Φυλλάδες του Γεροδήμου/ε

Από Βικιθήκη
Φυλλάδες του Γεροδήμου
Συγγραφέας:
Τρίτη φυλλάδα


Στο γιοφύρι[Επεξεργασία]

Τώρα και μπρος η δουλειά μας πρέπει να γίνει σο­βαρά και συλλογισμένα, γιατί σοβαρός είναι κι ο σκο­πός του μυστικού αυτού ταξιδιού. Ίσως, από την πολλή τη λαχτάρα να δουλέψουμε τίμια και προσε­χτικά, σκοντάψουμε και μείνουμε με τη λαχτάρα μας μοναχή. Ίσως, αντίς να ξυπνήσουμε μερικούς, τους κοιμίσουμε ακόμα πιο βαθύτερα. Ίσως, αντίς να μας πονέσουν, που είμαστε και μεις αίμα τους, θυμώσουν και μας ρίξουνε στη φωτιά. Αυτά όλα μπορεί να γί­νουνε μα δεν πρέπει και να μας παίρνουν το θάρρος.

Φίλε μου, συφωνάς πως πρέπει ο καθένας μας να κάμει ό,τι μπορεί για τον τόπο του; Α συφωνάς, κόπιασε. Ας μη χάνουμε τον καιρό μας, ας αφήνουμε τους δασκάλους κι ας μας γράφουν προοίμια.

Ίσια στην Πόλη θα πάμε. Σαν το Φρίξο και σαν την Έλλη θα πετάξουμε, και θα βρεθούμε πα στο γιοφύρι. Ας μη σταθούμε στο δρόμο, από κάτω μας ας μη δούμε. Θα ζαλιστούμε, και θα πέσουμε μες στη θάλασσα. Ας περάσουμε πεταχτά τις χίλιες ακρο­γιαλιές που έχουν κατιτίς να ψιθυρίξουν η καθεμιά τους. Ποια να πρωτακούσουμε, και σε ποια να καθί­σουμε να θυμηθούμε τις παλιές τις δόξες, τα παλιά τα πάθια! Το ίδιο σα να ζητάμε να μετρήσουμε τα χαλίκια της. Δύσκολη, δύσκολη δουλειά! Τρέμω που τα συλλογιούμαι μονάχα. Ακόμα δε γεννήθηκε το πουλί που θα μας την τραγουδήσει την ιστορία μας. Πολλοί μας την τσαμπούνισαν, άλλοι την ψάλανε σα χερουβικό! Μα κανένας ακόμα δε μας την κελάηδησε σαν τ’ αηδόνι.

Ήρθαμε κι από τον τηλέγραφο γληγορότερα. Τίποτις δεν τον ξεπερνάει στη γληγοράδα το νου, σώνει μονάχα να θέλει να τρέξει ο νους. Λεν πως και το φως πολύ γλήγορα τρέχει. Αυτό δεν το πολυπιστεύω. Δυο χιλιάδες χρόνια έκαμε να τρέξει από την Ανατολή στη Δύση, και θεός το ξέρει πόσα θα περάσουν ώσπου να ξαναγυρίσει το φως στην Ανατολή!

Πες μου αν το είδες ποτέ σου τέτοιο κακό! Εκεί που γλεντίζαμε βράδυ βράδυ με τις χωριατοπούλες, να βρεθούμε μέρα μεσημέρι πάνω σ’ αυτό το δαιμονογέφυρο, που λες και πηγαινοφέρνει κολασμένους από τον απάνω κόσμο στον κάτω, μόνο που εδώ είναι κάτω κόσμος κι από τις δυο τις μεριές! Τι φωνές και τι θόρυβος! Όλες οι γλώσσες που μίλησε μάνα σε παιδί από τις τέσσερεις άκρες της Ανατολής βουίζουνε γύρω μας.

Ας προσέχουμε όμως. Τίποτις δεν το ’χουνε να μας τσαλαπατήσουν οι Ατλάντοι εκείνοι που περπατούν τέσσερεις τέσσερεις, με τις μανέλλες στους ώμους, και με θεόρατη μπάλα κρεμασμένη στη μέση σαν καλαθάκι. Είναι ένας κι ένας Αρμένηδες αυτοί που κοι­τάζεις. Αν έχεις καπέλο, βγάλ’ το. Α φοράς φέσι, σκύψε και φίλησε τα βρόμικα πόδια τους. Πάρ’ ένα κουρέλι από τα παλιόρουχά τους, και κράτα το φυλαχτό, γιατί είναι από φυλή που άρχισε να φουσκώνει η καρδιά της. Να ξεσκάσει γυρεύει· τα κόκαλά του ’τοιμάζεται να σπείρει στα έρμα του τα βουνά, τα κόκαλα, που αυτά μονάχα βγάζουν και θρέφουν τ’ άγιο το δέντρο.

ΣΗΜ. Αυτές οι φυλλάδες πρέπει να γράφηκαν κατά τα 1889/90. Έξι χρόνια κατόπι σπάρθηκαν τα κόκαλα που λέει ο Γεροδήμος. Αλλά θα φυτρώσει άραγες απάνω τους τ’ άγιο το δέντρο;

Εθνικές ιδέες[Επεξεργασία]

Γύρισε το πρόσωπό σου κατά τους τέσσερεις μινα­ρέδες που στέκουνται τριγύρω σε κείνον το θεόρατο τον τρούλο, να σου πω ένα παραμυθάκι.

Ήτανε μια φορά ένας φρόνιμος βασιλιάς. Ίσως το φάντασμά του τριγυρίζει ακόμα εκεί απάνω, μαζί με χίλιους άλλους πορφυροστόλιστους βουρκολάκους· κι αυτός ο φρόνιμος ο βασιλιάς είχε τόση γνώση, που δεν ήξερε πώς να δοξάσει το Θεό για την πολλή τη γνώση που του έδωσε, και σαν έχτισε δε θυμούμαι πόσες κατοστές εκκλησιές, καταπιάστηκε κι αυτή την ξα­κουσμένη την εκκλησιά της Αγιά Σοφιάς.

Είναι, φίλε μου, να τη βλέπεις αυτή την εκκλησιά και να ραγίζ’ η καρδιά σου, γιατί στον κόσμο δε στά­θηκε απ’ αυτή πιο τρομερότερη ειρωνεία. Οι κλασικοί μας οι προγόνοι είχαν αμέτρητα «τεμένη» της Αφρο­δίτης, του Βάκχου, της Αθηνάς, γιατί τ’ αγαπούσανε και τα τρία και τη γυναίκα, και το κρασί, και τη γνώση. Οι Βυζαντινοί μας οι προγόνοι, που απ’ όλα πιότερο αγαπήσανε την ανοησία, μήτε μισή κολόνα δεν της έστησαν, μόνο πηγαίνουν και στήνουν αυτό το θεόρατο το μνημείο της «Θείας Σοφίας!», κι η «Θεία Σοφία» τους παίδεψε αλύπητα για τη μεγάλη αυτή τους την ταρτουφιά! Μήτε στιγμή δεν κατέβηκε να τους βάλει γνώση μόνο πήγε στον Κίσαβο, στη Μάνη, και σ’ άλλα βουνά, κι έστησε κει τη φωλιά της σαν ουράνιος αϊτός, και φύλαγε την ώρα να κατέβει στους κάμπους και να βλογήσει τη Ρωμιοσύνη.

Σαν περάσανε χρόνια και χρόνια, και γκρεμίστηκε ο μαρμαρένιος ο θρόνος που κάθιζε και καμαρώνουνταν η «Ανοησία», σαν πλάκωσε το μεγάλο το κακό που μαζεύονταν απ’ έξω σαν πλημμύρα που τίποτις δεν τη σταματούσε, έτρεξαν τότες όσοι πιστοί στην Αγιά Σοφιά να γλυτώσουν! Το θαρρούσαν ακόμα πως ήταν η «Σοφία» κρυμμένη κάτω από κείνους τους θόλους! Ποιος να μη δακρύσει, να συλλογιστεί μονάχα την πίστη του βασανισμένου εκείνου λαού! Ποιος να μην απορέσει που δεν έκαμε αληθινά ο Παντοδύναμος θάμα να γλυτώσει τις χιλιάδες των χιλιάδων που δεν έφται­γαν οι κακότυχοι, γιατί τους πλάνευαν αρχοντάδες και δάσκαλοι κι αυτούς, από χίλια χρόνια και δώθι! Σαν τ’ αρνιά στο μαντρί τους βρήκε ο λύκος. Δράμα, που να λιώνεις στο μοιρολόγι!

Τι είναι που μας κάνει και τη βλέπουμε την Αγιά Σοφιά κι ονειρευούμαστε μεγάλες ιδέες, ακόμα δεν το χώρεσ’ ο νους μου. Στόμα να είχε να μας μιλήσει ο τρούλος εκείνος, που όλα τα είδε, τι θα μας έλεγε! Τι κατάρες δε θα ξεφώνιζε στα φαντάσματα που γυ­ρίζουν εκεί απάνω! Τι παρακάλια στους ζωντανούς εδώ κάτω, να τον γκρεμίσουνε, να μην τ’ αφήσουν ανωφέλητο το μολύβι του, ίσως κι έτσι συχωρεθούν τα μεγάλα τα κρίματα που τις έφεραν τις μεγάλες τις συφορές.

— Μολύβι! τι λόγο ξεστόμισες, θα μου πεις.

… Όχι, δε θα μου το πεις εσύ αυτό! Το ξέρεις εσύ το κρύφιο το βοτάνι που δυναμώνει νου και καρδιά, και μπόδια μπρος του δε βλέπει. Είδος λησμοβότανο είναι κι αυτό, γιατί σε κάνει και λησμονάς—το εγώ σου.

