Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Σ

Από Βικιθήκη
Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)
Συγγραφέας:
Ραψωδία Σ



Σαν έτσι αφτοί χτυπιόντουσαν, που λες φωτιά 'χε ανάψει.
Εκεί ο γοργός Αντίλοχος ως στ' Αχιλέα φτάνει
με τα μαντάτα, κι' ήβρε τον π' ομπρός αφτού στα πλοία
στο νου ίσα ίσα αφτά 'βαζε που τούχαν τύχει κιόλας,
κι' έτσι έλεγε στενάζοντας μες στη γερή καρδιά του    5
« Ώχου, τί πάλι τσάκισαν ως στα καράβια τάχα
» οι Δαναοί, και τρέχουνε στον κάμπο αλαφιασμένοι ;
» Λες οι θεοί πως τους κακούς να μούκαναν σκοπούς τους,
» σαν που μου ξήγαε η μάννα μου και μούλεγε πως όσο
» ακόμα ζω, ένας αρχηγός τρανός των Μυρμιδόνων    10
» θ' αφίσει του ήλιου το φως από κοντάρι Τρώων;
» Ώχου, ναι ο Πάτροκλος θαρρώ θα μούπεσε στη μάχη...
» ο έρμος! μα δεν τούπα εγώ, σα σώσει απ' την κορώστρα
» φωτιά τα πλοία, δίχως πια πολέμους να γυρίσει ; »
Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βάθια,    15
νά ! δάκρια χύνοντας θερμά του γέρου ο γιος Νεστόρου
προβάλλει ομπρός του κι' έφερνε τα θλιβερά μαντάτα
« Ώχου γιε τ' άρχοντα Πηλιά, ώ τί είδηση θ' ακούσεις,
» φαρμάκι, που έτσι ας είτανε ποτές να μή θε τύχει !
» Έπεσε ο Πάτροκλος ... γυμνό να σώσουν πολεμάνε    20
» το σώμα· τ' άρματα έμειναν στου Έχτορα τα χέρια. »
Είπε, κι' εκείνον καταχνιά σκεπάζει μάβρης νύχτας,
και στάχτη αρπάζει με τις διο τις χούφτες, και τη ρήχνει
στην κεφαλή ασκημίζοντας την όψη την πανώρια·
κι' η στάχτη γύρω κάθουνταν στ' αφρόφαντο χλαμύδι.    25
Και στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες ξαπλωμένος,
και σπούσε χάμου, ρήμαζε, την κόμη με τα χέρια.
Κι' οι σκλάβες, πούχαν πάρει οι διο αντάμα πολεμώντας,
ξεφώνισαν απ' τον καημό των σπλάχνων τους, κι' όξω όλες
τρέξανε αμέσως γύρω του χτυπώντας με τα χέρια    30
τ' αφράτα στήθια, κι' έπεφταν λιγόθυμες μιά μιά τους.
Θρήναε και του Νεστόρου ο γιος δακρολογώντας δίπλα,
κι' ενώ εκεινού η αντρόπλαστη βόγκαε καρδιά, τα χέρια
τού βάσταε, μπας και το λαιμό θερίσει με το λάζο.
Μούγκρισε τότες σα θεριό, κι' η μάννα του στα βάθια    35
πούμενε κάτου του γιαλού, στου γέρου της πατέρα,
τ' ακούει και σπάει στα κλάματα, και του γιαλού οι νεράϊδες
μαζέβουνται όλες γύρω της, όσες βαθιά 'ναι κάτου,    38
και γιόμισε η πλατιά σπηλιά· κι' ενώ όλες τους τα στήθια    50
χτυπούσαν, τότε αρχίνησε τα μοιρολόγια η Θέτη
« Ακούστε με τη χλιβερή, νεράϊδες μου αδερφούλες,
» για να μου ξέρτε τί καημοί τα σπλάχνα μου σπαράζουν.
» Γόϊ μου κι' αλί μου η δύστυχη πικραρχοντογεννήτρα,
» που γιο αφού γέννησα λαμπρό βασταγερό, τον πρώτο    55
» λεβέντη απ' όλους, κι' έρηξε λες ύψος σα φυντάνι,
» σα δέντρο εγώ τον άντρωσα π' ανθίζει σε περβόλι,
» κι' έτσι στην Τριά τον έστειλα να πολεμήσει Τρώες
» μ' αρμάδα αναφρυδόπλωρη, μα πια δε θα γυρίσει
» ξανά να τον δεχτώ η πικρή στο γονικό του πύργο.    60
» Μα κι' όσο ζει και βλέπει ήλιου αχτίδα, πάλε ακόμα
» πάθια τον δέρνουν και καμιά βοήθια εγώ δεν τούμαι.
» Μα τώρα πάω ναν τόνε δω, ν' ακούσω απ' το παιδί μου
» τί τον λυπάει ενώ κάθεται αλάργα από πολέμους.»
Είπε κι' αφίνει τη σπηλιά, κι' οι άλλες δακρυσμένες    65
μαζί της όλες πάγαιναν, και γύρω τους το κύμα
σπούσε. Κι' απέ σαν έφτασαν στης Τριάς τα φαρδοκάμπια,
βγαίνανε αράδα στην ξηρά, εκεί συρμένα ως όξω
πούταν πυκνά τα γλήγορα των Μυρμιδόνων πλοία
μ' άρχο τους του Πηλιά το γιο. Κι' αφτός ενώ βογγούσε,    70
νά! άξαφνα ομπρός του πρόβαλε η σεβαστή του η μάννα,
και ξεφωνώντας έπιασε του γιου της το κεφάλι,
κι' άρχισε μ' αναφυλλητά ναν του μιλάει και τούπε
« Τί κλαις, παιδί μου, τί κακό σου πίκρανε τα σπλάχνα ;
» Πες το, μην τόχεις μυστικό. Νά, σούγινε απ' το Δία
» η χάρη έτσι απαράλλαχτα σαν που τα χέρια απάνου    75
» σήκωσες πριν και δέουσουν, να στρυμωχτούν στα πλοία
» μ' άσκημα χάλια οι Δαναοί και να σε κράζουν όλοι. »
Τότες βαθιά στενάζοντας τής είπε ο Αχιλέας
« Ναί, μάννα, αφτό ναι μούκανε τον πόθο ο γιος του Κρόνου,
» μα πια η χαρά μου αφού 'χασα το βλάμη της καρδιάς μου,    80
» τον Πάτροκλο μου πούχα εγώ κάλια από κάθε αδέρφι,
» σα φως μου· αφτός πάει χάθηκε, κι' ο Έχτορας τα όπλα
» τού πήρε —αφού τον σκότωσε— πανώρια γιγαντένια,
» θάμα μονάχα αν τάβλεπες, που ζηλεμένα δώρα
» τάδωσαν του Πηλιά οι θεοί τη μέρα που σ' αθρώπου    85
» θνητού σε ρήξανε αγκαλιά. Αχ κάλια νά θε μείνεις
» αφτού με τις αθάνατες της θάλασσας νεράϊδες
» και τέρι νάπαιρνε ο Πηλιάς απ' τις θνητές γυναίκες.
