Έκπτωτος ψυχή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιθήκη
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Christina Nicolaou (συζήτηση | Συνεισφορά)
Νέα σελίδα: {{Κεφαλίδα| | τίτλος = Έκπτωτος ψυχή | συγγραφέας = Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | μεταφραστής= | ...
 
μ Αφαίρεση προτύπου πολυτονικό
 
Γραμμή 8: Γραμμή 8:
| σημειώσεις = Περ. «Σωτήρ», 1881.
| σημειώσεις = Περ. «Σωτήρ», 1881.
}}
}}

{{πολυτονικό}}
<poem>
<poem>
Καὶ εἶπες· πότε θ' ἀναβῶ ἐπάνω τῶν αἰθέρων!
Καὶ εἶπες· πότε θ' ἀναβῶ ἐπάνω τῶν αἰθέρων!

Τελευταία αναθεώρηση της 18:44, 21 Απριλίου 2017

Έκπτωτος ψυχή
Συγγραφέας:
Περ. «Σωτήρ», 1881.


Καὶ εἶπες· πότε θ' ἀναβῶ ἐπάνω τῶν αἰθέρων!
Πότε, ὡς εἰς τῶν φαεινῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀστέρων,
εἰς τὸν ἐν σκότει πλέοντα πλανήτην θ' ἀνατείλω
καὶ δωρεὰν εἰς τοὺς θνητοὺς τὴν αἴγλην μου θὰ στείλω.

Δὲν ἔφθασας νὰ συνειδῇς, νὰ γνῷς ὅ,τι ἐπόθεις,
καὶ ὑπὸ τῆς γαστρὸς εὐθὺς τοῦ Ἄδου κατεπόθης·
τὸ χῶμα, ἐφ' οὗ ἔβαινες, ἐκ βάθους ἀνεσκάφη,
ἡ δόξα του κατέπεσεν ἐντὸς αὐτοῦ κι' ἐτάφη.

Καὶ ὕψωσας τὸ μέτωπον, ὠχρόν, ἀκτινοβόλον,
ζητοῦσα τὸν οὐράνιον ν' ἀναμετρήσῃς θόλον·
κι' ἐξαίφνης ἔπεσες πρηνής, τελείως ἐβυθίσθης
καὶ εἰς τὰ βάθη τῆς φρικτῆς ἀβύσσου ἐκρημνίσθης.

Ἔτεινας χεῖρα τὴν Ἠὼ νὰ περιβάλῃς ὅλην,
κι' ἐνηγκαλίσθης ἀντ' αὐτῆς τοῦ σκότους τὴν ἀσβόλην·
ὁ πούς σου ἐπὶ νεφελῶν ἐπόθεις νὰ πατήσῃ
κι' ἐπέπρωτ' εἰς τὸν τάρταρον οἰκτρῶς νὰ ὀλισθήσῃ.

Ἄ, εὗρες ἤδη τὸ καλόν, τὸ πρέπον εἰς σὲ δῶμα,
ὑπάρχει πῦρ τι πυρπολοῦν σφοδρότερον ἀκόμα
ἢ ὅσον σ' ἔκαιε ποτὲ ἡ τῶν παθῶν σου λάβα·
κατάβα εἰς τὸν τάφον σου, ἀπόβλητε, κατάβα.

Τῆς πτώσεώς σου ἄξιον τίς θὰ ἐγείρῃ μνῆμα;
ἐκ τῆς παρόδου σου μικρὸν δὲν ἀπελείφθη θρύμμα·
δὲν ἔζησεν ἡ δόξα σου, οὐδ' ἡ ἀνάμνησίς σου,
ἥτις θὰ σ' ἐβαυκάλιζε ἐπάδουσα: κοιμήσου.

Τίς εἶν' ὁ χῶρος τῆς μιᾶς ρανίδος εἰς τὸ κῦμα;
τώρα σ' ἐδέχθη τ' ἀχανὲς ἀντάξιόν σου μνῆμα.
Ἐκ τῶν βλαστῶν τοῦ ἀχανοῦς τὸ ἄπειρον ἐζήτεις,
δὲν σοὶ ἐδόθη ἐξ αὐτοῦ, ἀπόκληρε, στιγμή τις.

Ὤ, ποῦ τῆς ἀγωνίας σου τὸ μέλος ἀνεκρούσθη;
ἐνταῦθα οὔτε στεναγμός, οὔτε φωνὴ ἠκούσθη
φεῦ, ποῖος χάριν σου θνητὸς θὰ στέρξῃ νὰ δανείσῃ,
ἓν δάκρυ εἰς ἕνα ὀφθαλμὸν διὰ νὰ σὲ θρηνήσῃ!

Βωβὴ ἀπέμειν' ἡ Ἠχώ, ἐσίγησεν ἡ αὔρα·
τὰ πολλαπλᾶ της ἄσματα, τὰ σκοτεινὰ καὶ μαῦρα
προώρως ἐλησμόνησεν ἡ Μοῦσα τῶν μνημάτων;
ὤ, ὕπαγε, σοὶ ἔλαχεν ὁ κλῆρος τῶν θυμάτων.