Το εγώ στέκεται μέσα στην καρδιά του Ρωμιού πιο αψηλά από τους θεόρατους αυτούς μιναρέδες. Τις βλέ­πεις κείνες τις αμέτρητες τις στέγες κατά το Φανάρι, το Σκούταρι, όπου κι α ρίξεις ματιά; Καθεμιά τους σκεπάζει κι από ’να εγώ. Αυτό το εγώ τίποτις άλλο δε συλλογιέται μέρα και νύχτα παρά την πέτσα του. Πώς να την καλοθρέφει, και πώς να τη φυλάγει από κάθε κακό. Βήχει ο Χαμίτης; ανατριχιάζει η πέτσα. Μιλά κανένας για τις μεγάλες τις θυσίες που χρειάζουνται τα μεγάλα τα καλά; Η πέτσα τρέμει. Μί­λησέ του για τα γλυκά τα ψαράκια που βγάζει το Στενό, δώσ’ του δυο τρία καλά σαράφικα μαντάτα, πες του πως η δείνα Πρεσβεία θ’ ανακατευτεί στο τάδε το ζήτημα,—και ραχατεύει η πέτσα. Έχει, βλέπεις, και τα πολιτικά της η πέτσα. Είναι κι αυτά βυζαν­τινή μας κληρονομιά. Αιώνες πρι να φανεί ο δεύτερος ο Μωχαμέτης, γύριζαν οι μακαρίτηδες τα μάτια τους κατά τη Δύση, και τη ζητούσανε σαν ψωμί τη βοή­θεια. Όλο ήρχουνταν η βοήθεια, κι όλο δεν έφτανε. Κάποτες την έχαναν την υπομονή τους, και φωνάζανε, «μα που είναι αυτή η βοήθεια;» Η Δύση πάλι, δεν έλεγε όχι, τους έλεγε όμως, «δώσετε μου πίστη και σας δίνω πατρίδα». Πολύ σωστά. Εμείς γυρεύαμε ψυ­χικό αυτοί έλεγαν, όχι, να το κάμουμε αλίσι βερίσι.

Θα μου πεις πως κατόπι, σαν πήγε να μας πνίξ’ η πλημμύρα, βρεθήκανε Φράγκοι που έδωσαν όχι βοή­θεια, μόνο τη ζωή τους για το έθνος που πρωτόφερε στη γης τον ανθρωπισμό. Αυτοί τον είχανε στ’ αλή­θεια τον ανθρωπισμό. Ήτανε μεγαλύτεροι, όχι από μας, που μήτε σπολλάτη δεν είπαμε ποτές τους Εβραίους, τους Φοινίκους, και τους Ινδούς, που μας έδωσαν τα πρώτα τους φώτα, μόνο κι από τους πα­τριώτες τους, που γύρευαν αλίσι βερίσι. Αυτούς τους έστειλε ο Θεός να μας δείξουν τι θα πει λησμονιά του εγώ. Όσοι από μας κατέβηκαν από τα βουνά με τσα­ρούχια και με κάπες, το γνώριζαν αυτό το μυστήριο. Μα οι πέτσες που φορούσαν τις γούνες, ένα πράμα μυρίστηκαν, πως έρχεται κάποτες και ξένη βοήθεια.

Αν με καλορωτήσεις, θα σου πω πως αυτός ο Φιλελληνισμός, χωρίς να το θέλει, μας έκαμε μεγάλο κακό· μας έκαμε να προσμένουμε απ’ αλλουνούς τη δουλειά μας. Πες του του πατριώτη που περνάει από μπρος σου, να μην κατέβει στο τσαρσί αύριο, μόνο να σ’ αφήσει εσένα να του πουλήσεις τα τσίτια του, και θ’ ανατριχιάσει η πέτσα του. Τις δουλειές του τόπου του όμως πρέπει να τις βολέψει ο ξένος. Πώς γίνεται να κινδυνέψει, όχι πια τη ζωή του, μόνο και το έχει του για τον τόπο του! Και τι κατάλαβε να καλοπερνάει λέει, ο τόπος, κι αυτός να στερείται! Τι καινούριες θεωρίες είναι πάλι αυτές! Βοήθεια, βοή­θεια, φίλε μου. Ευρώπη, διπλωματία, πρεσβείες. Το κάτω κάτω δε γυρεύουν πια και την πίστη μας. Γυ­ρεύουν ίσως κατιτίς πιο χεροπιαστό, μα υπομονή· αγο­ράζεις από τώρα ένα σπιτότοπο, και παρηγοριέσαι με τα κέρδη που θα μαζέψεις όταν έρθουν και θρονιαστούν εδώ πέρα.

Και τούτη λοιπόν η εθνική μας ιδέα καταντάει ύστερα ύστερα στο Εγώ. Εκεί καταντούν όλα μας. Εκεί είναι το φαρμάκι που μας θανατώνει κάθε ελπίδα, γιατί μας θανάτωσε και την αρετή, — δεν λέγω τη χριστιανική την αρετή που μας ανεβάζει στον Παρά­δεισο, μόνο κείνη που μας κατεβάζει στα βάθια της φτώχειας, της πείνας, της κακοπέρασης, της σφαγής και της φωτιάς, ώσπου να μαζευτεί η στάχτη που χρειάζεται για να φυτρώσει ξανανιωμένος, περήφανος, και λαμπροστόλιστος Φοίνικας.

Η καλή μας η μάνα[Επεξεργασία]

Ας βγούμε παρέξω, κατά τη θάλασσα, ας στα­θούμε πάνω σ’ αυτό ταραγμένο το βαποράκι που μα­ζεύει ταξιδιώτες για τα νησιά. Άφηνε τους ταξιδιώτες κι ας μαζεύουνται. Ύστερα τους σεριανίζουμε αν προφτάξουμε. Κοίταξε τώρα ολόγυρά σου. Κοίταξε, κι αν μπορείς μην απορέσεις, πώς γίνεται να ’χει τέτοια Κόλαση τόση μορφιά! Ξέρεις σαν τι μου φαίνεται η δοξασμένη αυτή «Επτάλοφος»; Σαν είδος εφτάψυχη αμαρτωλή που έγινε ρεζίλι στις αγκάλες των παιδιών της και των ψυχοπαιδιών της, που γέρασε στη κακοριζικιά, και πάλι στο μέτωπό της λάμπει μια χάρη, η αναπνοή της — αυτό τ’ αγέρι που μας χαδεύει — έχει μια γλύκα και δροσιά, που στέκεσαι και ρωτάς: γίνεται μαθές αυτή η παραλυμένη να ’χει τέτοια κάλλη παρθενικά; Τι να τρέχει εδώ!

Φίλε μου, πολύ απλό πράμα· Η Πόλη, καθώς και πολλές άλλες χώρες, έχει μια μάνα που την αγαπάει και τη νοιάζεται και τη στολίζει μέρα και νύχτα, πρωί, μεσημέρι και βράδυ· τέτοιες αχάριστες κόρες έχει πολλές εδώ στην Ανατολή αυτή η μεγαλόκαρδη η μάνα—η αθάνατη η Φύση. Πού να την αγγίξει αυτή Τούρκος! Πέτρες και σκορπιούς γεμίζει το δρόμο της για να την τρομάξει, κι αυτή περνάει και στρώνει λουλούδια σε κάθε της πάτημα. Πηγάδια της άνοιξε να πέσει μέσα και να πνιγεί, μα κι αν πέσει, βγαίνει πάλι από τα νερά σαν την Αφροδίτη, και γεμίζει χάρη τον κόσμο. Όλο τη στολίζει, τη χαδεύει, την ξανανιώνει την κακιά της την κόρη ως και τα κυ­παρίσσια της, που πρέπει να είναι φαρμακωμένες οι ρίζες τους, ως και κείνα τα δροσίζει, τα θρέφει, τα μεγαλώνει.

Γλιστράει η φύση από τα τούρκικα χέρια σα Νε­ράιδα, κι όλο βαλσαμώνει, ανεσταίνει, ζωντανεύει. Ως κι εμάς τα καταφρονεμένα δε μας ξεχνάει. Κοίτα τους επιβάτες, τι σπίθες βγάζουν τα μάτια τους! Τέτοια μάνα δεν τα ξεχνάει εύκολα τα παιδιά της. Το φυλάγει το αίμα τους. Θα μας εύρεις όλους κι εδώ Ρωμιούς. Γλώσσα, γούστα, ξυπνάδα, ρωμαίικα όλα. Όπου μπορούσε να βάλει τ’ άγιο της χέρι, μας βά­σταξε και μας γλύτωσε. Εκεί όμως που βρήκε χαζίρικο θρόνο ο Τούρκος και μπήκε και καλοκάθισε και μας έκαμε κατοικία του, μέσα στα μυστικά τα βάθια της καρδιάς που θησαυρίζει ο άνθρωπος την εθνική την περηφάνια και τη «λησμονιά του εγώ», μέσα σε κείνα τα βάθια μήτε φύση μήτε πίστη δεν μπόρεσε να μπει και να διώξει τη βυζαντινή την αδιαφορία και την ταπείνωση· κι έτσι πηγαίνουν οι Πολίτες το μαύρο τους το δρόμο, από χρόνο σε χρόνο, από αιώνα σ’ αιώνα. Χαλνάει ο κόσμος τριγύρω τους, η όψη της γης αλλάζει, — και κείνοι μένουν ακλόνιστοι· μήτε τρίχα τους δεν αλλάζει.

