Μαλσταμίδης δυσανασχετῶν. — Στάσου νὰ σοῦ εἰπῶ....
Ἡ κ. Ξυλαράκη βλέπουσα τὸν κ. Ξυλαράκην. — Σιωπὴ.... ὁ Ἰσίδωρος....
Μαλσταμίδης ἰδίᾳ πνίγων στεναγμόν. — Κακὰ ἔμπλεξα… καὶ νὰ ἰδοῦμεν πῶς θὰ ξεμπλέξω.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ἆ, ἐκαθήσατε;
Ἡ κ. Ξυλαράκη — Ποῦ εἷνε ἡ Καλλιόπη;
Ὁ κ. Ἰσ. — Τώρα ἔρχεται. [Καθήμενος] τῆς εἶπες τίποτε;
Ἡ κ. Ξυλαράκη — Τί νὰ τῆς εἰπῶ;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Διότι τὴν ηὗρα κλαμμένην. [Τῷ ὑπηρέτῃ] Φέρε μας λοιπὸν νὰ φᾶμε.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Διατί ἔκλαιεν;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ξεύρω κ’ ἐγώ;
Μαλσταμίδης ἰδίᾳ. — Τώρα πρέπει ν’ ἀρχίσω νὰ περιποιοῦμαι καὶ τὴν κυρίαν Καλλιόπην.... Ἂμ δὲν θὰ τὴν περιποιηθῶ; τύχην νἄχῃ!.... Διατὶ νὰ τὴν περιποιηθῶ; διὰ νὰ ρίξωμεν στάκτη ’ς τὰ μάτια τοῦ κυρίου ἀπ’ ἐδῶ; Μοὶ εἶνε ἀδιάφορον!.... [Βλέπων κύκλῳ τοὺς καθημένους εἰς τὰς ἄλλας τραπέζας] Πουθενὰ δὲν εἶναι.... θὰ ἔφυγε.... Τί ὡραία ποῦ ἦτο....
Ὁ κ. Ἰσίδωρος — Ἡ σοῦπά σου θὰ κρυώσῃ, Ἀλέξανδρε.
Μαλσταμίδης συνερχόμενος ἐκ τῆς ρέμβης αὐτοῦ. — Ἆ, μοῦ τὴν ἔφεραν; [Τρώγων] Καὶ ἔχει μία γλύκα....
Ὁ κ. Ἰσίδ. — Ναὶ, δὲν σοὶ φαίνεται; πολὺ γλυκειὰ εἶνε…
Μαλσταμίδης παρακολουθῶν ἐν ἀφαιρέσει τὴν ἰδέαν αὐτοῦ. — Καὶ τὰ μάτια της ἐκεῖνα....
Ὁ κ. Ἰσίδ. ἔκπληκτος. — Ποιὰ μάτια;… δὲν λὲς γιὰ τὴ σοῦπα;
Μαλσταμίδης συνερχόμενος. — Ναὶ, ναὶ, γιὰ τὴ σοῦπα, γιὰ τὰ μάτια ποῦ σχηματίζονται.... ἀπὸ τὸ πάχος....
Ἡ κ. Ξυλαράκη — Ἐγὼ τὴν ηὗρα πάλιν πολὺ ξυνὴν....
Ὁ κ. Ἰσίδωρος μειδιῶν. — Διαφορὰ γεύσεως, Χαρίκλειά μου· διαφορὰ γεύσεως. Ὀλίγον κρασί, Ἀλέξανδρε;
Μαλ. τείνων τὸ κύπελλον ὅπερ ὁ Ξυλαράκης πληροῖ. — Εὐχαρίστως.
Ὁ κ. Ἰσίδωρ. — Ἀπόψε θὰ τὸ ῥίξωμεν ἔξω· σὲ προειδοποιῶ.
Μαλ. αἴρων τὸ κύπελλον. — Κύριε Ξυλαράκη, εἰς τὴν ὑγείαν σας.
Ὁ κ. Ἰσ. βλέπων τὴν Καλλιόπην. — Ἔλα λοιπόν, Καλλιόπη..
Καλλιόπη καθημένη. — Μὲ συγχωρεῖτε, θεῖέ μου....