» Μα νά, για νάχεις την ψυχή πίκρες κι' εσύ γιομάτη
» όταν το γιο σου στερηθείς, που πια δε θα γυρίσει
» στη Φτιά ξανά ναν τον δεχτείς... τι μήτε εγώ δε θέλω    90
» να ζω και μ' άντρες να γυρνάω, αν πρώτα εδώ στον κάμπο
» δεν ξεψυχήσει ο Έχτορας απ' όπλο μου σφαγμένος
» και του Πατρόκλου τη σφαγή και γύμνια αν δεν πλερώσει.»
Τότες η Θέτη η θέϊσσα του λέει δακροπνιγμένη
« Κοντά σημαίνει η ώρα σου, παιδί μου, αφτά που κραίνεις,    95
» τι εφτύς στερνά απ' τον Έχτορα σε καρτεράει ο χάρος. »
Μα τότες του Πηλέα ο γιος της λέει βαρύ με πάθος
« Τώρα ας ψοφήσω! αφούτανε τ' αδέρφι να μη σώσω
» σα σφάζουνταν, μόνε έπεσε αλάργα απ' την πατρίδα,
» κι' έβοσκα εγώ σα μ' έκραζε ζητώντας μου βοήθια.    100
» Και τώρα τί; θα ξέρω εγώ τ' αδέρφια μου πως Τρώες    103
» τα σφάζουν και θα κάθουμαι με χέρια σταβρωμένα,
» της γης σαβούρα ανόφελη, στα πλοία εδώ κλεισμένος ;
» Εφτύς θα τρέξω ναν τον βρω, του δόλιου μου Πατρόκλου    114
» το ρημαχτή τον Έχτορα, και καλώς νάρθει ο χάρος    115
» σα θέλει ο Δίας κι' οι λοιποί θεοί να μου τον στείλουν!
» Ας δω καν καμιά Τρώϊσσα, πριν σβύσω, ομορφοπούλα    122
» απ' τ' απαλά της μάγουλα τα δάκρια να σφουγγίζει
» διπλόχερα έτσι, αστέρεφτους με στεναγμούς και θρήνους.
» Κι' όσο, μαννούλα, αν μ' αγαπάς, μη θέλεις απ' τη μάχη    126
» να με κρατήσεις, γιατί εγώ δεν πείθουμαι, θα σύρω.»
Τότε η λεφκόποδη θεά του λέει διο λόγια, η Θέτη
« Ναί γιε μου, αφτά καλά τα λες· σωστό 'ναι τους συντρόφους,
» που τυραγνιούνται, απ' το βαρύ χαμό να λεφτερώσεις.
» Μα η όμορφή σου αρματωσά σε Τρώϊκα 'ναι χέρια,    130
» χάλκινη αστραφτερή, κι' αφτή ο Έχτορας στους ώμους
» καμαρωμένος τη φοράει... μα δε θα καμαρώσει
» θαρρώ καιρό, τι από κοντά τον έχει τώρα ο χάρος.
» Όμως κοντάρι ακόμα εσύ μην πιάσεις, πριν γυρίσω
» κι' εδώ με δουν τα μάτια σου· τι μόλις φέξει ο ήλιος,    135
» πρωΐ πρωΐ στον Έλυμπο θα σύρω να σου φέρω
» αρματωσά απ' τον Ήφαιστο πανώρια δουλεμένη.»
Είπε κι' αφίνει η θέϊσσα τον ξακουσμένο γιο της,
και κάνει στις θαλασσινές γυρνώντας αδερφάδες
« Βουτήξτε εσείς μες στου γιαλού το φαρδοκόρφι τώρα    140
» να δείτε το θαλασσινό γονιό μας στο πυργί του,
» κι' όλα του γέρου πέστε τα. Τι εγώ θα τρέξω τώρα
» στον Έλυμπο, στου ξακουστού πρωτοτεχνίτη Ηφαίστου,
» αν θέλει ολόλαμπρα άρματα του γιου μου να χαρίσει.»
Έτσι είπε, κι' οι θεές βουτούν μέσα στο κύμα αμέσως.    145
Κι' αφτή ίσα προς τον Έλυμπο, η λεφκοπόδα η Θέτη,
πιλάλαε ξακουστά άρματα να φέρει του παιδιού της.
Μα ενόσω αφτή στον Έλυμπο την πάγαιναν τα πόδια,
αφτή την ώρα οι Δαναοί μ' αχό δαιμονισμένο
κυνηγητοί απ' τον Έχτορα τον αντροφάγο φτάνουν
τρεχάτοι ως στον Ελλήσποντο κι' ως στο καραβοστάσι.    150
Μηδ' ήθε σύρουν το νεκρό ως όξω οχ την αντάρα,
τι πάλι τους ξανάφτασαν πεζοί κι' αμαξωμένοι
κι' ο Έχτορας που θάχε λες αντριά άπιαστη σα φλόγα.