Τα γράμματα[Επεξεργασία]

Έπρεπε, φίλε μου, να πιάσουμε από την αρχή τη δουλειά. Όχι από τον Πατριάρχη· στην Αγιοσύνη του πηγαίνουμε και κατόπι.

Αρχή της δουλειάς μας έπρεπε να είναι τα Γράμ­ματα. Αυτά είναι που κρατούν τις λαμπάδες και δεί­χτουνε στο Γένος το μεγάλο του δρόμο. Αυτά έπρεπε πρώτα να πάμε να προσκυνήσουμε, κι ύστερα να σεριανίσουμε και την Πόλη. Θα μου πεις πως τα Σκολειά τα βαρέθηκες. Μα δεν είχα τ’ άλφα βήτα στο νου μου. Γράμματα τώρα πάει να πει Εθνικό Μεγαλείο, Ελληνισμός. Δεν είναι ανάγκη να γυρεύουμε δασκάλους που διδάσκουν την άλφα βήτα, πρέπει να βρούμε τους μεγάλους τους δασκάλους «του Γένους», που κρατούν την τύχη της Ρωμιοσύνης με τα παρέμφατα, και πασκίζουνε να διώξουν τα χάλια της με τις δοτικές.

Αφήνουμε λοιπόν το βαποράκι να πάει στην Πρίγκηπο, και πηγαίνουμε στο μέρος που μαζεύονται αυτοί που σου λέγω.

Μια σάλα, μια έδρα στο βάθος, και στη μέση αρά­δες άδεια καθίσματα. Για την κακή μας την τύχη δε μαζευτήκανε σήμερα. Κρίμας που δε θ’ ακούσουμε κατιτίς από κανέναν που ξέρει τι λέει, κι έχουνε με­ρικούς τέτοιους εδώ. Κι ακόμα μεγαλύτερο κρίμα που δε θ’ ακούσουμε την καθάρια τη Βυζαντινή κορακί­στικη, με τις πιο καινούριες αντίκες που βγήκαν από τα σπλάχνα της αρχαιότητας. Στην Αθήνα δεν την ακούς την κορακίστικη τόσο καθάρια. Εκεί ξεχνούν κάποτες οι Καθηγητάδες και σου πετούν και καμιά ρωμαίικη λέξη. Εδώ τέτοιες αταξίες δεν έχει. Κάθε λέξη ζυγιασμένη, κάθε φράση αραδιασμένη με τάξη, που λες και σε Μουσείο τις βλέπεις.

Έτυχε να παραβρεθώ σε τέτοια Πολίτικη Συνεδρίαση μια φορά. Τα καθίσματα ήταν πέρα πέρα γεμάτα· ήτανε Χημεία το μάθημα. Καλά την ήξερε τη Χημεία ο Καθηγητής, και τους άρεσε πολύ των Πολίτιδων η Χημεία. Μιάμιση ώρα κάθουνταν εδώ και τον άκουγαν.

Βλέπεις; από την ουρά έπιασε τη δουλειά κι ο Πολίτης. Αρχίζει την εθνική προκοπή από κει που την τελειώνουν οι άλλοι. Εμείς, που τη μύτη μας δε ξέρουμε να διαφεντέψουμε α μας φοβερίξει με το γρόθο του ξένος, που δεν μπορούμε μήτε να παινευ­τούμε πως μας θάφτουνε μέσα σε χώμα δικό μας, καθίζουμε σ’ αυτά τα θρανιά με ραχάτι κι ακούμε της Χημείας τα θάματα. Καλά που δεν είναι κοντά μας κανένας τους. Θα μας έβγαζε λόγο για τον ιερό το σκοπό της Παιδείας. Θα μας έλεγε πως αυτή η έδρα που βλέπουμε, κι οι άλλες που δεν πήγαμε να τις δούμε, είναι «Βωμοί Μουσών», είναι «άγκυραι εθνικής σωτηρίας», είναι «η δύναμις…» Με το συμπάθιο, καθηγητή μου, όμορφα πράματα λες, εμείς όμως συλλογιούμαστε κι έν’ άλλο, πως κάποια απε­λέκητα ξύλα από την Ύδρα κι από το Σούλι διδάξανε μια φορά το έθνος Χημεία πιο χρήσιμη απ’ αυτήνα που άκουσα δω μέσα. Κι όσο για τη δύναμη που μας ψάλλεις, ήθελα να ξέρω πόση τέτοια δύναμη είχανε μαζεμένη μέσα στις κάπες τους εκείνοι που κατέβηκαν από τα βουνά και μας έφτιαξαν κατιτίς. Και για ν’ αφήσουμε τους μεγάλους εκείνους πατριώ­τες στην ησυχία τους, κάμε μας τη χάρη και πες μας με το μελίρρυτο στόμα σου, τι καλό μας έκαμαν ως την ώρα οι μετοχές και τα παρέμφατα, που τα σπεί­ρετε σαν πατάτες στη Ρούμελη, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο; Ως πότε πια θα νανουρίζουμε τ’ ακαμάτικο αυτό το έθνος μ’ ανωφέλητα λόγια, με παλιές ιστο­ρίες; Πότε θα του βάλουμε σπίρτο στο ρουθούνι να το ξυπνήσουμε; Ξύπνησέ το έτσι το έθνος, κι αυτό μο­νάχο του θα τις θυμηθεί τις περασμένες τις δόξες. Μονάχα τους θα ’ρθουν τα γράμματα κι οι Χημείες. Ας μάθει πρώτα το έθνος από δουλειά. Ας είναι για την ώρα φιλολογία του τα κλέφτικα τα τραγούδια, και Χημεία του — τη Χημεία του ας ανεβαίνει στο βουνό κι ας τη μαθαίνει. Κι η λογιότη σου, που ξέ­ρεις και μιλάς τόσο όμορφα, βάλε τσαρούχια και γύ­ριζε από χωριό σε χωριό, και δίδασκε την αληθινή τη Χημεία που ανάβει στήθια, και ξυπνάει τους λαούς.

Η Ξανθομαλλού κι ο Μαυριδερός[Επεξεργασία]

Περπατούμε βαρύκαρδοι και συλλογισμένοι μέσα στο μεγάλο το δρόμο που πηγαινόρχουνται χιλιάδες και χιλιάδες. Ο δρόμος είναι γεμάτος, κι ωστόσο θαρρείς πως βρίσκεσαι σ’ ερημιά.

Κοίταξέ την αυτή την ξανθομαλλού με το φαντα­χτερό το καπέλο. Σταματά τ’ αμαξάκι της κοντά στην καρότσα του μαυριδερού αυτουνού τσελεμπή, που τη βλέπει και πάει να τα χάσει. Κοντά κοντά τα δυο τ’ αμάξια, κι αυτός ακουμπάει στη θυρίδα και γλυκομιλά, και γλυκομιλά μόνο που δε σκύβει να τη φιλήσει. Γαλλικά θαρρώ της μιλάει. Ποιος ξέρει τι δου­λειές σκαρώνουνε μεταξύ τους, τι καρυδιάς καρύδια είναι κι οι δυο τους!

Έλα μια στιγμή να τους καλοδούμε. Τους γνωρίζω και τους δυο τώρα. Χίλιες φορές τους είδα. Εγώ γέ­ρασα, κι αυτοί λουλουδίζουν ακόμη. Ποτές αυτοί δε γερνούν. Το ίδιο σαν τα βοτάνια· κόβεις ένα βλαστάρι, το χώνεις στη γης, ξαναβλασταίνει, κι έτσι ζει πάντα.

Την ξανθομαλλού σου τη φιλενάδα, τσελεμπή μου εσύ με το φέσι, σου τη χαρίζω. Δέκα πατρίδες έχει αλλαγμένες, κι είν’ έτοιμη τώρα να πάρει και τη δική σου πατρίδα, αν έχεις τέτοιο πράμα και συ. Μπο­ρεί και να τουρκέψει για σένα. Η αγάπη της είναι ποτάμι που δε στερεύει, παρά σα στερέψει η τσέπη σου. Το χαμογέλιο της είναι λουλούδι που χρειάζε­ται μαλαματένια βροχή για ν’ ανθίσει. Σα να μου κάνεις το διπλωμάτη, μα θαρρώ πως βρήκες το δά­σκαλο σου. Πες μου όμως, τώρα που έφυγε η κοπέλα σου, και τη βλέπεις από μακριά κι ακόμα χαμογε­λάς, πες μου για το χατίρι του φίλου μου από δω που ήρθε μαζί μου να δει την Πόλη,—πώς τα περνάς; Το πιστεύεις τάχατες ακόμα πως σώνει να φυλάγεις τ’ όνομα της Φαναριώτικης φαμελιάς σου, και δεν πει­ράζει να του κολνάς και μια μπέικη ουρίτσα από πίσω; Πες μου, τι λογής καταφέρνεις εσύ να κρατάς δυο ενάντια πράματα μέσα στην αλαφρή σου καρ­δούλα; Πες μας, να χαρείς τα μαύρα σου μάτια, πότε είσαι Ρωμιός, και πότε Τούρκος; Σα σε στέλνουνε στην Ευρώπη, και κορδώνεσαι μέσα σε ξένα παλά­τια, κι οι ξένοι σε καλοκοιτάζουνε να δουν τι λογής όψη την έχουν οι Τούρκοι, σαν τι φίδι να σε τρώει από μέσα; Ή να το χαίρεσαι τάχα; Να με συμπαθήσεις, που θάρρεψα πως μπορεί να το μισοντρέπεσαι. Εσείς το ’χετε καμάρι, κι όχι ταπείνωση. Την ταπείνωση την έχουν εκείνοι που το νοιώθουν πως εί­ναι σκλαβόπουλα. Εσείς αυτό το ψεγάδι το ’χετε στο­λίδι στο μέτωπό σας.

