Ο τυφλοσύρτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιθήκη
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
AndreasJS (συζήτηση | Συνεισφορά)
μ format
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Κεφαλίδα|
Ο τυφλοσύρτης
| τίτλος = Ο τυφλοσύρτης
Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
| συγγραφέας = Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
| μεταφραστής=
| ενότητα =
| επόμενο =
| προηγούμενο=
| σημειώσεις =
}}


"Δευτέρας ουν σκέψεως αρχή προυτάθη τις αρίστη των τεχνών και ράστη εκμαθείν και ανδρί ελευθέρω πρέπουσα... " απήγγελλεν όρθιος, κρατών το βιβλίον, με την παιδικήν και άχρουν φωνήν του, αλλά με φοβισμένον κάπως το ήθος, ο κληρωθείς προς διόρθωσιν της ''εξηγήσεως'' μαθητής.


- ''Δευτέρας λοιπόν σκέψεως αρχή επροβλήθη ποία να ήτον καλλιτέρα ανάμεσα εις τας τέχνας ...'' ερρινοφθόγγει αργά αργά ο διδάσκαλος, εγκύπτων ολος εις το τετράδιον, με την ρίνα εγγίζουσαν εις το χαρτίον, με τα μάτια τέσσαρα μην του διαφύγη επί του χειρογράφου κανείς σολοικισμός ή βαρβαρισμός,προσθέτων''κόμματα'' και ''τελείας'' και μεταβάλλων όλας τας ''οξείας'' εις ''βαρείας''. Εδίστασεν επί μικρόν, είτα μετέβαλε το ''επροβλήθη'' εις ''επροτάθη'', και το ''ανάμεσα εις τας τέχνας'' εις ''μεταξύ των τεχνών''. Μεθ' ο επανέλαβε την περικοπήν διορθωμένην ως εξής: ''Δευτέρας λοιπόν σκέψεως αρχή επροτάθη ποία να είναι καλλιτέρα μεταξύ των τεχνών ...''


Αίφνης, ενώ η ρις του εφαίνετο ως να ώργωνε το τετράδιον, και η στεγνή μελάνη υγραίνετο σχεδόν και άχνιζεν από την πνοήν του, ανέκυψεν ερυθρός και μετ' αγανακτήσεως ανέκραξεν'
"Δευτέρας ουν σκέψεως αρχή προυτάθη τις αρίστη των τεχνών και ράστη εκμαθείν και ανδρί ελευθέρω πρέπουσα... " απήγγελλεν όρθιος, κρατών το βιβλίον, με την παιδικήν και άχρουν φωνήν του, αλλά με φοβισμένον κάπως το ήθος, ο κληρωθείς προς διόρθωσιν της ''εξηγήσεως'' μαθητής.
- ''Δευτέρας λοιπόν σκέψεως αρχή επροβλήθη ποία να ήτον καλλιτέρα ανάμεσα εις τας τέχνας ...'' ερρινοφθόγγει αργά αργά ο διδάσκαλος, εγκύπτων ολος εις το τετράδιον, με την ρίνα εγγίζουσαν εις το χαρτίον, με τα μάτια τέσσαρα μην του διαφύγη επί του χειρογράφου κανείς σολοικισμός ή βαρβαρισμός,προσθέτων''κόμματα'' και ''τελείας'' και μεταβάλλων όλας τας ''οξείας'' εις ''βαρείας''. Εδίστασεν επί μικρόν, είτα μετέβαλε το ''επροβλήθη'' εις ''επροτάθη'', και το ''ανάμεσα εις τας τέχνας'' εις ''μεταξύ των τεχνών''. Μεθ' ο επανέλαβε την περικοπήν διορθωμένην ως εξής: ''Δευτέρας λοιπόν σκέψεως αρχή επροτάθη ποία να είναι καλλιτέρα μεταξύ των τεχνών ...''
Αίφνης, ενώ η ρις του εφαίνετο ως να ώργωνε το τετράδιον, και η στεγνή μελάνη υγραίνετο σχεδόν και άχνιζεν από την πνοήν του, ανέκυψεν ερυθρός και μετ' αγανακτήσεως ανέκραξεν'
- Αυτό είναι εξ αντιγραφής!
Δεν εφρόντιζεν ουδέ να κρύψη καν το ελάττωμά του, ή ίσως θα επίστευεν, ότι μάλλον θ' ανεδείκνυε τούτο, αν ώπλιζε τους οφθαλμούς του με δίοπτρα. Ήτο μικρόσωμος, σοβαρός άνευ επιτηδεύσεως, προγάστωρ, επιμελής και αυστηρός εις το έργον του. Επανελάμβανε καθ' εκάστην την ''εξήγησιν'' επτάκις ή οκτάκις μετά την πρώτην ανάπτυξιν, χαριζόμενος εις τους σκληροτραχήλους και χονδροκεφάλους μαθητάς της Β' τάξεως. Αλλ' ουχ ήττον, αντί να σκοτίζωνται όπως ενθυμηθώσι τας πτεροέσσας λέξεις, τας πιπτούσας εκάστοτε από το στόμα του, πολλοί τούτων ευκολώτερον και προχειρότερον εύρισκον ν' αντιγράφωσι κάποτε από τας ''καθαράς εξηγήσεις'' του αυτού και άλλοτε παραδοθέντος λόγου, τας οποίας ευκόλως επρομηθεύοντο από περισυνούς ή προπερισυνούς μαθητάς, συγγενείς ή φίλους των. Εάν όμως ο κλήρος έπιπτεν εις ένα των αντιγραφέων τούτων, τότε με όλην την μυωπίαν του, ή ίσως ένεκα αυτής, ο διδάσκαλος ανεγνώριζεν, εκ της στρωτής και ομαλωτέρας γραφής, την λαθροχειρίαν, και η πρέπουσα τιμωρία ανμεμενε τον βαρυκέφαλον μαθητήν.
Την ημέραν εκείνην ο διδάσκαλος εφαίνετο δύσθυμος, και μετα δυσκολίας συνέχων πάλαι υποβρέμουσαν οργήν. Ουχ ήττον, ευθύς δεν παρεφέρθη, αλλ' αφού απήγγειλε δι' εκατοστήν φοράν στερεότυπον νουθεσίαν περί της βλάβης της προσγενομένης εις τον μαθητήν εκ της αντιγραφής, ήτις αντί ν' αναπτύξει την διάνοιαν των νεων, ματαιώνει το έργον της διδασκαλίας, κάμνει τον διδάσκαλον να φαίνεται άξιος οίκτου, ως δυστυχής αεροβάτης, ως ταλαίπωρος υλοτόμος, ως μη απολαμβάνων τους κόπους του γεωργός, καξ δεικνύει τους μαθητάς ως ψιττακούς, ως κολοιούς με ξένα πτερά, "ως ξηρά ξύλα άκαρπα, εκκοπτόμενα και εις πυρ βαλλόμενα", εξέφερεν απλήν καταδίκην κατά του ενόχου της λαθροχειρίας μαθητού, όπως την προσεχή Κυριακήν αντιγράψη επτάκις την αυτήν ''εξήγησιν''. Είτα εκάλεσε δια κλήρου άλλον προς διόρθωσιν της ''εξηγήσεως'', και πάλιν δια κλήρου εσήκωσεν άλλον και ήρχισε να τον εξετάζη Γραμματικήν. Ο τελευταίος έτυχε να είναι εκ των επιμελεστέρων, κατά την μαθητικήν σημασίαν της λέξεως, εκ των μάλλον προσομοίων δηλαδή με τους ψιττακούς, ους είχεν αναφέρει ως παράδειγμα ο διδάσκαλος, και είχε μάθει το μάθημα ''νεράκι''. Εσταύρωσε τας χείρας και ήρχισε ν' απαγγέλη κανόνας της Γραμματικής ως ''Πάτερ Ημών'', απνευστί και χωρίς στιγμάς και τελείας. Ούτε κατεδέχθη μάλιστα να στρέψη πλάγιον βλέμμα εις τον ''μαυροπίνακα'', εφ' ου υπήρχον, δια καλόν και δια κακόν, τινες ''αγκούτσες'' δια κιμωλίας χαραγμέναι. Υπέψαλλε δι' απαλής και σιγανής φωνής: "Των εχόντων ρίζαν ''κλε, βλε, στρε ...''", ή "τα δίχρονα εν τέλει των ουδετέρων ...". Και δεν έστρεφε βλέμμα προς τον επί του τοίχου μέλανα πίνακα, δια να ίδη, ότι οι δύο ούτοι κανόνες, τους οποίους είχε βάλει να μελετήσωσιν ''ανακατωτά'' ο διδάσκαλος, επιβάλλων εις την Β' τάξιν επανάληψιν των μαθημάτων της Α', εφαίνοντο την πρωίαν εκείνην και δια κιμωλίας ευκρινώς αναγεγραμμένοι. Αλλ' είπε το μάθημά του και εκάθισε.


