Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 030.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
30


Ἤξιζε ὁ τόσος χαλασμὸς, ἡ λεβεντιὰ ἡ τόση,
ποῦ εἶχε ὅλη τὸ γένος μας αἱματοκυλισμένο,
ἤξιζ’ ὁλόκληρα αὐτὸ νὰ τὸ ἐλευθερώσῃ,
γιατ’ ἦταν, Ναύαρχε, πολὺ τὸ αἷμα τὸ χυμένο!

Κ’ ἐκεῖ ποῦ ἡ θάλασσα φιλεῖ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι,
ἐπάνω, ’ςτὴν πρωτεύουσα τοῦ γένους τὴ μεγάλη,
ἔπρεπ’ ἐκεῖ ὁλόχρυσο τὸ ἔθνος νὰ σὲ στήσῃ
κι’ ἄλλη γλυκύτερη φωνὴ ταῖς νίκαις σου νὰ ψάλῃ.

Ἔπρεπε· δὲν ἦταν γραφτὸ… δὲν τό ’θελαν.. ποιὸς ξέρει;
καὶ τὴν Ἑλλάδα, Ναύαρχε, τὴ μιά, τὴν ἑνωμένη,
σὲ δυὸ τὴν ἔκοψ’ ἄσπλαχνο χριστιανικὸ μαχαῖρι,
κ’ ἔμειν’ ἐλεύθερη ἡ μιὰ κ’ ἡ ἄλλη σκλαβωμένη.

Μὰ ἂν ἡ δύστυχη πατρὶς στενάζῃ χωρισμένη,
'εἶν’ ἕνας βρόχος ἱερὸς ’ς τὴ μέση τοῦ Αἰγαίου,
ἄσυλο, ποῦ τὸ ἔκτισε ἐδῶ αἱματωμένη,
ὄχ’ ἡ μισὴ, ὅλ’ ἡ Ἑλλὰς τοῦ Ῥήγα τοῦ Φεραίου.

Εἶναι μικρὸς μὰ ἐλεύθερος, ὦ Ναύαρχε, ὁ βράχος,
’σὰν παρεκκλῆσι ’ςτ’ ὄνειρο τῆς Ἀναστάσεως μας·
καὶ τοῦ ἐταίριαζε αὐτὸς νὰ ἐκλεχθῇ μονάχος
γιὰ νὰ στηθῇ ἐπάνω του ὁ πρῶτος ναύαρχός μας,

Γι’ αὐτὸ ἡ μεγάλη μας πατρὶς, ἡ σκλάβα κ’ ἐλευθέρα,
σ’ ἔστησ’ ἐδῶ ’ςτὴν πόλι της, σεπτὸ προσκύνημά της,
ὡς νἄλθ’ ἡ μυριοπόθητη, ἡ ἁγιασμένη ’μέρα,
νὰ σ’ ἀναστήσῃ πέρα ’κεῖ, ὅπου κτυπᾷ ἡ καρδιά της.

Ὥς τότε θὰ σὲ βλέπωμε ’σὰν πολικὸ ἀστέρι,
θὰ ψάλλωμε ταῖς νίκαις σου κ’ ἐλεύθερη πατρίδα,
καὶ σὺ τὴ νύκτα, ’σὰν φυσᾷ χαρούμενο τ’ ἀγέρι,
στέλλε ’ςτὴ θάλασσα γλυκειὰ παρηγοριὰ κ’ ἐλπίδα·