Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βαβυλωνία/Πράξις τρίτη

Από Βικιθήκη
Βαβυλωνία
Συγγραφέας:
Πράξις τρίτη


ΣΚΗΝΗ Α΄

[Επεξεργασία]

(Οι στρατιώται φυλακίζουν τον Ανατολίτην)
Στρατιώται και ο Ανατολίτης


ΣΤΡ. Α...· περπάτειε. (τον σπρώχνουν)

ΑΝΑΤ. Έι τζάνουμ, μη σκουντάς...· κόσμος γλέπει, ντρέπουμαι...· αγάλια αγάλια, ιστέ, εγώ πηγαίνω...· μη φοβάστε· ντε φεύγω...· μπαξίσι σου εγώ δίνω τάλλαρο τσίλικο τσίλικο.

ΣΤΡ. Έμπα μέσα τώρα...· κάτσε στο φρέσκο, (τον αφήνουν, και αναχωρούν).

ΣΚΗΝΗ Β΄

[Επεξεργασία]

(Ο Ανατολίτης καθ' εαυτόν)


ΑΝΑΤ. Ορίστε λευτερία...· άμμα λευτερία...· ταμάμ!... φόρτο μόρτο, σάντο μάντο, ρέστο μέστο, είπε, άιντε γιαβρούμ, χάψι...· μήτε ικρίσι, μήτε ιλάμι, μήτε τίποτα· έμεν ίσγια στη χάψι... Άτζαμπα μόδα στην Ελλάντα έτσι είναι; έμεν δυο λόγια λένε, χωρίς φταίξιμο, χωρίς τίποτα, χάψι βάνουνε;.... Να λευτερία, να μάλαμα... Αστρονόμο πολύ σέρτη άντρωπο είναι...· γκεμ αλμάτζη είναι· χιτς λακιρντί ντε παίρνει...· κατόλου...· κατόλου... Έμεν βρί ζει...· φάρκι ντε κάμει, άντρωπο είναι, γκάινταρο είναι, ούλα ένα τ' άχει... Αρτίκ τι τα κάμω τώρα; τα τραβήξω· ένα μπελά ήρτε κεφάλι μου, σάμπρι, τα κάμω· τζαρέ ντεν είναι... Στο κούτελο μου γραφτό ήτανε και τούτο.

ΣΚΗΝΗ Γ'

[Επεξεργασία]

(Οι στρατιώται φυλακίζουν τον Λογιώτατον)
Στρατιώται και ο Λογιώτατος


ΣΤΡ. Ντε, περπάτγειε, καλαμαρά, π' ούφαγες τις λίρες!!!

ΛΟΓ. Λύραν ουκ εγευσάμην...· ξύλον γαρ εστί χορδάς και νευράς έχον... Πλακούντα και δη εγευσάμην...· τριχείας τε τεταριχευμένους συν οξυγάρω.. Και δη δια το φαγείν με ταύτα φυλακιστέον με εστίν; άπαγε!!!

ΣΤΡ. Πολλή μουρμούρα δε θέλει...· έμπα μέσα

ΛΟΓ. Ποι;

ΣΤΡ. Στη φυλακή.

ΛΟΓ. Και δη ακρίτως φυλακισθήσομαι; ώμοι μοι! ώμοι!

ΣΤΡ. Πάρα μέσα, πάρα μέσα έμπα.

ΛΟΓ. Και δη σκότος ενταυθοί μέγα τε, ψηλαφητόν τε...· τάλας εγώ!

ΣΤΡ. (Τον αφήνουν, και αναχωρούν)

ΛΟΓ. (Εισερχόμενος εις την φυλακήν οδύρεται) Ιώ! ιώ!...· έπαθον τλάμων, έπαθαν άξι' οδυρμών!...φευ! φευ!... Και δη, πώς αν αλοίμαν;...θανάτω κατακλυσαίμαν...· ώμοι μοι, τάλας!...· ιώ, ιώ!...· φευ, φευ! παι, παι, παι! παπαί, παπαί, παπαί, παι!...

ΣΚΗΝΗ Δ'

[Επεξεργασία]

(Ο Ανατολίτης καθήμενος έσαθεν ακούει τους οδυρμούς του Λογιωτάτου, αλλά δεν τον διακρίνει)
Ανατολίτης, και ο Λογιώτατος


ΑΝΑΤ. Ποιος είναι, μπρε, φωνάζει γιο, γιο, εφ, πεφ, παπά, πουφ; (προς τον Λογιώτατον) Σακίν εσύ είσαι, Λογιώτατο;

ΛΟΓ. Έγωγε.

ΑΝΑΤ. Έι... · και γιατί κλαις για; γιατί φωνάζεις εφ πουφ; τι έπατες;

ΛΟΓ. Και δη ακρίτως, και αδίκως κεκάθειργμαι...· τούτου δη οδυρόμενος τυγχάνω.

ΑΝΑΤ. Ανταμ, εσύ ντε ξέρω τι άντρωπο είσαι...· και χάψι βάνανε εσένα, ηλληνικά μιλάς...· ακόμα γνώσι ντεν έβανες... (με θυμόν) Μίλα ρωμαίκα πγια, μπρε!!! ως πότε ηλληνικά, ηλληνικά;...· τι έπατεςλέω; ντεν ακούς;

ΛΟΓ. Αδίκως εφυλακίσθην.

ΑΝΑΤ. Έι, εσύ μονάχα; να κι εγώ...· Αστρονόμο χάψι έβανε, άμμα ντεν κλαίω...· ντε φωνάζω πουφ μουφ... Μην κλαις... σώπα, σώπα... έλα κοντά...· πάρε καλαμάρι σου, πένα σου, γράψε αναφορά στο κύριο Ντοικητή, φίλο ντικό μου είναι, να βγάνη όξου...· άιντε, κάμε γλήγορα να στείλουμε...

ΛΟΓ. Και δη γραπτέον...· ευ έχει.

ΑΝΑΤ. Εβ μεβ, άφσ'το πγια...· γράψε.

ΛΟΓ. (Γράψει την αναφοράν ελληνιστί· προς τον Ανατολίτην) Γέγραφα.