Καημένο μου ανθρωπάκι, τρέχα στην κούκλα σου, τη ξανθομαλλού την τραγουδίστρα. Πήγαινε να της μιλήσεις φραντσέζικα. Σήμερα την έχεις, κι αύριο δεν την έχεις. Τρέχα κατόπι της. Θα την εύρεις εκεί που σου είπε. Στο πρώτο το πάτωμα. Περνάει και κείνη για κατιτίς. Θα ταιριάξτε. Κι η αφεντιά της κι η εξοχότη σου έχετε χαμένο τον μπούσουλά σας. Εκείνη έχασε μια γυναικίσια τιμή, εσύ μια αντρίκια. Εκείνη δίνει την αγάπη της σ’ έναν ξένον, εσύ τη ψυχή σου σ’ ένα Χαμίτη. «Τέντζερε γιουβαρλαντή, καπαανά μπουλμούς». Τρέχα, τρέχα στην αγκαλιά της!

Ένα σαλέπι[Επεξεργασία]

Τι να πρωτοδούμε και τι να πρωτοθαμάξουμε! Πρέπει να σαστίσαμε κει πάνω στο μεγάλο το δρόμο, και πήραμε αυτό το σοκάκι χωρίς να το νοιώσουμε. Αστέγνωτη λάσπη, και σκύλοι αμέτρητοι! Λάσπη, μα όχι και δίχως μαργαριτάρια. Θα ’βρεις ένα σόγι μέσα σ’ αυτά τα σοκάκια, που και να μην το πεις μαργα­ριταρένιο, είναι θησαυρός που μ’ όλους τους δικούς μας τους τσελεμπήδες δεν τον αλλάζεις. Ωστόσο θησαυ­ρός μονάχα για λόγου του. Σου το λέγω αυτό, να μην τύχει και φωνάξεις και πεις, «ορίστε που βρίσκεται παρηγοριά και στην Πόλη». Το θησαυρό τον κρατάει ο Στόικος βαθιά στην καρδιά του. Δεν τόνε μαγερεύει σαν το σαλέπι του να τον πουλήσει κάθε πρωί στους Πολίτες.

Ο Στόικος, φίλε μου, το καταφρόνιο του κόσμου, ο χοντροκέφαλος ο Στόικος, που αναθράφηκε με γουρουνάκια στον τόπο του, που θράφηκε με τη λέρα στην Πόλη, που δεν το λογαριάζεις για τίποτις το μισοξουρισμένο κεφάλι του, που συνήθισες από μικρός να τον περιφρονάς, αυτό το στρείδι μέσα στη λάσπη, είναι στρείδι που φυλάγει στα σπλάχνα του το μαργαριτάρι της τύχης, της τύχης που τόνε συγγένεψε με το μεγαλαδύναμο το Ξανθό Γένος, που το καμαρώνουμε για δικό μας, μα ο Στόικος το ’ξερε πως το είχε μαζί του, και πως γραμμένο ήτανε να κατέβει μια μέρα και να το στεφανώσει με δάφνες, για να το χωρέσει και μας ο νους μας πως αυτός είναι ο διαλεχτός ο λαός του, κι όχι εμείς, τα έρημα τα ψυχοπαίδια της τύχης. Εμάς δεν μας έρχεται να το καταλάβουμε πως δεν έχουμε τέτοιες κληρονομιές, εμάς μας θάμπωσε η ’ξυπνάδα, και δεν το καλοβλέπουμε πως άλλον τρόπο δεν έχει παρά μονάχοι μας να συγυρίσουμε το νοικοκεριό μας. Εμάς ακόμα μας νανούριζ’ η ελπίδα πως θα μας έρθει βοήθεια από Βοριά κι από Δύση, για χατίρι του μεγάλου σογιού μας. Ο Στόικος προγόνους δεν είχε. Στην αρχή, ίσως με σκοπό να μας κοροϊδέψει, μας έκλεψε κάμποσους προγόνους, έβαλε και τον Αλέξαντρο μέσα. Μα ύστερα, σαν κατέβηκε ο άλλος ο ζων­τανές ο Αλέξαντρος, και με μια γερή σκουντιά τόνε ξύπνησε, έβαλε ο Στόικος στο ράφι τα παραμύθια, κι άρχισε τη δουλειά του. Ξυπνήσαμε και μεις τότες, και στείλαμε μερικούς δασκάλους στη Ρούμελη, να μας σπείρουν τ’ ανώμαλα ρήματα και να φυτρώσει Ελληνισμός. Ο Στόικος όμως όλο δούλευε. Δούλευε με την καρδιά του, με τα χέρια του, με τη θέλησή του, με την υπακοή του. Με το κεφάλι, καθόλου. Του κεφαλιού τη δουλειά την έκαναν οι αρχοντάδες της Σόφιας. Εκείνοι πρόσταζαν, ο λαός δούλευε. Ως και το Σύνταγμα του τέτοιο ήταν. Αρχοντάδικο και Χαχόλικο. Κι έτσι η χώρα του έγινε χώρα μεγάλη, κι αυτός ήρωας. Και σαν καθένας που προκόβει, δεν άργησε κι ο Στόικος να κάμει φίλους και τέτοιους φίλους, που έχει κάποτες και κουράγιο ν’ αψηφάει το Πρωτόξανθο Γένος και να χορεύει κατά το δικό του σκοπό.

Όλες αυτές τις χαρές και τις χάρες τις φυλάγει ο Στόικος κρυφά κρυφά μέσα του. Δεν είναι από κείνους που διαλαλούνε στα κεραμίδια παλικαριές και ξυπνάδες. Ο Στόικος είναι Βούλγαρος, όχι Ρωμιός. Βαρύς σαν το χώμα, μα και γόνιμος σαν το χώμα. Χοντροκέφαλος, όσο θέλεις. Η χοντροκεφαλιά του όμως, μια και χαμογέλασε η τύχη στην πόρτα του, στάθηκε σωτηρία και δόξα του. Δεν είχε τόπο να πάρει αγέρα ο νους του, δεν ανέβηκε σαν μπαλόνι στα σύννεφα, μόνο στάθηκε στον τόπο που τόνε βάλανε να δουλέψει, και δούλεψε, δούλεψε ώσπου έγινε Κράτος δυνατό και μεγάλο. Έσπασε τα μούτρα των Σέρβων, κι ακόμα δουλεύει και μεγαλώνει, να σπάσει και τα δικά μας, όσα μας μένουν.

Ας του πούμε να μας φέρει ένα σαλέπι, να κατέβει η πίκρα. Άλλη γιατρειά δεν έχει αυτός ο πόνος.

Έν' ανέλπιστο παραμύθι[Επεξεργασία]

Κατεβήκαμε στου Φαναριού τα νερά και δεν το νοιώσαμε. Αν το είχαμε σκοπό να σεριανίζουμε και να κοιτάζουμε καθετίς, να μπαινοβγαίνουμε από παρά­θυρα και να σκαλίζουμε σπιτικά και νοικοκεριά καθώς κάναμε στο χωριό, τι δε θα βλέπαμε! Χαρτί δε θα μας απόμενε να τα στρώσουμε. Μα ο σκοπός μας τώρα δεν είναι αυτός. Αυτά γίνουνται στα χωριά, εκεί που θρέφεται η ρίζα του τόπου. Εκεί παίρνεις το σκαλιστήρι, σκαλίζεις, και βρίσκεις τι λογής χώμα είναι αυτό που θρέφει το έθνος. Εδώ είναι άλλη η δουλειά μας. Εδώ να δούμε σαν τι καρπό μας βγάζει αυτό το δέντρο. Πόση θροφή έχει μέσα του, και πόση σαπίλα. Ως την ώρα θαρρώ δεν την αξιωθήκαμε τη θροφή. Ο Θεός να μας φέρει και στα κλωνιά που καρποφο­ρούν, και να μας γλυτώσει από την πείνα.

Άφησε τους μπεγιαντέδες και τα καΐκια και τις άλλες τις Πολίτικες ομορφιές, πήδα σβέλτα στη σκάλα, κι έλα κατά τους δρόμους που τους έχει πλημμυρισμέ­νους η Εβραΐλα, σα να της αρέσει το μαλακό κι από­λεμό τους αγέρι. Πού είδες κοιμισμένοι νερά, και δε σ’ έφαγαν οι μύγες και τα κουνούπια!

Έχει ωστόσο και πεταλούδες. Κοίταξε τις· Όχι στον αέρα· εκεί, εκεί, στα παράθυρα. Σε μαγεύουνε με τα μάτια τους. Η ίδια η ομορφιά και δω καθώς κι αντίκρυ, και στο χωριό. Μα εδώ σα να ’χει κατιτίς πιο μαλακό, πιο ξανοιχτό η ρωμαίικη η ομορφιά. Το νερό, φίλε μου, το νερό της Πόλης το ’χει. Θαρρώ πως και μια Μπουμπουλίνα να την κλείσεις εδώ, θ’ αρχίσει να σου μισοσφαλνάει τα ματάκια της, να μισοδαγκάνει τα παχουλούτσικα χείλη της, και να σου πετάει ρα­βασάκια.