Αφτός τρεις πίσωθε φορές τον έπιασε απ' τα πόδια    155
ναν τον τραβήξει θέλοντας κι' έκραζε ομπρός! στους Τρώες
και τρεις φορές οι Αίϊδες, ψημένοι μαχητάδες,
τόνε βαρούνε απ' το νεκρό. Μα αφτός γιομάτος θάρρος
πάντα πότε όρμαε στο σωρό, πότε έστεκε αλυχτώντας
τρομαχτικά, μα πίσω πια δε σάλεβε ούτε βήμα.    160
Κι' όπως λιοντάρι που ψοφάει της πείνας δε μπορούνε
βοσκοί λαγκαδοκοίμητοι από σφαχτό να διώξουν,
έτσι κι' οι Αίϊδες, οι διο χαλκόφραχτοι ασπιστάδες,
τον Έχτορα απ' τον Πάτροκλο να σκιάξουν δε μπορούσαν.
Και θάν τον τράβαε μάλιστα με πάγκοσμή του δόξα,    165
μα η ανεμόποδη Ίριδα γοργή στον Αχιλέα
τρέχει μηνήτρα, και του λέει ν' αρματωθεί, τι η Ήρα
κρυφά απ' το Δία και λοιπούς την έστειλε αθανάτους.
Και πήγε στάθηκε κοντά και τούπε αφτά τα λόγια
« Σήκω, Αχιλέα, ολόπρωτο του κόσμου παλικάρι,    170
» βόηθα για το νεκρό ! Έστησαν πεισματωμένη μάχη
» μπροστά στα πλοία οι διο στρατοί και σφάζουνται, ζητώντας
» οι Δαναοί τον Πάτροκλο να σώσουν, κι' οι Δαρδάνοι
» στ' ανεμοφύσητο καστρί λυσσάνε να τον σύρουν.
» Κι' απ' όλους πρώτα ο Έχτορας ναν τον τραβήξει ως μέσα    175
» τόβαλε πείσμα, τι έταξε απ' το λαιμό να κόψει
» και σε παλούκια τ' όμορφο κεφάλι ναν του μπήξει.
» Μα σήκω πια, μην κάθεσαι! Ντροπή η ψυχή σου ας νιώσει
» μη θες σκυλιά τον Πάτροκλο στο κάστρο να χαρούνε. »    179
Τότε ο γοργός απάντησε γιος του Πηλέα κι' είπε    181
« Καλή Ίριδα, και πιός θεός να μου τα πεις σε στέλνει ; »
Τότε η γοργόποδη Ίριδα τ' απάντησε και τούπε
« Η σεβαστή Ήρα μ' έστειλε, του Δία η συγκοιμήτρα.
» Κι' αφτό μήτ' ο πρωτόθρονος του Κρόνου γιος μήτ' άλλος    185
» το ξέρει αθάνατος θεός απ' όσους κατοικούνε
» στο συχνοχιόνιστο Έλυμπο και γύρω στις ραχούλες. »
Τότες απάντησε ο γοργός γιος του Πηλια κι' έτσι είπε
« Πώς θες να σύρω αφού οι οχτροί μού πήραν τ' άρματα μου ;
» Η μάννα πριν δεν ήθελε ν' αρματωθώ για μάχη
» εδώ πριν έρθει και ξανά τα μάτια μου τη δούνε.    190
» Τί μούταξε απ' τον Ήφαιστο λαμπρά άρματα να φέρει. »
Τότε η γοργόποδη Ίριδα του λέει κι' αφτή διο λόγια    195
« Ναί, αφτό το ξέρουμε κι' εμείς, τα όπλα πως σ' τα πήραν.
» Μα σύρε κι' έτσι· πρόβαλε στου χαντακιού τον όχτο,
» μήπως δειλιάσεις τους οχτρούς και πια τραβήξουν χέρι,
» κι' έτσι ανασάνουν μιά σταλιά κι' οι Δαναοί, που πάνε    200
» να λιώσουν· λίγη 'ναι μαθές απ' τη σφαγή η ανάσα. »
Έτσι είπε η γλήγορη θεά και φέβγει πίσω πάλι,
κι' αφτός σηκώθηκε να πάει. Κι' η Αθηνά του βάζει
γύρω στους ώμους τους γερούς την κροσσωμένη αιγίδα.
και του στεφάνωσε η θεά με σύγνεφο την κόμη    205
χρυσό· όθες λαμπαδόφτερες κυκλοπηδούσαν φλόγες.
Πώς απ' αλαργινό νησί βγαίνει φωτιά και φτάνει
ως στον αιθέρα, από καστρί πούχουν οχτροί ζωσμένα,
τι βγαίνουν όξω οι κάτοικοι και μάχουνται ολημέρα    210
σ' ανατριχιάρη πόλεμο, μα σα βουτήσει ο ήλιος
ανάβουν σύδετες φωτιές —κι' η λάμψη ως στα ουράνια
ψηλά πηδάει— για ναν τη δουν γειτόνοι κι' ίσως τρέξουν
οχ το χαμό με καραβιών βοήθια να τους σώσουν
έτσι απ' την κόμη του έφτανε κι' η λάμψη ως στον αιθέρα.
Και πήγε απάνου στάθηκε στου χαντακιού τον όχτο,    215
παρέκει λίγο απ' το τειχί, μηδέ έσμιγε τους άλλους,
τι την ορμήνια 'χε στο νου της μάννας· κι' απ' τον όχτο
χούγιαξε ολόρθος στέκοντας, κι' η Αθηνά ως αλάργα
έσκουξε, κι' έκοψε η στριγγιά τα ήπατα των Τρώων.    218
Όλους τους έπιασε σπασμός —κι' όλες ξανά οι φοράδες    223
γυρνούν τ' αμάξια — τι έβλεπαν μπροστά ανοιχτό τον Άδη.
Κι' οι αμαξάδες σάστισαν, σαν είδαν πως η φλόγα    225
αδάμαστη τρομαχτικά στην κόμη του από πάνου
πήδαε· κι' η κόρη του Διός τη φούντωνε η Παλλάδα.
