Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 179.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
179

ὡς λαιμοὺς κύκνων, μὲ τοὺς τορνευτοὺς πόδας της, μὲ τὰ ἡμίγυμνα καὶ κατάλευκα στήθη της, μὲ τὰ χείλη της τὰ ῥόδινα καὶ μὲ τοὺς ὡραίους της ὀφθαλμούς.

— Μὴ μὲ φοβεῖσαι, ὡραῖο μου κορίτσι, μὴ μὲ φοβεῖσαι· ἐπερνοῦσα ἀπὸ τὸ παράθυρό σου καὶ σὲ εἶδα σκυμμένη ’ςτὸ κέντημά σου καὶ μοῦ ἤρεσες πολύ: ἄχ! εἶπα τί γλυκειαίς στιγμαὶς θὰ ἐπερνοῦσα μαζῆ της! καὶ ἐπερίμενα μιὰν ὥρα ἀπ’ ἔξω. Ἐγὼ ὀνομάζομαι Εὐτυχία, ἐσὺ πῶς ὀνομάζεσαι;

— Εὐτυχία;.. ἐγὼ ὀνομάζομαι Ἀγγελική. Ἀλλά… τί ἦλθες νὰ κάνῃς ’ς τὴν κάμαρά μου;

— Ἄχ! εἶμαι πολὺ κουρασμένη, γιατὶ τρέχω αἰωνίως· ὅλος ὁ κόσμος μὲ κυνηγᾷ καὶ δὲν εὑρίσκω πουθενὰ ἡσυχία. Ἄφησέ με, Ἀγγελικὴ μου, νὰ ξεκουρασθῶ ’λίγο κοντά σου καὶ ζήτησέ μου μιὰ χάρι· εἰπέ μου τί ἐπιθυμεῖς ’ς τὸν κόσμο.

Ἡ Ἀγγελικὴ τὴν ἔβλεπε σιωπῶσα καὶ ἐπὶ τῆς μορφῆς της ἐξηπλοῦτο ἐλαφρὸν ἐρύθημα αἰδοῦς· ἤθελε κἄτι νὰ εἴπῃ, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμα.

— Πῶς; δὲν ἔχεις λοιπὸν καμμιὰν ἐπιθυμία; εἶνε δυνατὸν μιὰ κόρη ὡραία ὡσὰν ἐσὲ νὰ μὴν ἔχῃ κἀνένα μυστικό;

— Ναί, εἶπεν ἐπὶ τέλους ἡ Ἀγγελική, ἀγαπῶ μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, ἀλλὰ εἶμαι πτωχὴ, δὲν ἔχω προῖκα.

— Καὶ αὐτός;

— Αὐτὸς μ’ ἀγαπᾷ ὅπως καὶ ἐγώ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς εἶνε πτωχός· ὅσα κερδίζει ἀπὸ τὴν ἐργασία του δὲν εἶνε ἀρκετὰ καὶ ἡ μαμά μου δὲν θέλει νὰ γίνω γυναῖκα του.

Καὶ ἤρχισε νὰ κλαίῃ ἡ Ἀγγελική.

Ἡ Εὐτυχία τὴν ἐλυπήθη, τὴν ἐλυπήθη κατάκαρδα· ἐπλησίασεν εἰς τὸ προσκέφαλόν της, ἔσκυψε τὴν κεφαλήν της καὶ ἐκόλλησε τὰ χείλη της εἰς τὰ χείλη τῆς Ἀγγελικῆς.

Ὤ! τί φίλημα, τί φίλημα ἦτο ἐκεῖνο! Γλυκύτατον ῥῖγος ἡδονῆς διέρρευσεν ὅλα τὰ μέλη της, τὰ βλέφαρά της βεβαρυμένα ἐκάλυψαν τοὺς ὀφθαλμούς της, αἰ χεῖρές της ἄτονοι κατέπεσαν ἐπὶ τῶν γονάτων της, ἡ πνοή της ἔτρεμε. Καὶ ἰδοὺ καπνὸς γλυκυτάτης εὐωδίας ἡπλώθη εἰς τὸ δωμάτιον· τοῦ καπνοῦ ἐκείνου τὰ μὲν ἄκρα ἦσαν λευκὰ ὡς ἡ χιών, τὸ δὲ μέσον ῥόδινον ὡς τὰ χείλη τῆς Εὐτυχίας. Νάρκη ἤρχισε νὰ καταλαμβάνῃ τὴν ψυχὴν τῆς Ἀγγελικῆς. Συγχρόνως ἐλαφρότατοι ἦχοι μουσικῆς, μόλις ἀκουόμενοι, ἐξήρχοντο ἀπὸ τοῦ νέφους ἐκείνου τῆς εὐωδίας. Ἐνόμιζέ τις ὅτι ἔβλεπε καὶ ὄχι ὅτι ἤκουε τοὺς χρωματισμοὺς τῆς μουσικῆς ἐκείνης· εἷς τόνος, ἐρχόμενος κατ’ εὐθείαν, εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ μενεξέ, ἄλλος τὸ χρῶμα τοῦ