Σελίδα:Γράμματα Αρ.2 (1911) - 33.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


═ΓΡΑΜΜΑΤΑ

ΤΟ ΒΛΗΣΙΔΙ
ΔΙΗΓΗΜΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ

— Νὰ ’νειρευόμουνα κἐγὼ κανένα· βλησίδι[1] εἶπεν ἡ φιλαινάδα μου ἡ Γιαννιώτισσα, τὴν ὥρα ποῦ ἔσπρωχνε γιὰ δεύτερη φορὰ τὸ καφφόμπρικο μέσ’ στὴ θρᾷκα καὶ ἄρχιζε νὰ φουσκώνῃ μαλακὰ ὁ καφφές.

— Ναὔρισκα ἕνα βλησίδι σἄν τὴ Σάντα.

— Ποιὰ Σάντα;

— Αὐτήνη ποῦ βλέπεις τώρα στὰ σοκκάκια μπανταλή, σἄν ἀγρίμι, τὴ Σάντα· δὲν τὴν ξέρεις;

— Πῶς δὲν τὴν ξέρω! τὴ Σάντα, ποῦ εἶναι ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν μικρῶν παιδιῶν, ποῦ παραδέρνει ζάρκα[2], σὲ κακὴ κατάστασι στὰ χιόνια καὶ στοὺς ἥλιους, τὴ μπανταλο-Σάντα;

— Αἴ! αὐτήνη, γυιέ μου, ἤτανε μιὰ φορὰ κυρὰ μεγάλη στὸ χωριό της, μὰ τὸ κακό της κεφάλι, γιὰ νὰ μὴ δώσῃ στὴν Τύχη τὸ κορμπάνι ποῦ ἔπρεπε καὶ γιὰ νἆναι καὶ στερημένη τὴν κατάντησε ἔτσι ὁ Θεός,—μεγάλη ἡ δόξα του.

— Μὰ τὶ κορμπάνι; ἀπὸ ποιὸ χωριὸ εἶναι;

— Ἔτσι μὲ ρωτᾷς νὰ σοῦ τὰ λέω καὶ κατόπι μὲ κάνεις τσουμέντο[3] καὶ μοῦ λὲς τσότσο καὶ χαλασιά μου καὶ νἀντοὖχε πέσῃ ἡ καταρροή.

—Ὄχι· τώρα δὲ σὲ κάνω τσουμέντο.

— Κάμε ὅρκο.

— Βαλλαὴ ποῦ δὲ σὲ κάνω.

— Ἄλλος τζανανὲς[4] κιαὐτός· μὰ ἄς εἶναι ἐγὼ θὰ στὸ πῶ γιὰ νὰ μὴν τὴ λυπᾶσαι· καὶ πὲς ἐσὺ ὅ,τι θέλεις· μὰ πιὲ πρῶτα τὴν καφφέ σου μὴν κρυώσῃ· στρίψε μου κἐμένα ἕνα τσιγάρο ποῦ μἀρέει μὲ τὴν καφφὲ νὰ τὸ τραβάω· Ἔτσι· τώρα τὸ λοιπόν, αὐτὴ ἡ Σάντα ἤτανε ἀπόνα χωριὸ ἐδῶ ὄξω, δὲν ξέρω. κἄν ἀπὸ τὰ Κούρεντα, κἄν ἀπὸ τὰ Γραμμενοχώρια· νὲ ἰσὲ[5] καὶ ἤτανε λένε στὰ νειᾶτα της ὀξωτική, ὀξωτική[6] μὺτ’ κοκκαλένια, ἀλήθεια· εἶχε καὶ μιὰν ἀδερφὴ ἄλλη, χήρα· ἐκείνη δὲν ἤτανε τόσο ὄμμορφη, μὰ εἶχε καλύτερη ψυχή· καὶ ὀρφανὴ[7] ποῦ ἦταν, ἦταν λεημονητίνα καὶ θεοφοβούμενη ὅσο νὰ πῆς· ἅγια ψυχή, ἀκοῦς· μοῦ τἄλεε ἡ κυραμάννα μου[8], π’ τσ’ τἄλεε ὁ πάππης μου ποῦ ἦταν πρωτόπαππας καὶ πνευματικός, παππᾶς πάππου πρὸς πάππου ἀπὸ ἑφτὰ ζωνάρια. Αὐτήνη ἡ ἀδερφή της λοιπὸν ἤτανε ὀρφανή, χήρα καὶ εἶχε καὶ τρεῖς τσοῦπρες τῆς παντρειᾶς. Ἡ Σάντα ἦταν μικρότερη, νεοπαντρεμμένη καὶ εἶχε μοναχά ἕνα παιδί· ὁ ἄντρας της πλούσιος


  1. Εὕρημα, θησαυρός.
  2. Γυμνῂ
  3. Μὲ κοροϊδεύεις.
  4. Κοροϊδία.
  5. Ἄς εἶναι, δὲν πειράζει.
  6. Πολὺ ὡραία.
  7. Πτωχή.
  8. Οὕτω λέγεται ἐν Ἠπείρῳ ἡ μάμμη, ἡ πενθερὰ καὶ πᾶσα σεβαστὴ γραῖα.