Τρεις άγρια χούγιαξε φορές απάνου απ' το χαντάκι,
και τρεις κουβάρια γίνηκαν και Τρώες και συμμάχοι.
Τότες και δώδεκα αρχηγοί σκοτώθηκαν απ' όπλα    230
κι' από δικές τους άμαξες.
Και τότες πια οι Αργίτες
όξω απ' τους χτύπους το νεκρό τραβούν ξαλαφρωμένοι
και τον πλαγιάζουν σε ψαθί. Κι' οι φίλοι του θρηνώντας
τον τριγυρνούν, και πίσω ο γιος περπάταε του Πηλέα
κι' έχυνε δάκρια πύρινα, σαν είδε απάς στην ψάθα    235
στρωμένο κονταρόσφαχτο το μπιστεμένο βλάμη.
Αχ ναι μ' αμάξια κι' άλογα τον έστειλε στη μάχη,
μα δεν τ' αξιώθηκε να πει το καλώς ήρθες πάλι.
Τον Ήλιο τότες η κυρά του Κρόνου κόρη, η Ήρα,
τον στέλνει κάτου στ' Ωκιανού το ρέμα αθέλητά του    240
πίσω να πάει. Και βούτηξε ο Ήλιος, κι' οι Αργίτες
τους χτύπους πια τους άσπλαχνους σκολνούν και τους πολέμους.
Το ίδιο οι Τρώες αντικρύ τραβιούνται οχ τη σκοτώστρα
τη μάχη και τ' αλόγατα ξεζέβουν απ' τ' αμάξα,
κι' όλοι ίσα παν στη συντυχιά πριν καν φροντίσουν δείπνο.    245
Όρθιοι έκαναν τη συντυχιά στο πόδι, ουδέ τολμούσε
κανείς να κάτσει, τι έτρεμαν π' άξαφνα ο Αχιλέας
βγήκε στον κάμπο, και καιρό σπαθί δεν είχε αγγίξει.
Κι' έπιασε πρώτα ο γνωστικός το λόγο Πολυδάμας,
του Πάνθου ο γιος, τι μόνο αφτός θωρούσε ομπρός και πίσω.    250
Συντρόφοι αφτός κι' ο Έχτορας, μιάς νύχτας είταν γέννες·
αφτός στους λόγους, μα πολύ νικούσε στ' όπλο ο άλλος.
Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε
« Παιδιά, τα μάτια τέσσερα ! Τι εγώ σας λέω πως πίσω
» να πάμε πρέπει· εδώ ξανά μεσόκαμπα δεν πρέπει    255
» να μας ξανάβρει η χαραβγή, τι το καστρί είναι αλάργα.
» Τι έχτρα σαν είχε με το γιο τ' Ατρέα αφτός ο άντρας,
» πιο τότες είταν οι οχτροί στη μάχη του χεριού μας.
» Τόχα χαρά μου τότε εγώ να τρέχω προς τα πλοία
» αμαξωτός, τι τόλπιζα πως θάν τα κάνω στάχτη.    260
» Πολύ όμως τώρα σκιάζουμαι το γλήγορο Αχιλέα,
» τι με το πάθος τ' άπιαστο που βγήκε αφτός, θαρρείτε
» στον κάμπο θα περιοριστεί, όπου Αχαιοί και Τρώες
» μοιράζουν κονταριές, εδώ στη μέση πολεμώντας,
» και δε θα στήσει πόλεμο για τέρια μας και κάστρο ;    265
» Μόν πάμε πίσω, ακούστε με· τι νά τί θα μας τύχει.
» Τώρα ναι η νύχτα αμπόδισε το γλήγορο Αχιλέα
» η θεϊκιά· μα αν μείνουμε κι' εδώ ταχιά αν μας πιάσει
» όταν φανεί χαλκάρματος, τότε ένα διο θα κρίνουν,
» σωστά αν μιλώ· τι θα βλογούν τ' αστέρια τους αν σώσουν    270
» να παν στο κάστρο, και πολλοί εδώ όξω θα χορτάσουν
» όρνια και σκύλους. Μα οι θεοί έτσι ας με βγάλουν ψέφτη !»
Τότες ο Έχτορας λοξά τον κοίταξε και τούπε    284
« Αλλού να πας τους λόγους σου να βγάζεις, Πολυδάμα,    285
» που θες ξανά μες στο καστρί σα γίδια να χωθούμε !
» Τί, ακόμα δε χορτάσατε σε πύργους τρυπωμένοι ;
» Ο κόσμος πριν τη φήμιζε τη χώρα του Πριάμου
» χρυσό γιομάτη και χαλκό, μα τώρα οι θησαβροί μας
» παν πια, απ' τα σπίτια χάθηκαν, κι' άλλο πολύ μας πλούτος    290
» το πάμε πέρα στη Φρυγιά κι' άλλες τριγύρω χώρες
» και το πουλούμε, απ' τη στιγμή που μας οργίστη ο Δίας.
» Μα τώρα που μου δίνει ο γιος του Κρόνου να κερδίσω
» νίκη λαμπρή και τους οχτρούς ως στο γιαλό να σπρώξω,
» μη μου ζητάς, μώρ' άμιαλε, τέτιες κιοτιές να βγάζεις...    295
» Τρώας δε θα σ' ακούσει εδώ κανείς, τι δε θ' αφίσω.
» Όμως το έχει του αν κανείς βαρέθηκε, ας το φέρει    300
» εδώ, και το μοιράζω εγώ στο φτωχολόϊ των Τρώων·
» πάρα οι Αργίτες, πιο καλά να το χαρούν δικοί μας.
» Μόν έλα κάντε εγώ ότι πω κι' όχι ας μην πει κανείς σας.    297
» Καθήστε φάτε μιά γωνιά στον κάμπο με τους λόχους,
» και βάλτε βάρδιες να φυλάν κι' όλοι τα μάτια δέκα,
» κι' άβριο άμα φέξει η χαραβγή όλοι οπλισμένοι τότες    303
» μάχη θ' ανοίξουμε γερή στα βαθουλά καράβια.