- Αυτό είναι εξ αντιγραφής!
Ο αγαθός διδάσκαλος ανέπτυξε δι' ολίγων το ''παρακάτω'' "Περί των εις ''μι''" και ώρισε δύο ή τρεις κανόνας ''ανακατωτά'' πάλιν δι' ''επανάληψιν'', μεθ' ο έκλεισε την Γραμματικήν. Μετέβη εις τον ''Συγγραφέα'', κι εξαγαγών κλήρον ήρχισε να εξετάζη κείμενον και ερμηνείαν. Την φοράν ταύτην ο κληρωθείς δεν ήτο τόσον ανενδεής του μαυροπίνακος, όσον και ο προκαθίσας.

Μετά τους γραμματικούς κανόνας εφαίνετο επί της μαυροβαφούς, και ξασπρισμένης από τα σβυσίματα της κιμωλίας και από την πολυκαιρίαν, σανίδος, οριζόντιος γραμμή, και κάτω ταύτης μακροτέρα παράγραφος έλεγεν: "¨Αρτι μεν επεπαύμην... τοις πλείστοις μεν ουν έδοξε παιδεία μεν και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου σμικράς...". Και ο μαθητής, σταθείς εις ευλαβή απόστασιν από της διδασκαλικής έδρας και τραπέζης, με το εν όμμα προσβλέπων περιδεής τον διδάσκαλον, με το άλλο κοιτάζων ευγνωμόνως τον μαυροπίνακα, ήρχιζε ν' απαγγέλλη: "Άρτι μεν επεπ... επεπαύ... επεπαύμην... Άρτι μεν επεπαύ... μην εις τα διδασκαλεία φοιτών...
Δεν εφρόντιζεν ουδέ να κρύψη καν το ελάττωμά του, ή ίσως θα επίστευεν, ότι μάλλον θ' ανεδείκνυε τούτο, αν ώπλιζε τους οφθαλμούς του με δίοπτρα. Ήτο μικρόσωμος, σοβαρός άνευ επιτηδεύσεως, προγάστωρ, επιμελής και αυστηρός εις το έργον του. Επανελάμβανε καθ' εκάστην την ''εξήγησιν'' επτάκις ή οκτάκις μετά την πρώτην ανάπτυξιν, χαριζόμενος εις τους σκληροτραχήλους και χονδροκεφάλους μαθητάς της Β' τάξεως. Αλλ' ουχ ήττον, αντί να σκοτίζωνται όπως ενθυμηθώσι τας πτεροέσσας λέξεις, τας πιπτούσας εκάστοτε από το στόμα του, πολλοί τούτων ευκολώτερον και προχειρότερον εύρισκον ν' αντιγράφωσι κάποτε από τας ''καθαράς εξηγήσεις'' του αυτού και άλλοτε παραδοθέντος λόγου, τας οποίας ευκόλως επρομηθεύοντο από περισυνούς ή προπερισυνούς μαθητάς, συγγενείς ή φίλους των. Εάν όμως ο κλήρος έπιπτεν εις ένα των αντιγραφέων τούτων, τότε με όλην την μυωπίαν του, ή ίσως ένεκα αυτής, ο διδάσκαλος ανεγνώριζεν, εκ της στρωτής και ομαλωτέρας γραφής, την λαθροχειρίαν, και η πρέπουσα τιμωρία ανμεμενε τον βαρυκέφαλον μαθητήν.
- Ελθέ πλησιέστερον, είπεν ο διδάσκαλος' διατί εστάθης τόσον μακραν;...

