Η ΧΗΡΑ. Ὤ! Θεέ μου! οὔτε νὰ βλέπω πλέον ἄνδρας ἄλλους ἠμπορῶ, διότι νομίζω ὅτι ἐγκληματῶ εἰς τὴν μνήμην τοῦ μακαρίτου! Ο ΧΗΡΟΣ. Κυρία μου, δὲν σᾶς γνωρίζω· ἀλλὰ πρέπει νὰ παρηγορηθῆτε· Εἶμαι κ’ ἐγὼ ὁμοιοπαθής…
Η ΧΗΡΑ. Ἆ! ἐπάθατε λοιπὸν καὶ σεῖς, Κύριε, ὁμοίαν συμφορὰν τῆς ἰδικῆς μου; Πόσον σᾶς συλλυποῦμαι! Ο ΧΗΡΟΣ. Τότε ἐλᾶτε νὰ ἑνώσωμεν τὰς συμφορὰς καὶ τὰ δάκρυά μας… Δύο λῦπαι κάμνουν μίαν χαράν....
Ο ΧΗΡΟΣ. Μοῦ ὁρκίζεσθε ἀγάπην, ἐνῶ τὰ ὄμματά σας εἶνε ὑγρὰ ἀκόμη ἀπὸ τὰ δάκρυα τοῦ μακαρίτου… Η ΧΗΡΑ. Ἄχ! Δὲν ἠξεύρετε πόσον τοῦ ὁμοιάζετε. Κ’ ἐκεῖνος ἦτο τόσον καλὸς καὶ εὐγενής!