Η πεποικιλμένη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιθήκη
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 10: Γραμμή 10:


Εἶχα τάξιμο νά ὑπάγω στήν Κεχριάν, νά ψάλλω τό "Πεποικιλμένη", εἰς τά Ἐνιάμερα, τήν 23 Αὐγούστου. Ἀπό δέκα χρόνων δέν εἶχα ἐπισκεφθῆ τήν Παναγίαν τήν Κεχριάν. Δέκα χρόνια εἶχα ν' ἀσπασθῶ τήν σεβασμίαν παλαιάν Εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ὁπού εἶναι ζωγραφισμένοι, ἐπάνω εἰς δύο ὑπερῶα, ἔνθεν καί ἔνθεν, ὁ ἱερός Κοσμᾶς, (αὐτός ὁ θεσπέσιος ποιητής τῆς Πεποικιλμένης) ὁ θεῖος Δαμασκηνός, τείνοντες δύο τόμους κάτω πρός τήν σύνθεσιν τῆς Εἰκόνος, ἐφ' ὧν εἶναι γεγραμμένα δύο τροπάρια, τὸ "Γυναῖκά σε θνητήν, ἀλλ' ὑπερφυῶς καί Μητέρα Θεοῦ" καί τὸ "Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανόν ὑπεδέξαντο...". Καί δέν εἶχα ἀγναντέψει οὔτε μακρόθεν τόν περικαλλῆ θόλον τοῦ σεμνοῦ ναΐσκου, ὁποὺ ἀστράπτει εἰς τόν ἥλιον ὅλος πεποικιλμένος ἀπό τά ὡραῖα παλαιὰ πινάκια, τά ἐγκολλημένα εἰς τό κτήριον ὡς ὄστρακα μαργαριτοφόρα.
Εἶχα τάξιμο νά ὑπάγω στήν Κεχριάν, νά ψάλλω τό "Πεποικιλμένη", εἰς τά Ἐνιάμερα, τήν 23 Αὐγούστου. Ἀπό δέκα χρόνων δέν εἶχα ἐπισκεφθῆ τήν Παναγίαν τήν Κεχριάν. Δέκα χρόνια εἶχα ν' ἀσπασθῶ τήν σεβασμίαν παλαιάν Εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ὁπού εἶναι ζωγραφισμένοι, ἐπάνω εἰς δύο ὑπερῶα, ἔνθεν καί ἔνθεν, ὁ ἱερός Κοσμᾶς, (αὐτός ὁ θεσπέσιος ποιητής τῆς Πεποικιλμένης) ὁ θεῖος Δαμασκηνός, τείνοντες δύο τόμους κάτω πρός τήν σύνθεσιν τῆς Εἰκόνος, ἐφ' ὧν εἶναι γεγραμμένα δύο τροπάρια, τὸ "Γυναῖκά σε θνητήν, ἀλλ' ὑπερφυῶς καί Μητέρα Θεοῦ" καί τὸ "Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανόν ὑπεδέξαντο...". Καί δέν εἶχα ἀγναντέψει οὔτε μακρόθεν τόν περικαλλῆ θόλον τοῦ σεμνοῦ ναΐσκου, ὁποὺ ἀστράπτει εἰς τόν ἥλιον ὅλος πεποικιλμένος ἀπό τά ὡραῖα παλαιὰ πινάκια, τά ἐγκολλημένα εἰς τό κτήριον ὡς ὄστρακα μαργαριτοφόρα.



Καὶ παρημέλησα τὸ τάξιμόν μου, καὶ δὲν ἀποφάσιζα νὰ ὑπάγω. Ἐνύκτωσε, κι ἐκαθόμουν ἔξωθεν τοῦ μαγαζίου τοῦ ἀγαπητοῦ νεαροῦ φίλου μου, τοῦ Κωστῆ τοῦ Τσαμασφύρου, πολλὰ ρεμβάζων, καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος. Ὁ Κωστάκης μοῦ ἔφερε ποτήριον ρακίου, νὰ μὲ κεράσῃ καὶ μοῦ εἶπε:
Καὶ παρημέλησα τὸ τάξιμόν μου, καὶ δὲν ἀποφάσιζα νὰ ὑπάγω. Ἐνύκτωσε, κι ἐκαθόμουν ἔξωθεν τοῦ μαγαζίου τοῦ ἀγαπητοῦ νεαροῦ φίλου μου, τοῦ Κωστῆ τοῦ Τσαμασφύρου, πολλὰ ρεμβάζων, καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος. Ὁ Κωστάκης μοῦ ἔφερε ποτήριον ρακίου, νὰ μὲ κεράσῃ καὶ μοῦ εἶπε:
Γραμμή 19: Γραμμή 18:


- Ἔχει φεγγαράκι.
- Ἔχει φεγγαράκι.



Ἔπια, κι ἐπανῆλθε στὸ μαγαζί του κρατῶν τὸν δίσκον. Μόλις αὐτὸς εἰσῆλθε, καὶ πάραυτα εἰσώρμησα μέχρι τοῦ κυλικείου, ὅπου ἀπέθετε τὸν δίσκον μὲ τὰ ποτά.
Ἔπια, κι ἐπανῆλθε στὸ μαγαζί του κρατῶν τὸν δίσκον. Μόλις αὐτὸς εἰσῆλθε, καὶ πάραυτα εἰσώρμησα μέχρι τοῦ κυλικείου, ὅπου ἀπέθετε τὸν δίσκον μὲ τὰ ποτά.
Γραμμή 30: Γραμμή 28:


- Τὸν Ἀργύρη τὸν Τσαλαβούτη.
- Τὸν Ἀργύρη τὸν Τσαλαβούτη.



Ἔτρεξα ἔξω. Ἐπῆγα εἰς ἓν ὑποδηματοποιεῖον, δύο ἢ τρεῖς πόρτες παρέκει, διά να εὕρω τὸν μικρὸν ἀνεψιόν μου τὸν Διαμαντήν, ἐργαζόμενον ὡς κάλφαν εἰς τὴν τέχνην αὐτήν. Δυστυχῶς τὸ ὑποδηματοποιεῖον εἶχε κλείσει. Ἐπλησίαζεν ὀγδόη ὥρα, δύο ὧρες νύκτα.
Ἔτρεξα ἔξω. Ἐπῆγα εἰς ἓν ὑποδηματοποιεῖον, δύο ἢ τρεῖς πόρτες παρέκει, διά να εὕρω τὸν μικρὸν ἀνεψιόν μου τὸν Διαμαντήν, ἐργαζόμενον ὡς κάλφαν εἰς τὴν τέχνην αὐτήν. Δυστυχῶς τὸ ὑποδηματοποιεῖον εἶχε κλείσει. Ἐπλησίαζεν ὀγδόη ὥρα, δύο ὧρες νύκτα.