Και τώρα που τις ξαναβλέπω τις μαριόλες τις Πολίτισσες, έρχεται στο νου μου μια νόστιμη ιστορία. Σα να τη γουστάρεις φοβούμαι. Μα είναι λιγάκι ντρο­πής ν’ αρχίσουμε το πολιτικό το σεριάνι μας με μια διδαχή, και να καταντούμε σε παραμύθια. Θα σου το πω γλήγορα γλήγορα και με μια συφωνία: Να μη μου γυρέψεις άλλο παραμύθι στην Πόλη. Ζήτα μου κλά­ψες όσες θέλεις· παραμύθια όχι.

Πάμε να καθίσουμε απ’ έξω από τη «Λέσχη». Μη βλέπεις μέσα τους χαριτωμένους τους μπιλιαρδόρους, μήτε τους παρακείθε που διαβάζουν εφημερίδες αντίς να παίρνουν αφιόνι, μήτε τους παραμέσα που κουβεντιάζουν, ίσως για τα πολίτικά των πολιτικά, για σαρίκια και καλιμάφκια. Κοίταξε κατά τ’ αργυρωμένα τα κύματα, κι άκουγε.

Πρέπει να ήμουν ως δεκαφτά χρονών. Κατοικούσα κάπου εδώ, σ’ έν’ απ’ αυτά τ’ αψηλά τα σπίτια. Αψηλά όχι τόσο από την πολλή την αρχοντιά τους, όσο από τη φτώχεια τους. Χτίζουνε μια κάμαρα, απάνω της χτίζουνε άλλη κάμαρα, έπειτα άλλη κι απάνω απάνω είναι ο ηλιακός. Εκεί καθίζεις το βράδυ, και βλέπεις τον ουρανό με τ’ άστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, και την Πόλη με τους μιναρέδες. Εκεί πήγαινα και κάθιζα συχνά σάνε νύχτωνε και πλάγια­ζαν όλοι του σπιτιού, ο νοικοκύρης από το μεθύσι, η γυναίκα του από τη χολόσκαση, και το μικρό μικρό τους από τη σκανταλιά.

Ο νοικοκύρης δούλευε ολημερίς στο «τσαρσί». Που­λούσε κι αγόραζε κάμπιο. Το βράδυ καταστάλαζε σε κάποια ταβέρνα εδώ κοντά, και σε καμιάν ώρα έμπαινε σπίτι καλά κουρντισμένος. Φαντάζεσαι το τι γίνουνταν. Κανένα φαγί δεν του άρεζε. Σα να μισοθύμωνε και μαζί μου, που του έδειχτα το ενάντιο με την όρεξή μου.

Ήταν και πατριώτης ο Σιορ Θοδωράκης. Μια φορά, —του Βαγγελισμού,—μου ήρθε να σηκώσω το ποτήρι στο τραπέζι μουρμουρίζοντας ένα στίχο της αθάνατής μας ωδής. Πήγε να χαλάσει ο κόσμος! Να μη μας άκουσε κανένας απ’ έξω! «Ο καημένος ο Μετζίτης, ο Θεός να τον πολυχρονάει, καλός είναι, κι όλους μας αγαπάει· παιδιά του είμαστε. Γιατί να τον κακοκαρ­δίζουμε έτσι;» Τ’ άκουσα αυτά με τ’ αυτιά μου, από το Σιορ Θοδωράκη. Άνω κάτω έγιναν όλοι τους. Σηκωθήκανε μισοφαγωμένοι, και πήγανε στα κρεβάτια τους.

Ανέβηκα στον ηλιακό, και κάθισα μοναχός μου. Έλαμπε το φεγγάρι, και θωρώντας την ομορφιά εκείνη ολόγυρά μου, συλλογιούμουν αν ήταν αλήθεια αυτό που έτρεξε κάτω στο τραπέζι, α γίνεται να ζει στον κόσμο Ρωμιός που να λέει τέτοια λόγια με την καρδιά του. Ήμουνα σαστισμένος. Στο χωριό, που σκύβουν κι όλο σκύβουν οι χωριανοί, να μην αποκοτάει ο πιο σκυμμένος να ξεστομίσει ευκή του Μετζίτη, και στην «Επτάλοφο» Πόλη, μέσα στα φυλλοκάρδια του Βυ­ζαντίου, δυο πηδήματα μακριά από τη «Μεγάλη του Γένους Σχολή», να βρίσκεται νοικοκύρης με γυναίκα και με παιδιά να θυμώνει που έθεσα μικρό λουλούδι στον τάφο της λευτεριάς του! Αυτό δε γίνεται. Αυτός πρέπει να γεννήθηκε σε χαρέμι. Δεν έχει αυτός δι­καίωμα να βγάζει ψωμί από χριστιανούς. Να τόνε μηνύσουμε, να τόνε μάθει ο κόσμος, να πεθάνει της πείνας, να ζει χωρισμένος από τους ομόφυλους του, ν’ αφοριστεί, να βουρκολακιάσει!

Τέτοια του έψαλλα του Θοδωράκη απάνω στον ηλιακό. Αθώο παιδί, δεκαφτά χρονώ! Όχι όμως κι ολότελα τυφλωμένος. Κατιτίς μου ’λεγε πως δεν ήταν ο Θοδωράκης μονάχος. Πως εδώ τέτοια τραγουδάκια δεν έχει. Εδώ πνίγεται άνθρωπος· σκάνει και πάει. Να φύγω, να φύγω, δεν είναι για μένα η Πόλη!

Και κει που τα μισομουρμούριζα όλ’ αυτά, κοιτά­ζοντας τον ασημένιο γιαλό, ακούγω περπατηξιές από πίσω μου. Ήταν η Μαριγώ, η μοναχοκόρη του Θο­δωράκη. Με συμπάθιο, που δε σου τήνε σύστησα, τότες που τρώγαμε κάτω. Πρέπει να ήταν και κείνη ως δεκαφτά. Λιγάκι κοντουλή, μα δροσερή, μαυρι­δερή, και χαμηλοβλεπούσα. Συγύριζε την κάμαρά μου σαν έλειπα την ημέρα, και την έβρισκα σαν καθρέφτη το βράδυ. Της δάνειζα κάποτες και βιβλία. Μα μου διάβαζε, θαρρώ, μερικά και δίχως να τα δανείζω.

Η Μαριγώ ήταν η πρώτη που σηκώθηκε από το τραπέζι σαν έπεσαν απάνω μου και Θοδωράκης και Θοδωράκαινα. Θάρρεψα λοιπόν πως ήταν κι η πρώτη που θύμωσε, και τώρα που την έβλεπα σιμά μου σα να φοβήθηκα πως θα με μαλώσει κι αυτή. Κάτι πρέ­πει ν’ άκουσε σα μιλούσα μόνος μου, είπα. Έκαμνα τον ανήξερο ωστόσο.

Ήρθε κοντά μου, κι ακούμπησε στο κάγκελο.

— Όλοι κοιμούνται, μου λέει σιγά σιγά. Εγώ δε νύσταζα, και δεν πλάγιασα. Ανέβηκα να δω τι κά­νεις. Ελπίζω να μη σε κακοκάρδισε ο πατέρας. Τον ξέρεις, και μην τόνε συνοριστείς. Να σου πω γιατί ήρθα. Θέλω μια χάρη. Θέλω να μου το γράψεις αυτό το τραγούδι που άρχισες κάτω. Μου αρέσουν αυτά τα τραγούδια. Θέλω να με μάθεις και το σκοπό, να το τραγουδώ, κι ας είναι και μοναχή μου.

Την έκοψαν την αναπνοή μου αυτά τα λόγια. Τι μπόσικος, είπα, και δεν το ’ξερα πως είχα τέτοιο ηρωικό κορίτσι μέσα στο σπίτι! Της άρχισα λοιπόν το τρα­γούδι. Πρέπει να της τραγουδούσα ως μισήν ώρα.

— Κι άλλο, κι άλλο, μου κάνει σαν τέλειωσα· κανένα πιο ταιριαστό σε τέτοια βραδιά.

Και με κοιτάζει με φλογισμένες ματιές.

Ήμουν ακόμα πιο μπόσικος απ’ ό,τι θάρρεψα! Ολό­τελα σάστισα τώρα. Την έβλεπα, και δεν ήξερα τι να της πω.

— Πιστεύεις τις Ατσιγγάνες; με ρωτάει πρι να της μιλήσω. Ήρθε μια στην πόρτα μας σήμερα, και την έβαλα να μου πει τη μοίρα μου. Και τι μου είπε, θαρρείς; Αγαπώ, λέει, έν’ αγόρι· είναι, λέει, ως δεκαφτά χρονών αγοράκι· και τ’ αγαπώ λέει τόσο, που πάω να τρελαθώ.

Δεν είχα πια τώρα να χάνω καιρό. Άναβε μεγάλη φωτιά, κι έπρεπε ή να μας κάψει και τους δυο, ή να τη σβήσω.

Ίσως μου πεις πως ήμουν ακόμα πιο μπόσικος απ’ ό,τι θάρρεψα και τη δεύτερη τη φορά. Μα ο νους μου ταξίδευε μακριά, πολύ μακριά από την καρδιά της πατριώτισσας Μαριγώς. Την καληνύχτισα, κι έφυγα.

Ένας Έλληνας κι ένας Έλλην[Επεξεργασία]

Τέτοια σπίτια θα βρεις εδώ πέρα πολλά. Μην το θαρρείς όμως πως είναι όλα τους μιναρέδες σαν του Θοδωράκη το σπίτι. Έχει και δυο τρία Ρωμιόσπιτα. Εκεί παραμέσα στέκουνταν ένα τα χρόνια κείνα, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, κοντά στους τούρκικους τους μαχαλάδες. Ο νοικοκύρης του έρχουνταν από την καρδιά της Ανατολής. Τούρκικα μιλούσε ο Ανα­στάσης, μα τέτοια τούρκικα καλά θα ήτανε να τα μιλούσε όλο το «Γένος». Μεγάλο μάθημα τους δίδα­σκε τους πολίτες ο Αναστάσης, μα ποιος τον άκουγε! Έδειχτε πως και τη βάρβαρη γλώσσα την κάνεις ρω­μαίικη, σώνει να είναι «ρωμαίικα» εκείνα που λες.