ΑΝΑΤ. Έγραψες;

ΛΟΓ. Ναι.

ΑΝΑΤ. Αι χωϊράτ' ογλού χωϊράτη!!! ναίσκε, ντε λες, μόνε ναι; Ντιάβαστο τώρα ν' ακούσω.

ΛΟΓ. (Αναγινώσκει την αναφοράν)

«Εκλαμπρότατε, ενδοξότατε, υπερένδοξε κύριε, και τα λοιπά και τα λοιπά. Ευθυμούντων ημών τήμερον την της Ελλάδος παλιγγενεσίαν εν τω εδωδιμολεσχοποικιλοβρωματοπωλείω...».

ΑΝΑΤ. Ιστέκα, ιστέκα...· τούτο ούλο ένα λόγος είναι;

ΛΟΓ. Μία λέξις προ, προ, προ υπερπαρασύνθετος.

ΑΝΑΤ. Έι ύστερα; τούτο είναι ντεκαπέντε πήχες, άνταμ...·άιντε να ντγιούμε...· λέγε παρακάτου.

ΛΟΓ. «Και δη εσθιοπινονταδοντορχουμενοευφραινομένων...»

ΑΝΑΤ. Βάι βάι βάι βάι· πώς τ' όβγανες απ' το ιστόμα σου τούτο άνταμ, και ντεν κόπηκε το μισό μέσα; Τούτο τσεγκέλια τέλει να τραβούνε ντέκα αντρώποι, και γκιούτζ μπελά να βγάνουνε...· εκατό πήχες είναι τοούτ αρτίκ σωστό.

ΛΟΓ. Σίγα... (αναγινώσκει) «Άφνω ο Αλβανός μετά του Κρητός εμαχεσάτην».

ΑΝΑΤ. Ποιο χέστηκε; άιντε, να ντγιούμε, τι τα πης ακόμα.

ΛΟΓ. «Και γαρ ο Κρης τους οίας κουράδια καλών, ο δ' Αλβανός το σκωρ εννοών τούμπαλιν».

ΑΝΑΤ. Τούμπα έκαμε κανένας για;

ΛΟΓ. «Και δη τούτου γ' ένεκα μαχεσαμένων...»

ΑΝΑΤ. Άνταμ, ιστέκα, μη γραφής, μπρε! ντροπής είναι...· χιτς ολμάσσα, μαγαρίστηκε πες το...

ΛΟΓ. Σίγα, κάθαρμα· (αναγινώσκει) «αναστάς ο Αλβανός, κάκτανε τον Κρήτα».

ΑΝΑΤ. Αρβανίτη όνομα, Αναστάση λέανε;

ΛΟΓ. Παύσαι καταφλυαρών...· και δη τυπτέον σε εν το στόματι, αναιδέστατε, (αναγινώσκει) «Τοιγαρούν ο Αστυνόμος, συλλαβών ημάς τους αθώους, έθετο εν φυλακή, μηδέν δεινόν εργασαμένους... Και δη προσπίπτομεν εκλιπαρούντες την υμετέραν πανεκλαμπροϋπερενδοξότητα, όπως διατάξητε την εκ της φυλακής ημών έξοδον, ίνα η σου το όνομα δοξαζόμενον, και το μέγα έλεος εν τοις πέρασαν».

ΑΝΑΤ. Βάι, κιοπόγλου, βάι!...Βάι, ήτ' ογλού, βάι!... Έτσι γράφουνε αναφορά; εσύ τροπάρι έγραψες...· μέγα έλεος, υπερένδοξε έγραψες, κάτε ένα λόγο μακρύ μακρύ εκατό πήχες έγραψες, άντρωπο μαγαρίστηκε έγραψες, Αρβανίτη όνομα Αναστάση λέανε έγραψες, λοής κοπής πράματα έγραψες... Κρίμας το...· κρίμας το...· Εγώ τάρρεψα εσύ λογιώτατο άντρωπο είσαι, γράμματα ηξέρεις, είπα, έβανα να κάμης αναφορά...· άμμα σαν ισκυλί πεισμάνεψα... Σκίσ' το, σκίσ' το...· πάρε άλλο χαρτί να γράφης αναφορά... · άμμα εγώ να λέω, κι εσύ να γραφής... Τ άκουσες, μπόκογλου.

ΛΟΓ. Τι δε μέλλω γράφειν; και δη λέξον μοι.

ΑΝΑΤ. (Υπαγορεύει τον Λογιώτατον) Ευγενέστατε κύριε Ντοικητή» (προς τον Λογιώτατον) Τί έγραψες;

ΛΟΓ. «Ευγενέστατε κύριε Ντοικητή, τι έγραψες;»

ΑΝΑΤ. Όχι, μπρε σασκίν, μη γραφής «τι έγραψες»· σβύσε...· βάι μπουταλά, βάι.

ΛΟΓ. Έσβεσα...· και δη είπας μοι γράψαι όπερ αν μοι είπης. Ουκούν σαυτόν αιτιώ...·

ΑΝΑΤ. Λέγε να δγιω τώρα, τι λοής έγραψες;

ΛΟΓ. «Ευγενέστατε κύριε Ντοικητή».

ΑΝΑΤ. Ντοικητή...· άφεριμ. (Υπαγορεύει) «Λευτεριά ήρτε, μάταμε μισέ Μπαστιά λοκάντα, κάτσαμε εκεί πέρα, φάγαμε, ήπγιαμε, τραβουντίσαμε, χορέψαμε· άμμα Αρβανίτη μέτυσε...·» τι έγραψες;

ΛΟΓ. «Αρβανίτη μέτυσε».

ΑΝΑΤ. Μέτυσε· αφερίμ...· είδες; ιστέ τώρα γένεται αναφο ρά. «Κηρτικό είπε Αρβανίτη (τιμή στα μούτσουνά σου) κουράδια, Αρβανίτη είπε να φας εσύ...» τι έγραψες;

ΛΟΓ. «Να φας εσύ».