Ἐπέστρεψα πρὸς τοῦ Τσαμασφύρου.
Ἐπέστρεψα πρὸς τοῦ Τσαμασφύρου.
Γραμμή 58: Γραμμή 54:


- Καλά.
- Καλά.



Ὁ Κωστής, ὁ νεαρὸς φίλος μου, μοῦ εἶχε κάμει ἀληθῆ ὑποβολήν, ἂν ὄχι ὑπόμνησιν τοῦ ταξίματός μου. Δὲν ἐκρατούμην, κι ἐκίνησα πάραυτα. Τὸ φεγγάρι ἦτο ἐννέα ἢ δέκα ἡμερῶν. Ἐλογάριαζα μιᾶς ὥρας συνάντησιν καὶ διατριβὴν μετὰ προχείρου δείπνου εἰς τὴν τοποθεσίαν αὐτήν, καὶ τριῶν τετάρτων περίπου κατήφορον ἕως τήν Παναγίαν. Ἡ σελήνη θὰ μᾶς ἔφεγγεν ἀκριβῶς ἕως νὰ φθάσωμεν εἰς τὸ τέρμα.
Ὁ Κωστής, ὁ νεαρὸς φίλος μου, μοῦ εἶχε κάμει ἀληθῆ ὑποβολήν, ἂν ὄχι ὑπόμνησιν τοῦ ταξίματός μου. Δὲν ἐκρατούμην, κι ἐκίνησα πάραυτα. Τὸ φεγγάρι ἦτο ἐννέα ἢ δέκα ἡμερῶν. Ἐλογάριαζα μιᾶς ὥρας συνάντησιν καὶ διατριβὴν μετὰ προχείρου δείπνου εἰς τὴν τοποθεσίαν αὐτήν, καὶ τριῶν τετάρτων περίπου κατήφορον ἕως τήν Παναγίαν. Ἡ σελήνη θὰ μᾶς ἔφεγγεν ἀκριβῶς ἕως νὰ φθάσωμεν εἰς τὸ τέρμα.



Ἐπῆρα τὸν ἀνήφορον, βαδίζων τὸν φράχτην-φράχτην ἐν μέσῳ ἀμπέλων καὶ ἐλαιώνων, ἀνέβην εἰς τὸ Κοτρωνάκι, εἰς τοὺς "Σακαλάρους", ἔφθασα εἰς τοῦ Βαραντᾶ τὸ ρέμα, ὅπου "ἐκρότιζεν" ὁ τόπος, ἀλλ' ἐγὼ δὲν ἐκροτιζόμην: δὲν εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου στοιχειὰ καὶ φαντάσματα, ἀλλὰ προαπήλαυα τὸ "Πεποικιλμένη". Διέσχισαπέρα-πέρα τὸ ρέμα, εμβῆκα εἰς τὸν Μεγάλον Ἀνήφορον, στὸ Μεροβίλι, καὶ τέλος, μὲ πολὺ ἆσθμα καὶ ἱδρῶτα, ἔφθασα εἰς τὸν Ἅϊ-Λιά. Ἀντικρὺ εἰς τὸ πελώριον κτήριον, τὸ κελλὶ τοῦ παπα-Ἱερεμία, δύο ἢ τρία σκυλιὰ μ' ἐγαύγισαν, ἀλλ' ὅταν ἐπάτησα ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου, ὁποὺ εἶναι ὁ ναΐσκος τοῦ Προφήτου, παραδόξως ἐσιώπησαν κι ἐκρύβησαν εἰς δύο ἢ τρεῖς καλύβας, ὁποὺ ἐφαίνοντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κήπους.
Ἐπῆρα τὸν ἀνήφορον, βαδίζων τὸν φράχτην-φράχτην ἐν μέσῳ ἀμπέλων καὶ ἐλαιώνων, ἀνέβην εἰς τὸ Κοτρωνάκι, εἰς τοὺς "Σακαλάρους", ἔφθασα εἰς τοῦ Βαραντᾶ τὸ ρέμα, ὅπου "ἐκρότιζεν" ὁ τόπος, ἀλλ' ἐγὼ δὲν ἐκροτιζόμην: δὲν εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου στοιχειὰ καὶ φαντάσματα, ἀλλὰ προαπήλαυα τὸ "Πεποικιλμένη". Διέσχισαπέρα-πέρα τὸ ρέμα, εμβῆκα εἰς τὸν Μεγάλον Ἀνήφορον, στὸ Μεροβίλι, καὶ τέλος, μὲ πολὺ ἆσθμα καὶ ἱδρῶτα, ἔφθασα εἰς τὸν Ἅϊ-Λιά. Ἀντικρὺ εἰς τὸ πελώριον κτήριον, τὸ κελλὶ τοῦ παπα-Ἱερεμία, δύο ἢ τρία σκυλιὰ μ' ἐγαύγισαν, ἀλλ' ὅταν ἐπάτησα ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου, ὁποὺ εἶναι ὁ ναΐσκος τοῦ Προφήτου, παραδόξως ἐσιώπησαν κι ἐκρύβησαν εἰς δύο ἢ τρεῖς καλύβας, ὁποὺ ἐφαίνοντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κήπους.



