Ο γκιώσος μου

Από Βικιθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ο γκιώσος μου
Συγγραφέας:


Ένα σαββατόβραδο του χειμώνα με πήρε ο πατέρας μου και πήγαμε στα χειμαδιά, γιατί είχε αρχίσει ο γέννος κι ήταν ανάγκη να δώση ό, τι οδηγίες χρειάζονταν στον αρχιπιστικό, καινούργιον ακόμα, ως ρογιασμένον εκείνον τον Άι-Δημήτρη και δεν ήξερε την ιδιαίτερη τάξη του κοπαδιού μας.

Εγώ ήμουν δεν ήμουν οχτώ χρονών τότε, αλλά ήξερα όχι λίγα πράματα τότε για την ηλικία μου ως προς και τα γίδια και τα πρόβατα. Ήξερα, παραδείγματος χάριν, τα ονόματα όλων των γιδιών και των προβατιών... Ήξερα δηλαδή ποιό πρόβατο λεγόταν λάγιο και ποιό μπέλο ποιό καλέσιο, ποιό κότσινο, ποιό μπάλιο και ποιό γίδι λέγοται νιάγκρο, ποιό φλώρα, ποιό κανούτο, ποιό μπούτσικο, ποιό μπράζο, ποιό καπνομπάρτζο, ποιό μετσένιο, ποιό σιούτο, ποιό σκουλαρικάτο, ποιό γκιώσο και τα λοιπά' ήξερα ακόμα από τα κέρατα των κριαριών και των γιδιών από πόσα αρνιά ή πόσα κατσίκια ήταν, καθώς και ποια πρόβατα είναι βδελλιασμένα και τα λοιπά' και τα ήξερα όλα αυτά, όχι βέβαια από καμιά μου εξαιρετική ευφυΐα, αλλά από μεγάλη εξοικείωση και συνήθεια, γιατί, αφόντας είχα γεννηθή, ανακατωνόμουν πάντα με καμμιά εικοσαριά γίδια και άλλα τόσα πρόβατα, που είχαμε χειμώνα καλόκαιρο στο σπίτι, κι είχα τα ευνοούμενα μου κατσίκια και τα ευνοούμενα μου αρνιά κι έπαιζα μ' αυτά και κοιμόμουν το βράδυ ποτέ μ' ένα κατσίκι και ποτέ μ' ένα αρνί στην αγκαλιά. πού μου τα 'παιρναν ύστερα, άμα κλειούσα τα μάτια μου.

Ο πατέρας μου καμάρωνε μ' αυτή μου την αγάπη προς τα γιδοπρόβατα και μου' λεγε ότι θα μου αγόραζε χίλια γίδια και χίλια πρόβατα, όταν θα γενόμουν μεγάλος και θα τέλειωνα τα γράμματα. Άλλες φορές πάλι έλεγε:

____Τι κρίμα! να μην έχω άλλο ένα παιδί, για το σπίτι, κι αυτό να το κάνω τσέλιγκα! Θα γιόμιζαν τα βουνά κι οι κάμποι από τα γιδοπρόβατα μου!...

Εκείνη την ημέρα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όπως είπα, με πήρε ο πατέρας μου και πήγαμε στο χειμάδι. Ήταν απάνω κάτω η ώρα, που μαζεύονταν τα γίδια, από τη μια μεριά από τον πουρναρόλογγο, και τα πρόβατα από την άλλη, από το λιβάδι. Ηύραμε εκείνη τη στιγμή έναν από τους τρεις πιστικούς μας, που έρχονταν με δυο αρνιά στα χέρια και με τις προβατίνες, τις μανάδες τους από πίσω βελάζοντας' 'μπααααα! μπααααα... ' '.

Ύστερα από λίγο ήρθε ο αχιπιστικός κι άρχισε να μιλάη με τον πατέρα μου για τις ανάγκες των μαντριών και των γιδιών και των προβάτων' πούθε να κόψουν παλιούρια και πουρναρόκλαδα, τι διόρθωμα ήθελαν τα μαντριά, πόσες βέργες και πόσο σαλιμά χρειαζόταν, ότι ήταν ανάγκη να γένη κι ένας τσάρκος ακόμα για τα κατσίκια, γιατί δε θα τα χωρούσε ο ένας, που είχαμε, και κάτι αλλά, που δεν έδινα εγώ καμμιά προσοχή και δεν έδειχνα κανένα ενδιαφέρον πως θα γενόνταν, αλλά πάνω στις ομιλίες άκουσα τον αρχιπιστικό να λέγη:

___Έχομε ανάγκη, αφεντικό, κι ένα συρτάρι για τα γίδια...

____Κι ο Γκιώσος? τον ρώτησε ο πατέρας μου.

___Γέρασε ο καημένος!... απολογήθηκε ο αρχιπιστικός και δεν έχει δύναμη να τρέχη μπροστά. Τον παίρνουν σβάρνα τώρα άλλα τραγιά μικρότερά του.