» Τί ! Κι' απ' τα πλοία αν ο γοργός σηκώθηκε Αχιλέας    305
» ταχιά, αν ορίζει, πολεμάει, τι καν εγώ οχ τη μάχη
» δε φέβγω, δε θάν τον σκιαχτώ, μόν στήθος ναι με στήθος
» θάν του μπηχτώ, ή κερδίσει αφτός ή νίκη εγώ κερδίσω.
» Χάρες δεν έχει ο πόλεμος... και σκοτωστή σκοτώνει. »
Είπε, και κόσμο χάλασαν γύρω απ' τα ζήτω οι Τρώες.    310
Ζαβοί! τι η Αθηνά το νου τούς πήρε απ' το κεφάλι,
και πήγαν με τον Έχτορα και τους τρελούς σκοπούς του,
μα με του Πάνθου ούτε ένας τους το γιο π' ορθά μιλούσε.
Τότε έφαγαν μες στο στρατό.
Κι' οι Δαναοί όλη νύχτα
με δάκρια και με στεναγμούς τον Πάτροκλο θρηνούσαν.    315
Και πρώτος του Πηλέα ο γιος το μοιρολόϊ αρχίζει,
κι' έβαλε απάς στου βλάμη του τα νεκρωμένα στήθια
τις αντροσφάχτρες χέρες του, και στέναζε βογγούσε,
σαν το λιοντάρι που μικρά του πήρε ο κυνηγάρης
κλεφτά απ' το δάσος το πυκνό, κι' αφτό σα φτάσει παίρνει    320
τρεχάτο γύρα τα λογγά βογγώντας, κι' όλο ψάχνει
πώς νάβρει αχνάρια τ' αρπαχτή, τι άγρια το πιάνει λύσσα·
έτσι βαριά στενάζοντας μοιρολογούσε κι' είπε
« Αχ ξεστομούσα αφέλεφτο τη μέρα εκείνη λόγο,
» σαν γκάρδιωνα τον αρχηγό Μενοίτη στο πυργί μας    325
» κι' είπα πως νικητή της Τριάς και φορτωμένο πλούτη
» πίσω θάν του τον πάω εγώ τον ξακουσμένο γιο του·
» μα άχ ! ίσα πάντα τους σκοπούς δε μας τους βγάζει ο Δίας,
» τι είναι γραφτό να βάψουμε ένα κι' οι διο μας χώμα
» στα ξένα αλάργα, τι κι' εγώ δε θα γυρίσω πίσω    330
» να με δεχτεί στον πύργο μας ο γέρος μου πατέρας
» κι' η δόλια μάννα, μόν εδώ θα με σκεπάσει η πλάκα.
» Μα εγώ όμως τώρα, Πάτροκλε, στερνά σου αφού θα σβύσω,
» πριν δε σε θάβω, πριν εδώ σου φέρω του Εχτόρου
» την κεφαλή και τ' άρματα, τ' ατρόμητου φονιά σου,    335
» και δώδεκα λεβεντονιούς πριν στη φωτιά σου δίπλα
» σου σφάξω Τρώες· τι βαθιά με δάγκασε ο χαμός σου.
» Μα ως τότε εδώ χωρίς θαμό θα κοίτεσαι στα πλοία,
» και νύχτα μέρα γύρω σου γυναίκες των οχτρώνε
» θα κλαίνε δάκρια χύνοντας, αφτές π' αντάμα οι διο μας    340
» με το σπαθί σκλαβώσαμε και την παλικαριά μας,
» των Τρώων σαν κουρσέβαμε αρχοντοπλούσιες χώρες.»
Αφτά σαν είπε, πρόσταξε τους παραγιούς να στήσουν
λεβέτι απάνου απ' τη φωτιά μεγάλο, για να πλύνουν
γλήγορα εκεί οχ το λείψανο το αίμας το πηγμένο.    345
Κι' οι νιοι λεβέτι τρίποδο παν στη φωτιά και σταίνουν,
μέσα τού χύνουνε νερό, καιν από κάτου σκίζες·
και την κοιλιά του λεβετιού χαϊδέβοντας οι φλόγες
ζέσταιναν μέσα το νερό, και πια σαν πήρε βράση
πλαίνουν και τρίβουν το νεκρό με λάδι, και στο στρώμα    350
τον παν και τον σκεπάζουνε από κεφάλι ως πόδια    352
μ' ώριο σεντόνι αραχνερό κι' αφρόθωρη αντρομίδα.
Έτσι όλη νύχτα ολόγυρα στον ξακουστό Αχιλέα
νεκρόκλαιγαν με στεναγμούς τον Πάτροκλο οι συντρόφοι.    355
Κι' η Θέτη τότες έφτανε στον πύργο του Ηφαίστου,    369
άλιωτο αστρένιο, απ' των θεών πιο πίσημο των άλλων,    370
χαλκένιο, που τον έφτιασε ατός του ο Κουτσοπόδης.
Και βρήκε τον που με σπουδή στα φυσερά του κύκλω
γύρναε δρωμένος, τι έφτιανε ως είκοσι λεβέτια    373
τρίποδα, κι' έβαλε χρυσή στο κάθε πόδι ρόδα,    375
π' αφτόθελα ως μες στων θεών τη συντυχιά να τρέχουν
και πάλε μέσα να γυρνούν... πούταν το νου να χάνεις!
Κι' είταν κοντά στο τέλος της όλη η δουλιά, να τόσο
π' ακόμα ακόλλητα έμεναν τα σκαλισμένα αφτιά τους·
αφτά να φτιάσει πάσκιζε και τα καρφιά βαρούσε.
Μα εκεί που τα μαστόρεβε με τη σοφή του τέχνη,    380
νά την, προβάλλει η θέϊσσα η Θέτη ομπρός στον πύργο,
κι' άμα την είδε, πρόστρεξε η λαμπροσκούφω η Χάρη
πανώρια, πούχε ο ξακουστός πρωτοτεχνίτης τέρι,
και πάει την πιάνει απ' το δεξύ και της λαλεί διο λόγια
« Τί, Θέτη ακριβοθώρητη, σε φέρνει στο πυργί μας,    385
» θεά μου σεβαστή ; Τι δα συχνά δε μας θυμάσαι.