Ψυχὴν δὲν εἶχα συναντήσει. Γλυκὸς ζέφυρος ἐφύσα εἰς τοὺς πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εἰς τὴν μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, ὁποὺ ἐκελάρυζε τὰ νερά της στ' αὐλάκια, τὸ ρέμα-ρέμα, τὸν κατήφορον. Ἔκαμα τὸν σταυρόν μου, ἔξωθεν τοῦ παραθύρου, εἰς τὸ γλυκὺ φῶς τῶν κανδηλίων, ὁποὺ ἔφεγγον ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγίαν, καὶ τὸν Πρόδρομον, καὶ τὸν Προφήτην Ἠλίαν μὲ τὴν μάχαιραν καὶ μὲ τὴν μηλωτήν. Ἔψαλα "Ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος". Ἐκάθισα ἐπί τῆς πεζούλας. Ἀγνάντευα, εἰς τό μελαγχολικόν φῶς τῆς σελήνης, τό χωρίον μας κάτασπρον, κτισμένον ἐπί δύο λόφων καί μεσαζούσης κοιλάδος, παραθαλάσσιον, καί τόν λιμένα τόν τρίκολπον μέ τά τρυφερά κηπάκια, ὁπού φαίνονται ὡς νά "ἐγκαινίζωνται" εἰς τα φωσφορίζοντα νερά.
Ψυχὴν δὲν εἶχα συναντήσει. Γλυκὸς ζέφυρος ἐφύσα εἰς τοὺς πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εἰς τὴν μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, ὁποὺ ἐκελάρυζε τὰ νερά της στ' αὐλάκια, τὸ ρέμα-ρέμα, τὸν κατήφορον. Ἔκαμα τὸν σταυρόν μου, ἔξωθεν τοῦ παραθύρου, εἰς τὸ γλυκὺ φῶς τῶν κανδηλίων, ὁποὺ ἔφεγγον ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγίαν, καὶ τὸν Πρόδρομον, καὶ τὸν Προφήτην Ἠλίαν μὲ τὴν μάχαιραν καὶ μὲ τὴν μηλωτήν. Ἔψαλα "Ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος". Ἐκάθισα ἐπί τῆς πεζούλας. Ἀγνάντευα, εἰς τό μελαγχολικόν φῶς τῆς σελήνης, τό χωρίον μας κάτασπρον, κτισμένον ἐπί δύο λόφων καί μεσαζούσης κοιλάδος, παραθαλάσσιον, καί τόν λιμένα τόν τρίκολπον μέ τά τρυφερά κηπάκια, ὁπού φαίνονται ὡς νά "ἐγκαινίζωνται" εἰς τα φωσφορίζοντα νερά.



Μετὰ τέταρτον ὥρας ἤκουσα κρότον καὶ βάδισμα ἀλόγου. Ἐσηκώθην. Ἤρχετο ὁ Κωσταντής.
Μετὰ τέταρτον ὥρας ἤκουσα κρότον καὶ βάδισμα ἀλόγου. Ἐσηκώθην. Ἤρχετο ὁ Κωσταντής.
Γραμμή 90: Γραμμή 82:


- Δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου... τίποτε.
- Δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου... τίποτε.



Ἐπέζευσεν. Ἐξεφόρτωσε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ τρόφιμα, καὶ τὴν φλάσκαν μὲ τὸ κρασί. Ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ζεμπίλι ἓν κηρίον σπαρατσέτο, ἔτριψε πυρεῖον καὶ τὸ ἤναψεν. Ἕως νὰ καθίσωμεν πρὸς τὸ κατώφλιον τῆς μικρᾶς ἐκκλησίας, καὶ νὰ στρώσωμεν τὸ τραπέζι, ᾐσθάνθημεν, ὅτι ὁ Μπαλής, τὸ ἄλογον, ὁποὺ τὸ εἶχε ἀφήσει λυτὸν ὁ Κωνσταντής, μᾶς ἔφυγε. Πρὶν κάμωμεν τὸν σταυρόν μας, ἐσηκώθηκεν ὁ Κωσταντής.
Ἐπέζευσεν. Ἐξεφόρτωσε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ τρόφιμα, καὶ τὴν φλάσκαν μὲ τὸ κρασί. Ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ζεμπίλι ἓν κηρίον σπαρατσέτο, ἔτριψε πυρεῖον καὶ τὸ ἤναψεν. Ἕως νὰ καθίσωμεν πρὸς τὸ κατώφλιον τῆς μικρᾶς ἐκκλησίας, καὶ νὰ στρώσωμεν τὸ τραπέζι, ᾐσθάνθημεν, ὅτι ὁ Μπαλής, τὸ ἄλογον, ὁποὺ τὸ εἶχε ἀφήσει λυτὸν ὁ Κωνσταντής, μᾶς ἔφυγε. Πρὶν κάμωμεν τὸν σταυρόν μας, ἐσηκώθηκεν ὁ Κωσταντής.



Ἀλλὰ τὸ ὑποζύγιον θὰ ἐπῆγεν ἐκεῖ, πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὸ σύσκιον μέρος, ἀνάμεσα εἰς λόχμας καὶ φράχτας καὶ δὲν τὸ ἐβλέπαμεν. Ἀνάγκη νὰ τρέξῃ ὁ Κωνσταντής, διὰ νὰ τὸ ἀνακαλύψῃ κἄπου. Ἀλλὰ θὰ ἦτο μεγαλειτέρα εὐκολία εἷς νὰ κρατῇ τὸ κηρίον, καὶ ἄλλος νὰ ἔχῃ τὰς χεῖρας ἐλευθέρας, διὰ νὰ συλλάβῃ τὸ ζῶον, ἅμα θὰ τὸ εὕρισκεν. Ὁ Κωσταντής ἦτο ὁ μόνος ἁρμόδιος πρὸς τὸ τελευταῖον τοῦτο, ἐγώ εἰς τί ἄλλο θὰ ἐχρησίμευα, εἰμὴ διὰ νὰ κρατῶ τὸ κηρί;
Ἀλλὰ τὸ ὑποζύγιον θὰ ἐπῆγεν ἐκεῖ, πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὸ σύσκιον μέρος, ἀνάμεσα εἰς λόχμας καὶ φράχτας καὶ δὲν τὸ ἐβλέπαμεν. Ἀνάγκη νὰ τρέξῃ ὁ Κωνσταντής, διὰ νὰ τὸ ἀνακαλύψῃ κἄπου. Ἀλλὰ θὰ ἦτο μεγαλειτέρα εὐκολία εἷς νὰ κρατῇ τὸ κηρίον, καὶ ἄλλος νὰ ἔχῃ τὰς χεῖρας ἐλευθέρας, διὰ νὰ συλλάβῃ τὸ ζῶον, ἅμα θὰ τὸ εὕρισκεν. Ὁ Κωσταντής ἦτο ὁ μόνος ἁρμόδιος πρὸς τὸ τελευταῖον τοῦτο, ἐγώ εἰς τί ἄλλο θὰ ἐχρησίμευα, εἰμὴ διὰ νὰ κρατῶ τὸ κηρί;



