Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1887) - 067.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
67


Τώρα ὅμως τ’ ἁμαρτήματα θυμοῦμαι
καὶ τρομάζω κι’ οὔτε πειὰ τὴν ἀγαπῶ,
τὴν ἀρνοῦμαι, τὴν ἀρνοῦμαι, τὴν ἀρνοῦμαι
καὶ ’ςτὸν Πλάστη μου μὲ θάρρος θὰ τὸ ’πῶ.

Μοὖπ’ ὁ ἄγγελος: ἀγάπησες μὲ πόνο!
συγχωρεῖσαι γιατὶ ξέρεις ν’ ἀγαπᾷς,
τώρα ἔλπιζε ’ςτὸν Πλάστη σου καὶ μόνο
κ’ ἔλα σήκω, ’στόν παράδεισο θὰ πᾷς.

Μόλις ἄρχισε τὰ σίδερα νὰ λύνῃ
γιὰ νὰ φύγωμ’ ἀπ’ τὴν κόλασι μαζῆ,
ἄχ! ἐγύρισα κι’ ἀντίκρυσα ἐκείνη
ποὺ τὴν ἔφερναν ’ςτὴν κόλασι νὰ ζῇ.

Χαμογέλασε, μ’ ἐκύτταξε καὶ λίγο,
καὶ μοῦ ἄναψ’ ἡ ματιά της τὸν καϋμό....
—Σῦρε, ἄγγελε, τοῦ εἶπα, δὲν θὰ φύγω,
καὶ τὴν κόλασι μαζῆ της προτιμῶ!…

Β΄.

Σὰν ἐξύπνησα τὴν ηὗρα ’ςτὸ πλευρό μου,
καὶ τῆς εἶπα: μέσ’ ’ςτὴν κόλασι θὰ πᾷς
γιατὶ τὤδα ζωντανὰ μέσ’ ’ςτ’ ὄνειρό μου....
χαμογέλασε καὶ μοὖπε: μ’ ἀγαπᾷς;

Ιωαννησ Πολεμησ