Θέλεις νὰ γείνῃς ποιητής;
’στὴν Λευκάδα νὰ κατοικῇς.
Ἂν τοὺς σεισμοὺς φοβᾶσαι,
μακρὰν τῆς Λευκάδος νὰ κοιμᾶσαι!
Ταξειδιῶτα, ὄασιν θὰ εὕρῃς ἐν Λευκάδι
καὶ περιποίησιν καλήν, τὸν οἶκον Μεγαγιάννη!
Εἰς στιβάδα ἀπὸ ἄνθη,
ἓν ἂς ῥίψῃ ὁ καθείς,
τοῦ δικαίου ἐὰν θέλῃ
νὰ καλῆτ’ ἐκτιμητής!
Καὶ ἤδη τὸ μανδήλιον πρὸς στιγμὴν ὑπὸ τοὺς ῥώθωνας. Πρόκειται περὶ στίχων ἀρωματικῶν·
Εἰς τὴν Λευκάδα ἀφιχθεὶς παρὰ τὴν προσδοκίαν,
Ἄλλο τι δὲν ἀπήντησα εἰμή τὴν ἀνίαν!
Ὁ ὀφθαλμὸς ἀπλανὴς ζητῶν καλαισθησίαν,
Τὰ οὖρα καὶ τὰ κόπρανα ἀπήντ’ εἰς τὴν πλατεῖαν.
Τῆς πόλεως, ὡς φαίνεται, οἱ Μέντορες κ’ ἡγέται,
Τῆς τόσης ἀκομψότητος θὰ ἦνε οἱ ἡγέται.
Πλὴν, δόξα εἰς τὸν Ὕψιστον, παρὰ τῷ Μεγαγιάννῃ
Εὗρον τὴν περιποίησιν κι’ ἃς χάνῃ ὅ,τι κάνει.
Τοιοῦτοι καὶ παραπλήσιοι στίχοι εἶναι πολυάριθμοι. Ἔρχονται κατόπιν οἱ λακωνικοὶ συγγραφεῖς, ὧν εἷς ἠθέλησε νὰ φανῇ ἐφάμιλλος τοῦ Καίσαρος. Ἰδού:
Ὁ νοῶν νοήτω!
Οὐαὶ τῷ ἐλθόντι εἰς Λευκάδα καὶ μὴ ζητήσαντι τὸ ξενοδοχεῖον Μεγαγιάννη.
Ο. Δ. ἰατρός.