Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η 25 Μαρτίου (Μαρκοράς)

Από Βικιθήκη
(Ανακατεύθυνση από Η 25 Μαρτίου του 1867)
Ἡ 25 Μαρτίου
Συγγραφέας:
Ἡ 25 Μαρτίου. Ἡ ἄνοιξι καὶ τὸ παλληκάρι τὴς Ἠπείρου. Έκδοση του 1867, Τυπογραφεῖον Η ΙΟΝΙΑ, Ἀδελφῶν Κάων


Ἂς ἀνθίσουν τὰ πλάγια κι’ οἱ κάμποι
Κατὰ τ’ Ἄστρο ’ποῦ ὁλόχαρο βγαίνει!
Τὸ στεφάνι τῆς δόξας του λάμπει,
Καὶ ἀπὸ φῶς πλημμυρίζει τὴ γῆ·
Ταῖς ψυχαῖς τῶν Ἑλλήνων θερμαίνει,
Ἀλλὰ τόση ἔχουν φλόγα κ’ ἐκείναις
’Ποῦ ἀναδίνουν ’ς τοῦ ἡλίου ταῖς ἀχτῖνες
Ὅση ἐκεῖθε λαβαίνουν ζωή.



Τέτοια ’μέρα τὰ στήθη τους ὅλοι
Δὲ στολίζουν μὲ δάφνης κλωνάρια·
Προκαλῶντας τὸ τούρκικο βόλι,
Νέα στολίδια γυρεύουν πολλοί.
Δὲ φθονοῦνε τ’ ἀνδρεῖα παλληκάρια
Τῆς χαρᾶς τὸ γιομάτο ποτῆρι·
Ηὗραν ἄλλο ἐθνικὸ πανηγύρι
’Σ τ’ ἀκουσμένο τῆς Κρήτης νησί.



Μόλις εἶπαν λιβάδια καὶ βράχοι·
«Ἡ Τουρκιὰ μὲ τὴν Κρήτη παλεύει!»
Ἐχυθῆκαν ’ς τὴν ἄσπονδη μάχη,
Ὠς νὰ ἐτρέχαν σὲ γάμου χαρά.
Τὸ πουλὶ ’ποῦ μακρυὰ ταξειδεύει,
Τέτοια ὁρμὴ ’ς τὴ φτεροῦγα του βρίσκει,
Ὅταν αὔραις, ἀρώματα κ’ ἴσκοι
Τὸ προσμένουν ’ς τὴ νέα κατοικιά.



Ἄχ! ’ς τὴ μέση ἀπὸ χίλιους κινδύνους,
Πεῖνα, δεῖψα καὶ λίθινο στρῶμα
Νὰ προσφέρῃ ἐδυνήθη ’ς ἐκείνους
Τῶν ἡρώων ἡ πολύπαθη γῆ.
Ἀλλ’ ἐκεῖ πολεμοῦν, καὶ τὸ χῶμα
Ἀπὸ αἷμα θεόργιστο βρέχουν·
Πολεμοῦν, καὶ ’ς τὸ πλάγι τους ἔχουν
Τὰ ξεφτέρια τῆς Ἴδας ἐκεῖ.



Μία θερμὴ τοὺς ἀντάμωσε ἀγάπη,
’Ποῦ κανένας ποτὲ δὲ θὰ σβύσῃ·
Τ’ ἄγριο ξίφος τοῦ Τούρκου, τ’ Ἀράπη
Πάντ’ αὐτοὺς ἑνωμένους θὰ βρῇ·
Μήτε θέλει σκληρὰ τοὺς χωρίσῃ
Τῆς Εὐρώπης τουρκόφιλο γράμμα·
Ἢ θὰ ζήσουν ἐλεύθεροι ἀντάμα,
Ἢ ’ς τὴ μάχη θὰ πέσουν μαζῇ.



Τ’ ὡρκισθῆκαν· μὲ βία καὶ μὲ πλάνη
Τέτοιον ὅρκο νὰ πνίξῃ ζητάει
Τὸ χλωμό, τρομασμένο Διβάνι,
Μήπως πέρα ’ς τὴ Δύσι ἀκουσθῇ.
Ἀλλὰ ξάφνου τ’ ἀέρι βροντάει,
Ἀντηχῶντας καὶ κάτου ’ς τὸν ᾅδη·
Τρέμει, ἀνάφτει, πετιέται τ’ Ἀρκάδι
Τέτοιον ὅρκο τοῦ κόσμου νὰ ’πῇ.



Μὲ ταῖς φλόγαις ὁ κρότος ἐχύθη
’Σ τὴ μίαν ἄκρη τῆς γῆς καὶ ’ς τὴν ἄλλη·
—Ζήτω! ζήτω!—ἀναρίθμητα στήθη
Ἐφωνάξαν ὥς τ’ ἄστρα παντοῦ.
Τί θὰ πράξουν τῆς γῆς οἱ Μεγάλοι;
Τί ’ς τὸ νοῦ τους κρυφὰ μελετοῦνε;
Μὲς τὰ κρύα σωθικὰ δὲν ἀκοῦνε
Μήτε σπίθα τ’ ἐνδόξου Ἀρκαδιοῦ;



Τὴ βουλή τους, λαχτίζοντας, τώρα
Ἡ γυναῖκα τῆς Κρήτης προσμένει,
Ὅπου λύσσα τοῦ Τούρκου αἱμοβόρα
Νὰ ξεφύγῃ ἐδυνήθη κρυφά.
Θὰ γυρίσῃ ’σὲ λίγο ἡ θλιμμένη
Τὸ Σταυρὸ ν’ ἀγναντέψῃ ’ς τὴν Ἴδα;
Ἢ θ’ ἀκούσῃ—δὲν ἔχεις πατρίδα—
Νὰ τῆς σφάξῃ τὴ μαύρη καρδιά;



Ἀλλὰ πῶς κάθε φόβο καὶ λύπη
Τώρα ξάφνου πετάει ’ς τὸν ἀέρα;
Πῶς γενναῖοι καὶ χαρούμενοι χτύποι
Τῆς ταράζουν τὰ στήθη μὲ μιᾶς;
Ὦ τῆς δόξας ἀθάνατη ’μέρα,
Εἶσαι σὺ, ’ποῦ προβαίνοντας πάλι,
Μέγα θάῤῥος, ἐλπίδα μεγάλη
Μὲ μίαν αὖρα μονάχη ξυπνᾷς!



Ἂς ἀνθίσουν τὰ πλάγια κ’ οἱ κάμποι
Κατὰ τ’ ἄστρο ποῦ ὁλόχαρο βγαίνει!
Τὸ στεφάνι τῆς δόξας του λάμπει,
Καὶ ἀπὸ φῶς πλημμυρίζει τὴ γῆ·
Ταῖς ψυχαῖς τῶν Ἑλλήνων θερμαίνει,
Ἀλλὰ τόση ἔχουν φλόγα κ’ ἐκείναις,
’Ποῦ ἀναδίνουν ’ς τοῦ ἡλίου ταῖς ἀχτῖνες
Ὅση ἐκεῖθε λαβαίνουν ζωή.