____Μπρε, τον καημένο τον Γιώσο! φώναξε ο πατέρας μου με περισσή λύπη.

Γιώσος λεγόταν το πρώτο γίδι του κοπαδιού μας. Χρωστούσε τ' όνομά του στο χρωματισμό του σ' άλλο τίποτε, κι ήταν πρώτο. γιατί ήταν το μεγαλύτερο στ΄ανάστημα, γι αυτό φορούσε τον μεγαλύτερο κύπρο του κοπαδιού, κύπρον με δυο παράκυπρους μέσα του κι ένα χοντρό γλωσσίδι στον κεντρικό κύπρο.

Θέλετε να μάθετε τι λογής είναι τα γκιωσόγιδα? Γκιώσα λέγονται γενικώς όλα τα γίδια, που έχουν μαύρη ράχη και μαύρα πλευρά κι άσπρη κοιλιά και κάτι άσπρες αράδες στο πρόσωπο τους, από πάνω προς τα κάτω.

___Άρχισε και να κατιχαίνη ο καημένος! ξαναείπε ο αρχιπιστικός, γιατί του σωθήκαν τα δόντια και δε μπορεί να τρώη κλαρί τώρα το χειμώνα και τον βαραίνει πολύ ο κύπρος.

___ Ε! τότε, είπε ο πατέρας μου, σωθήκαν τα ψωμιά του! κρίμα στο τραγί! αλλά πόσο θα βαστούσε το καημένο! είναι δέκα χρονών τραγί! και πολύ που βάσταξε!

__Σωστά! πρόστεσε κι ο αρχιπιστικάς, τα γεράματα δεν παίζουν!...

____Λοιπόν! εξακολούθησε ο πατέρας μου, βγάλ' του τον κύπρο και βάλτον στον Φλώρο. Πώς σου φαίνεται ο Φλώρος? κορμερός είναι...

___Εγώ νομίζω, αφεντικό, απάντησε ο αρχιπιστικός, ότι θα 'ναι καλύτερος ο Μπάρτζος' είναι ο πιο πεταχτός.

__Ας είναι κι ο Μπάρτζος, είπε πάλι ο πατέρας μου συνβιβαστικά' βγάλε λοιπόν τον κύπρο από τον Γιώσο και βάλ' τον στον Μπάρτζο και του Μπάρτζου τον βάνεις σε κανένα άλλο τραγί άκυπρο...

Ο μεγάλος ο κύπρος είναι ένα είδος στέμμα του αρχηγού του κοπαδιού, ένα σύμβολο ηγεμονίας.

__Και στον γκιώσο τι θα βάλουμε? ξαναρώτησε ο αρχιπιστικός.

__Στον Γιώσο? αχ τον καημένο τον απόμαχο! Στείλ' τον αύριο πρωί στο σπίτι, να τον ματώσουμε, που είναι και γιορτή.

Μ άγγιξαν στην καρδιά αυτά τα λόγια του πατέρα μου κι άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυα από τα μάτια μου βροχή!

___Γιατί κλαις? με ρώτησε ο πατέρας μου.

___Για τον καημένο τον Γκιώσο που θα τον σφάξης! του είπα κλαίγοντας.

____Κλαις 'που θα τον σφάξουμε? με ρώτησε πάλι. Τι να τον κάνουμε το λοιπόν? Αν δεν τον σφάξουμε, θα ψοφήση, αφού του σωθήκαν τα δόντια και δε μπορεί να φάη κλαρί το χειμώνα! Όποιος γεράζει, παιδί μου, καταντάει άχρηστος κι ο μόνος του προορισμός είναι ο θάνατος. Τα γιδοπρόβατα έχουν αυτό το άκλο, που τα σφάζουμε και δεν παν χαμένα' τα τρώμε εμείς και δεν τα τρων τα όρνια.

Σ' αυτό απάνω άρχισαν νά' ρχωνται και τα γίδια σα μακριά ζωντανή αλυσίδα... Ο καημένος ο Γιώσος βρίσκονταν στη μέση της αλυσίδας, αντί να βρίσκεται στην κορυφή, και δεν μπορούσε να σύρη τον κύπρο στο λαιμό του' αλλά ήταν κι ένας θεόκυπρος! τι κύπρος? τριπλόκυπρος. Δυο τρεις οκάδες βαρύς.