ΑΝΑΤ. Να φας εσύ...· άφεριμ! «Κουράδια μουράδια λέο ντας και καυγαλαστίζοντας», (αρτίκ τώρα να πω κι εγώ κάμποσα ηλληνικά)· «πιστόλα Αρβανίτη τραβήξοντας, Κηρτικό απάνου σφίξοντας, Κηρτικό χέρι χτυπήσοντας, Αρβανίτη έφυγε...·» τι έγραψες;

ΛΟΓ. «Αρβανίτη έφυγε».

ΑΝΑΤ. Έφυγε...· έφυγε...· πιρ ολ. Ισιε τούτο είναι αναφορά με τα σάρτια της σουμπτουρλούτικη...· Γράφε· (υπαγορεύει) «Τώρα Αστρονόμο έπγιασε εμάς, έβανε χάψι...»· τί έγραψες;

ΛΟΓ. «Εμάς έβανε χάψι».

ΑΝΑΤ. Χάψι...· χάψι...· ιστέκα, τζάνουμ, κομμάτι να συλ λογιστώ... (συλλογίζεται ολίγον) Α!...· γράφε· (υπαγο ρεύει) «Τζάνουμε κύριε Ντοικητή, χέργια σου να φιλήσω, ποντάργια σου να φιλήσω, ισκυλί σου να γενώ, στείλε Αστρονόμο ένα ντιαταή, να βγάνη εμάς όξου...»· τι έγραψες;

ΛΟΓ. «Όξου».

ΑΝΑΤ. Είδες τώρα; έτσι γράφουνε αναφορά· όχι τροπάρι έγραψες εσύ...· Ε! σώτηκε πλια.

ΛΟΓ. (Τω δίδει την αναφοράν) Και δη υπόγραψον.

ΑΝΑΤ. Εγώ ντε ξέρω να γράψω...· εσύ γράψε όνομα μου.

ΛΟΓ. Και δη πώς σε γραπτέον;

ΑΝΑΤ. Χατζή Σάββα, Χατζή Μουράτη γυιό, αραϊντζή, Καΐσερλη, Ζιντζήρ-ντερελή, ντούλο σας... (προς τον Λογιώτατον) Έγραψες; ντιάβασε ν' ακούσω όνομά μου τι λοή έγραψες, γιατί εσύ είσαι κομμάτι σασκίνη.

ΛΟΓ. Χατζή Σάββας, Χατζή Μουράτη, αραϊντζή, Καΐσερλη, ζιμτς τερελλελί.

ΑΝΑΤ. Βάι κιοπόγλου, τερελλελί εσύ είσαι· ντερελί γράψε. Έγραψες;

ΛΟΓ. Ναι.

ΑΝΑΤ. Μπρε έριφ...· ναίσκε πες...· άι χωϊράτη. Τώρα φώναξε ένα άντρωπο απέ το παρετύρι, δώσε να πάη.

ΛΟΓ. Τον δεσμοφύλακα;

ΑΝΑΤ. (με θυμόν) Ντεσποτοφύληκα, μεσποτοφύληκα ντε ξέρω άνταμ...· βάι βάι βάι!!! εσύ τι άντρωπο είσαι; εσύ καντηλανάφτη είσαι, μπουταλά είσαι, λόκο, λαπατζή είσαι...· κρίμας το... Εγώ τάρρεψα, λογιώτατο άκουσα, άντρωπο ισκιουζάρη είναι, είπα...· άμμα εσύ ένα λιανάσπρο ντεν αχρίζεις... (με περισσότερον θυμόν) Φώναξε, έριφ, ένα άντρωπο· εφ!!!... ιψυχή μου έσφιξες πγια...· σαγλίκ ιλάν να μη βάνανε εσένα χάψι, ήτ' ογλού, ήτ... Τι κυττάζεις; τώρα χώνω γρότο μου ιστόμα σου μέσα, α!... Φώναξε ένα άντρωπο λέω, μπρε... Να ένα τριάρι· (τω δίδει εν νόμι σμα) δός' το εκείνο άντρωπο· μπαμπά σου χιζμεκιάρη ντεν είναι, να πάη μπετααβά.

ΣΚΗΝΗ Ε'

[Επεξεργασία]

(Οι στρατιώται φυλακίζονν τον Πελοποννήσιον και τον Κύπριον)
Στρατιώται, Πελοποννήσιος, και ο Κύπριος


ΣΤΡ. (Προς τον Πελοηοννήσιον) Κόπγιασε στο φρέσκο, κύριε λογοθέτη...

ΠΕΛ. Οπού σμίγει με μουρλούς, αυτά παθαίνει. Με τέτοι ους μαγκούφηδες π' όσμιξα σήμερα, κι άλλα μου πρέπανε να πάθω...· απομονή.

ΣΤΡ. (Προς τον Κύπριον) Κόπγιασε κι η αφεντιά σου, κύριε Σολομώ, μπακαλάο, πώς σε λένε...· έμπα μέσα, μέσα...

ΚΥΠΡ. Στον τόπο μας πρώτα κρίνουσίν τον τόν άθρωπο κι ύστερις χαψψώνουσίν τον...· εδώ ούλα λωά κάμνουσίν τα τά πράματά τους.

ΣΤΡ. (Τους αφήνουν και αναχωρούν)

ΣΚΗΝΗ ΣΤ'

[Επεξεργασία]

(Οι στρατιώται φέρουν τον Χίον εις την φυλακήν, όστις τους φιλοδωρεί καθ' οδόν δια να μην τον περάσουν από την Αγοράν)
Στρατιώται και Χίος


ΣΤΡ. Περπάτειε...· α...· τρέχα...

ΧΙΟΣ Κι εν μπορείτεν εσείς άματις να κάμτεν κανένα μόδο για να φύγω αφ' την άλλην πόρτα;

ΣΤΡ. Όχι, όχι...· δεν μπορούμε, μόνε περπάτειε.

ΧΙΟΣ Και μη με περάστεν αφ' το παζάρι, κι ό,τι θέτεν πάρτε.

ΣΤΡ. Τι θα μας δώκης;

ΧΙΟΣ Εκατό γρόσια δίνω σας.

