Καλλιόπη φέρουσα τὸ κύπελλον εἰς τὸ στόμα. — Ὥστε ἀπ’ ἐμὲ ἐξαρτᾶται.
Μαλσταμίδης πίνων. — Ἀπὸ σᾶς καὶ μόνον ἀπὸ σᾶς.
Καλλιόπη ἀφοῦ ἔπιεν ἀποθέτουσα τὸ κύπελλον ἐπὶ τῆς τραπέζης. — Τότε εἴμεθα σύμφωνοι.
Μαλσταμίδης περιχαρής. — Κύριε Ξυλαράκη, λαμβάνω τὴν τιμὴν νὰ σᾶς ζητήσω τὴν χεῖρα τῆς ἀνεψιᾶς σας.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Αἴ;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος περιχαρής. — Τὴν χεῖρά της;… Ἀκοῦς ἐκεῖ… καὶ τὰς δύο μάλιστα!
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἰδίᾳ. — Αὐτὸς εἶνε τρελλός!
Μαλσταμίδης. — Κυρία Καλλιόπη, δύναμαι νὰ ἐλπίσω ὅτι ἡ αἴτησίς μου…
Καλλιόπη. — Ἐγώ, μὲ μεγάλην μου εὐχαρίστησιν τὴν δέχομαι· τί λέγει ὅμως καὶ ἡ θεία…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ἀλλά, Καλλιόπη μου… αὐτὸ ἦτο τὸ σχέδιον τῆς θείας σου καὶ αὐτὴν ἐρωτᾷς; Εἰς αὐτὴν ὀφείλεις τὸ πᾶν…
Ἡ κ. Ξυλαρ. ἰδίᾳ μόλις συνέχουσα τὴν ὀργὴν αὐτῆς. — Ἄ!…
Καλλιόπη. — Ἂν εἶνε ἔτσι.... τότε, κύριε Μαλσταμίδη, δὲν ἔχω παρὰ νὰ ἐκπληρώσω τὴν ἐπιθυμίαν τῆς θείας μου.
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἐγειρομένη ἰδίᾳ. — Θὰ σκάσω!…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἐγειρόμενος μετὰ τῶν ἄλλων. — Φέρε μας ἔξω τὸν καφέ μας, παιδί.
Ἡ κ. Ξυλαράκη πλησιάζουσα κρυφίως τὸν Μαλσταμίδην καὶ κατακνίζουσα μανιωδῶς τὸν βραχίονά του. — Προδότα!
Μαλσταμίδης τρίβων τὸ πληγωθὲν μέρος. — Ἄ!…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος προσφέρων τὸν βραχίονά του τῇ κυρίᾳ Ξυλαράκῃ καὶ ἐξερχόμενος εἰς τὸ ἀνάβαθρον. — Τὸ σχέδιόν σου ἦτο περίφημον!… Ἆ, τί χαρὰν μοῦ ἔδωσες!…
Καλλιόπη λαμβάνουσα τὸν βραχίονα τοῦ Μαλσταμίδου καὶ ἀκολουθοῦσα τὸν θεῖον αὐτῆς. — Τώρα εἴμεθα ἴσα κ’ ἴσια… Μ’ ἐσώσατε ἀπὸ τὸ λουτρόν, σᾶς σώζω… ἀπὸ τὴν θείαν μου!…
Μαλσταμίδης περιχαρής. — Ἆ, Καλλιόπη μου… μὴ λέγῃς τίποτε ἐναντίον της… τὸ σχέδιόν της ἦτο λαμπρόν… θὰ σοῦ τὰ εἰπῇ κατόπιν ὅλα… καὶ εὐχάριστον εἶνε ὅτι ἐπέτυχεν… ἀνάποδα!
Δημητριοσ Α. Κορομηλασ.