Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο όρθρος των ψυχών

Από Βικιθήκη
Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Ο όρθρος των ψυχών


Τ’αστερια τρεμοσβύνουνε κ’ ἡ νύχτα εἶναι λίγη
μὲ φῶς χλωμὸ καὶ ἄρρωστο οἱ κάμποι ἀντιφεγγίζουν
κι ὁλόγυρά του, ὅπου στραφῇ τὸ μάτι σου, ξανοίγει
ἐδῶ κορμιὰ ἐκεῖ κορμιὰ στρωμένα νὰ μαυρίζουν.

Φίλους κ’ ἐχθροὺς ὁ θάνατος σ’ ἕνα τραπέζι σμίγει
ὅπου τἀγρίμια ἀκάλεστα με πεῖνα τριγυρίζουν·
χαρά στον ὅπου γλύτωσε, χαρά στον πὄχει φύγῃ,
μὰ ὅσους τὸ βόλι ἐξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.

Κι ἄξαφνα ὀρθὸς ὁ Σαλπιχτὴς πηδάει ὁ λαβωμένος,
στριγγὴ φωνὴ καὶ σπαραχτὴν ἡ σάλπιγγά του βγάζει
ποῦ λὲς τὸν ἴδιο της χαλκὸ — κι ὄχι αὐτιὰ — σπαράζει.

Μὰ δὲν ξυπνάει στὸ ὀρθρινὸ κανένας πεθαμένος,
μόν’ τὰ κoράκια φεύγουνε κοπαδιαστὰ σὰ νἆναι
τῶν σκοτωμένων οἱ ψυχὲς ποῦ στὰ οὐράνια πᾶνε.