Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 139.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
139

ὡς οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἰδέαν παρηγορεῖτο ὁ νέος μυλωθρὸς δι’ ὅσα ὑπέφερεν ἀπόψε. Ἠπίως καὶ μὲ γλυκὺ χαμόγελο εἰς τὰ χείλη, ἀπεδίωκεν ἀπ’ ἐπάνω του τοὺς Καλικαντζάρους, μὴ θέλων νὰ δείξῃ καθόλου τὴν δυσαρέσκειάν του, ἐκ φόβου μὴ πάθῃ χειρότερα.

— Μὰ ’συχάστε λοιπὸν νὰ σᾶς πῶ! ἐψιθύριζε.

— Ἔλα λέγε…

— Καθῆστε πρῶτα χάμου…

Ἠκούσθη εὐθὺς ἓν φάπ! δυνατὸν φάπ!, ὡς νὰ διερράγη αἴφνης εἰς τὴν γῆν κἀμμία κύστις πλήρης ἀέρος καὶ ὅλοι οἱ Καλικάντζαροι εὑρέθησαν καθισμένοι πέριξ, ὅμοιοι πρὸς μικρὰ καρβουνάκια, κεχυμένα χαμαί. Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἀνέμενον περίεργοι τοὺς λόγους τοῦ Γιαννάκη, οὗτος σιωπηλὸς, μὲ ἦθος σοβαρὸν, ἀπέσυρε τὴν σούβλαν ἀπὸ τῆς πυρᾶς καὶ ἐξάγων ἕν ἕν τεμάχιον, ἔτρωγε βεβιασμένως, ὡσεὶ βουλιμιῶν.

— Ἔλα, θὰ μᾶς πῆς! εἶπον πολλοὶ Καλικάντζαροι, ἀνυπομονοῦντες.

— Μπρὲ θὰ μᾶς πῆς! προσέθηκε κἄπως θυμωδῶς καὶ ὁ Μπάμπακας.

Ὁ Μπάμπακας ἦτο γερόντιον μὲ γενειάδα λευκὴν καὶ μακρὰν, ὅσον δύο ὀργυιὲς καὶ ἀπὸ κάθε τρίχα της ἐκρέματο καὶ ἕνας μικρὸς Καλικάντζαρος, ὅπως εἰς τοὺς κλῶνας οἱ καρποὶ τοῦ φοίνικος. Εἰς τὴν χεῖρα ἐκράτει μακρὰν λεπτὴν ῥάβδον διὰ τῆς ὁποίας ἐπεβάλλετο εἰς τοὺς ἄλλους καὶ προεῖχεν ὁλοκλήρου τοῦ ὁμίλου. Τὸ γερόντιον ἤδη πλῆρες θυμοῦ διὰ τὴν σιωπὴν τοῦ Γιαννάκη, ἔνευσε πρὸς τοὺς Καλικαντζάρους, ὡς στρατηγὸς, διατάσσων τὴν διαρπαγὴν κυριευθείσης πόλεως. Εὐθὺς οὗτοι ὥρμησαν ἐπὶ τῆς σούβλας καὶ ἐσκόρπισαν κατὰ γῆς, λακπατοῦντες τὰ τεμάχια τοῦ κρέατος.

— Τρίτσι, τρίτς!… τρίτσι, τρίτς!… ἐγρύλλισαν ὅλοι, εἰρωνικῶς προσβλέποντες τὸν Γιαννάκην.

Ὁ μυλωθρὸς εἶχε φάγει ὀλίγον καὶ ἂν δὲν εἶχε χορτασθῇ τελείως τοὐλάχιστον κἄτι συνεκράτησε τὴν πεῖνάν του. Ὥστε δὲν τὸν ἔμελλε καὶ τόσον διὰ τὸ κρέας. Θυμωθεὶς ὅμως πολὺ διὰ τὴν εἰρωνείαν μεθ’ ἧς τῷ ὡμίλουν, ἔλαβεν ἀνημμένον δαυλὸν καὶ ἔρριψεν αὐτὸν ἐν μέσῳ τοῦ ὁμίλου τῶν Καλικαντζάρων.

— Τρίτσι, τρίτς!… τρίτσι, τρίς!…