Όταν άρχισαν να μπαίνουν στο χειμάδι τα γίδια, άρπαξε ο αρχιπιστικός τον Γκιώσο κι άρχισε να του ζουπάη το κουλούρι, για να το ξεθηλυκώση και να του βγάλη τον κύπρο, ενώ τ' άλλα γίδια στέκονταν και κοίταζαν την καθαίρεση του αρχηγού τους από την αρχηγία του κοπαδιού κι άλλα περνούσαν μ αδιαφορία.

____Μην το ξεκυπρώνης το τραγί! του φώναξα του αρχιπιστικού άγρια και διαταχτικά, κι αυτός σεβόμενος με έπαψε να ζουπάη το κουλούρι και με ρώτησε με κάποια απορία΄΄

____Γιατί;

____Γιατί και ξεγιατί δεν ξέρω! του είπα. Να κάνης έτσ' που σου λέω!

Κι ο πατέρας, συγκινημένος κι αυτός από τη δική μου τη συγκίνηση, του είπε κι αυτός΄΄

__Καλό σου λέει το παιδί. Μην το ξεκυπρώνης το τραγί. Δεν πρέπει να το ντροπιάσωμε στα μάτια του κοπαδιού, που τό 'σερνε περήφανα τόσα χρόνια από πίσω του!

Ο γιδάρης ο πιστικός, που τον είχαμε κάμποσα χρόνια με τα γίδια μας, ακούοντας τα λόγια του πάτερα μου, έμπηξε τα κλάματα σα μωρό παιδί και ρίχτηκε απάνω στον αρχιπιστικό με την κλίτσα, λέγοντάς του με θυμό και πόνο΄΄΄

___Αφ' σ' το τραΐ και μην το ντροπιάζης έτσ' αντίχριστε, γιατί θα σε τσακίσω!

Βλέποντας κι ο Κοράκης, το γιδόσκυλο μας, τον γιδάρη να ρίχνεται απάνω στον αρχιπιστικό, του ρίχτηκε κι αυτός και τον άρπαξε από την κάπα!

___'Οξω, Κοράκη, όξω... Φώναξε ο πατέρας μου και μπήκε στη μέση να υπερασπιστή τον αρχιπιστικό κι από το γιδάρη κι από το σκυλί. Είδαν όλη εκείνη τη σκηνή τα γίδια κι έδειχναν σα να καταλάβαιναν και να αισθάνονταν τη θέση του αρχηγού τους.

Δεν είπε τίποτε του γιδάρη ο αρχιπιστικός, καταλαβαίνοντας την εσωτερική του ώθηση, που τον είχε σπρώξει εναντίον του, κι όχι έχτρα ή μίσος. Τότε ο πατέρας μου είπι του γιδάρη, για να τον ικανοποιήση΄΄

___Να φέρ' ς αύριο το πρωί τον Γκιώσο στο σπίτι με τον κύπρο του, τιμημένον... ακούς? Να φέρης κι ένα στειροπούλι για σφάξιμο... όποιο διαλέξει ο τσέλιγκάς σου...

Εκείνη τη στιγμή έρχονταν και τα πρόβατα στο μαντρί...

Ο ήλιος ήταν βασιλεμένος κι ο κατάλαμπρος αποσπερίτης άρχισε να λάμπη στον ουρανό, σα χρυσόφωτη καντήλα.

___Πάμε! μου είπε ο πατέρας μου, λέγοντας στους πιστικούς΄΄

___Καληνύχτα, παιδιά, κι όμορφα τα κοπάδια..

Και γυρίσαμε στο σπίτι.

Όλη νύχτα ονειρευόμουν τον καημένο τον Γκιώσο πώς ήθελε να τον ξεκυπρώση ο αρχιπιστικός, πώς του ρίχτηκε ο γιδάρης με την κλίτσα και πώς κόντεψε να τον ξεσκίση ο Κοράκης. Όλος ο ύπνος μου ήταν μιαν αδιάκοπη ονειροφαντασιά, που δεν κυριαρχούσε άλλος κανείς, παρά ο καθαιρεμένος τράγος από το μέγα αξίωμά του.

Το πρωί, προτού ετοιμαστούμε ακόμα για την εκκλησιά, ακούστηκε ο μεγάλος κύπρος του Γκιώσου, που ερχόταν αργά αργά, ακούοντας τον κύπρο ο πατέρας μου βγήκε στην κρεβάτα, για να ιδή τον πιστικό που έρχοταν με τον Γκιώσο και με το στειροπούλι και του είπε:

__Σφάξ΄τα και τα δυο γρήγορα και κατεβαίνω να τα γδάρω.

Η μάνα μου ακοίοντας το σφάξ τα και τα δυο... πετάχτηκε κι αυτή στην κρεβάτα κι είπε του πατέρα μου με θυμό, όπως συνήθιζε όταν έκανε εκείνος κάτι παράνομο στο σπίτι:

___ Τί ειν' αυτό, που διέταξες πάλε? Ένα σφαχτό μας φτάνει αρραβωνισιά θα κάνουμε σήμερα και διέταξες να σφαχτούν δυο τραγιά?