Ήτανε θησαυρός χωσμένος μέσα στη Πόλη ο Αναστάσης. Πονούσε σαν τη μάνα για το παιδί της, όταν έβλεπε πληγή στην πατρίδα του. Τούρκο έβλεπε και φουρκίζουνταν, αυτός που γεννήθηκε στα βάθια της τουρκομίλητης Ρωμιοσύνης. Α δεν ήτανε φαμελίτης στην Πόλη, δίχως άλλο θα τον είχε τότες η Κρήτη, που την πλημμύριζε η φωτιά και το αίμα. Θα πεις, γιατί δεν πήγε, κι ας ήταν και φαμελίτης; Ίσια ίσια γιατί δεν πήγες μήτε του λόγου σου μήτε γω, κι ας μην είχαμε και παιδιά. Ο Ρωμιός πρέπει να είναι του σκοινιού και του παλουκιού, να ’χει σκοτωμένο τουλάχιστο ένα γονιό του, για ν’ αποφασίσει να πάει στον πόλεμο. Ο πόλεμος για τα μας δεν είναι παιχνίδι και γλέντι, καθώς ήταν ως προχτές σε με­ρικά μας βουνά, καθώς είναι και σήμερα σε τόπους πολιτισμένους, — ο πόλεμος για τα μας είναι φοβερό πράμα, μπαμπούλος, δαίμονας, που άλλο δεν κάνει παρά να θερίζει ζωές.

Κοίταξε τώρα κι από την άλλη τη μεριά, κατά τη θάλασσα. Αυτού που στέκετ’ έν’ αρχοντάδικο σπίτι. Αυτού ήταν τότες ένας Βολιώτης. Ο Βόλος ήταν ακόμα Τουρκιά. Μα ο Χαραλαμπίδης, μ’ ένα χαρτάκι και μερικές βούλες απάνω, το κατάφερε από ραγιάς να βαφτιστεί Έλλην! Πήγαν καλά κι οι δουλειές του,—κι ήρθε και ρίζωσε μέσα στην Πόλη. Έστησε αυτό το Κάστρο που βλέπεις, κι έφερε μέσα τη λευτεριά μ’ όλα της τα καλά. Μήτε του πουλιού το γάλα δεν του έλειπε του Χαραλαμπίδη. Ως και τη μαγείρισσα του από τη λεύτερη Άντρο την είχε φερμένη.

Πήγαινε κάθε βράδυ στη «Λέσχη» και διάβαζε τις εφημερίδες ώσπου να ψηθεί το φαΐ. Κι έτσι μάζευε μέσα του εθνισμό.

Τέτοιους «Έλληνας» θα ξέρεις πολλούς. Άλλους από φιλότιμο, κι άλλους από συφέρο. Έβαλαν κι αυτοί τη λιονταρίσια τους την προβιά. Η προβιά τους έχει, θα πεις μερικές τρύπες, — παλιάς ψώρας σημά­δια. Μα ό,τι κι αν πεις, λιονταρίσια προβιά είναι. Στην ανάγκη, την πετούν κι από πάνω τους.

Μελετημένα και λογαριασμένα πράματα. Όχι τρέλες.

Στ' Άη Γρηγόρη[Επεξεργασία]

Ώρα μας είναι να σηκωθούμε και να πάμε να προσκυνήσουμε το μεγάλο τον άγιο της Ρωμιοσύνης, τον Άη Γρηγόρη. Μεγάλοι άγιοι κι ο Γερμανός, κι ο Διάκος, κι ο Παπαφλέσσας. Μα ο Άης Γρηγόρης ήτανε στ’ αλήθεια Παναγιότατος. Μήτε σπαθί μήτε τουφέκι δεν πήρε στο χέρι του. Μα έπιασε μπόμπα με το φιτίλι της αναμμένο. Ξέσπασε η μπόμπα παρά­καιρα, κι ανέβηκε ο άγιος ο πατέρας στον ουρανό, δίχως να στείλει και τους Έξ’ από δω στην πα­τρίδα τους.

Τα ξέρεις όλα. Δε χρειαζότανε δα και πολλή σφαγή να τους ησυχάσουν τους Πολίτες οι Τούρκοι! Νισάφι δεν το ’καμαν οι Τούρκοι το αίμα τους. Αλύπητα το ’χυσαν. Κι έγινε η Πόλη τόσο ήμερη και καλή, που τώρα είναι πιο εύκολο να καταπιεί Πατριάρχης την πατερίτσα του, παρά να ξαναρχίσει Πολίτης τέτοιο παράνομο τόλμημα.

Ας περάσουμε από την ταπεινή αυτή θύρα, κι ας μπούμε στο ταπεινό μας το χτίριο με το μεγάλο τ’ όνομα. Αν ξανακατέβαινε ο Χριστός στον κόσμο, ίσια δω πέρα θα ’ρχουνταν, κι ας του έστελν’ ο Πάπας τον πιο πονηρό Καρδινάλη του να τόνε φέρει στον Άγιο Πέτρο. Ο Χριστός, που ανέβασε την ταπεινοσύνη ως στον ουρανό, που κατέβασε τον ουρανό σε μια φάτνη, που ζητούσε παθιασμένους κι αμαρτωλούς να πονέσει μαζί τους, πού άλλου μπορούσε να βρει τόση ταπεινοσύνη, τόση φτώχεια, τόση αμαρτία, και τόσα πάθια!

Εδώ που περνούμε τώρα, μαρτύρησε το πιο πιστό του παιδί, ο Άης Γρηγόρης. Σκύψε και φίλησε το αυτό το χώμα. Πάρε μαζί σου για φυλαχτήρι, και ρίχτε από ’να σπυρί όπου βρίσκεις δυο τρεις και κρυφομιλούνε.

Μην παραξενεύεσαι που δε βλέπεις καλιμάφκια και ράσα τριγύρω. Όλοι τους είναι στην εκκλησιά, μαζί με τους δώδεκ’ αποστόλους του Πατριάρχη. Η Αγιοσύνη του όμως είναι γέρος, είναι και λιγάκι ανήμπορος, κι έμειν’ απάνω. Ώρα να του κάμουμε βίζιτα. Είναι καλό γεροντάκι. Σύστημα δεν το ’χουμε να φανερωνούμαστε κει που πηγαίνουμε, μα στην Αγιοσύνη του πρέπει, θαρρώ, να φανερωθούμε. Πρώτο, που είναι ο εθνικός μας ο πατέρας. Δεύτερο, που έχουμε κάτι να του πούμε. Μόνο που πρέπει να του μιλήσουμε στη δική του τη γλώσσα!

Κάθεται ολομόναχος στη γωνιά και διαβάζει.

Λίγα λόγια της Αγιοσύνης του[Επεξεργασία]

«Παναγιότατε Δέσποτα, Είη Σου η χάρις άπλε­τος εφ’ ημάς, και η ευχή διάπυρος υπέρ της σωτηρίας ημών, των πειθηνίων της Σης Παναγιότητος θερα­πόντων. Σωτηρίαν δε λέγω, ου μόνην την της ψυχής, ην απάντων συλλήβδην των Αγίων η μεσιτεία μόλις αν της του Επικαταράτου παγίδος εξαγάγειε· αλλά μην και την σωτηρίαν του απ’ αιώνων εν σάλω κυλινδουμένου και κύμασι δεινοίς συμφυρομένου εθνικού σκάφους.»

Χαμογελάς, Άγιε μου γέροντα και πατέρα! Καλό σημάδι· θα πει πως ή εγώ δεν καλοξέρω τα δεσποτάδικα, ή η Αγιοσύνη Σου έτυχε να είσαι ρωμιός. Ας πούμε πως είναι και τα δυο, επειδή για να κάμουμε χωριό, και τα δυο μας χρειάζουνται. Ο Κύριος από δω είναι φίλος μου, και τον έφερα μαζί μου να δει την Πόλη. Δεν το ξέρω τ’ όνομά του, μα είναι δικός μας, και μη φοβάσαι. Έχω να πω της Αγιοσύνης Σου μερικά, και καλύτερη ώρα δεν μπορούσαμε να δια­λέξουμε. Οι άγιοι Συνοδικοί Σου ψάλλουνε Σπερινό. Πατέρα μου, σαν προσεύκεσαι, λέγε δυο λόγια και για δαύτους. Οι πιότεροί τους πιαστήκανε στο δεσποτάδικο το θρόνο με γάντζους, κι ανεβήκανε με σκοινιά. Μα ας μην τους συνοριζούμαστε και πολύ. Σ’ έναν τέτοιον τόπο, που αν τύχει και κανένας ενάρετος, μπο­ρεί να τον κρεμάσουν, ας μην τους γυρεύουμε όλους Άη-Γρηγόρηδες. Μόνο ας παρακαλούμε τον Ύψιστο να μας φυλάει κι από χερότερα. Να που πολεμήσανε μερικοί τους για τα καμαρωμένα μας τα «Προνόμια».