» Μόν έλα μέσα, κόπιασε να σε φιλέψω κάτι.»
Έτσι είπε η σεβαστή θεά και την πηγαίνει μέσα.
Εκεί ασημόκαρφο θρονί της έδωκε να κάτσει,
πλούμιο ώριο, πούχε και σκαμνί για τα ποδάρια κάτου.    390
Έπειτα πήγε κι' έκραξε τον Ήφαιστο και τούπε
« Ήφαιστε, η Θέτη εδώ η θεά μάς ήρθε και σε θέλει. »
Τότε ο τεχνίτης απαντάει θεός απ' τ' αργαστήρι
« Τί λες, καλέ ; Θεά 'ναι αφτή που σέβουμαι λατρέβω,
» που μ' έσωσε όταν έπαθα — με το να πέσω αλάργα —    395
» από λωλιά της μάννας μου, που η σκύλα να με κρύψει
» ζηνούσε, τι είμουνα χωλός. Θα σβούσα τότε ο έρμος,
» η Θέτη αν δε με δέχουνταν στα βαθιά κι' η Βρυνόμη,
» κόρες κι' οι διο τους τ' Ωκιανού με το πλατύ το ρέμα.
» Εκεί σιμά τους χρόνια εννιά πολλά 'φτιανα στολίδια —    400
» θηλύκια, χρυσολούλουδα, γιορντάνια, σκουλαρίκια —
» μες στη σπηλιά την κουφωτή· και τ' αφρισμένο κύμα
» με μουρμουρίσματα έτρεχε τριγύρω φουσκωμένο.
» Μηδ' άλλος τόξερε θεός μηδέ θνητός κανένας,
405. » μόνη η Βρυνόμη τόξερε που μ' έσωσε κι' η Θέτη.
» Αφτή μας ήρθε τώρα εδώ, και νά η στιγμή κι' εμένα
» ότι χρωστώ που μ' έσωσε ναν της πλερώσω τώρα.
» Μα καλοδέξου την εσύ και στρώσ' της τώρα δείπνο
» ως που σφυριά και σύνεργα ν' αφίσω εγώ στην άκρη. »
Είπε, κι' αλάργα απ' τη φωτιά τα φυσερά του βάζει,    410
και σήκωσε οχ το κούτσουρο το γιγαντένιο αμόνι,
κι' όλα τα σύνεργα έπειτα που δούλεβε μαζέβει
μες σε μιά γούρνα ασημωτή. Κατόπι με σφουγγάρι
τα διο του χέρια ολόγυρα ξεπλαίνει και την όψη,
το σνίχι το βασταγερό, τα δασωμένα στήθια.    415
Και ντύθη, πήρε ένα παχύ ραβδί και τράβηξ' όξω,
κι' ήρθε σε λίγο εκεί κοντά που κάθουνταν η Θέτη    422
στο λαμπροσκάλιστο θρονί. Το χέρι της με σέβας
εκεί της πιάνει, και της λέει διο αγαπημένα λόγια.
« Τί, Θέτη ακριβοθώρητη, σε φέρνει στο πυργί μας,
» θεά μου σεβαστή ; Τι δα συχνά δε μας θυμάσαι.    425
» Μίλα τί ορίζεις· θα γενεί — σ' το τάζω — ότι διατάξεις,
» αν είναι μπορετή η δουλιά κι' αν μου περνά απ' το χέρι.»
Τότες η Θέτη απάντησε στα δάκρια βουτημένη
« Ήφαιστε, τάχα πια θεά, στον Έλυμπο όσες είναι,
» πιά — πες μου — τόσες συφορές να πέρασε και λύπες,    430
» τόσο όσο εμένα διάλεξε να με πικράνει ο Δίας ;
» Μονάχα εμένα πάντρεψε απ' τις νεράϊδες μ' άντρα
» θνητόνε, κι' είχα εγώ θνητού να καταπίνω χάδια,
» κιάς φώναξα κιάς τσίριξα. Δε σώνει αφτός στον πύργο
» που πια απ' τα μάβρα γερατιά μού κοίτεται σακάτης,    435
» μόν τώρα νά ! άλλα βάσανα μού βγήκαν στο κεφάλι.
» Γιόνε αφού μούδωκε λαμπρό της δόλιας να γεννήσω,
» πρώτο λεβέντη, κι' έρηξε λες ύψος σα φυντάνι,
» σα δέντρο εγώ τον άντρωσα π' ανθίζει σε περβόλι,
» κι' έτσι στην Τρία τον έστειλα να πολεμήσει Τρώες    440
» μ' αρμάδα αναφρυδόπλωρη, μα πια δε θα γυρίσει
» ξανά ναν τον δεχτώ η πικρή στο γονικό του πύργο.
» Μα κι' όσο ζει και βλέπει ήλιου αχτίδα, πάλε ακόμα
» πάθια τον δέρνουν και καμιά βοήθια εγώ δεν τού 'μαι.
» Τη νιά μαθές που τούδωκαν πρεσβιό τα παλικάρια,
» πήγε ξανά απ' τα χέρια του την πήρε ο γιος τ' Ατρέα.    445
» Κι' ενώ απ' τη λύπη του έτρωγε τα σωθικά του ο γιος μου
» για το κορίτσι, νά οι οχτροί στρυμώνουν τους Αργίτες
» μες στα καράβια, κι' όξω πια να βγούνε δε μπορούσαν.
» Έστειλαν τότε οι πρόκριτοι και τον περικαλούσαν
» να βγει, και δώρα τούταζαν πολλά και φημισμένα.
» Τότε είπε, εγώ απ' τη συφορά δεν πάω ναν τους γλυτώσω,    450
» μα ας πάει, αν θέλει, ο Πάτροκλος κι' ας βάλει τ' άρματά μου,
» και μ' ένα πλήθος λόχους του τον προβοδάει στην μάχη.