___ Αι στη δουλεια σου!της ειπε ο πατερας μου΄΄ξερω εγω τι κανω! για μεθυσμενον με πηρες πρωι πρωι?Το ενα ειναι για μας και τ'αλλο ειναι για το χωριο...Τον Γκιωσο,που γερασε,και του σωθηκαν τα δοντια και δε μπορει πια το χειμωνα να φαη κλαρι ακι θα ψοφηση απο την πεινα,θα τον κανουμε πεντε΄΄εξι κομματια και θα τον μοιρσουμε στα φτωχοσπιτα,για να αρτυθουν κι αυτα,χρονιαρα μερα σημερα.Νομιζεις οτι ειναι ολος ο κοσμος σαν εμας,που σφαζουμε καθε βδομαδα?

Ακουοντας η μανα μου οτι η θυσια του Γκιωσου ειχε φιλανθρωπικο σκοπο,αφοπλιστηκε και γυρισε πισω,αλλα μολις ακουσα εγω την υποχωρηση ττης μανας μου,πεταχτηκα στην αυκη και αρπαξα τον Γκιωσο απο το λαιμο.

__Δεν αφηνω,ειπα,κανεναν να μου σφαξη τον Γκιωσο!

Εκεινη τη στιγμη μου φανηκε ,οτι αν σφαζοταν ο Γκιωσος,θα σφαζονταν στο προσωπο του ολη η γιδοκοπη μας.Δεν μπορουσα να φανταστω τα γιδια μας χωρις τον Γκιωσο,τον περηφανο μας τον Γκιωσο,το ζηλεμενο μας τον Γκιωσο,που τον ζηλευαν ολοι οι τσελιγκαδες για το μεγαλο του αναστημα,για τα χοντρα και μακρια του κερατα,που ηταν ως μιση οργια το καθενα και δεν του εβγαινε κανενα αλλο τραγι στο παλεμα. Θυμομουν ποσες φορες ,οταν πηγαινα στα γιδια,μεσα στο λογγο,για να διασκεδασω,τον καβαλικευα σα να ηταν φορτηγο κι εφερνα γυρα τη λογγα καβαλα και μου φαινονταν,οτι δε θα σφαζονταν εκεινη τη στιγμη ενας τραγος,αλλα ενας ανθρωπος του σπιτιου μας,ενας συντροφος μου και με κανεναν τροπο δεν εννοουσα να μου τον σφαξουν!

Σ'αυτο απανω ειχε σφαξει το στειροπουλι ο γιδαρης,ενα τετραπαχο τραγακι,και στεκονταν ετοιμος με το ματωμενο μαχαιρι στο χερι του να σφαξη και τον Γκιωσο,αν κα δεν το επιθυμουσε να το κανη.

___Φυγε απ΄΄αυτου,παλιοπαιδο,τραβηξου! μου φωναξε ο πατερας μου ψηλα απο την κρεβατα,αλ'εγω ειχα αγκαλιασμενο το λαιμο του Γκιωσου και φωναζα κλαμενα

__Δεν αφηνω κανενα να σφαξη τον Γιωσο μουουουου!

Αφορμη ηθελε η μανα μου να μη σφαχτη ο Γκιωσος κι αφορμη βρηκε΄΄ξαναβγηκε στην κρεβατα κι ειπε του πατερα μου σοβαρα΄΄

__ Το 'βαλες σημερα ,χρονιαρα μερα,να μου σκανιασης το παιδι με το σφαξιμο του Γκιωσου?

Καμφθηκε ο πατερας μου απο τα λογια της μανας μου,ισως μαλιστα και πριν του μιληση εκεινη να'χε αποφασισει να μη σφαχτη ο Γκιωσος και του'δωκε τη χαρη λεγοντας΄΄

___Αφ'σ τον Γκιωσο ! μην τον σφαζης!...

Κι ετσι σωθηκε απο το λεπιδι ο Γκιωσος κι ολη την ημερα επαιζα μαζι του και τον καμαρωνα ,που χρωστουσε τη ζωη του σ'εμενα,κι αιστανθηκα τετοια χαρα και τετοια ευχαριστηση,ωστε απο τοτε καθε φορα,που μου δινεται αφορμη στο βιο μου να χαρω για καποιο καλο που εχω κανει σ'ανθρωπους αναγκασμενους ,πεταει ο νους στο γλιτωμο του Γκιωσου μου!._