Μαλσταμίδης. — Μαζῆ σου ἐγὼ θὰ ἔχω ἄδικον βεβαίως.
Ἡ κ. Ξυλ. — Ἄφησε τὰς γενναιοδωρίας σου κατὰ μέρος…
Μαλσταμίδης (ἐρευνῶν ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ.) — Ποία ἦτο αὐτή; [Αἴφνης ὡσεὶ ἐνθυμούμενος]. Ἆ, ἆ… ἕνα ἀσχημοκόριτσο… μαῦρο, μαῦρο…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ναί, ναί· ἡ Καλλιόπη.
Μαλσταμίδης. — Καλλιόπη· ἔχεις δίκαιον, τὴν ἐνθυμοῦμαι. Εἶνε πάντοτε ἔτσι ἄσχημη;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Δὲν ἤλλαξε καθόλου.
Μαλσταμίδης σταυρῶν τοὺς βραχίονας. — Καὶ μοῦ προτείνεις νὰ τῆς κάμνω κόρτε;.. ἐγώ;..
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Μὰ ἀφοῦ εἶνε ἄσχημη.
Μαλσταμίδης. Ἕνας λόγος διὰ νὰ ἀρνηθῶ.
Ἡ κ. Ξυλαράκη μειδιῶσα. — Γιὰ κύτταξέ με καλά· οὔτε χωρατὰ σὲ παρακαλῶ νὰ μὴ τὰ λέγῃς αὐτά.
Μαλσταμίδης. — Μὰ εἶνε δυνατὸν ν’ ἀπαιτῇς…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Θὰ τὴν ἰδῇς, εἶνε ἐδῶ…
Μαλσταμίδης. — Ἐδῶ; [Ζητῶν νὰ ἐγερθῇ]. Φεύγω…
Ἡ κ. Ξυλαράκη κρατοῦσα αὐτόν. — Καὶ νὰ ἀρχίσῃς μάλιστα ἀπὸ ἀπόψε.
Μαλσταμίδης μειδιῶν. — Ἀλλὰ, Χαρίκλειά μου…
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Νὰ τῆς δώσῃς γνωριμίαν κ’ ἐγὼ θὰ εἰπῶ τοῦ Ἰσιδώρου ὅτι σοῦ ἀρέσει πρὸ πολλοῦ.
Μαλσταμίδης. — Καὶ λέγεις νὰ τὸ πιστεύσῃ αὐτός;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ποιὸς, ὁ Ἰσίδωρος; Ὅλα τὰ πιστεύει… τὸν ἔχω συνειθίσει ἐγὼ περίφημα.
Μαλσταμίδης. — Καὶ αὐτή;… ἂν καταλάβῃ τίποτε;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ποιά; ἡ Καλλιόπη;… εἶνε ἕνα κουτὸ πλάσμα!… δὲν φαντάζεσαι τὶ κουτὴ ποῦ εἶνε.
Μαλσταμίδης. — Ἄσχημη καὶ κουτή!… ὡραία μὲ διώρθωσες…
Ἡ κ. Ξυλαράκη ὑπερηφάνως. — Βλέπεις σχέδιον....
Μαλσταμίδης σκοπίμως. — Καὶ δὲν φοβεῖσαι μήπως, μὲ ὅλην της τὴν κουταμάραν, πιστεύουσα εἰς τὰς περιποιήσεις μου, μὲ ἀγαπήσῃ ἐπὶ τέλους;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Τί ἰδέαν πρέπει νὰ ἔχῃς περὶ τοῦ ἑαυτοῦ σου!