Είχεν υποπτεύσει, ότι ο εξεταζόμενος εστάθη ούτω δια να είναι πλησιέστερος εις το θρανίον, με την ελπίδα, ότι οι συμμαθηταί του θα του υπεψιθύριζαν ολίγας λέξεις του κειμένου (το οποίον συνήθεια ήτο ν' απομνημονεύωσιν) όπισθεν, όπως και άλλοτε είχον φωραθή πολλάκις πράττοντες. Το σύστημα όμως τούτο είχεν εγκαταλειφθή εν τη Β' τάξει, ως παλαιόν και τετριμμένον. Αφού ο διδάσκαλος δεν ήτο κωφός, διατί να κανοναρχώσι το μάθημα προς τον εξεταζόμενον; Αφού ήτο μυωψ, διατί να μη το γράφωσιν επί του μαυροπίνακος; Ο μαθητής προέβη εν λοξόν βήμα προς την τράπεζαν και εφρόντισε να τοποθετηθή ούτως ώστε να δύναται να λαμβάνη με το αριστερόν του όμμα την επικουρίαν του μαυροπίνακος;
Την ημέραν εκείνην ο διδάσκαλος εφαίνετο δύσθυμος, και μετα δυσκολίας συνέχων πάλαι υποβρέμουσαν οργήν. Ουχ ήττον, ευθύς δεν παρεφέρθη, αλλ' αφού απήγγειλε δι' εκατοστήν φοράν στερεότυπον νουθεσίαν περί της βλάβης της προσγενομένης εις τον μαθητήν εκ της αντιγραφής, ήτις αντί ν' αναπτύξει την διάνοιαν των νεων, ματαιώνει το έργον της διδασκαλίας, κάμνει τον διδάσκαλον να φαίνεται άξιος οίκτου, ως δυστυχής αεροβάτης, ως ταλαίπωρος υλοτόμος, ως μη απολαμβάνων τους κόπους του γεωργός, καξ δεικνύει τους μαθητάς ως ψιττακούς, ως κολοιούς με ξένα πτερά, "ως ξηρά ξύλα άκαρπα, εκκοπτόμενα και εις πυρ βαλλόμενα", εξέφερεν απλήν καταδίκην κατά του ενόχου της λαθροχειρίας μαθητού, όπως την προσεχή Κυριακήν αντιγράψη επτάκις την αυτήν ''εξήγησιν''. Είτα εκάλεσε δια κλήρου άλλον προς διόρθωσιν της ''εξηγήσεως'', και πάλιν δια κλήρου εσήκωσεν άλλον και ήρχισε να τον εξετάζη Γραμματικήν. Ο τελευταίος έτυχε να είναι εκ των επιμελεστέρων, κατά την μαθητικήν σημασίαν της λέξεως, εκ των μάλλον προσομοίων δηλαδή με τους ψιττακούς, ους είχεν αναφέρει ως παράδειγμα ο διδάσκαλος, και είχε μάθει το μάθημα ''νεράκι''. Εσταύρωσε τας χείρας και ήρχισε ν' απαγγέλη κανόνας της Γραμματικής ως ''Πάτερ Ημών'', απνευστί και χωρίς στιγμάς και τελείας. Ούτε κατεδέχθη μάλιστα να στρέψη πλάγιον βλέμμα εις τον ''μαυροπίνακα'', εφ' ου υπήρχον, δια καλόν και δια κακόν, τινες ''αγκούτσες'' δια κιμωλίας χαραγμέναι. Υπέψαλλε δι' απαλής και σιγανής φωνής: "Των εχόντων ρίζαν ''κλε, βλε, στρε ...''", ή "τα δίχρονα εν τέλει των ουδετέρων ...". Και δεν έστρεφε βλέμμα προς τον επί του τοίχου μέλανα πίνακα, δια να ίδη, ότι οι δύο ούτοι κανόνες, τους οποίους είχε βάλει να μελετήσωσιν ''ανακατωτά'' ο διδάσκαλος, επιβάλλων εις την Β' τάξιν επανάληψιν των μαθημάτων της Α', εφαίνοντο την πρωίαν εκείνην και δια κιμωλίας ευκρινώς αναγεγραμμένοι. Αλλ' είπε το μάθημά του και εκάθισε.
- Πλησιέστερον ακόμη, Γεωργούτσε, είπεν εν ανυπομονησία ο διδάσκαλος.

Ο Γεωργούτσος προέβη εν βήμα ακόμη, και ηναγκάσθη να σταθή ούτως ώστε να μη δύναται το βλέμμα του να φθάση προς το μέρος του τοίχου, χωρίς να διαβή από της σεμνής κορυφής του διδασκάλου.

- Λέγε!...
Ο αγαθός διδάσκαλος ανέπτυξε δι' ολίγων το ''παρακάτω'' "Περί των εις ''μι''" και ώρισε δύο ή τρεις κανόνας ''ανακατωτά'' πάλιν δι' ''επανάληψιν'', μεθ' ο έκλεισε την Γραμματικήν. Μετέβη εις τον ''Συγγραφέα'', κι εξαγαγών κλήρον ήρχισε να εξετάζη κείμενον και ερμηνείαν. Την φοράν ταύτην ο κληρωθείς δεν ήτο τόσον ανενδεής του μαυροπίνακος, όσον και ο προκαθίσας.
Ο μαθητής ήρχισε να υποτονθορίζη: "Παιδεία μεν και πόνου πολλού... και δαπάνης ου σμικράς... και τύχης δείσθαι λαμπράς... Τα δε ημέτερα μικρά τε είναι... και... την επικουρίαν απαιτείν.... απαιτείν. Ει δε τινα τέχνην των βανά... των βαναύσ... των βαναύσων τούτων εκμάθοιμι...".

