’Κεῖνοι ποῦ κράζουνε βωβοὺς τοὺς τάφους βλασφημοῦνε!
–Πουλὶ, αὐτὰ μου φαίνονται ὅλα τὰ εἶπες· ὅμως
Δὲν μοὔπες κάτω πῶς περνᾶ ’ς τὸ ἔρημο τὸ χῶμα·
Δὲν σὲ ἀφίνει νὰ τὰ πῇς ἡ φρίκη καὶ ὁ τρόμος....
Καθὼς τὸν ’βάλαμε ’ςτή γῆ ὁ ἴδιος εἶν ἀκόμη;
Ὁ ἴδιος, ἀπαράλλακτος; ἢ μὴ ὁ μαῦρος τάφος
Ἔβαλε χέρι ’σὲ Θεοῦ χαρτὶ ὁ πλαστογράφος;
Εἰς τὸ πλατὺ του μέτωπο ἠ ’ξαστεριὰ ἀπομένει,
Κ’ ἡ ἄσπρη φουστανέλλα του, τὸ χῶμά του λευκαίνει;
Τ’ ἀνάβλεμμά του ἀπέμεινε, ἡ λεβεντιὰ, τ’ ἀγέρι;
Καὶ σείν’ ἀκόμη καὶ ’ς τὴ γῆ τὸ φτερωτό του χέρι;
’Σ τὸν τάφο ἀηδόνι ἐβάλαμε· τὴν ἔχει τή λαλιά του;
Ἀητὸ τοῦ παραδώσαμε· τὰ ἔχει τὰ φτερά του;
–Ὁ τάφος εἶνε ἄπιστος, δὲν ἔχει ἐμπιστοσύνη
Καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κληρονομεῖ καὶ σβύνει,
Τὸν κάνει χῶμα τὸ Θεό… βουβαίνει κάθ’ ἀηδόνι,
Πέρνει τ’ ἀητοῦ τή λεβεντιὰ, τὸν νοῦ τὸν κάνει σκόνη,
Ἀστέρια ’ς τὸ σκοτάδι του τὰ δυό μας μάτια δίνει
Καὶ μὲ τὰ κάλλη τοῦ κορμιοῦ τὴν ἀσχημιά του ντύνει.
Γιὰ τοῦτο γίνετ’ ἐκκλησιά γι’ οὐτὸ ’ς τὰ χώματά του
Ῥιζόνει ἅγιος σταυρὸς κι’ ἁπλόνει τὴ σκιὰ του.
Καὶ τὸ πουλὶ ἑσώπασε· – Πὲς μου, πουλί μου, ἀκόμα,
Μέσα ’ς τὸν τάφο κ’ ἡ καρδιὰ πεθαίνει μὲ τὸ σῶμα;
Τίποτ’ ἀπ’ τὴν ἀγάπη της καὶ μνήμη δὲν τῆς μένει;
Ἄχ! ὅταν χάνεται ἡ καρδιὰ καὶ ὁ Θεὸς πεθαίνει!..
–Αὐτὸ εἷνε τὸ τρομερὰ ποῦ ζῇ, καὶ μέσ’ ’ς τὸ χῶμα·
Μακάρι νὰ νεκρόνουνταν ἀντάμα μὲ τὸ σῶμα!..
Μονάχη ζῇ, ’ς τὰ σκοτεινὰ, ’ς τὸ κρύο καὶ ’ς τὸ κρῖμα,
Ἔχει τὰ φείδια συντροφιὰ, τὸν τρόμο προσκεφάλι,
Μ’ ἀλήθεια ἔχει τὸ Θεὸ ἀγκαλιστὰ ’ς τὸ μνῆμα
Καὶ τοῦ Σωτῆρα τὸ σταυρὸ ἐπάνω ’ς τὸ κεφάλι,