» Κι' αφτός πολέμαε ολημερύς κοντά στο Ζερβοπόρτι,
» και θάπαιρνε την ίδια αβγή το κάστρο, μόνε ο Φοίβος
» εκεί που θρήνος έκανε στων μπροστινών τη μέση    455
» τον σφάζει, και τον Έχτορα δοξάζει με τη νίκη.
» Έτσι έρχουμαι στα πόδια σου να πέσω τώρα, αν θέλεις
» του γοργοπέθαντου μου γιου ασπίδα ναν του δώκεις,
» τσαπράζα, και τουσλούκια διο με τεριαστά θηλύκια,
» και κράνος· τι όσα αν είχε πριν, παν ο πιστός του βλάμης    450
» τού τάχασε, κι' αφτός βογγάει με δίχως όπλα χάμου. »
Τότε ο πιδέξος απαντάει και ξακουστός τεχνίτης
« Έννια σου, Θέτη· συλλογή αφτό μην τόχει ο νους σου.
» Γιατί έτσι απ' τον κακόκραχτο το θάνατο ας μπορούσα
» ναν τόνε κλέψω πουθενά σα φτάσει η μάβρη η ώρα,    455
» όπως πεντάμορφα άρματα θα λάβει, που στον κάμπο
» όλοι, όσοι τύχει να τους δουν τα κάλλη, θα σαστίζουν. »
Είπε, κι' αφού την άφισε και πάει στα φυσερά του,
που στη φωτιά γυρνώντας τα τους είπε να φυσούνε·
κι' αφτά όλα αντάμα, ως είκοσι, φυσούσαν μες στις γούβες    470
βγάζοντας χνώτο τεριαστό για κάθε φλόγας είδος,
πολύ για φλόγα περισσή κι' άλλοτες πάλι λίγο,
έτσι όπως τόθελε ο θεός και της δουλιάς βολούσε.
Τότε άσπαστο έβαλε χαλκό πας στη φωτιά κι' ασήμι,
καλάϊ κι' ένα πολύτιμο χρυσάφι, απέ στυλώνει    475
το γιγαντένιο αμόνι του στο κούτσουρο, και παίρνει
γερό σφυρί με το δεξύ, μασιά με τ' άλλο χέρι.
Και πρώτα πρώτα αρχίνησε μεγάλη ασπίδα στέρια,
πλούμια ως στην άκρη, και λαμπρό της έβαλε στεφάνι
τρίκλωνο γύρω αστραφτερό με το λουρί ασημένιο.    430
Τάβρου πετσί είχε ο δίσκος της πεντάδιπλο, και μέσα
τού σκάλιζε άθια ένα σωρό με τη σοφή του τέχνη.
Έφτιασε μέσα εκεί τη Γης, μέσα Γιαλό κι' Ουράνια,
Ήλιο εκεί μέσα ακούραστο, γιομόφωτο Φεγγάρι,
κι' όλα τα ζούδια τ' ουρανού πούχει στεφάνι γύρω,    485
Βροχάστερα και Κυνηγό λαμπρόφεγγο και Πούλια,
κι' Αρκούδα που πολλοί θνητοί κι' Αμάξι τήνε κράζουν,
που πάντα αφτού κλωθογυρνάει τον Κυνηγό θωρώντας
και μόνη αφτή μες στ' Ωκιανού δε λούζεται το κύμα.
Κι' έφτιασε μέσα διο όμορφες αθρώπων πολιτείες.    490
Στη μιά 'χαν ξαφαντώματα και γάμους, και τις νύφες
πηγαίνανε απ' της μάννας τους με φώτα με λαμπάδες
μέσα απ' τους δρόμους, κι' έσκουζαν να ζήσουν να γεράσουν.
Κι' ορχιούνταν χορεφτάδες διο, και κόσμο λες χαλνούσαν
καταμεσύς τους τ' άργανα—ζουρνάδες και λαγούτα—    495
κι' έκαναν χάζι στέκοντας στα ξώθυρα οι γυναίκες.
Την άλλη χώρα σκάλισε με πύργους στεριωμένη,    509
και μέσα ο κόσμος έτρεχε μελίσσι στην πλατέα,    497
τι είχε στηθεί καβγάς και διο φιλονεικούσαν άντρες
για σκοτωμένου ξεζημιά. Ορκίζουνταν ο ένας
να δώσει αντάξια πλερωμή και τα ποσά ξηγούσε,    500
όχεσκε ο άλλος έλεγε, πως πλερωμή δε θέλει·
τέλος κι' οι διο 'παν, μάλιστα ας κρίνει ο κατεχάρης.
Κι' έσκουζε ο κόσμος κι' έδιναν άλλοι αλλουνού το δίκιο,
μα οι κράχτες τους περιόριζαν. Κι' οι γέροι καθισμένοι
στα μαρμαρένια τους θρονιά στη στρογγυλή πλατέα,
κραχτών καλόφωνων ραβδιά στα χέρια τους κρατώντας    505
σηκώνουνταν με τη σειρά να κρίνουν ένας ένας.
Κι' είταν στη μέση διο φλουριά βαλμένα, για να πάρει
αφτός π' απ' όλους πιο σωστά το δίκιο θα ξηγούσε.    508
Κι' είταν απ' όξω αντρών στρατός πούρθαν κλεφτά ν' αρπάξουν
το βιός της χώρας, κι' ήθελαν καρτέρι εφτύς να στήσουν.    913
Κι' έτσι άμα εκεί ήρθαν που καλά βολούσε το καρτέρι,    520
σε ρέμα πούχε πότισμα για ζωντανά καθ' είδος,
κάθησαν τότες, με χαλκό που θάμπωνε οπλισμένοι·
και χώρια απ' το στρατό σκοποί διο κάθουνταν σε βίγλα,
πότε να δουν προσμένοντας αρνιά απ' αλάργα ή βόδια.
Κι' αφτά νά ! αμέσως πρόβαλαν, και διο βοσκοί ξοπίσω    525
αβλούς λαλούσαν δίχως πριν την πονηριά να νιώσουν.