-Εξ αρχής λέγε! είπεν εντόνως ο διδάσκαλος. Είπομεν, ότι το κείμενον πρέπει να το απαγγέλλητε καθαρά και ξάστερα...και όχι ''διαπταίοντες και βαρβαρίζοντες'', καθώς η ερμογλυφική τέχνη, ως θα ίδωμεν παρακάτω.
Μετά τους γραμματικούς κανόνας εφαίνετο επί της μαυροβαφούς, και ξασπρισμένης από τα σβυσίματα της κιμωλίας και από την πολυκαιρίαν, σανίδος, οριζόντιος γραμμή, και κάτω ταύτης μακροτέρα παράγραφος έλεγεν: "¨Αρτι μεν επεπαύμην... τοις πλείστοις μεν ουν έδοξε παιδεία μεν και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου σμικράς...". Και ο μαθητής, σταθείς εις ευλαβή απόστασιν από της διδασκαλικής έδρας και τραπέζης, με το εν όμμα προσβλέπων περιδεής τον διδάσκαλον, με το άλλο κοιτάζων ευγνωμόνως τον μαυροπίνακα, ήρχιζε ν' απαγγέλλη: "Άρτι μεν επεπ... επεπαύ... επεπαύμην... Άρτι μεν επεπαύ... μην εις τα διδασκαλεία φοιτών...
Ο Γεωργούτσος, όστις με απηλπισμένα βλέμματα εζήτει την βοήθειαν του μαυροπίνακος, και, επειδή ίστατο νθν κατέμπροσθεν της διδασκαλικής τραπέζης, εδυσκολεύετο να την λάβη, ήρχισεν¨Αρτι μεν επεπαύ... επεπαύμην... φοιτών ... την ηλικίαν... ο δε πατήρ... ο δε πατηρ...".

Τόσον πλησίον του διδασκάλου ίστατο την ωοράν ταύτην, ώστε ούτος, με όλην την μυωπίαν του, δεν ηδύνατο να μη παρατηρήση, ότι το βλέμμα του μαθητού υψούτο δειλόν και τρομαλέον υπεράνω των ιδίων αυτού οφρύων και της κόμης, ως να έβλεπεν υπέρτερόν τι και αόρατον εις τους κοινούς οφθαλμούς, οπτασίαν τινα ή εμφάνειαν. Ο ευσυνείδητος ανήρ συνέλαβεν υποψίαν, ηγέρθη, έστρεψε τα νώτα προς την ομήγυριν, ηρεύνησεν επιμελώς επί του τοίχου, ειτα το βλέμμα του και η χειρ του η αριστερά προσέκοψαν επξ της μεγάλης τετραγώνου σανίδος. Επλησίασε την ρίνα, και ανεκάλυψεν εκεί δια κιμωλίας σημειωμένας γραμμάς: "Άρτι μεν επεπαύμην" και τα εξής... έως του "το γιγνόμενον".
- Ελθέ πλησιέστερον, είπεν ο διδάσκαλος' διατί εστάθης τόσον μακραν;...
Δι' ηλεκτρικού τιναγμού εστράφη με ταχύτητα σφενδόνης, ωχρός και τρέμων εξ οργής.

- Ποίος από σας έγραψεν εκεί το κείμενον; ηρώτησε με κεραυνώδη φωνήν.
Είχεν υποπτεύσει, ότι ο εξεταζόμενος εστάθη ούτω δια να είναι πλησιέστερος εις το θρανίον, με την ελπίδα, ότι οι συμμαθηταί του θα του υπεψιθύριζαν ολίγας λέξεις του κειμένου (το οποίον συνήθεια ήτο ν' απομνημονεύωσιν) όπισθεν, όπως και άλλοτε είχον φωραθή πολλάκις πράττοντες. Το σύστημα όμως τούτο είχεν εγκαταλειφθή εν τη Β' τάξει, ως παλαιόν και τετριμμένον. Αφού ο διδάσκαλος δεν ήτο κωφός, διατί να κανοναρχώσι το μάθημα προς τον εξεταζόμενον; Αφού ήτο μυωψ, διατί να μη το γράφωσιν επί του μαυροπίνακος; Ο μαθητής προέβη εν λοξόν βήμα προς την τράπεζαν και εφρόντισε να τοποθετηθή ούτως ώστε να δύναται να λαμβάνη με το αριστερόν του όμμα την επικουρίαν του μαυροπίνακος;
Ουδείς απήντησεν.

Ο διδάσκαλος δεν επέμεινεν. Εγνώριζε εκ πείρας, ότι, όσας και αν ενήργει ανακρίσεις, δυσκόλως θ' ανεκαλύπτε τον αυτουργόν. Αλλά κατά τους νόμους τησ αλληλεγγύης ο πταίστης ήτο όλη η τάξις. Και έτι μάλλον πταίστης ήτον ο Γεωργούτσος, όστις είχε φωραθή επωφελούμενος τον ''τυφλοσύρτην''.
- Πλησιέστερον ακόμη, Γεωργούτσε, είπεν εν ανυπομονησία ο διδάσκαλος.
Ήρπασε την βέργαν και ήρχισε να κλίνη το γνωστόν βαρύτονον, το πρότυπον και συμβολικόν ρήμα, επί της ράχεως του ατυχούς μαθητού.

Ο Γεωργούτσος προσεπάθησε να φυλαχθή με τας χείρας, όσον ηδύνατο, και ηγωνίσθη να συλλάβη την βέργαν. Αλλ' ο διδάσκαλος έτι μάλλον εθύμωνεν. Ο νέος εφώναζεν, ότι δεν έπταιεν αυτός, ότι και άλλοι είχον ωφεληθή ήδη απο το ίδιον βοήθημα, "επειδή το μάθημα ήταν βαρύ και δεν μπορούσαν να το μάθουν απ' όξου", και ότι αυτός δεν ήτο ο γράψας το κείμενον επί του πίνακος.
Ο Γεωργούτσος προέβη εν βήμα ακόμη, και ηναγκάσθη να σταθή ούτως ώστε να μη δύναται το βλέμμα του να φθάση προς το μέρος του τοίχου, χωρίς να διαβή από της σεμνής κορυφής του διδασκάλου.
Ο διδάσκαλος δεν είχε προσέξει, ότι και άλλαι γραμμαί, πλην του κειμένου, εφαίνοντο γραμμέναι εκεί. Επανήλθεν εις τον πίνακα, και προσκολλήσας την ρίνα επί της μαύρης σανίδος, ανεκάλυψε τους κανόνας της Γραμματικής αναγεγραμμένους ύπερθεν του Λουκιανείου κειμένου.