ΣΤΡ. Φέρτα.

ΧΙΟΣ (Τα δίδει) Πάρτεν τα... Ουγού!!! και μην πάμ' αφ' το παζάρι, και με δη ο πάης μου...· αφ' τα στενά, να ζήτεν...· αφ' τα στενά.

ΣΤΡ. Δε σε πάμε απ' το παζάρι, μόνε περπάτειε γλήγορα· (τον γυρίζουν από στενό μέρος, τον φυλακίζουν, και αναχωρούν)

ΣΚΗΝΗ Ζ'

[Επεξεργασία]

(Ο Χίος εμβαίνων εις την φυλακήν, κάθεται μεταξύ της εισόδου υπό το σκότος, και οδύρεται)
Ο Χίος (καθ' εαυτόν) είτα ο Ανατολίτης


ΧΙΟΣ Αλλοί μου του κακόσορτου!!... αλλοί, αλλοί, άλλου!! Ίντ' αν τούτο π' ούπαθα κακοσορτιά μου...· κι αν το μάθ' ο πάης μου...· κι αν το μάθ' η τσάτσα μου...· κι αν το μάθ' η αγαπητικιά μου, ε θα κλώση πλια μαζί μου...· αλλοί μου του κακόσορτου, αλλοί, αλλοί, αλλοί!!! (λιποθυμεί)

ΑΝΑΤ. Ποιός είναι σκοτεινά φωνάζει Αλή, Αλή; εντώ κανένα Τούρκο ντεν είναι...· μήτε Αλή... μήτε Μουσταφά... Είναι Λογιώτατο, Μωραΐτη, Κυπριώτη, κι εγώ...· Τούρκο κανένα ντεν είναι, (προς τον Χίον) Τι τέλεις εσύ, φωνάζεις Αλή, Αλή; ντε μιλάς; ει...· εσένα λέω· ντεν ακούς; Τώρα φώναζε Αλή, τώρα σώπασε.

ΧΙΟΣ Ωχού...· κι αφήτε με, γιατί μούρτενε λιγοθυμιά.

ΑΝΑΤ. Α, κατάλαβα...· Χιώτη είναι...· φοβητσιάρη είναι· κρύφτηκε να μη δγη κανείς... Χιώτη πολύ φοβάται χάψι, γιατί πέφτει ιχτιμπάρι του, και ντε τέλει να δγη κανείς...· εκείνο τώρα απ' το φόβο του κατουρήτηκε απάνω του...· άφσ' το, άφσ' το· μην το πει ράζη κανένας.

ΣΚΗΝΗ Η'

[Επεξεργασία]

(Οι στρατιώται φυλακίζουν τον Ξενοδόχον)


ΣΤΡ. Ορίστε μέσα κι η αφεντοξυλιά σου, που μέθυσες σήμερα τον κόσμο, και μας έκαμες κι εβγάλανε τα ποδάργια μας νερό.

ΞΕΝ. (Εισέρχεται με τα κατάστιχα εις τας χείρας) Ήσβυσα πλια ο κακόσορτος...· παν τα κρέντιτά μου...· ε με χαιρε τά πλια κανείς.

ΣΤΡ. Όλοι τώρα εδώ είστε; κυττάξετε καλά να μη φύγη κανένας, γιατί φίδι που τον έφαγε αν τον πιάσουμε ύστερα... (αναχωρούν).

ΣΚΗΝΗ Θ'

[Επεξεργασία]

(Ο Ανατολίτης φυλακισμένος απορεί δια την αργοπορίαν της εις την αναφοράν του απαντήσεως)


ΑΝΑΤ. Εφ!... Σφίχτηκα... Ακόμα ντιαταή ντε βγήκε... Τζάνουμ, ντοικητή είναι φίλο μου· γιατί άργησε έτσι για;... να, βράντιασε...· χάψι τα κοιμητούμε απόψε... Κανένα ντεν έχω να στείλω, νε ντούλο έχω μαζί μου, νε τίποτα...· τούτοι άλλοι χαμπάρι ντεν έχουνε...· εμένα ιψυχή μου πολύ ισφίχτηκε... Άτζαμπα να κάμω άλλο ένα αναφορά, πώς γένε ται;... Λογιώτατο τώρα ντε τα γράψη, εγώ ηξέρω...· και να γράψη μπιλέμ, τα ζαλίση κεφάλι μου...· είναι μπουταλά... Τι να κάμω ντε ξέρω!... Σάμπρι τα κάμω αρτίκ, γένηκε το γένηκε.

ΣΚΗΝΗ Ι'

[Επεξεργασία]

(Ο Ξενοδόχος ζητεί από τους εν τη φυλακή την πληρωμήν των εις το ξενοδοχείον εξόδων των, και παρουσιάζει ένα λογαριασμόν πολλά υπέρογκον)
Ξενοδόχος, και λοιποί


ΞΕΝ. Καλέ σεις, ούλοι σας εδώ στενε;...· κι ε θα με πλερώστεν εκείνα που φάγετεν κι ήπγιετεν στη λοκάντα μου, που για σας ήσβυσα, διαβόντρου γυιοί;

ΑΝΑΤ. Χιτς ποτές άντρωπος στη χάψι μέσα πλερώνει; ταμάμ πραματευτή...· Χαρατζή μπιλέμ στη χάψι χαράτσι ντε υρεύει.

ΞΕΝ. Κι εν τόχετε στο νου σας να με πλερώστενε μαθές; να μου φάτε θέτενε κι εσείς το βιος μου, διαβόντρου κουλούκια;

ΑΝΑΤ. Έι...· τα πλερώσουμε αγάλια αγάλια...· τώρα ούλοι χάψι είμαστε, κι εσύ μπιλέμ χάψι είσαι...· ιστέκα ν' α βγούμε όξου, κι ύστερα πλερώνουμε...· τι φοβάσαι; ντε τα φύγουμε για.

ΞΕΝ. Ας λογαριαστούμενε δα, κι ύστερις πλερώνετεν πλια.