Δυστυχῶς εἶχα βγάλει τὸ ὑπόδημά μου τὸ ἀριστερόν, πρὶν καθίσωμεν εἰς τὸ δεῖπνον, ἐπειδὴ μὲ ἠνώχλει ὁ κάλος κατόπιν τῆς ὁδοιπορίας, κι εὑρέθην μονοπέδιλος τὴν ὥραν ὁπού εἶχε γίνει ἄφαντον τὸ ζῶον. Καὶ ὅμως ἀνάγκη ἦτο νά συμμορφωθῶ. Ἐπῆγα μαζὺ μὲ τὸν Κωσταντὴν πολλὰ βήματα, πέραν τοῦ ἱεροῦ τῆς ἐκκλησίας, μὲ ἓν ὑπόδημα, χωλαίνων καὶ πατῶν ἐπὶ ἀκανθῶν. Εὐτυχῶς ὁ Μπαλὴς δὲν εἶχεν ὑπάγει μακράν, ἦτο διακριτικὸν ἄλογον. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ἁπλῶς διὰ νὰ βοσκήσῃ, καὶ δὲν εἶχε βάλει κακὸν μὲ τὴν κεφαλήν του.
Δυστυχῶς εἶχα βγάλει τὸ ὑπόδημά μου τὸ ἀριστερόν, πρὶν καθίσωμεν εἰς τὸ δεῖπνον, ἐπειδὴ μὲ ἠνώχλει ὁ κάλος κατόπιν τῆς ὁδοιπορίας, κι εὑρέθην μονοπέδιλος τὴν ὥραν ὁπού εἶχε γίνει ἄφαντον τὸ ζῶον. Καὶ ὅμως ἀνάγκη ἦτο νά συμμορφωθῶ. Ἐπῆγα μαζὺ μὲ τὸν Κωσταντὴν πολλὰ βήματα, πέραν τοῦ ἱεροῦ τῆς ἐκκλησίας, μὲ ἓν ὑπόδημα, χωλαίνων καὶ πατῶν ἐπὶ ἀκανθῶν. Εὐτυχῶς ὁ Μπαλὴς δὲν εἶχεν ὑπάγει μακράν, ἦτο διακριτικὸν ἄλογον. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ἁπλῶς διὰ νὰ βοσκήσῃ, καὶ δὲν εἶχε βάλει κακὸν μὲ τὴν κεφαλήν του.



Ὄταν ἐγυρίσαμεν πίσω, ἐγὼ κρατῶν τὸ κηρίον, ὁ Κωσταντὴς σύρων τὸν Μπαλήν, τὸν ὁποῖον καὶ ἔδεσε προχείρως εἰς τὴν ρίζαν θάμνου ἀντικρύ μας, ὁ Κωστὴς ἐξέχασε ποῦ εἶχε βάλει τὸ μαχαίρι, καθὼς τὸ εἶχε βγάλει ἀπὸ τὸ ζεμπίλι, διὰ νὰ κόψῃ ψωμὶ - καὶ ψωμὶ δὲν ἔκοψε, ἀλλ' ἐτρέξαμεν ἀποτόμως πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ Μπαλῆ. Ὁ Κωστὴς τὸ ἀνεζήτει τώρα εἰς τὸ ζεμπίλι, ἀλλ' εἰς τὸ ζεμπίλι δὲν ἦτο, οὔτε ἐπήδησε μοναχόν του ὀπίσω. ἀφοῦ ἅπαξ τὸ εἶχε βγάλει ἐκεῖθεν. Ἐψάξαμεν πολλὴν ὥραν μὲ τὸ κηρί, τέλος τὸ ηὕραμεν σιμὰ εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ἐκκλησιδίου, παρὰ τὰς ἀνθοδόχας, ὅπου εὐωδίαζον ἐκεῖ, βασιλικὰ καὶ ρεσμαρὶ καὶ δενδρολίβανα. Ἐφάγομεν τὸν λιτὸν δεῖπνον μας, ἐπίομεν, ἐδευτερώσαμεν, κι ἐτριτώσαμεν μὲ τὴν φλάσκαν.
Ὄταν ἐγυρίσαμεν πίσω, ἐγὼ κρατῶν τὸ κηρίον, ὁ Κωσταντὴς σύρων τὸν Μπαλήν, τὸν ὁποῖον καὶ ἔδεσε προχείρως εἰς τὴν ρίζαν θάμνου ἀντικρύ μας, ὁ Κωστὴς ἐξέχασε ποῦ εἶχε βάλει τὸ μαχαίρι, καθὼς τὸ εἶχε βγάλει ἀπὸ τὸ ζεμπίλι, διὰ νὰ κόψῃ ψωμὶ - καὶ ψωμὶ δὲν ἔκοψε, ἀλλ' ἐτρέξαμεν ἀποτόμως πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ Μπαλῆ. Ὁ Κωστὴς τὸ ἀνεζήτει τώρα εἰς τὸ ζεμπίλι, ἀλλ' εἰς τὸ ζεμπίλι δὲν ἦτο, οὔτε ἐπήδησε μοναχόν του ὀπίσω. ἀφοῦ ἅπαξ τὸ εἶχε βγάλει ἐκεῖθεν. Ἐψάξαμεν πολλὴν ὥραν μὲ τὸ κηρί, τέλος τὸ ηὕραμεν σιμὰ εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ἐκκλησιδίου, παρὰ τὰς ἀνθοδόχας, ὅπου εὐωδίαζον ἐκεῖ, βασιλικὰ καὶ ρεσμαρὶ καὶ δενδρολίβανα. Ἐφάγομεν τὸν λιτὸν δεῖπνον μας, ἐπίομεν, ἐδευτερώσαμεν, κι ἐτριτώσαμεν μὲ τὴν φλάσκαν.
Γραμμή 106: Γραμμή 94:


- Ἀλήθεια;... ἑπόμενον ἦτο. Δὲν πειράζει, Κωσταντή.
- Ἀλήθεια;... ἑπόμενον ἦτο. Δὲν πειράζει, Κωσταντή.



