Επί τω θανάτω Μάρκου Μοσχόπουλου ταγματάρχου του πυροβολικού

Από Βικιθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Επί τω θανάτω Μάρκου Μοσχόπουλου ταγματάρχου του πυροβολικού
Συγγραφέας:
Αθηναΐς, 15 Μαρτίου 1879


Ποιὸς ἐρωτᾷ τί γίνεται ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης,
ὅπου τὸ κῦμ' ἀκούραστο μὲ τὸν ἀφρό του σέρνει
'ς τὴν ἄβυσσο· ποιὸς ἐρωτᾷ τί γίνονται τὰ φύλλα
τοῦ δάσους, ὅπου ἄνεμος χειμῶνος παραδέρνει;

Ὁ ναύτης ὅμως ποῦ περνᾷ τὸ πέλαγος τοῦ βίου
ἀδημονεῖ καὶ θλίβεται καὶ χύνει λύπης δάκρυ,
ὅταν σβυσμένο τὸν φανὸ παρατηρεῖ ἐμπρός του,
ὅπου τὴν νὐκτα 'φώτιζε τοῦ βράχου του τὴν ἄκρη.

Ὁ ὁδοιπόρος, ποῦ περνᾷ ξηρᾶς ἐρήμου τόπον,
ἀγανακτεῖ καὶ στέκεται ἐμπρὸς εἰς τὸ πλατάνι,
ποῦ ῥίχτει ἀνεμοστρόβιλος 'ς τὴν γῆ ξερριζωμένο
καὶ ἡ ἐρημιὰ τὸν ἴσκιο του καὶ τὴν δροσιά του χάνει.

Στὴν ἔθνικήν μας ἐρημιὰ καὶ 'ς τὸ βαθύ μας σκότος
ἐδρόσιζες, ἐφώτιζες καὶ τώρα πέφτεις, σβύνεις·
τὰ παιδικά σου ὄνειρα, τὴν λάμψιν σου, τὸ πῦρ σου
εἰς τοῦ Νεκροταφείου μας τὴν γῆν καὶ σὺ ἀφίνεις.

Πολλοὺς ἡ Σμύρνη ἔστειλε ἐδῶ νά μεγαλώσουν
μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τοὺς 'δῇ τὴν ὥρα τὴν μεγάλη
τοῦ Γένους νὰ κρατήσουνε τὴν ἔνδοξη σημαία
καὶ να ῥιφθοῦν ἀτρόμητοι εἰς τὸν ἀγῶνα πάλι.

Ἄχ! πόσοι χρόνοι πέρασαν καὶ ἡ δουλωμένη χώρα
εἰδε σταυροὺς νὰ λάμπουνε καὶ ξίφη νὰ κροτοῦνε·
εἶδε τὴ νιότη 'ς τὰ χρυσᾶ, 'ς τὰ σκοτεινὰ τὴν δόξα,
χωρὶς νὰ μᾶς δοξάζουνε καὶ Τούρκους νὰ κτυποῦνε.

Εἶδε ν' ἀνοίγῃ μνήματα ὁ χρόνος καθημέρα
καὶ κάθ' ἐλπίδα ἐθνική μαζύ των νὰ σκεπάζῃ·
εἶδ' ἕνα μαῦρο σύννεφο 'ς τὸν οὐρανὸ ν' ἀπλώνῃ
καὶ τὴν Ἑλλάδα ὁλόκληρη βαθειὰ νὰ σκοτινιάζῃ.

Ἂν μεσ' ἀπὸ τὰ σύννεφα ὁ κεραυνὸς θὰ πέσῃ
μεθαύριο· ἂν ἀστραπὴ τὸ σκότος θὰ φωτίσῃ,
ψυχαῖς, ὅπ ἀναβαίνετε νὰ σμίξετε μαζύ των,
τὴν φλόγα ποῦ σᾶς θέρμαινε τὸ χῶμα δὲν θὰ σβύσῃ.