ΑΝΑΤ. Βγάλε τεφτέρι σου να δγιούμε· πόσα χρουστούμε;

ΞΕΝ. Εν τα πέρασα στο τεφτέρι, μα τα θυμούμ' απ' όξω.

ΑΝΑΤ. Και ντεν έγραψες τεφτέρι σου;

ΞΕΝ. Όσκε...· εν πρόφταξα...· στη λίσταν τα πέρασα μοναχά.

ΠΕΛ. (Καθ' εαυτόν). Τι ξέρεις τώρα πόσα θα μας πάρη! πόσα θα βάνη παραπανισμένα· τρεις στο ξύδι, τρεις στο λάδι, κι έξη στο ξυδόλαδο, έντερα, πατσά, σιμίτια, έξοδα των εξόδων, κι άλλα, κι άλλα, ό,τι του βαστάξη πγια η ψυχούλα του... (προς τον Ξενοδόχον). Και πόσα σου χρουστούμε;

ΞΕΝ. (Λογαριάζει ολίγον με εν κάρβουνον) Εννιακόσια ενενή ντα εννιά γρόσια και τριάντα εννιά παράδες, κι ένα άσπρον...· μα τ' άσπρο ας τ' αφήσουμεν πλια, γιατ' είναι μικρό πράμα.

ΑΝΑΤ. Βάι, βάι βάι!!! Ντε λες χίλια; ντυο άσπρα τέλει ακόμα να γενούνε χίλια.

ΠΕΛ. Και πού στο διάτανο τα ξοδέψαμε τόσα το μαγκούφι;

ΞΕΝ. Κι εν είναι πάσα ένα με το λογαριασμό τους; σταθήτεν...· όφκολος είν' ο λογαριασμός...· πόσοι ήσαστεν;...

ΠΕΛ. Πέντε.

ΞΕΝ. Εννιά.

ΑΝΑΤ. Εφτά, άνταμ...· νά, μέτρα...· Λογιώτατο, ένα... Μωραΐτη ντυο...· Κυπριώτη, τρία...· Χιώτη τέσσερα...· Αρβανίτη, πέντε...· Κηρτικό, έξη...· εγώ, εφτά...·

ΞΕΝ. Αμ' ο Λογιώτατος;

ΑΝΑΤ. Πρώτα πρώτα εκείνο είπα, άνταμ!

ΞΕΝ. Αμ' ο Κυπριώτης;

ΑΝΑΤ. Κι' εκείνο είπα.

ΞΕΝ. Εν τους μετρήσετεν καλά.

ΑΝΑΤ. Εσύ μέτρησε, να ντγιούμε

ΞΕΝ. Μέτρα... Η αφεντιά σας;

ΑΝΑΤ. Ένα.

ΞΕΝ. Ο Κυπριώτης;

ΑΝΑΤ. Ντυο.

ΞΕΝ. Ο Κρητικός;

ΑΝΑΤ. Τρία.

ΞΕΝ. Εσείς;

ΑΝΑΤ. Τέσσερα.

ΞΕΝ. Ο Μωραΐτης;

ΑΝΑΤ. Πέντε.

ΞΕΝ. Ο Λογιώτατος;

ΑΝΑΤ. Έξη. (καθ' εαυτόν) Άλλα αλέμ, εγώ γιαγνήσι μέτρησα.

ΞΕΝ. Ο Χιώτης;

ΑΝΑΤ. Εφτά.

ΞΕΝ. Ο Αρβανίτης;

ΑΝΑΤ. Οχτώ.

ΞΕΝ. Κι ο μισέ Μπουρλής;

ΑΝΑΤ. Εννιά... Τζάνουμ, εγώ γιατί μέτρησα εφτά για;

ΞΕΝ. Εν είν' τώρη εννιά; Σταθήτεν τώρη, κι ύστερις πάλε τους μετρούμεν... Ας κάμουμεν τώρη το λογαριασμό.

ΑΝΑΤ. Λογάργιαστο να ντγιούμε.

ΞΕΝ. Εννιά πορτσιόνες σούπα, από 48 παράδες, γρόσια 48 και 8 παράδες.

ΑΝΑΤ. Εγώ κολοκύτι τσορμπά ντεν έφαγα...· βγάλε ένα όξου... Ιστέκα· τι τα πη πορτσιόνι;

ΞΕΝ. Μερτικό.

ΑΝΑΤ. Τώρα κατάλαβα... λέγε παρακάτου.

ΞΕΝ. Εννιά πορτσιόνες βραστό.

ΑΝΑΤ. Κι απέ τούτο ντεν έφαγα... · βγάλε όξου ένα.

ΞΕΝ. Αφήτεν τώρη να τα λογαργιάσουμε εννιά εννιά κι ύστερα τα ξεπέφτουμε. (λογαριάζει).

Εννιά βραστά, από 56 παράδες, 56 γρόσια και 2

παράδες.

ΑΝΑΤ. Τι λες, άνταμ; ντεν κάμει τόσα.

ΞΕΝ.

Ύστερις, ύστερις βρίσκουμεν το φάλος. (λογαριάζει με ταχύτητα).

Εννιά ψητά, γρόσια.....................75 και 9 παράδες.

Κιοφτέδες....................................78 και 5 παράδες.

Ντολμάδες...................................83

Μακαρόνια..................................25


ΑΝΑΤ. Λογιώτατο έφαγε μακαρόνια· άλλο κανένα ντεν έφαγε.

ΞΕΝ.

Σωπάτεν, μη με φαλάρετεν.

Σαλάτα, γρόσια...........................20

Ξυδόλαδο στη σαλάτα..................3 7

Αυγά............................................13 2

Μπουρέκι....................................45

Καταΐφι.......................................52

Ζάχαρη, κανέλλα κτλ..................20

Το πρετζέσι τ' Αρβανίτη, γρόσια 67.

ΑΝΑΤ. Τι λες, άνταμ;

ΞΕΝ.

Κι α θεν' τ' όφκιανα κατά πώς τ' όθελεν, εν εσώνανε κι άλλα τόσα.

Φρούτα........................................95

Του Λογιώτατου το πλακούτα.....27


ΛΟΓ. Πολλού λέγεις...· ου γαρ εγευσάμην τοσούτου.