Και τώρα, Δεσπότη μου και πατέρα, να Σου πω κι έν’ άλλο: Το ποίμνιό σου είναι καλά πρόβατα, μα πρόβατα που χρειάζουνται μερικά μαντρόσκυλα από σόγι, να τους φέρνουνε στον ίσιο το δρόμο, να φυλάγουνε μακριά και τους λύκους. Με συμπάθιο, εσείς λογομαχούσατε τις προάλλες με τον αρχιλύκο για τα «Προνόμια», και μου φάνηκε σα να παίζετε. Τι θα ’λεγε άραγες η Αγιοσύνη Σου να ’βλεπες Τσομπάνη να λογομαχάει μ’ ένα λύκο! Που ακούστηκε λύ­κος να παίρνει από λόγια! Άλλα μέτρα θέλει ο λύκος.

Σα να ξέρω τι θα μου πεις. Πως είσαι πνεματικός πατέρας του Γένους και τίποτις άλλο. Μα γι’ αυτό και μεις λέμε, να βρούμε λίγα μαντρόσκυλα. Σώνει η Αγιοσύνη Σου να τους δίνης την ευκή σου σαν τον Άη μας το Γρηγόρη, και σαν τον Άη Γνάτη που βλογούσε την κλεφτουριά στον καιρό του Αλή Πασά. Χλωμιάζεις; Μη φοβάσαι. Σήμερα κλεφτουριά πια δεν έχουμε. Ο κλεφτοπόλεμος έσβησε, πάει. Σήμερα έχουμε άλλα τερτίπια. Σήμερα έχουμε Μπόμπες. Μεγάλη η χάρη της Μπόμπας! Αν δεν πολυδούλεψε και πολύ ως την ώρα, ο λόγος είναι που δεν έμεινε πια στ’ άλλα μέρη του κόσμου και πολλή σκλαβιά. Ως κι οι Αράπηδες της Αμερικής ανθρώπεψαν. Μεγάλη η χάρη της Μπόμπας, κι ωστόσο η επιστήμη της δύσκολη. Χρειάζεται Κανάρικη απόφαση, αστραπής γληγοράδα, και τάφου αμιλησιά.

Μα θα μου πεις, Σεβάσμιέ μου Πατέρα, και τι θα καταλάβουμε με τέτοια τερτίπια! Θ’ αγριέψουμε το Χαμίτη, και θα μας έρθουνε στο κεφάλι χερότερα. Να σου αποκριθώ μάνι μάνι, πριν έρθουν οι Δεσποτά­δες. Πρώτο, που ο φίλος ίσως μήτε ν’ αγριέψει δε θα προφτάξει. Δεύτερο, που δε θα ξέρουν ποιόνα να πιά­σουν. Α λυσσάξουνε μερικά λυκόπουλα, το πολύ μπορεί να κρεμάσουν την Αγιοσύνη Σου, το πολύ να πειράξουν—πόσους να πούμε; Ας πούμε εκατό χιλιά­δες. Για την Αγιοσύνη Σου δεν έχουμε τίποτις άλλο να πούμε, παρά πως χρέος Σου είναι. Πρώτη φορά δε θα είναι που θ’ αγιάσει έτσι καλόγερος. Όσο για τους άλλους, τους αθώους, αυτό είναι μυστήριο που μήτε η Αγιοσύνη Σου μήτε η αφεντιά του από δω, μήτε κανένας σοφός δεν μπορεί να το ξηγήσει, γιατί άραγες αυτή η θυσία! Κι άλλο δεν μπορούμε ν’ αποκριθούμε παρά πως είναι πάντα γραμμένο ν’ ανεβαίνουνε στον ουρανό μερικές ψυχές για ν’ ανοίγουνε μάτι και να βλέπουνε φως εκείνες που μένουνε στη γης. Έτσι έγινε ως τώρα στον κόσμο. Α βρει τρόπο η Αγιο­σύνη Σου να το φυτεύει τ’ αθάνατο δέντρο χωρίς αιματοπότισμα, μα το άγιο αυτό κομπολόγι, θα γίνει μεγαλύτερος κι από τον Προμηθέα που μας κατέβασε τη φωτιά.

Μα να σου πω και κάτι άλλο, αν και πρέπει να το ξέρει ένας ιερωμένος. Ο Θεός το βλογάει εκείνο το χώμα που χύνεται τέτοιο αίμα, κι απάνω σε τέ­τοια κόκαλα φυτρώνει Παράδεισος.

Και το μεγαλύτερο το καλό, που δεν μπορεί πια να γυρίσει πίσω, μήτε να μείνει εκεί που είναι ο λαός, μια κι ανάψει. Θ’ ακουστούν τα ξεφωνητά και τα μοιρολόγια, όχι από τους Φράγκους! Μακριά από Φράγ­κους! Θ’ ακουστούν από χιλιάδες χιλιάδων ταπεινωμένα σκλαβόπουλα, που θα γίνει η ταπεινοσύνη τους περηφάνια, κι ο φόβος τους θάρρος, και θα τρέξουν από τα λησμονημένα τα νησιά τους ν’ αποσώσουν της Μπόμπας το θάμα.

Άγιε μου Πατέρα, Σου είπα την ταπεινή μου τη γνώμη, το τι μπορεί ν’ ακολουθήσει αν λυσσάξουν οι λύκοι. Η Αγιοσύνη Σου ας κρίνει το τι μπορεί να καταφέρουν τα μαντρόσκυλα αν την πνίξει τρόμος τη λύσσα εκείνη. Και τώρα, Πατέρα μου, που Σου έδωσα την καρδιά μου, δώσε μου και Συ την ευκή Σου.»

Στο Ταξίμι[Επεξεργασία]

Βράδιασε, και πού να πρωτοπάμε! Μια μέρα στην Πόλη πάει να πει μήνες μες στο καλύβι μας, και γι’ αυτό δεν μπορούμε να μείνουμε κι αύριο. Αν μπο­ρούσαμε, θα τα σεριανίζαμε όλα. Θα πηγαίναμε στο «τσαρσί», θα βλέπαμε το τουρκολόγι να βράζει,—θα τρώγαμε ίσως κι ένα μπουρέκι. Και κατεβαίνοντας στον πιο πολιτισμένο το Γαλατά, θα περνούσαμε να δούμε και κανέν’ αργαστήρι που φτιάνουνε γαζέτες. Για το πρώτο δεν πολυλυπούμαι. Το τουρκολόγι το είδαμε και στο χωριό. Μα λυπούμαι που δεν προφτάξαμε ν’ ανταμώσουμε και κανέναν Πολίτη Συντάχτη. Κι άλλον τρόπο τώρα δεν έχει παρά ν’ αγοράσουμε την εφημερίδα του. Ανεβαίνουμε λοιπόν και καθίζουμε στο Ταξίμι, και παίρνοντας τη δροσιά της βρα­διάς, και γλεντίζοντας με τον κόσμο που σουλατσέρνει, ρίχτουμε δυο ματιές στην εφημερίδα, που την καταφρονέψαμε σαν έφεγγε ήλιος, και τη θυμηθήκαμε τώρα με τ’ ολοφέγγαρο. Κι από κει κατεβαίνουμε σ’ ενός φίλου που όνομα δεν του βρίσκω.

Το είπα, κι ωστόσο πάλι το ξαναλέγω: Παράδει­σος, δαιμόνους γεμάτος αυτή η Πόλη! Κοπέλα χα­ριτωμένη, με το μουντζουρωμένο το μέτωπο. Βλέπεις αυτό το πανώριο το Ταξίμι, κι ωστόσο την καρδιά σου την πλακώνει ένα βάρος, σα να πνίγεσαι μέσα στην καταχνιά. Φέρε, φέρε την εφημερίδα να διαβά­σουμε, να ξεσκάσουμε.

Παράξενο να μην μπορώ να τη διαβάσω ακούρα­στα. Δεν είναι να πεις πως δε φέγγει, φέγγει και παραφέγγει με τέτοιο φεγγάρι. Μα κάθε λέξη που κοιτάζω, θαρρώ πως μιλά και μου λέει: Στάσου, κοίταξέ με καλά. Με ξέρεις άραγες ποια είμαι γω; Εγώ, φίλε μου, είμαι μια γριά αρχόντισσα που με βρήκε μέσα στα λεξικά ο Σιορ Συντάχτης και μ’ έβγαλε, με πάστρεψε, με στόλισε, με κάθισε στο μιντέρι του. Όχι σαν αυτές τις πλύστρες του δρόμου που αραδιάζεις εσύ στις φυλλάδες σου. Ο Σιορ Συν­τάχτης αυτές τις έχει για το στόμα του μονάχα. Για το μιντέρι του, όχι. Στο μιντέρι καθίζουμε γω κι οι αμέτρητες οι αδελφάδες μου. Κοίταξέ μας πώς φέγ­γουμε στην πάστρα, από τη μιαν άκρη στην άλλη. Κοίταξε αυτή την αράδα:

«Ολίγου δειν εματαιούτο ο του μεγατόλμου ιεράρχου αγών.»