Μα οι άλλοι πριν που τάδανε, χοιμούν και χέρι χέρι
πέφτουν κοπαδιαστοί κι' αρπούν τα τραχηλάτα βόδια,
σωρούς τ' αρνιά τ' ασπρομάλλα, και τους τσοπάνους σφάζουν.
Κι' απ' το καστρί όταν άκουσαν κοντά στα βόδια αντάρα    530
σα δικαζόντουσαν μπροστά στους γέρους καθισμένοι,
πηδούν στ' αμάξια μέσα εφτύς και τρέχουν ναν τους πιάσουν.
Κι' όταν σε λίγο ζύγωσαν, παράταξαν τους λόχους
κοντά στην ακρορεματιά, και πιάνουν στεριά μάχη
κι' ένας τον άλλον κάρφωνε με το χαλκένιο τ' όπλο.
Εκεί έσμιγε και Σκιάξιμο κι' Αμάχη, εκεί και Χάρος    535
κρατώντας άλλον ζωντανό βαθιά νιοπληγωμένο,
άλλον τραβούσε και νεκρό μες στη σφαγή απ' το πόδι,
και ρούχα φόραε κόκκινα στο αίμας βουτημένα.    538
Κι' έφτιασε μέσα λιγδερό χωράφι, πλούσιο κάμπο,    541
φαρδύ και τριπλογύριστο· κι' εκεί πολλοί οργωτάδες
ζεβγάρια στριφογύριζαν λαλώντας πέρα δώθες.
Κι' οργώνοντας σα θάφταναν στου χωραφιού την άκρη,
πήγαινε νιός κι' ένα καφκί τους έβαζε στα χέρια    545
κρασί γλυκό· και δώσ' του αφτοί όλο όργωναν τ' αβλάκια,
κι' όλο να φτάσουν σπούδαζαν στου χωραφιού την άκρη.
Και μάβριζε από πίσω η γης, λες έμιαζε οργωμένη
κιάς είταν χρυσοσκάλιστη· αφτό δα αν είταν θάμα !
Κι' εκεί ένα βαθυγράσιδο μέσα έφτιανε μετόχι,    550
που θεριστάδες, τροχιστά στα χέρια τους δρεπάνια
βαστώντας, δώσ' του θέριζαν· κι' απ' τις χουφτιές λες άλλες
έπεφταν χάμου απανωτές στη γης αράδα αράδα,
άλλες πάλε έπαιρναν γοργοί δετάδες ναν τις δέσουν.
Τρεις οι δετάδες π' όριζαν· και τα παιδιά από πίσω    555
δίχως να στέκουν αγκαλιές το χόρτο κουβαλούσαν
κι' έδιναν πάντα. Κι' ήσυχος παρέκει ο νοικοκύρης
ραβδί κρατώντας έστεκε χαρούμενος στον όχτο.
Και κράχτες χώρια τοίμαζαν κάτου από λέφκα δείπνο,
κι' έψηναν βόδι πούσφαξαν μεγάλο· κι' οι γυναίκες
πολλά άσπρα αλέβρια αλέθανε, ταγή των δουλεφτάδων.    560
Κι' έβαζε αμπέλι εκεί σιμά σταφύλια φορτωμένο
ώριο μεγάλο ολόχρυσο, μα τα σταφύλια μάβρα,
[το κάθε κλήμα μ' αργυρά παλούκια στυλωμένο].
Γύρω χαντάκι κάρφωσε σμαλτένιο, γύρω φράχτη
από καλάϊ, κι' είχε ανοιχτό μουντό 'να μονοπάτι,    565
στ' αμπέλι απ' όθες έμπαιναν σαν είταν να τρυγήσουν.
Και νιες και νιοι καλόκαρδοι μαζί όλοι κουβαλούσαν
το γλυκοστάφυλο καρπό μες στα πλεχτά καλάθια.
Κι' ένας τους νιός στο γυρισμό τούς βάραε το λαγούτο
γλυκά που λες σε λίγωνε, κι' αγάλι τ' αποτρύγια    570
τραγούδαε, κι' όλη η συντροφιά ξοπίσω ροβολούσε,
και ξεφωνώντας χόρεβαν μ' ανάλαφρο ποδάρι.
Κι' έφτιασε μέσα εκεί βοδιών κοπάδι κουτελάτων —
από καλάϊ τα διόρθωσε τα βόδια και χρυσάφι —
π' απ' την ταγή ίσα τρέχανε με μουγκρητά να πιούνε    575
κοντά σε ρέμα μούρμουρο, δροσάτο καλαμιώνα.
Μαζί και τέσσεροι χρυσοί τσοπάνοι μονοσκοίνι
κατέβαιναν, μ' εννιά σκυλιά π' ακολουθούσαν άσπρα.    578
Κι' έφτιασε μέσα ο θεϊκός τεχνίτης και λιβάδι    587
μες σε λακκιά, και πρόβατα που εδώ κι' εκεί βοσκούσαν,
κι' έφτιασε στρούγγες και μαντρί και σκεπαστές καλύβες.
Κι' έφτιασε μέσα αφρόσπαστο και τ' Ωκιανού το ρέμα    607
κοντά στο γύρο το στερνό της σκαλιστής ασπίδας.
Και τέλος πια σαν έφτιασε μεγάλη ασπίδα στέρια,
τσαπράζα φτιάνει αστραφτερά λαμπρότερα από φλόγα·    610
του φτιάνει κράνος σκαλιστό γερό και τεριασμένο
στα διο μηλίγγια, με χρυσή πούχε από πάνω φούντα.
Κι' από καλάϊ τού τάκανε καθάριο τα τουσλούκια.
Έτσι με τέχνη τη δουλιά σαν την απόφτιασ' όλη,
τα άρματα παίρνει και μπροστά στη Θέτη τ' απιθώνει.    615
Και κάτω αφτή απ' τις χιονιστές κορφάδες σα γεράκι
πετάει, την αχτιδόλαμπρη αρματωσά κρατώντας.