Τὴν ἐπαύριον ἔμαθα, ὅτι ἡ ἀδελφή μου ἡ νεωτέρα ἐπῆγε μεσάνυχτα μαζὺ μὲ τὸν ἀνεψιόν μου, μ'ἕνα φανάρι, κι ἐξύπνησε τὴν νεαρὰν γυναῖκα τοῦ Κωσταντῆ, ὁποὺ ἦτο ἔγκυος εἰς τὸν μῆνα της, διὰ νὰ πληροφορηθῇ. Τέλος ἔμαθαν, ὅτι εἶχα ὑπάγει στὸ πανηγύρι, καὶ ἡσύχασαν.
Τὴν ἐπαύριον ἔμαθα, ὅτι ἡ ἀδελφή μου ἡ νεωτέρα ἐπῆγε μεσάνυχτα μαζὺ μὲ τὸν ἀνεψιόν μου, μ'ἕνα φανάρι, κι ἐξύπνησε τὴν νεαρὰν γυναῖκα τοῦ Κωσταντῆ, ὁποὺ ἦτο ἔγκυος εἰς τὸν μῆνα της, διὰ νὰ πληροφορηθῇ. Τέλος ἔμαθαν, ὅτι εἶχα ὑπάγει στὸ πανηγύρι, καὶ ἡσύχασαν.
Γραμμή 113: Γραμμή 100:


- Πᾶμε μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε.
- Πᾶμε μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε.



Ἐσηκώθη κι ἐφόρτωσε τὰ πράγματα εἰς τὸ ζῶον. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἀνεζήτει τὸ ψάθινο καπέλο του καὶ δὲν ἐνθυμεῖτο ποῦ τὸ εἶχε πετάξει. Τέλος τὸ ηὕραμεν, τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (ἤ τοῦ Κυρίου).
Ἐσηκώθη κι ἐφόρτωσε τὰ πράγματα εἰς τὸ ζῶον. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἀνεζήτει τὸ ψάθινο καπέλο του καὶ δὲν ἐνθυμεῖτο ποῦ τὸ εἶχε πετάξει. Τέλος τὸ ηὕραμεν, τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (ἤ τοῦ Κυρίου).



Ἐγὼ εἶχα φορέσει τὸ ὑπόδημά μου. Ἐσβύσαμεν τὸ κηρί, καὶ τὸ ἔβαλα ἐγὼ στήν τσέπη μου. Ἀνέβημεν τὸν μικρὸν ἀνηφορίσκον ἕως τὸν ζυγὸν τῶν δύο βουνῶν, μεταξὺ τῶν δύο ὑψωμάτων τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ ἐκατηφορίσαμεν, διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Κεχριάν.
Ἐγὼ εἶχα φορέσει τὸ ὑπόδημά μου. Ἐσβύσαμεν τὸ κηρί, καὶ τὸ ἔβαλα ἐγὼ στήν τσέπη μου. Ἀνέβημεν τὸν μικρὸν ἀνηφορίσκον ἕως τὸν ζυγὸν τῶν δύο βουνῶν, μεταξὺ τῶν δύο ὑψωμάτων τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ ἐκατηφορίσαμεν, διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Κεχριάν.

Αναθεώρηση της 20:13, 24 Νοεμβρίου 2010

Ἡ πεποικιλμένη
Συγγραφέας:
Σημειώσεις από την ενότητα "Κριτικά υπομνήματα" των Απάντων Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (Χρήστος Γιοβάνης - Αθηναϊκαί Εκδόσεις): Γραμμένο στὰ 1909, πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικό Ν έ α Ζ ω ή (Ἀλεξανδρείας) τόμ. ΣΤ' 1909, σελ 24-31, ἀπ' ὅπου τὸ πήραμε στὴν ἔκδοση ἐτούτη. Περάστηκε καὶ στὴν ἔκδοση Φέξη, στὸν τόμο Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Ἀθ. 1912. Τὸ διήγημα αὐτό, ὅπου περιγράφει πῶς ἀνέβηκε στὴν Κεχριὰ στὰ Ενιάμερα τῆς Παναγίας γιὰ νὰ ψάλει τὸ περίφημο τροπάρι τοῦ μελωδοῦ Κοσμᾶ 'Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ...', ἀπ' ὅπου καὶ ὁ τίτλος τοῦ ἔργου, εἶναι γεμάτο ἀπὸ ψυχική ἀνάταση, μιὰν ἀτμόσφαιρα ἐσωτερικῆς χαρᾶς καὶ προσδοκίας, μιὰ μουσικὴ θείας εὐφροσύνης, ἀληθινὴ ποίηση μέσα στὴ νύχτα, μέσα στὰ δροσερὰ φαράγγια. Μέσα στὴν κρουσταλλένια σιωπὴ ὁδοιπορεῖ μετάρσιος, χάνει τὸ δρόμο, περπατεῖ μὲ κερί, ἀγναντεύει, μεταρσιώνεται ψυχικά, τέλος ἀνεβαίνει καὶ σβύνει τὸν καημὸ του μὲ τὸ ἑωθνιὸ ψάλσιμο τῆς Πεποικιλμένης. Τὸ περιστατικό εἶναι πραγματικό πραγματικὰ καὶ τὰ πρόσωπα, καὶ ὅλα ὅσα ἀναφέρονται στὸ ἀφήγημα. Ὁ Γιώργης τοῦ Μπονακάκι, νεαρὸς τότε ψάλτης, εἶναι ὁ σημερινὸς γηραιὸς παπὰς τῆς Σκιάθου, ὁ λάτρης τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ φυλάει στὴν ἐκκλησιὰ τὴν κάρα του καὶ τήν ἔχει ἁγιοποιήσει. Ὅλο τὸ ἱστορικὸ τὸ θυμᾶται ὁ παπα-Γιώργης Μπονάκης καὶ τὸ μαρτυρεῖ ἀπ' τὶς ὁλοζώντανες ἀναμνήσεις του.


Εἶχα τάξιμο νά ὑπάγω στήν Κεχριάν, νά ψάλλω τό "Πεποικιλμένη", εἰς τά Ἐνιάμερα, τήν 23 Αὐγούστου. Ἀπό δέκα χρόνων δέν εἶχα ἐπισκεφθῆ τήν Παναγίαν τήν Κεχριάν. Δέκα χρόνια εἶχα ν' ἀσπασθῶ τήν σεβασμίαν παλαιάν Εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ὁπού εἶναι ζωγραφισμένοι, ἐπάνω εἰς δύο ὑπερῶα, ἔνθεν καί ἔνθεν, ὁ ἱερός Κοσμᾶς, (αὐτός ὁ θεσπέσιος ποιητής τῆς Πεποικιλμένης) ὁ θεῖος Δαμασκηνός, τείνοντες δύο τόμους κάτω πρός τήν σύνθεσιν τῆς Εἰκόνος, ἐφ' ὧν εἶναι γεγραμμένα δύο τροπάρια, τὸ "Γυναῖκά σε θνητήν, ἀλλ' ὑπερφυῶς καί Μητέρα Θεοῦ" καί τὸ "Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανόν ὑπεδέξαντο...". Καί δέν εἶχα ἀγναντέψει οὔτε μακρόθεν τόν περικαλλῆ θόλον τοῦ σεμνοῦ ναΐσκου, ὁποὺ ἀστράπτει εἰς τόν ἥλιον ὅλος πεποικιλμένος ἀπό τά ὡραῖα παλαιὰ πινάκια, τά ἐγκολλημένα εἰς τό κτήριον ὡς ὄστρακα μαργαριτοφόρα.