ΞΕΝ. Εν ηξέρω αν ήφαγες πολύ ή λίγο, στη λίσταν τόσον είν' περασμένο.

ΛΟΓ. Υπερηρίθμηκας παραλογισάμενος.

ΞΕΝ.

Εν τα καταλαβαίνω τα λιανικά...Σας τ' όπα· τόσο είναι...· ε θε πολλά λόγια...· τα πολλά λόγια είναι φτώχια. (λογαριάζει).

Κρασί, γρόσια...........................183 27 παράδες.

ΑΝΑΤ. Ιστέκα... Ήπγιαμε εμείς τόσο κρασί για;

ΞΕΝ. Κι εν ήπγιετεν διαβόντρου γυοί και μεθύσετεν, κι ηκάματεν τόσα κουζουλλάν πράματα, κι ησβύσετεν κι εμένα τον κακόσορτο;

ΑΝΑΤ. (Καθ' εαυτόν) Άμμα καλούπι· α!!! (προς τον Ξενοδόχον) Λέγε ακόμα να δγιούμε· είναι κι άλλα;

ΞΕΝ. Τον παστρουμά σας, να σας χαρώ.

ΑΝΑΤ. Πόσα είναι;

ΞΕΝ. Εκατόν οχτώ γρόσια.

ΑΝΑΤ. Γιατί; τι έβανες μέσα, και πήγανε τόσα;

ΞΕΝ. Παστρουμά.

ΑΝΑΤ. Έι.

ΞΕΝ. Αυγά.

ΑΝΑΤ. Έι

ΞΕΝ. Βούτουρο, κρομύδια.

ΑΝΑΤ. Έι.

ΞΕΝ. Κανέλλες, πιπέργια, γαρούφαλα, μοσκοκάρυδα, κι άλλα λογιών τω λογιώ μυρωδικά.

ΑΝΑΤ. Και τι τα ήτελε τόσα μπαχάργια.

ΞΕΝ. Καλέ διαβόντρου γυιέ, όντας μύριζεν, κι ήλεγες ωχ ωχ ωχ, ήταν καλά, και τώρη ε θες να πλερώσης;

ΑΝΑΤ. Τα πλερώσω· άμμα να ξέρω πού πάησε τόσος παράς.

ΞΕΝ. Τ' αυγά ήτανε αφ' τις Χίντγιες, το βούτουρο αφ' την Αμέρικα, ο παστρουμάς αφ' την Περσία, και τα μυρωδικά αφ' το Αμστρεδάμ.

ΑΝΑΤ. Τώρα κατάλαβα... Έι ύστερα;

ΞΕΝ. Αυτά, να σας χαρώ, κι ωχ αμάν αμάν.

ΑΝΑΤ. Εμείς καταλάβαμε π' ούναι καλούπι· αμμά τι τα κάμουμε;... πάησε πγια... Κάμε σούμα τώρα.

ΞΕΝ. (σανμάρεί) Γρόσια 999 και 39 παράδες.

ΑΝΑΤ. Αμέ τ' άσπρο;

ΞΕΝ. Τ' άσπρο ήτανε απέ μιαν πρέζα πιπέρι π' ούβαλεν ο Λογιώτατος στη μύτη του κι ηφτερνίστηκεν.

ΛΟΓ. Άπαγε... · ουκ αισχύνει ψευδόμενος;

ΞΕΝ. Κι εν το βάλλετεν στη μύτη σας; κι ίντ' άτανε που βάλλετε μαθές και φτερνιζούσαστε μιαν ώρα;... (προς τους άλλους) Πλερώστε με τώρη.

ΑΝΑΤ. Τώρα είμαστε χάψι· σαν έβγουμε όξου, τότες πλερώ νουμε... Ν' άρτη κι Αρβανίτη, να ντώση μερτικό του κι εκείνο.

ΞΕΝ. Υπογράφτεν άματις το λογαριασμό.

ΑΝΑΤ. Ό,τι γράψη κανείς μέσα στη χάψι ντεν πγιάνεται.

ΞΕΝ. Φτάνει να τα θυμούστενε.

ΣΚΗΝΗ ΙΑ'

[Επεξεργασία]

(Ο Λογιώτατος, μη έχων χρήματα δια την απότισιν του μέρους του συλλογίζεται)
Λογιώτατος, και ο Ανατολίτης


ΛΟΓ. (Καθ' εαυτόν) Εγώ δε πώς αν τον έρανον αποτίσαιμι; και δη αργύρια ου κέκτημαι...· φευ!!!

ΑΝΑΤ. Ολάν Λογιώτατε, τι συλλογιέσαι και μουρμουρίζεις;

ΛΟΓ. Πώς αποτίσω τον έρανον, μηδόλως αργύρια κεκτη μένος; Και δη τούτο τυγχάνω σκεπτόμενος...

ΑΝΑΤ. Α, κατάλαβα...· ντεν έχεις παράδες να πλερώσης μερτικό σου;

ΛΟΓ. Ναι μην.

ΑΝΑΤ. Και τι έχεις;

ΛΟΓ. Βίβλους.

ΑΝΑΤ. Βλιβλία; κιτάπια έχεις;

ΛΟΓ. Έγωγε.

ΑΝΑΤ. Και τι βλιβλία έχεις; να δγιω.

ΛΟΓ. Δημοσθένην, Ισοκράτην, Θουκυδίδην και λοιπούς.

ΑΝΑΤ. Εγώ σουκράτη μουκράτη, κυδίδη μυδίδη, μοτεστένη κοτεστένη ντεν παίρνω... Άι Βασίλη κιτάπι έχεις;

ΛΟΓ. Και δη και τούτον έχων τυγχάνω... Ιδού..

ΑΝΑΤ. Ιστέ, αυτόνα παίρνω· μερτικό σου εγώ πλερώνω· μη συλλογιέσαι, (καθ' εαυτόν) Ζάβαλη Λογιώτατο φτωχό είναι, παρά ντεν έχει...· τούτοι ούλοι λογιώτατοι, καϊμένοι, ούλοι φτωχοί είναι...· κρίμαστο κακόμοιρο...· τι να κάμω; να ντώσω εγώ αρτίκ ρεφενέ του ιψυχικό είναι...

