Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 342.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
342

παραστῇ ἄλλοτε εἴς τινα τῶν φοβερῶν αὐτοῦ ἐκρήξεων καὶ τῷ ἐφαίνετο ἤδη ὅτι ἀνεκάλυπτε περίεργον ὁμοιότητα τῶν τρομερῶν ἐκείνων κρατήρων μετὰ τῶν παραδόξων αὐτῶν φλογῶν, αἵτινες ὑψοῦντο ἐκ τοῦ μικροῦ ἐκείνου νέφους. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι τὸ ἡφαίστειον ἐκεῖνο ἔκειτο ἐπὶ στερεᾶς γῆς, ἐνῷ τὸ προκείμενον ἔκειτο ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Ἀλλὰ τοῦτο ἴσα, ἴσα τῷ ἐπέβαλλε νὰ ἐρευνήσῃ περισσότερον. Ἐπὶ τῇ ἰδέᾳ ταύτῃ, ἐνόμισεν ὅτι διὰ μέσου τῶν φλογῶν διέκρινε μαῦρόν τι πρᾶγμα, εἰς σχῆμα νησιδίου, ἀναμφιβόλως μέγα τεμάχιον τιτανώδους γῆς ἐκ τῆς ὁποίας ἐξεπέμποντο αἱ πύρινοι ἐκεῖναι γλῶσσαι. Ὁ καλὸς πλοίαρχος δέν εἶχε πλέον κανένα δισταγμὸν ὅτι ἀνεκάλυψαν ἄγνωστον ἕως τότε ἡφαίστειον. Πλήρης λοιπὸν πεποιθήσεως διὰ τὴν σπουδαιότητα τῆς ἀνακαλύψεως ταύτης ἐξέβαλε τὸ σημειωματάριον, ἔγραψε τὰς λεπτομερείας, ἐσημείωσε τὸ γεωγραφικὸν πλάτος εἰς τὸ ὁποῖον ἔκειτο, ἐζήτησε τὸ ἡμερολόγιον τοῦ πλοίου διὰ νὰ ἐγγράψῃ τὸ νέον τοῦτο συμβὰν καὶ μέχρις οὗ τὸ φέρουν παρεδόθη εἰς γλυκεῖς ῥεμβασμοὺς περὶ τῆς ἐντυπώσεως τὴν ὁποίαν θὰ ἐπροξένει εἰς τὸν ἐπιστημονικὸν κόσμον. Μετὰ τὴν σκέψιν ταύτην ἔρριψε πάλιν τυχαίως τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸ μέρος τοῦ ἡφαιστειώδους νησιδίου, ἀλλὰ πρᾶγμα παράδοξον! τὸ ἡφαίστειον εἶχεν ἀλλάξει θέσιν. Ἐπέστησε περισσότερον τὴν προσοχήν. Πράγματι, διέκρινεν ὅτι ἡ φλὸξ ἐκείνη διηυθύνετο βραδέως πρὸς δυσμάς. Τὸ πρᾶγμα καθίστατο σπουδαιότερον, παραδοξώτερον, ἐκπληκτικώτερον ἢ ὅσον ἐφαντάσθη. Τὸ ἡφαίστειον ἐκεῖνο δὲν ἦτο ἁπλοῦν ἡφαίστειον, τυχαῖον, κοινὸν ἡφαίστειον ὅπως ὅλα τὰ ἡφαίστεια τοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἡφαίστειον ἔκτακτον, περίεργον, θαυμάσιον, ἡφαίστειον τὸ ὁποῖον ἡ φύσις ἐδημιούργησεν ἀναμφιβόλως μόνον καὶ μόνον ὅπως δοξάσῃ ἕνα Ἄγγλον, ἡφαίστειον τέλος τὸ ὁποῖον δὲν ἠδύνατο ἢ νὰ συγκινήσῃ ὁλόκληρον τὴν ἐπιστήμην διότι ἔπλεεν ἐπὶ τῶν ὑδάτων!! Ὁ πλοίαρχος ἐκάθησεν. Ἡ συγκίνησις ὑπερέβαινε τὰς δυνάμεις του. Διηύθυνε πάλιν τὸ τηλεσκόπιον πρὸς τὴν προχωροῦσαν φλόγα. Ὁ καπνὸς ἐξήρχετο τόσῳ μέλας, καὶ αἱ φλόγες ἦσαν τόσῳ ὑποκύανοι, ὥστε δὲν ἐπετρέπετο πλέον καμμία ἀμφιβολία εἰς ἓν ἀληθὲς τέκνον τῆς ἐπιστήμης. Πρὸς στιγμὴν μάλιστα, ἐνόμισεν ὅτι ὁ ἄνεμος ἔφερε μέχρις αὑτοῦ ἐλαφρὰν ὀσμὴν θείου, δυσδιάκριτον βεβαίως εἰς ἄνθρωπον μὴ ἐμπεπλησμένον ὑπὸ τοιούτων ἰδεῶν. Ὁ ἐνθουσιασμός του δὲν εἶχε πλέον ὅρια. Ἡ διπλῆ ἐκείνη ἀνακάλυψις ἐσύγχυζε τὸν νοῦν του. Ἠγέρθη πάλιν καὶ ἤρχισε νὰ περιπατῇ μετὰ χαρᾶς ἐπὶ τοῦ καταστρώματος, περιφρονῶν ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ πλέοντος ἡφαιστείου του καὶ μετέωρα καὶ φωσφορώδεις ἀτμίδας καὶ ὑφάλους καὶ χάρτας καὶ πηδάλια καὶ πᾶσαν τέλος ἀνακάλυψιν καὶ πᾶν φυσικὸν φαινόμενον, ὅπερ δὲν εἶχε τὸ προτέρημα νὰ πλέῃ ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Πλήρης συγκινήσεως ἔλαβε τὸ βιβλίον καὶ μὲ τρέμουσαν χεῖρα ἔγραψε τὸν διπλοῦν