Καὶ παρημέλησα τὸ τάξιμόν μου, καὶ δὲν ἀποφάσιζα νὰ ὑπάγω. Ἐνύκτωσε, κι ἐκαθόμουν ἔξωθεν τοῦ μαγαζίου τοῦ ἀγαπητοῦ νεαροῦ φίλου μου, τοῦ Κωστῆ τοῦ Τσαμασφύρου, πολλὰ ρεμβάζων, καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος. Ὁ Κωστάκης μοῦ ἔφερε ποτήριον ρακίου, νὰ μὲ κεράσῃ καὶ μοῦ εἶπε:

- Δὲν πῆγες, μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε, στὴν Παναγία τὴν Κεχριά; Ἐγὼ θὰ πάω.

- Τώρα ποὺ νύκτωσε; Τί λές!

- Ἔχει φεγγαράκι.

Ἔπια, κι ἐπανῆλθε στὸ μαγαζί του κρατῶν τὸν δίσκον. Μόλις αὐτὸς εἰσῆλθε, καὶ πάραυτα εἰσώρμησα μέχρι τοῦ κυλικείου, ὅπου ἀπέθετε τὸν δίσκον μὲ τὰ ποτά.

- Θὰ πᾶς σίγουρα, Κωσταντή;... Πῶς σοῦ ἦρθε;... ἔχεις συντροφιά;

- Ἔχω, ἂν δὲν μὲ γελάσει.

- Ποιόν;

- Τὸν Ἀργύρη τὸν Τσαλαβούτη.

Ἔτρεξα ἔξω. Ἐπῆγα εἰς ἓν ὑποδηματοποιεῖον, δύο ἢ τρεῖς πόρτες παρέκει, διά να εὕρω τὸν μικρὸν ἀνεψιόν μου τὸν Διαμαντήν, ἐργαζόμενον ὡς κάλφαν εἰς τὴν τέχνην αὐτήν. Δυστυχῶς τὸ ὑποδηματοποιεῖον εἶχε κλείσει. Ἐπλησίαζεν ὀγδόη ὥρα, δύο ὧρες νύκτα.

Ἐπέστρεψα πρὸς τοῦ Τσαμασφύρου.

- Κωνσταντή, δὲν ηὗρα τὸν ἀνεψιό μου. Ὁ μάστορής του ἔκλεισεν ἀπὸ νωρίς. Ἤθελα νὰ τοῦ πῶ νὰ πῇ χαμπάρι στὸ σπίτι. Δὲν συμφέρει νὰ πάω ὁ ἴδιος ἐκεῖ. Θὰ φωνάζουν οἱ ἀδερφές μου. "Ποῦ θὰ πᾶς τέτοιαν ὥρα;" καὶ τὰ λοιπά. Μιζέριες γυναικῶν... Ἀκοῦς νὰ σοῦ πῶ;

- Λέγε.

- Ἀναλαμβάνεις νὰ στείλῃς εἴδησιν στὸ σπίτι μου, διὰ νὰ μὴ μὲ γυρεύουν καὶ ἀνησυχοῦν ὅλη νύχτα; Στεῖλε ἕναν, ὅποιον βρεῖς, ἢ ἕνα παιδί... ἢ ἕνα πουλί.

- Καλά

- Μὴν ξεχάσεις.

- Ὄχι.

- Ἐγώ θὰ πάω πεζός καὶ μοναχός μου. Ἐσὺ ἔλα μὲ τ' ἄλογό σου, καὶ μὲ τὴν παρέα σου.

- Θὰ πάρεις καὶ κουμπάνια;

- Θὰ πάρω.

- Σὲ περιμένω στὸν Ἅι-Λιά. Ἐκεῖ θὰ σμίξουμε.

- Καλά.

Ὁ Κωστής, ὁ νεαρὸς φίλος μου, μοῦ εἶχε κάμει ἀληθῆ ὑποβολήν, ἂν ὄχι ὑπόμνησιν τοῦ ταξίματός μου. Δὲν ἐκρατούμην, κι ἐκίνησα πάραυτα. Τὸ φεγγάρι ἦτο ἐννέα ἢ δέκα ἡμερῶν. Ἐλογάριαζα μιᾶς ὥρας συνάντησιν καὶ διατριβὴν μετὰ προχείρου δείπνου εἰς τὴν τοποθεσίαν αὐτήν, καὶ τριῶν τετάρτων περίπου κατήφορον ἕως τήν Παναγίαν. Ἡ σελήνη θὰ μᾶς ἔφεγγεν ἀκριβῶς ἕως νὰ φθάσωμεν εἰς τὸ τέρμα.

Ἐπῆρα τὸν ἀνήφορον, βαδίζων τὸν φράχτην-φράχτην ἐν μέσῳ ἀμπέλων καὶ ἐλαιώνων, ἀνέβην εἰς τὸ Κοτρωνάκι, εἰς τοὺς "Σακαλάρους", ἔφθασα εἰς τοῦ Βαραντᾶ τὸ ρέμα, ὅπου "ἐκρότιζεν" ὁ τόπος, ἀλλ' ἐγὼ δὲν ἐκροτιζόμην: δὲν εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου στοιχειὰ καὶ φαντάσματα, ἀλλὰ προαπήλαυα τὸ "Πεποικιλμένη". Διέσχισαπέρα-πέρα τὸ ρέμα, εμβῆκα εἰς τὸν Μεγάλον Ἀνήφορον, στὸ Μεροβίλι, καὶ τέλος, μὲ πολὺ ἆσθμα καὶ ἱδρῶτα, ἔφθασα εἰς τὸν Ἅϊ-Λιά. Ἀντικρὺ εἰς τὸ πελώριον κτήριον, τὸ κελλὶ τοῦ παπα-Ἱερεμία, δύο ἢ τρία σκυλιὰ μ' ἐγαύγισαν, ἀλλ' ὅταν ἐπάτησα ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου, ὁποὺ εἶναι ὁ ναΐσκος τοῦ Προφήτου, παραδόξως ἐσιώπησαν κι ἐκρύβησαν εἰς δύο ἢ τρεῖς καλύβας, ὁποὺ ἐφαίνοντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κήπους.