ΣΚΗΝΗ ΙΒ'

[Επεξεργασία]

Ο Ανατολίτης και ο Λογιώτατος


ΑΝΑΤ. (Καθ' εαυτόν) Είντες καλούπι; άνταμ, απέ Λοκάντατζη τι χαΐρι καρτερείς; ό,τι τέλει παίρνει... έφαγες; τα πλερώσης· πολλά λόγια ντε τέλει. Ας κουρεύεται τώρα... Αστρονόμο ντε φάνηκε, ντιαταγή ντε βγήκε...· βράντιασε, σκοτείνιασε...· εντώ τα κοιμητούμε, τζαρές ντεν είναι... Ας πγιω ένα τσιμπούκι, κι αλλάχ κερίμ. (καπνίζει· προς τον Λογιάτατον) Τώρα που κατούμαστε έτσι, ντουλειά ντεν έχουμε... τζάνουμ Λογιώτατο, ένα πράμα συλλοΐστηκα· άτζαμπα να πω, κάμεις; ριτζά σε κάμω, να μη με πης όχι.

ΛΟΓ. Φράσον μοι, και δη σοι υπισχνούμαι ίνα σοι ποιήσω ό,περ αν μοι είποις.

ΑΝΑΤ. Εμένα πατέρα μου είναι τρία χρόνια πετάνε...· βίος πολύ άφηκε...· κόλυβά του μόλυβά του, ιψυχικά του, φαλάν φιλάν ούλα έκαμα...Τώρα, τα βάνω μια πέτρα μεάλη μνήμα του απάνου· τα γράψω, ιστέ, ήτανε καλό άντρωπο, ήτανε αραϊντζή· όπγοιος γλέπει, να λέη, Τεός χωρέστο. Ακουσες; τζάνουμ, ένα τέτοιο να γράψης· εγώ κόπο σου πλερώνω.

ΛΟΓ. Επιτύμβιον τοιγαρούν ποιητέον...· και δη ποιήσω δια στίχων...· ούτω βούλει;

ΑΝΑΤ. Εσύ ηξέρεις αρτίκ...· όπως τελείς εσύ κάμ' το. Άμμα εμένα ντγιε, σακίν σαν αναφορά έκαμες να μη γένη και τούτο.

ΛΟΓ. Στιχουργητέον και δη.

ΑΝΑΤ. Αρτίκ ιστίχο μιστίχο, εσύ ηξέρεις.

ΛΟΓ. Ποίον δε ην όνομα αυτώ;

ΑΝΑΤ. Όνομα του; Χατζή Μουράτη λέανε...· τόπο του, Καΐσερλη...· ζεναάτι, αραϊντζή ήτανε.... Έτσι να γράψης, τζάνουμ.

ΛΟΓ. (Στιχουργεί· έπειτα στρέφει προς τον Ανοτολίτην) Και δη εστιχουργησάμην...· άκουσον ουν.

ΑΝΑΤ. Λέε ν' ακούσω.

ΛΟΓ. «Ενθάδε κείται Χατζή Μουράτης κλήσει...»

ΑΝΑΤ. Ιστέκα...· κλήσει τι τα πη;

ΛΟΓ. Ονόματι.

ΑΝΑΤ. Και ντεν έγραφες έτσι;

ΛΟΓ. Και δη τοιούτον έστι το στιχουργείν.

ΑΝΑΤ. Λέε παρακάτου.

ΛΟΓ. «Τέχνη αραϊντζής, και Καισαρεύς τη φύσει»

ΑΝΑΤ. Φύσει, τόπο του τα πη;

ΛΟΓ. Ναι μην.

ΑΝΑΤ. Άφεριμ, άφεριμ.

ΛΟΓ. «Δέη δε Θεώ αμαρτιών του λύσει».

ΑΝΑΤ. Κλήσει, φύσει, λύσει... · καλό!!! για να ταιργιάξη ιστίχο...

ΛΟΓ. «Ληστής πάλαι πλήρης εν ασωτίαις, πίστει έλαβε τας κλεις της βασιλείας».

ΑΝΑΤ. Ιστέκα, ιστέκα...· ιληστής τι ντουλειά έχει εντώ πέρα για;

ΛΟΓ. Σίγα... «Ούτος ο πτωχός...»

ΑΝΑΤ. (Τον αντικόπτει) Φτωχός ντεν ήτανε, άνταμ· τρακόσγια πουγγιάσπρα άφησε.

ΛΟΓ. Αλλ' επιτριβείης, ω μιαρέ...· και δη άκουε, είτα λέγε.

ΑΝΑΤ. Ακούω· αμμά γιατί λες ιψέματα;

ΛΟΓ. «Ούτος ο πτωχός Μουράτιος κραυγάζει».

ΑΝΑΤ. Όχι! Μουράτη γυιος ντεν ήτανε· πατέρα του Χατζή Γιορδάνη λέανε.

ΛΟΓ. «Μνήσθητί μου Κύριε, πίστει φωνάζει».

ΑΝΑΤ. Ντε φωνάζει πγια τώρα...· αρτίκ σώπασε... Όντας επέτανε, τρεις φορές είπε «μνήσθητί μου Κύριε», αρτίκ μπιτούν μπιτούν σώπασε... Εσύ γράφεις, έμεν ούλο φωνάζει, σάνκιμ είναι βρυκόλακα.

ΛΟΓ. «Ο αναγνώσας τάδε τα γεγραμμένα, άφεσιν ζητεί αυτού τα πεπραγμένα, γνώθι συ ος μη Θεόν φοβάσαι».

ΑΝΑΤ. Εφοβούτανε Τεό, άνταμ· τι λες; ούλη μέρα, κι ούλη νύχτα εκκλησιά του πήγαινε...· σαρακοστή, λάδι μπιλέμ ντεν έτρωγε...· ιξένο ντίκιο ντεν ήτελε...· μερ μήγκι απάνου ντεν επατούσε... Ει, λέγε μπακαλούμ.

