Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 075.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
75

βλέπεις, το κρανίο μου ὑαλίζει απο την φαλάκρα· απόμεινε γυμνο ’σαν το γόνατό μου. Παρατηρεῖς και τα γένεια μου.. Α! αν εῖχα δέκα έτη ολιγώτερα, δεν θα έλεγα το ενάντιο· αλλα τώρα πλειά…

— Αφες αυτά, άφες αυτά, απεκρίθη ὁ Κύριος· κάλλιο να ’πανδρεύεται ὁ άνθρωπος παρα να μένῃ ὁλομόναχος.

— Και… ποίαν θέλεις εγω να ’πάρω;

— Την πρώτη, ὅποια και αν ᾖνε, ὅπου θα τύχῃ εις τον δρόμο μας.

— Κύριέ μου, τί να σοῦ ειπῶ; Ας γίνῃ λοιπον κατα το θέλημά σου. Φθάνει να ῇνε, αυτη ὅπου θ’ ἀπαντήσωμε, κἄπως…

— Πέτρε, Πέτρε! δεν σοῦ επιτρέπεται να εῖσαι δύσκολος.

Ὁ Ἅγιος Ηλίας τους ήκουε, κ’ εγελοῦσε ὑποκάτω απο την γενειάδα του.

Επῆραν τότε καὶ οἱ τρεῗς σιωπῶντας τον ανήφορο και ’τράβιξαν κατα το μέρος τοῦ Σταυροῦ (Croix de la Major).

Μόλις επροχώρησαν ολίγα βήματα, και ὁ Κύριος, — Αυτη να ’πάρῃς, Πέτρε.

Ἡ γυναῖκα ὅπου τοῦ έδειξε ῆταν μία γρῃα ὅπου μόλις έσαιρνε τα κουρελοφούστανά της με τα ἑξῆντα, ἑβδομῆντα έτη ὅπου ’σήκωνε εις την ῥάχη της κοῦτσα μιά, και κοῦτσα δυό, καὶ καθάρια επάνω της… ’σαν το ξύλο ὅπου αναιβαίνουν και κουρνιάζουν αἱ κότταις.

— Δια τους οικτιρμούς σου, Κύριε! κράζει ὁ Πέτρος σκεπάζωντας με τα δύο του χέρια τα ’μάτια του. Μεγάλη ἡ χάρις σου, αλλα ποτέ, ουδέποτε θα κάμω ’ταῖρί μου ἕνα πλάσμα ὡσαν αὐτό.

— Πέτρε!…

— Αλλα, Θεέ μου! προτιμῶ να μείνω χηρευμένος καθως εῖμαι. Σε καθικετεύω…

— Πολυ καλά, απεκρίθη ὁ Κύριος χαμογελῶντας, αφοῦ αυτο σοῦ φαίνεται τόσο μεγάλο κακό, και με ἱκετεύεις τόσο, ας ῇνε· σε σπλαγχνίζομαι. Να ιδοῦμε το λοιπον την άλλην ὅπου θα μᾶς τύχῃ… Νά την και ὅλα δι’ αυτήν, νομίζω, δεν έχεις τίποτε να ειπῇς.

— Δι’ αυτη την πυγμαία, ὅπου δεν εῖνε ὐψηλότερη απο μία φροκαλιά; Α! όχι· σπλαγχνίσου με, Κύριέ μου, σπλαγχνίσου με!

— Πρᾶγμα απίστευτο, εἶπε τότε ὁ Ἅγιος Ἠλίας, να ’βρίσκουνται εις ταις Αρέλαταις τόσο κακοκαμωμέναις γυναῖκες! Αί, Πέτρε; άφανταις το λοιπον ’γίνηκαν εκείναις ὅπου είδαμε να ’βγαίνουν απο την εκκλησία προ ολίγου; Επαρατήρησες;…