μόλις ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν, τὴν ὁποίαν ἐνεπιστεύθη φεύγουσα εἰς τὴν ὑπηρέτριαν (διότι ἡ κυρία εἶχεν ἐξέλθει τὴν ἑσπέραν ἐκείνην) ἐρρίφθη ἐπὶ τῆς κλίνης της καὶ ἔκλαυσε τόσον, ὥστε ἀνεκουφίσθη ὀλίγον.

Κατόπιν ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ τὸ πρᾶγμα μετὰ σκέψεως καὶ ἐν τῇ θλίψει της εὗρε παρηγορίαν τινά, ὅτι δηλαδὴ δὲν τὴν ἐγκατέλειψεν ἐκεῖνος, ὡς ἐπὶ στιγμὴν ὑπώπτευσε καὶ δεύτερον ὅτι ἡ θέσις τῆς ὑγείας του ἐβελτιοῦτο. Ἀλλὰ καὶ ἡ κατάστασίς της αὕτη ὑπῆρξε μεταβατική, διότι ἐπανῆλθε τὸ πνεῦμα της εἰς ὡρισμένον ἤδη πλέον κύκλον ἀγωνίας καὶ φόβου, εἰς τὴν ἀσθένειάν του. Ἤθελε νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ, νὰ καθήσῃ παρὰ τὸ προσκεφάλαιον αὐτοῦ, νὰ γίνῃ ἐκείνη ἡ νοσοκόμος του, νὰ μείνῃ νύκτας ὁλοκλήρους ἄγρυπνος πλησίον του, ἀλλὰ σκεπτομένη ταῦτα πάντα ἠρυθρία καὶ τρόπον τινὰ δικαιολογοῦσα ἑαυτὴν ἔλεγε; «Ἐγὼ ἐντὸς τοῦ στρατῶνος; ἐνώπιον τόσων στρατιωτῶν; μία κόρη; ὤ εἶναι ἀδύνατον! ἀδύνατον!»

Ἡ ταλαίπωρος κόρη εἶχε τὴν ὑπερηφάνειαν τῆς παρθενίας της καὶ τὸ ἠθικὸν σθένος τῆς ἁγνότητός της. Μὴ δυναμένη νὰ εὕρῃ διέξοδον ἐγκατέλειψε ἑαυτὴν εἰς τὴν τύχην…

Κατώρθωσε νὰ μάθη ἐκ νέου τὴν παρήγορον εἴδησιν, ὅτι ὁ Γεώργιος εὑρίσκετο ἐν ἀναρρώσει, καὶ ὅτι ὁ ἰατρὸς θὰ τοῦ ἐπέ-