ΛΟΓ. «Αυτός ο Θεός δύναται σε κολάσαι».

ΑΝΑΤ. Όχι, όχι- όχι Τεός κολάσει... · βάι, Τεός χωρέσει πες, άνταμ...· τι έκαμες; ουφ...· ουφ.

ΛΟΓ. Και δη σοι αναγνωστέον ολοσχερές, ίνα γνως την έννοιαν αυτού.

ΑΝΑΤ. Τι; απ' την αρχή να ντιαβάσης; να σ' αλατίσω να μη βρωμίσης! κιοπόγλου κιοπέκ... Τίποτα, άνταμ, τίπο τα...· άρατα τέματα έγραψες....· ούλα ανάποντα έγραφες...· Μπε άνταμ, εκείνο ιστέ, έτσι γράφουνε: «Εντάντεται κείται ντούλο του Τεού Χατζή Μουράτη, αραϊντζή, Καΐσερλη· καλό άντρωπο ήτανε· όποιος γλέπει μνήμα του να λέη, Τεός χωρέσ' το». Πάει λέο ντας· εγώ έτσι είπα να γράψης.

ΛΟΓ. Συ αγράμματος ων, ου γινώσκεις· και δη εξηγητέον σοι εν καθ' εν...· πρόσχες...

ΑΝΑΤ. Έι, αρτίκ, εγώ πιρόσκες μιρόσκες, κατόλου ντεν ακούγω...· τίποτα ντεν ξέρεις άνταμ. Ζάβαλη Λογιώτατο, άιντε να γυρίσης κόσμο, να γένης άντρωπο...· ηλληνικά πγια να μη μιλάς...· ρωμαίκα να μιλάς, γιατί ντρο πής είναι· κόσμος εσένα αναγελάει...

ΣΚΗΝΗ ΙΓ'

[Επεξεργασία]

(Οι στρατιώται συνέλαβον τον Αλβανόν, και τον φέρουν εις την φυλακήν, όπου τον εξετάζει ο Αστυνόμος)
Ο Αλβανός, οι στρατιώται, έπειτα ο Αστυνόμος


ΑΛΒ. Πρα ορέ...· άστο, ορέ, πρα...

ΣΤΡ. Προβάτειε, διάολε...

ΑΛΒ. Άστο, άστο, ορέ...· φτου, αλλά μπελιάβερσιν.

ΑΣΤ. (Τρέχων εισέρχεται) Γεράσιμε μου!!!

ΣΤΡ. Σκιάβ' αφέντη.

ΑΣΤ. Όμορφα, μη σας σκαπάρ' απ' τα χέργια.

ΣΤΡ. Όσκε, αφέντη· καλά τον έχουμε

ΑΣΤ. Μπράβο Αντζουλή μου, Κάντηλά μου· γιαμά σας μεριτάρει από εκατό τζικίνια.

ΣΚΗΝΗ ΙΔ'

[Επεξεργασία]

(Ο Αστυνόμος εξετάζει τον Αλβανόν με ταχύτητα έμπροσθεν της φυλακής)
Αστυνόμος, Αλβανός και οι στρατιώται


ΑΣΤ. Πινομή σου; τ' όνομα σου;

ΑΛΒ. Πώς το λένε, ορέ, εμένα; Τσέλιο Γκέκα.

ΑΣΤ. Πούθε είσαι;

ΑΛΒ. Γκέγκα, ορέ, Γκέγκα.

ΑΣΤ. Άλλος διάολος ετούτος... Και γιατί, μουρέ, λάβωσες τον Κρητικό;

ΑΛΒ. Πω...· γιατί να το λες, ορέ, έφαγες κουράδιες, το χτύ πησες ψίχα ψίχα.

ΑΣΤ. Εγώ, μουρέ; Να...· ξαφνικό να σ' ούρτη.

ΑΛΒ. Ορέ, εσύ εγώ, εγώ συ· πω χτύπησες Κρητίκα, γιατί να το τρως κουράδιες.

ΑΣΤ. Όρσε κοπλιμέντα!... (προς τους στρατιώτας) Βάλτε τόνε μέσα α ρέστο.

ΑΛΒ. Ορέ Αστρονόμο!... πρα πως το κάνεις έτσι, ορέ; πού ορέ, να το παγαίνη μέσα;

ΑΣΤ. Στη φυλακή, μπόγια.

ΑΛΒ. Πω, να το κρένης πρώτα, ορέ... Π' ούναι Κρητίκα; να το φέρνης κι εκείνο, ορέ.

ΣΤΡ. Α!... μέσα, μέσα...

ΑΛΒ. Άστο, ορέ! μην το τραβάς...· αλλά μπελιάβερσιν.

ΣΤΡ. (Τον φυλακίζουν και αναχωρούν).

ΣΚΗΝΗ ΙΕ'

[Επεξεργασία]

(Ο Ανατολίτης και οι λοιποί έσωθεν της φυλακής)


ΑΝΑΤ. Γλιτώσαμε, γλιτώσαμε· πγιάσανε Αρβανίτη· νάτο, φέρανε χάψι κι εκείνο.

ΧΙΟΣ Ήφεράν τονε του διαβόντρου το γυιο;

ΑΝΑΤ. Νάτος, νάτος· κύτταξε μάτγια του...· σαν αζτισμένη κάτα γυαλίζουνε... Σακίν να μην τονε λαλήση κανείς.

ΑΛΒ. (πλησιάζει) Γεια σας, ορέ.

ΟΛΟΙ Καλώς ώρισες καπετάνιο.

ΑΛΒ. Πω, τι κάνεις σκοτεινά; πρα άνοιξε, ορέ, το παραθούρες, να γλέπης ψίχα.

ΟΛΟΙ Δεν ανοίγουνε τα παραθύρια.

ΑΛΒ. Πω, πω, να φυγής, ορέ...· πρα θα σκάνεσαι, ορέ, ψίχα.

ΑΝΑΤ. Σώπα... · τώρα τ' άβγουμε όξου.