Σελίδα:Γράμματα Αρ.1 (1911) - 09.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.

Ἡ περηφάνεια τῆς ἑστίας, ὅπου γνέθουν τὸ μαλλὶ
ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες, καθισμένη·
ὁ ὡραῖος υἱὸς ποὺ μεγαλώνει, ἐπιδέξιος στ' ἅρματα,
ἀνίδεος, ἁψύς·
ὁ Σύζυγος ποὺ μάταια ἐλπίζεται, πάντα προσμένεται
καί, κάθε βράδυ,
ὁ λύχνος ἀναμένος κάτω ἀπὸ τὸ νάρθηκα,
κίνημα ὑπομονετικὸ καλοσορίσματος
ἐκείνης ποὺ κοιμάται,
ἥσυχη καὶ δίχως χαρά,
χειρότερα: δίχως τύψη!

Ἔτσι εἶναι, ἔτσι εἶταν:
στὴν ὁδοιπορία καὶ στὴ στράτα,
ὅποιος στρέφει κι’ ἀμφιβάλλει
μήπως τὸ μέλλον δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ πηγαίνουν οἱ σκέψεις του,
βλέπει ἀπ’ αὐτὰ τὰ πράγματα τ’ ἀκίνητα καὶ νεκρὰ
καὶ συγκινεῖται
καὶ γυρίζει νὰ κουρταλήσει τὴ θύρα
ποὺ σφάλιξεν ἄλλοτες...
στὴ χήρα του!

Ἀλλοῦ,
ποιός ξέρει τί λοῆς ὄνειδος καὶ δυστυχία
ἀνοίγει, σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἐπιστρέφει, τὸ διπλὸ κίνημα
τῆς Πηνελόπης καθισμένης πλάϊ στὴν Κλυταιμνήστρα;
Ἐδῶ, κάθε ὑποδοχὴ εἶναι ἱερή:
ἐδῶ ἡ φλογερὴ ἁγνότη δημιουργεῖ ἐκ νέου
τὸ αἰώνιον αὔριο εἰρηνικό, τέτοιο
ὅπου, παρόμοια μὲ τὴν ἀδιάκοπη ἀνυφάντρα,
ἡ ζωὴ ξανακάνει τὴ νύχτα, ἐκεῖνο ποὺ ἐχάλασ’ ἡ μέρα,
καλοδεχοῦσα τὴν πᾶσαν ὥρα καὶ σεβαστή,
Ἰθάκη, ἀπὸ τὸ θάνατο, καί, μάλιστα, ἀπ’ τὴν ἀγάπη...
Γιατί ἡ ἀγάπη κι ὁ θάνατος πηγαίνουν, χέρι μὲ χέρι,
ἀπὸ τὰ μονοπάτια τῶν δασῶν κι’ ἀπ’ τοὺς μεγάλους δρόμους,
στὸ μισάνοιχτο κατώφλι τῆς ἡμέρας, ποὺ δὲν ἔχει αὔριον,
δὲν ξαναγυρίζουν πλέον...

9