Ἡ Νεᾶνις. — Ἀλλ’ ἡ κυρία Ξυλαράκη τί θά γείνῃ;
Μαλσταμίδης ἐκθύμως. — ’Σ τὸν διάβολον καὶ ἡ κυρία Ξυλαράκη καὶ ὁ κύριος Ξυλαράκης μαζῆ.
Ἡ Νεᾶνις. — Ἄ, ὄχι αὐτός.... εἶνε θεῖος τῆς Καλλιόπης.
Μαλσταμίδης γελῶν. — Αἴ, πρὸς χάριν τῆς Καλλιόπης ἂς μείνῃ αὐτός.
Ἡ Νεᾶνις. — Καὶ νὰ πάγῃ μόνον ἡ κυρία;
Μαλσταμίδης. — Ναί.
Ἡ Νεᾶνις. — Πολὺ καλά· θὰ ἐρωτήσω τὴν γνώμην τῆς Καλλιόπης.
Μαλσταμίδης ἔντρομος. — Διατί;
Ἡ Νεᾶνις. — Διὰ νὰ μοῦ εἰπῇ ἂν πρέπῃ νὰ δεχθῇ τὰς προτάσεις σας.
Μαλσταμίδης. — Ἀλλ’ αὐτὴ θὰ σᾶς ἀποστρέψῃ.
Ἡ Νεᾶνις. — Ποῦ τὸ ἠξεύρετε;
Μαλσταμίδης. — Ἔπειτα ἀπὸ ὅσα σᾶς εἶπεν…
Ἡ Νεᾶνις. — Μπᾶ, δὲν πιστεύω, διότι σᾶς συμπαθεῖ μάλιστα πολύ.
Μαλσταμίδης. — Τὴν εὐχαριστῶ, ἀλλ’ ἠμπορῶ νὰ περάσω καὶ χωρὶς τὴν συμπάθειάν της.
Ἡ Νεᾶνις. — Μὰ τί ἔχετε ἐναντίον της;
Μαλσταμ. — Πρῶτον εἶνε ἄσχημος… ἔπειτα εἶνε κουτή.
Ἡ Νεᾶνις. Ἀλλ’ ἀφοῦ δὲν τὴν εἴδατε πρὸ τεσσάρων ἐτῶν.
Μαλσταμίδης. — Μοῦ τὸ εἶπεν ἡ θεία της.
Ἡ Νεᾶνις. — Ἡ κυρία Ξυλαράκη;
Μαλσταμίδης — Ναί.
Ἡ Νεᾶνις. — Ἆ. σᾶς τὸ εἶπεν ἡ θεία της!… [Ἐγειρομένη ἐν ταραχῇ]. Ἔχει πολὺ ἄδικον ἡ θεία της… [τρεπομένη εἰς φυγὴν ταχέως καὶ γελῶσα νευρικῶς]. Πολὺ ἄδικον!
Μαλσταμίδης ἐγειρόμενος. — Σταθῆτε, ποῦ πάτε;… [προσπαθῶν νὰ διακρίνῃ ἐν τῷ σκότει]. Κυρία μου… [Ἱστάμενος ἐνεός]. Τίποτε… ἐχάθη!… Καὶ νὰ μὴ μάθω ποία εἶνε!… [Βαίνων πρὸς τὸ ξενοδοχεῖον]. Δὲν εἷνε ζήτημα· μ’ ἐξετρέλλανε… καὶ αὔριον θὰ πάγω νὰ τὴν ζητήσω ἀπὸ τοὺς γονεῖς της… Ναί, μὰ ποῖοι εἶνε οἱ γονεῖς της;… Ἆ, θὰ τοὺς μάθω ἀπὸ τὴν Καλλιόπην… Καὶ ἰδοὺ ὅτι πρέπει νὰ περιποιηθῶ τὴν κυρίαν Καλλιόπην, ὄχι διὰ νὰ ἐκτελέσῃ τὸ σχέδιον τῆς Χαρικλείας, ἀλλὰ