Ψυχὴν δὲν εἶχα συναντήσει. Γλυκὸς ζέφυρος ἐφύσα εἰς τοὺς πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εἰς τὴν μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, ὁποὺ ἐκελάρυζε τὰ νερά της στ' αὐλάκια, τὸ ρέμα-ρέμα, τὸν κατήφορον. Ἔκαμα τὸν σταυρόν μου, ἔξωθεν τοῦ παραθύρου, εἰς τὸ γλυκὺ φῶς τῶν κανδηλίων, ὁποὺ ἔφεγγον ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγίαν, καὶ τὸν Πρόδρομον, καὶ τὸν Προφήτην Ἠλίαν μὲ τὴν μάχαιραν καὶ μὲ τὴν μηλωτήν. Ἔψαλα "Ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος". Ἐκάθισα ἐπί τῆς πεζούλας. Ἀγνάντευα, εἰς τό μελαγχολικόν φῶς τῆς σελήνης, τό χωρίον μας κάτασπρον, κτισμένον ἐπί δύο λόφων καί μεσαζούσης κοιλάδος, παραθαλάσσιον, καί τόν λιμένα τόν τρίκολπον μέ τά τρυφερά κηπάκια, ὁπού φαίνονται ὡς νά "ἐγκαινίζωνται" εἰς τα φωσφορίζοντα νερά.

Μετὰ τέταρτον ὥρας ἤκουσα κρότον καὶ βάδισμα ἀλόγου. Ἐσηκώθην. Ἤρχετο ὁ Κωσταντής.

- Ἐδῶ εἶσαι, μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε;

- Ἐδῶ. Μοναχός σου ἦρθες; Ποῦ εἶναι ἡ παρέα σου;

- Μ' ἐγέλασε... Μὴν τὰ ρωτᾶς, μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε. Ὅσα τροπάρια ἤξερα... καὶ ξέρω πολλὰ ὀλίγα... ὅλα τὰ εἶπα στὸ δρόμο.

- Γιατί, φοβήθηκες;

- Κρότιζε ὁ τόπος. Ἐσένα δὲ σ' ἔμελε;

- Ὄχι τόσο. Ἀπ' τοῦ Βαραντᾶ ἦρθες;

- Απ' τὸ Πετράλωνο. Ἐσὺ ἀπ' τοῦ Βαραντᾶ;

- Ναί.

- Δὲν ἐφοβήθηκες ἐκεῖ, στὸ ρέμα;

- Δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου... τίποτε.

Ἐπέζευσεν. Ἐξεφόρτωσε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ τρόφιμα, καὶ τὴν φλάσκαν μὲ τὸ κρασί. Ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ζεμπίλι ἓν κηρίον σπαρατσέτο, ἔτριψε πυρεῖον καὶ τὸ ἤναψεν. Ἕως νὰ καθίσωμεν πρὸς τὸ κατώφλιον τῆς μικρᾶς ἐκκλησίας, καὶ νὰ στρώσωμεν τὸ τραπέζι, ᾐσθάνθημεν, ὅτι ὁ Μπαλής, τὸ ἄλογον, ὁποὺ τὸ εἶχε ἀφήσει λυτὸν ὁ Κωνσταντής, μᾶς ἔφυγε. Πρὶν κάμωμεν τὸν σταυρόν μας, ἐσηκώθηκεν ὁ Κωσταντής.

Ἀλλὰ τὸ ὑποζύγιον θὰ ἐπῆγεν ἐκεῖ, πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὸ σύσκιον μέρος, ἀνάμεσα εἰς λόχμας καὶ φράχτας καὶ δὲν τὸ ἐβλέπαμεν. Ἀνάγκη νὰ τρέξῃ ὁ Κωνσταντής, διὰ νὰ τὸ ἀνακαλύψῃ κἄπου. Ἀλλὰ θὰ ἦτο μεγαλειτέρα εὐκολία εἷς νὰ κρατῇ τὸ κηρίον, καὶ ἄλλος νὰ ἔχῃ τὰς χεῖρας ἐλευθέρας, διὰ νὰ συλλάβῃ τὸ ζῶον, ἅμα θὰ τὸ εὕρισκεν. Ὁ Κωσταντής ἦτο ὁ μόνος ἁρμόδιος πρὸς τὸ τελευταῖον τοῦτο, ἐγώ εἰς τί ἄλλο θὰ ἐχρησίμευα, εἰμὴ διὰ νὰ κρατῶ τὸ κηρί;

Δυστυχῶς εἶχα βγάλει τὸ ὑπόδημά μου τὸ ἀριστερόν, πρὶν καθίσωμεν εἰς τὸ δεῖπνον, ἐπειδὴ μὲ ἠνώχλει ὁ κάλος κατόπιν τῆς ὁδοιπορίας, κι εὑρέθην μονοπέδιλος τὴν ὥραν ὁπού εἶχε γίνει ἄφαντον τὸ ζῶον. Καὶ ὅμως ἀνάγκη ἦτο νά συμμορφωθῶ. Ἐπῆγα μαζὺ μὲ τὸν Κωσταντὴν πολλὰ βήματα, πέραν τοῦ ἱεροῦ τῆς ἐκκλησίας, μὲ ἓν ὑπόδημα, χωλαίνων καὶ πατῶν ἐπὶ ἀκανθῶν. Εὐτυχῶς ὁ Μπαλὴς δὲν εἶχεν ὑπάγει μακράν, ἦτο διακριτικὸν ἄλογον. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ἁπλῶς διὰ νὰ βοσκήσῃ, καὶ δὲν εἶχε βάλει κακὸν μὲ τὴν κεφαλήν του.