Αφρίζων εξ οργής, εστράφη προς το θρανίον, καί καλέσας τον μαθητήν, τον προεξετασθέντα εις την Γραμματικήν, τον διέταξε ν' ανοίξη τας παλάμας, όπως λάβη "ολίγες ξυλιές δια τον κόπον του". Αλλ' ο μαθητίσκος διεμαρτυρήθη πειστικώς, λέγων, ότι αυτός είπε το μάθημα απ' έξω, χωρίς διόλου να κοιτάξη, και αν θέλη ο διδάσκαλος, ημπορεί να το ξαναειπή, αφου εξαλειφθώσι τα γράμματα από τον μαυροπίνακα. Προσέθεσε δε, ότι ηγνόει τις ήτο ο γράψας κανόνας και κείμενον εκεί, επί του πίνακος.
- Λέγε!...

Ο διδάσκαλος τότε, εν παραφορά οργής, και χωρίς να ελπίζη ευνοϊκόν αποτέλεσμα, εφώναξε, λέγων, ότι οι μαθηταί ώφειλον να καταγγείλωσι τον αυτουργόν του δόλου, άλλως θα ήσαν όλοι κακοήθεις, όλοι αχρείοι και ανάγωγοι. Και επειδή δεν επείθοντο, ήρχισε να κλίνη το γνωστόν ρήμα καθ' όλους τους χρόνους και τας εγκλίσεις, τα πρόσωπα και τους αριθμούς, επί των βραχιόνων, των ώμων και των ράχεων όλων συλλήβδην των μαθητών. Επί τινα λεπτά της ώρας αντήχει ο κρότος της λεπτής και οζώδους βέργας, αναμίξ με πεπνιγμένους γέλωτας και οιμωγάς. Επί του δευτέρου και τρίτου θρανίου, οσάκις εδοκίμαζε να επεκτείνη το κράτος της βέργας, η λυγεία ράβδος, ολισθαίνουσα, έτυπτε σανίδα ή βιβλίον, αντί να τύψη σάρκα, διότι οι πονηροί μαθηταί των δύο τούτων θρανίων, διολισθαίνοντες έκρυπτον την κεφαλήν και τους ώμους υπό την επικλινή σανίδα, την αποτελούσαν δι' αυτούς γραφείον και αναλόγιον, και ουχί σπανίως προσκεφάλαιον δι' ύπνον, πνίγοντες εκεί ευθύμους ή θλιβερούς καγχασμούς, και δεν ωμοίαζον με τους "επιμελείς" και ευπειθείς "μαθητίσκους" του πρώτου θρανίου, οίτινες ίσταντο ακλινείς, όμοιοι με τον παρ' Αριστοφάνει δούλον, και ετύπτοντο.
Ο μαθητής ήρχισε να υποτονθορίζη: "Παιδεία μεν και πόνου πολλού... και δαπάνης ου σμικράς... και τύχης δείσθαι λαμπράς... Τα δε ημέτερα μικρά τε είναι... και... την επικουρίαν απαιτείν.... απαιτείν. Ει δε τινα τέχνην των βανά... των βαναύσ... των βαναύσων τούτων εκμάθοιμι...".
Ο διδάσκαλος είχε κλίνη ήδη όλον τον ενεστώτα του ιερού ρήματος καξ μετέβαινεν εις τον παρατατικόν, ότε εις των μαθητών του τρίτου θρανίου, ο μόνος όστις δεν είχε κύψει να κρυβή υπό το αναλόγιον του θρανίου, αλλ' είχε μείνει σύννους και ακίνητος επί ολίγα λεπτά της ώρας, ανέτεινε την χείρα και εφώνησε'

- Δάσκαλε ! ...
-Εξ αρχής λέγε! είπεν εντόνως ο διδάσκαλος. Είπομεν, ότι το κείμενον πρέπει να το απαγγέλλητε καθαρά και ξάστερα...και όχι ''διαπταίοντες και βαρβαρίζοντες'', καθώς η ερμογλυφική τέχνη, ως θα ίδωμεν παρακάτω.
Εκαλείτο Γιάννης Αλογάκης και ήτο εις εκ των αμελεστέρων, ως εικός. Ευρίσκετο από τριών ετών εις την Β' τάξιν, εναντίον του κανονισμού. Εκάθητο τελευταίος επί του τρίτου, αριστερά, ως απώτατα του διδασκάλου.

- Ποίος ωμίλησεν; ηρώτησεν ο διδάσκαλος.
Ο Γεωργούτσος, όστις με απηλπισμένα βλέμματα εζήτει την βοήθειαν του μαυροπίνακος, και, επειδή ίστατο νθν κατέμπροσθεν της διδασκαλικής τραπέζης, εδυσκολεύετο να την λάβη, ήρχισεν¨Αρτι μεν επεπαύ... επεπαύμην... φοιτών ... την ηλικίαν... ο δε πατήρ... ο δε πατηρ...".
- Δάσκαλε, επανέλαβεν, ο Γιάννης Αλογάκης, εγώ τα έγραψα εις τον μαυροπίνακα.