κι αυτό δεν είναι τίποτις. Διάβασε παρακάτω—

— Όχι, να με συμπαθήσεις κερά λεξίτσα μου, όχι· δεν μπορώ να διαβάσω. Εμείς ήρθαμε στο Ταξίμι να κάμουμε κέφι. Πήγαινε στους Πολίτες να σε διαβάσουν. Αυτοί ψοφούνε για ένα «ολίγου δειν». Αυτοί αν δεν πάρουνε μεζέ τους ένα «μεγάτολμο» δεν κάνουν όρεξη για φαΐ. Αυτοί αν διαβάσουν καμιά Αθηναίικη εφη­μερίδα που βάζει κάποτες και ρωμαίικα στ’ αττικό της σαλόνι, ξεσκίζουν τα ρούχα τους από το θυμό, που βρίσκουνται στην Αθήνα τρελοί και λερώνουν έτσι τα φύλλα τους. Αυτοί θαρρούν πως οι εφημερίδες και τα βιβλία είναι στον κόσμο για να σπάνουν κεφά­λια,—και με τι πέτρες! Ένα «ου μην αλλά» σου σέρνει στο μέτωπο, και κατρακυλιέσαι κάτω. Το βλέ­πει κι ο Χαμίτης αυτό το «ου μην αλλά» και θαρρεί πως βλέπει το Θεμιστοκλή και τόνε φοβερίζει. Αν ήτανε «μα» ή τουλάχιστο «όμως», θα τόνε φοβέριζε κανένας Μπότσαρης. Μα μεις δεν είμαστε του Μπό­τσαρη και του Κολοκοτρώνη παιδιά. Είμαστε του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη, «ου μην αλλά» και του Βασιλείου και του Χρυσοστόμου, και Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, ουχί του εκ Δημητσάνης».

Και να ’ξερες τι ρωμαίικη καρδιά που την έχει αυτός ο Συντάχτης! Πούθε είναι δεν ξέρω, μα θα παραξενευθώ αν ίσως κι είναι Πολίτης. Στον καιρό του κυρ-Θοδωράκη, ήταν ο μόνος που πολεμούσε για την κατα­καημένη την Κρήτη με τη δασκαλίσια του πέννα. Κάθε λίγο τον παίδευαν, κι αυτός ξανάρχιζε πάλι. Μυστήριο, πως δεν τόνε βάλανε στα σίδερα τότες. Ίσως που πολεμούσε με κοντάρια και με σαΐτες, αντίς με μολύβι και με φωτιά. Ίσως που ήταν ένας και μοναχός σε μια λάκερη Πόλη. Ένας ήταν, κι ένας μας έμεινε.

Σήκω, να πάμε στου φίλου. Ανάπαψη δε θα βρούμε και δω.

Στου φίλου που όνομα δεν του βρίσκω[Επεξεργασία]

Ανάγκη δεν είναι να μπούμε από τις πόρτες τις μαρμαρένιες. Μπορούμε, και πρέπει να μπούμε σα σφίγγες από μια τρύπα, και να σύρουμε ίσια στ’ αυτί του να του πούμε δυο λόγια. Πέτα τριγύρω του, και κάνε τον χάζι. Τρώγει το βραδινό του. Πάμε στ’ αυτάκι του.

«Ήρθα κι άλλη φορά, λαοπόθητέ μου Άναξ, κι έστρωσα το χαλί μου στ’ αρχοντικό σου, φίλε που όνομα δε σου βρίσκω. Πρέπει να με πήρες για τρελό τότες, γιατί βλέπω και τρως με κάμποση όρεξη. Ο Θεός να σε φωτίζει να μας παίρνεις για τρελούς πάντα.

Τώρα που είμαι σφίγγα, και βλέπω από κοντά τους πόρους του κιτρινιασμένου του πετσιού σου, μου έρχε­ται αληθινή τρέλα, μα την αλήθεια. Τώρα που εί­ναι πιο ψιλοκαμωμένη η μύτη μου, ίλιγγας μου έρχε­ται σα σε μυρίζω από κοντά. Τι κακό είναι τούτο! Τι απέραντο κοιμητήριο στραγγισμένο μέσα σ’ ένα κορμί! Για να γεννηθείς εσύ και να κάθεσαι μπροστά μου αυτή την ώρα, έπρεπε να το ’χουνε γεμισμένο κιβούρια εκείνο το κοιμητήριο! Αν μπορούσες να μυρίσεις το αίμα σου, θα σ’ έπνιγε η μυρουδιά του πρι να προφτάξεις να πεις κανενός να το χύσει. Μα η μύτη σου, να με συμπαθήσεις, τόσο μακριά δεν πηγαίνει. Έτσι κι η βρομόμυγα που ζει απάνω στην κοπριά, τη νοστιμεύεται αντίς να τη σιχαθεί. Πώς να τη σιχαθεί, που είναι αίμα της και ζωή της!

Αγάπη μου, δεν ήρθαμε δω πέρα να σε τρομά­ξουμε μ’ ανωφέλητα λόγια. Μη βάζεις το χουλιάρι σου κάτω. Δυο λόγια, και φεύγουμε.

Τ’ άκουσα πολλές φορές πως είσαι δυνατός διπλωμά­της. Τους παίζεις, λέει, τους Φράγκους στα δαχτυ­λάκια σου. Ένα πράμα μονάχα, που δε μαθαίνεις να παίζεις και μήλα στα χέρια σου. Μπορεί να σου χρησιμέψει αυτή η γύμναση. Μπορεί να βρεθεί μπροστά σου κανένα στρογγυλό παιχνιδάκι, και τότες προφταί­νεις και το πετάς στου Βεζίρη σου το κεφάλι.

Άκουσα και πως αγαπάς να κάνεις πολλές δουλειές απατός σου. Να κάμεις και μιαν άλλη δουλειά. Να πας και να βρεις τις καρδιές που στενάζουν,—όχι μέσα στην Πόλη, εκεί πολλές δε θα βρεις. Να σύρεις στα τέσσερα πέρατα του μεγάλου σου Κράτους, τελώνιο να γίνεις και να μπεις στα βαθύτερα φυλλοκάρδια τους, και να μαζέψεις τις ευκές που σου δίνουν κρυφά εκεί μέσα.

Ο κακός ο κόσμος θέλει να πει πως είσαι και φοβητσιάρης. Όσο φοβητσιάρης κι αν είσαι, τα σκλα­βόπουλα σε ξεπερνούν κι έννοια, σου. Εσύ α φοβάσαι την μπόμπα τους, αυτοί φοβούνται τον ίσκιο σου. Αν ίσως και φοβάσαι Αρμένηδες, δεν έχω να πω. Μα την τέχνη την ξέρεις. Τους Αρμένηδες τους δίνεις αύριο την Αρμενία και βρίσκεις χουζούρι. Πρώτη φορά δεν είναι που αναπαύεσαι έτσι. Μαυροβουνιώτες, Ρουμούνοι, Βουλγάροι, Σέρβοι: όλοι πήραν το δικό τους και σ’ άφησαν ήσυχο. Σου πήραμε και μεις δυο τρεις πέ­τρες. Μα το πιότερο το Ρωμαίικο είναι μαζί σου.

Βλέπω και συνεφέρνεις. Πήρες πάλι το χουλιάρι στο χέρι σου. Μην ξεχνάς όμως πως έχουμε και μερι­κές μικρούτσικες σφίγγες. Αυτές θα βοΐζουν κάποτες γύρω στ’ αυτιά σου, και κανένας, μήτε ο μεγαλύτερός σου ο διαφεντευτής, δε θα μπορεί να τις πιάσει.

Αυτές οι σφίγγες είναι ψυχές. Την ψυχή δεν την πιάνεις, όσο ψιλά δίχτυα κι αν στήσεις. Ρώτηξέ τον πιο τετραπέρατο συβουλάτορά σου αν έπιασε ποτέ σκλάβο που να ’χει πιασμένη και τη ψυχή του, το νου του. Με τι λογής αλυσίδες να δέσει το νου, την ιδέα; Αν η ιδέα έχει μέσα της φωτιά και μπαρούτι, το πολύ να το μυριστεί ο φίλος και να κόψει το κεφάλι που τις γεννάει. Μα πού να κόψει και την ιδέα! Αυτή ζει και μεγαλώνει και σκορπιέται σαν τον υδράργυρο, και πάλι μαζώνεται, και πάλι σκορπιέται, και τρέχει και χύνεται μέσα σε χίλιες τρύπες που το δαχτυλάκι του δεν μπορεί να χωρέσει.

Χίλιες φορές είχαν αφορμή να τη σπουδάζουν, κι οι παππούδες σου, κι οι πατέρες σου, κι η αφεντιά σου ακόμα, την τρομερή τη δύναμη αυτής της μικρούτσικης σφίγγας, κι ακόμα θαρρώ πως δεν την καλονοιώθει ο νους σου. Και για να την καλονοιώσει, έλα να σου καθίσω αυτό το στερνό μου το κεντρί, να τρίβεις κατόπι το μάγουλό σου και να με θυμάσαι:

Σα σκορπιστεί αυτή η ιδέα, που τη λεν κάτι που δε σου το φανερώνω να μη σου κατέβει και ξαφνικό, αρχίζει κι ανάβει μεγάλη φλόγα μέσα στις τυραννισμένες καρδιές, που όσο τη φυσάεις, άλλο τόσο μεγαλώνει εκείνη. Κι αλλοίμονο τότε στον τύραννο, στους παρατυράννους και στα τυραννόπουλα. Ένας ένας θα πέ­φτουνε σαν τσουρουφλιασμένες μύγες στη φωτιά και θα καίγουνται. Και σαν καγούνε, και ξεβρομίσει ο κόσμος, τότες πέφτει ουράνια βροχή από πάνω, και σβήνει η φωτιά, και φυτρώνει χορτάρι, και πρασινίζει ο κόσμος, και γίνεται χαρά Θεού, κι έρχουνται οι γραμματισμένοι και γράφουν ιστορίες, τι λογής πήγε μια φορά ένας Μεγάλος Τύραννος να σβήσει μια μεγάλη φωτιά, και τσουρουφλίστηκαν τα φτερά του, κι έπεσε μέσα, και χάθηκε από τον κόσμο μια για πάντα, και κείνος, κι οι παρατυράννοι, και τα μικρά τυραννόπουλα.»