Ὄταν ἐγυρίσαμεν πίσω, ἐγὼ κρατῶν τὸ κηρίον, ὁ Κωσταντὴς σύρων τὸν Μπαλήν, τὸν ὁποῖον καὶ ἔδεσε προχείρως εἰς τὴν ρίζαν θάμνου ἀντικρύ μας, ὁ Κωστὴς ἐξέχασε ποῦ εἶχε βάλει τὸ μαχαίρι, καθὼς τὸ εἶχε βγάλει ἀπὸ τὸ ζεμπίλι, διὰ νὰ κόψῃ ψωμὶ - καὶ ψωμὶ δὲν ἔκοψε, ἀλλ' ἐτρέξαμεν ἀποτόμως πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ Μπαλῆ. Ὁ Κωστὴς τὸ ἀνεζήτει τώρα εἰς τὸ ζεμπίλι, ἀλλ' εἰς τὸ ζεμπίλι δὲν ἦτο, οὔτε ἐπήδησε μοναχόν του ὀπίσω. ἀφοῦ ἅπαξ τὸ εἶχε βγάλει ἐκεῖθεν. Ἐψάξαμεν πολλὴν ὥραν μὲ τὸ κηρί, τέλος τὸ ηὕραμεν σιμὰ εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ἐκκλησιδίου, παρὰ τὰς ἀνθοδόχας, ὅπου εὐωδίαζον ἐκεῖ, βασιλικὰ καὶ ρεσμαρὶ καὶ δενδρολίβανα. Ἐφάγομεν τὸν λιτὸν δεῖπνον μας, ἐπίομεν, ἐδευτερώσαμεν, κι ἐτριτώσαμεν μὲ τὴν φλάσκαν.

- Ὅλα καλά, μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε. Μὰ ἔλα ποὺ ξέχασα νὰ στείλω χαμπάρι στὸ σπίτι σας...

- Ἀλήθεια;... ἑπόμενον ἦτο. Δὲν πειράζει, Κωσταντή.

Τὴν ἐπαύριον ἔμαθα, ὅτι ἡ ἀδελφή μου ἡ νεωτέρα ἐπῆγε μεσάνυχτα μαζὺ μὲ τὸν ἀνεψιόν μου, μ'ἕνα φανάρι, κι ἐξύπνησε τὴν νεαρὰν γυναῖκα τοῦ Κωσταντῆ, ὁποὺ ἦτο ἔγκυος εἰς τὸν μῆνα της, διὰ νὰ πληροφορηθῇ. Τέλος ἔμαθαν, ὅτι εἶχα ὑπάγει στὸ πανηγύρι, καὶ ἡσύχασαν.

- Σήκω τώρα νὰ πηγαίνουμε. Θὰ εἶναι παραπάνω ἀπὸ δέκα ἡ ὥρα. Τὸ φεγγάρι ὅσον πάει καὶ γέρνει ἐκεῖ κάτω, καὶ θὰ τὰ βροῦμε σκοῦρα τὸν κατήφορον, ἀνάμεσα στὰ ρέματα καὶ στὸν ἐλαιῶνα.

- Πᾶμε μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε.

Ἐσηκώθη κι ἐφόρτωσε τὰ πράγματα εἰς τὸ ζῶον. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἀνεζήτει τὸ ψάθινο καπέλο του καὶ δὲν ἐνθυμεῖτο ποῦ τὸ εἶχε πετάξει. Τέλος τὸ ηὕραμεν, τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (ἤ τοῦ Κυρίου).

Ἐγὼ εἶχα φορέσει τὸ ὑπόδημά μου. Ἐσβύσαμεν τὸ κηρί, καὶ τὸ ἔβαλα ἐγὼ στήν τσέπη μου. Ἀνέβημεν τὸν μικρὸν ἀνηφορίσκον ἕως τὸν ζυγὸν τῶν δύο βουνῶν, μεταξὺ τῶν δύο ὑψωμάτων τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ ἐκατηφορίσαμεν, διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Κεχριάν.

Τὸ φεγγάρι, ἥμισυ καὶ κάτι, ἔγερνε πρὸς τὸν Ἀραδιάν τὸν δρυμῶνα, κι ἐχαμήλωνεν. Ἀντικρὺ εἰς τὸ Πήλιο, ἔμελλε νὰ κρυφθῇ μετὰ μίαν ὥραν τὸ πολύ, ἀλλὰ πρὶν νὰ κρυφθῇ, θὰ ἔχανε σχεδὸν τὸ φέγγος του, ὅσον θὰ ἐκοντοζύγωνεν εἰς τὸ μέγα βουνόν. Αἱ δρύες τοῦ Ἀραδιᾶ ἐφαίνοντο ως νὰ ἔρριπτον τὴν σκιάν των πρὸς τὸν οὐρανόν, καὶ τὸ φεγγάρι ἐθόλωνεν, ἐθόλωνεν.

Ἐγὼ εἶχα τὴν ἰδέαν ὅτι ὁ Κωστὴς θὰ ἤξευρε καλλίτερ' ἀπὸ ἐμὲ τὸν δρόμον, ὡς νέος, καὶ κατοικῶν διαρκῶς εἰς τὸν τόπον. Ἐκεῖνος ἐφρόνει, ὅτι ἐγὼ θὰ ἐνθυμούμην καλλίτερα τὰ κατατόπια, ὡς παλαιός, καὶ ἀγαπῶν τὰ ἐξωκκλήσια. Ἀλλ' εἶχα δέκα χρόνια νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, ὁ δὲ Κωστής, ἂν καὶ βαθυκτήμων, δὲν εἶχεν ἐλαιῶνα πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος, καὶ δὲν ἐσύχναζεν. Οἱ δρόμοι τῆς ἐξοχῆς εἶναι σκολιοὶ καὶ ἄτακτοι. Ἄλλος καταπατεῖ τοῦ γείτονος τὸ κτῆμα, ἢ τὸ δημοτικόν, ἢ τὸ μοναστηριακὸν καὶ ὠθεῖ τὸν δρόμον πάρα ἔξω, ἄλλος ἀνοίγει μονοπάτι ὅπου φθάσει, μέσα εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ συντομεύει τὸν δρόμον, ἄλλος κτίζει καλύβην, στρώνει ἅλωνα, καὶ κατασκευάζει φράκτην πρὸς τὸ συμφέρον του. Καὶ τὸ φεγγάρι ἐχαμήλωνε. Τέλος ἐχάσαμεν ὡς εἰκὸς τὸν δρόμον. Ἔβγαλα τὸ σπαρματσέτον καὶ τὸ ἤναψα. Ἐτρεπόμεθα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἐγυρίζαμεν ἀποδῶ κι ἀποκεῖ, ἐκεῖνος καβάλλα, ἐγὼ πεζός. (Ὁ Κωστὴς μοῦ ἐπρότεινε φιλοφρόνως νὰ κατέλθῃ καὶ νὰ ἱππεύσω, ἀλλ' ἐγὼ δὲν συνηθίζω ποτὲ τὸ τοιοῦτον εἰς τὴν μικρὰν νῆσον μου).