Είχε μάθει από δέκα ετών, εν τε τω Δημοτικώ και τω Ελληνικώ, τόσα γράμματα, όσα ηρκουν δια ν' αντιγράφη εκ των βιβλίων δια κιμωλίας τον τυφλοσύρτην επί του μαυροπίνακος.
Τόσον πλησίον του διδασκάλου ίστατο την ωοράν ταύτην, ώστε ούτος, με όλην την μυωπίαν του, δεν ηδύνατο να μη παρατηρήση, ότι το βλέμμα του μαθητού υψούτο δειλόν και τρομαλέον υπεράνω των ιδίων αυτού οφρύων και της κόμης, ως να έβλεπεν υπέρτερόν τι και αόρατον εις τους κοινούς οφθαλμούς, οπτασίαν τινα ή εμφάνειαν. Ο ευσυνείδητος ανήρ συνέλαβεν υποψίαν, ηγέρθη, έστρεψε τα νώτα προς την ομήγυριν, ηρεύνησεν επιμελώς επί του τοίχου, ειτα το βλέμμα του και η χειρ του η αριστερά προσέκοψαν επξ της μεγάλης τετραγώνου σανίδος. Επλησίασε την ρίνα, και ανεκάλυψεν εκεί δια κιμωλίας σημειωμένας γραμμάς: "Άρτι μεν επεπαύμην" και τα εξής... έως του "το γιγνόμενον".
Ηγέρθη και προέβη ενώπιον του διδασκάλου.

Δι' ηλεκτρικού τιναγμού εστράφη με ταχύτητα σφενδόνης, ωχρός και τρέμων εξ οργής.

- Ποίος από σας έγραψεν εκεί το κείμενον; ηρώτησε με κεραυνώδη φωνήν.

Ουδείς απήντησεν.

Ο διδάσκαλος δεν επέμεινεν. Εγνώριζε εκ πείρας, ότι, όσας και αν ενήργει ανακρίσεις, δυσκόλως θ' ανεκαλύπτε τον αυτουργόν. Αλλά κατά τους νόμους τησ αλληλεγγύης ο πταίστης ήτο όλη η τάξις. Και έτι μάλλον πταίστης ήτον ο Γεωργούτσος, όστις είχε φωραθή επωφελούμενος τον ''τυφλοσύρτην''.

Ήρπασε την βέργαν και ήρχισε να κλίνη το γνωστόν βαρύτονον, το πρότυπον και συμβολικόν ρήμα, επί της ράχεως του ατυχούς μαθητού.

Ο Γεωργούτσος προσεπάθησε να φυλαχθή με τας χείρας, όσον ηδύνατο, και ηγωνίσθη να συλλάβη την βέργαν. Αλλ' ο διδάσκαλος έτι μάλλον εθύμωνεν. Ο νέος εφώναζεν, ότι δεν έπταιεν αυτός, ότι και άλλοι είχον ωφεληθή ήδη απο το ίδιον βοήθημα, "επειδή το μάθημα ήταν βαρύ και δεν μπορούσαν να το μάθουν απ' όξου", και ότι αυτός δεν ήτο ο γράψας το κείμενον επί του πίνακος.

Ο διδάσκαλος δεν είχε προσέξει, ότι και άλλαι γραμμαί, πλην του κειμένου, εφαίνοντο γραμμέναι εκεί. Επανήλθεν εις τον πίνακα, και προσκολλήσας την ρίνα επί της μαύρης σανίδος, ανεκάλυψε τους κανόνας της Γραμματικής αναγεγραμμένους ύπερθεν του Λουκιανείου κειμένου.

Αφρίζων εξ οργής, εστράφη προς το θρανίον, καί καλέσας τον μαθητήν, τον προεξετασθέντα εις την Γραμματικήν, τον διέταξε ν' ανοίξη τας παλάμας, όπως λάβη "ολίγες ξυλιές δια τον κόπον του". Αλλ' ο μαθητίσκος διεμαρτυρήθη πειστικώς, λέγων, ότι αυτός είπε το μάθημα απ' έξω, χωρίς διόλου να κοιτάξη, και αν θέλη ο διδάσκαλος, ημπορεί να το ξαναειπή, αφου εξαλειφθώσι τα γράμματα από τον μαυροπίνακα. Προσέθεσε δε, ότι ηγνόει τις ήτο ο γράψας κανόνας και κείμενον εκεί, επί του πίνακος.



Ο διδάσκαλος τότε, εν παραφορά οργής, και χωρίς να ελπίζη ευνοϊκόν αποτέλεσμα, εφώναξε, λέγων, ότι οι μαθηταί ώφειλον να καταγγείλωσι τον αυτουργόν του δόλου, άλλως θα ήσαν όλοι κακοήθεις, όλοι αχρείοι και ανάγωγοι. Και επειδή δεν επείθοντο, ήρχισε να κλίνη το γνωστόν ρήμα καθ' όλους τους χρόνους και τας εγκλίσεις, τα πρόσωπα και τους αριθμούς, επί των βραχιόνων, των ώμων και των ράχεων όλων συλλήβδην των μαθητών. Επί τινα λεπτά της ώρας αντήχει ο κρότος της λεπτής και οζώδους βέργας, αναμίξ με πεπνιγμένους γέλωτας και οιμωγάς. Επί του δευτέρου και τρίτου θρανίου, οσάκις εδοκίμαζε να επεκτείνη το κράτος της βέργας, η λυγεία ράβδος, ολισθαίνουσα, έτυπτε σανίδα ή βιβλίον, αντί να τύψη σάρκα, διότι οι πονηροί μαθηταί των δύο τούτων θρανίων, διολισθαίνοντες έκρυπτον την κεφαλήν και τους ώμους υπό την επικλινή σανίδα, την αποτελούσαν δι' αυτούς γραφείον και αναλόγιον, και ουχί σπανίως προσκεφάλαιον δι' ύπνον, πνίγοντες εκεί ευθύμους ή θλιβερούς καγχασμούς, και δεν ωμοίαζον με τους "επιμελείς" και ευπειθείς "μαθητίσκους" του πρώτου θρανίου, οίτινες ίσταντο ακλινείς, όμοιοι με τον παρ' Αριστοφάνει δούλον, και ετύπτοντο.

Ο διδάσκαλος είχε κλίνη ήδη όλον τον ενεστώτα του ιερού ρήματος καξ μετέβαινεν εις τον παρατατικόν, ότε εις των μαθητών του τρίτου θρανίου, ο μόνος όστις δεν είχε κύψει να κρυβή υπό το αναλόγιον του θρανίου, αλλ' είχε μείνει σύννους και ακίνητος επί ολίγα λεπτά της ώρας, ανέτεινε την χείρα και εφώνησε'

- Δάσκαλε ! ...

Εκαλείτο Γιάννης Αλογάκης και ήτο εις εκ των αμελεστέρων, ως εικός. Ευρίσκετο από τριών ετών εις την Β' τάξιν, εναντίον του κανονισμού. Εκάθητο τελευταίος επί του τρίτου, αριστερά, ως απώτατα του διδασκάλου.

- Ποίος ωμίλησεν; ηρώτησεν ο διδάσκαλος.

- Δάσκαλε, επανέλαβεν, ο Γιάννης Αλογάκης, εγώ τα έγραψα εις τον μαυροπίνακα.

Είχε μάθει από δέκα ετών, εν τε τω Δημοτικώ και τω Ελληνικώ, τόσα γράμματα, όσα ηρκουν δια ν' αντιγράφη εκ των βιβλίων δια κιμωλίας τον τυφλοσύρτην επί του μαυροπίνακος.

Ηγέρθη και προέβη ενώπιον του διδασκάλου.

Αναθεώρηση της 15:16, 24 Φεβρουαρίου 2010

Ο τυφλοσύρτης
Συγγραφέας:


"Δευτέρας ουν σκέψεως αρχή προυτάθη τις αρίστη των τεχνών και ράστη εκμαθείν και ανδρί ελευθέρω πρέπουσα... " απήγγελλεν όρθιος, κρατών το βιβλίον, με την παιδικήν και άχρουν φωνήν του, αλλά με φοβισμένον κάπως το ήθος, ο κληρωθείς προς διόρθωσιν της εξηγήσεως μαθητής.

- Δευτέρας λοιπόν σκέψεως αρχή επροβλήθη ποία να ήτον καλλιτέρα ανάμεσα εις τας τέχνας ... ερρινοφθόγγει αργά αργά ο διδάσκαλος, εγκύπτων ολος εις το τετράδιον, με την ρίνα εγγίζουσαν εις το χαρτίον, με τα μάτια τέσσαρα μην του διαφύγη επί του χειρογράφου κανείς σολοικισμός ή βαρβαρισμός,προσθέτωνκόμματα και τελείας και μεταβάλλων όλας τας οξείας εις βαρείας. Εδίστασεν επί μικρόν, είτα μετέβαλε το επροβλήθη εις επροτάθη, και το ανάμεσα εις τας τέχνας εις μεταξύ των τεχνών. Μεθ' ο επανέλαβε την περικοπήν διορθωμένην ως εξής: Δευτέρας λοιπόν σκέψεως αρχή επροτάθη ποία να είναι καλλιτέρα μεταξύ των τεχνών ...

Αίφνης, ενώ η ρις του εφαίνετο ως να ώργωνε το τετράδιον, και η στεγνή μελάνη υγραίνετο σχεδόν και άχνιζεν από την πνοήν του, ανέκυψεν ερυθρός και μετ' αγανακτήσεως ανέκραξεν'

- Αυτό είναι εξ αντιγραφής!

Δεν εφρόντιζεν ουδέ να κρύψη καν το ελάττωμά του, ή ίσως θα επίστευεν, ότι μάλλον θ' ανεδείκνυε τούτο, αν ώπλιζε τους οφθαλμούς του με δίοπτρα. Ήτο μικρόσωμος, σοβαρός άνευ επιτηδεύσεως, προγάστωρ, επιμελής και αυστηρός εις το έργον του. Επανελάμβανε καθ' εκάστην την εξήγησιν επτάκις ή οκτάκις μετά την πρώτην ανάπτυξιν, χαριζόμενος εις τους σκληροτραχήλους και χονδροκεφάλους μαθητάς της Β' τάξεως. Αλλ' ουχ ήττον, αντί να σκοτίζωνται όπως ενθυμηθώσι τας πτεροέσσας λέξεις, τας πιπτούσας εκάστοτε από το στόμα του, πολλοί τούτων ευκολώτερον και προχειρότερον εύρισκον ν' αντιγράφωσι κάποτε από τας καθαράς εξηγήσεις του αυτού και άλλοτε παραδοθέντος λόγου, τας οποίας ευκόλως επρομηθεύοντο από περισυνούς ή προπερισυνούς μαθητάς, συγγενείς ή φίλους των. Εάν όμως ο κλήρος έπιπτεν εις ένα των αντιγραφέων τούτων, τότε με όλην την μυωπίαν του, ή ίσως ένεκα αυτής, ο διδάσκαλος ανεγνώριζεν, εκ της στρωτής και ομαλωτέρας γραφής, την λαθροχειρίαν, και η πρέπουσα τιμωρία ανμεμενε τον βαρυκέφαλον μαθητήν.

Την ημέραν εκείνην ο διδάσκαλος εφαίνετο δύσθυμος, και μετα δυσκολίας συνέχων πάλαι υποβρέμουσαν οργήν. Ουχ ήττον, ευθύς δεν παρεφέρθη, αλλ' αφού απήγγειλε δι' εκατοστήν φοράν στερεότυπον νουθεσίαν περί της βλάβης της προσγενομένης εις τον μαθητήν εκ της αντιγραφής, ήτις αντί ν' αναπτύξει την διάνοιαν των νεων, ματαιώνει το έργον της διδασκαλίας, κάμνει τον διδάσκαλον να φαίνεται άξιος οίκτου, ως δυστυχής αεροβάτης, ως ταλαίπωρος υλοτόμος, ως μη απολαμβάνων τους κόπους του γεωργός, καξ δεικνύει τους μαθητάς ως ψιττακούς, ως κολοιούς με ξένα πτερά, "ως ξηρά ξύλα άκαρπα, εκκοπτόμενα και εις πυρ βαλλόμενα", εξέφερεν απλήν καταδίκην κατά του ενόχου της λαθροχειρίας μαθητού, όπως την προσεχή Κυριακήν αντιγράψη επτάκις την αυτήν εξήγησιν. Είτα εκάλεσε δια κλήρου άλλον προς διόρθωσιν της εξηγήσεως, και πάλιν δια κλήρου εσήκωσεν άλλον και ήρχισε να τον εξετάζη Γραμματικήν. Ο τελευταίος έτυχε να είναι εκ των επιμελεστέρων, κατά την μαθητικήν σημασίαν της λέξεως, εκ των μάλλον προσομοίων δηλαδή με τους ψιττακούς, ους είχεν αναφέρει ως παράδειγμα ο διδάσκαλος, και είχε μάθει το μάθημα νεράκι. Εσταύρωσε τας χείρας και ήρχισε ν' απαγγέλη κανόνας της Γραμματικής ως Πάτερ Ημών, απνευστί και χωρίς στιγμάς και τελείας. Ούτε κατεδέχθη μάλιστα να στρέψη πλάγιον βλέμμα εις τον μαυροπίνακα, εφ' ου υπήρχον, δια καλόν και δια κακόν, τινες αγκούτσες δια κιμωλίας χαραγμέναι. Υπέψαλλε δι' απαλής και σιγανής φωνής: "Των εχόντων ρίζαν κλε, βλε, στρε ...", ή "τα δίχρονα εν τέλει των ουδετέρων ...". Και δεν έστρεφε βλέμμα προς τον επί του τοίχου μέλανα πίνακα, δια να ίδη, ότι οι δύο ούτοι κανόνες, τους οποίους είχε βάλει να μελετήσωσιν ανακατωτά ο διδάσκαλος, επιβάλλων εις την Β' τάξιν επανάληψιν των μαθημάτων της Α', εφαίνοντο την πρωίαν εκείνην και δια κιμωλίας ευκρινώς αναγεγραμμένοι. Αλλ' είπε το μάθημά του και εκάθισε.


Ο αγαθός διδάσκαλος ανέπτυξε δι' ολίγων το παρακάτω "Περί των εις μι" και ώρισε δύο ή τρεις κανόνας ανακατωτά πάλιν δι' επανάληψιν, μεθ' ο έκλεισε την Γραμματικήν. Μετέβη εις τον Συγγραφέα, κι εξαγαγών κλήρον ήρχισε να εξετάζη κείμενον και ερμηνείαν. Την φοράν ταύτην ο κληρωθείς δεν ήτο τόσον ανενδεής του μαυροπίνακος, όσον και ο προκαθίσας.

Μετά τους γραμματικούς κανόνας εφαίνετο επί της μαυροβαφούς, και ξασπρισμένης από τα σβυσίματα της κιμωλίας και από την πολυκαιρίαν, σανίδος, οριζόντιος γραμμή, και κάτω ταύτης μακροτέρα παράγραφος έλεγεν: "¨Αρτι μεν επεπαύμην... τοις πλείστοις μεν ουν έδοξε παιδεία μεν και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου σμικράς...". Και ο μαθητής, σταθείς εις ευλαβή απόστασιν από της διδασκαλικής έδρας και τραπέζης, με το εν όμμα προσβλέπων περιδεής τον διδάσκαλον, με το άλλο κοιτάζων ευγνωμόνως τον μαυροπίνακα, ήρχιζε ν' απαγγέλλη: "Άρτι μεν επεπ... επεπαύ... επεπαύμην... Άρτι μεν επεπαύ... μην εις τα διδασκαλεία φοιτών...

- Ελθέ πλησιέστερον, είπεν ο διδάσκαλος' διατί εστάθης τόσον μακραν;...

Είχεν υποπτεύσει, ότι ο εξεταζόμενος εστάθη ούτω δια να είναι πλησιέστερος εις το θρανίον, με την ελπίδα, ότι οι συμμαθηταί του θα του υπεψιθύριζαν ολίγας λέξεις του κειμένου (το οποίον συνήθεια ήτο ν' απομνημονεύωσιν) όπισθεν, όπως και άλλοτε είχον φωραθή πολλάκις πράττοντες. Το σύστημα όμως τούτο είχεν εγκαταλειφθή εν τη Β' τάξει, ως παλαιόν και τετριμμένον. Αφού ο διδάσκαλος δεν ήτο κωφός, διατί να κανοναρχώσι το μάθημα προς τον εξεταζόμενον; Αφού ήτο μυωψ, διατί να μη το γράφωσιν επί του μαυροπίνακος; Ο μαθητής προέβη εν λοξόν βήμα προς την τράπεζαν και εφρόντισε να τοποθετηθή ούτως ώστε να δύναται να λαμβάνη με το αριστερόν του όμμα την επικουρίαν του μαυροπίνακος;

- Πλησιέστερον ακόμη, Γεωργούτσε, είπεν εν ανυπομονησία ο διδάσκαλος.

Ο Γεωργούτσος προέβη εν βήμα ακόμη, και ηναγκάσθη να σταθή ούτως ώστε να μη δύναται το βλέμμα του να φθάση προς το μέρος του τοίχου, χωρίς να διαβή από της σεμνής κορυφής του διδασκάλου.

- Λέγε!...

Ο μαθητής ήρχισε να υποτονθορίζη: "Παιδεία μεν και πόνου πολλού... και δαπάνης ου σμικράς... και τύχης δείσθαι λαμπράς... Τα δε ημέτερα μικρά τε είναι... και... την επικουρίαν απαιτείν.... απαιτείν. Ει δε τινα τέχνην των βανά... των βαναύσ... των βαναύσων τούτων εκμάθοιμι...".

-Εξ αρχής λέγε! είπεν εντόνως ο διδάσκαλος. Είπομεν, ότι το κείμενον πρέπει να το απαγγέλλητε καθαρά και ξάστερα...και όχι διαπταίοντες και βαρβαρίζοντες, καθώς η ερμογλυφική τέχνη, ως θα ίδωμεν παρακάτω.

Ο Γεωργούτσος, όστις με απηλπισμένα βλέμματα εζήτει την βοήθειαν του μαυροπίνακος, και, επειδή ίστατο νθν κατέμπροσθεν της διδασκαλικής τραπέζης, εδυσκολεύετο να την λάβη, ήρχισεν¨Αρτι μεν επεπαύ... επεπαύμην... φοιτών ... την ηλικίαν... ο δε πατήρ... ο δε πατηρ...".

Τόσον πλησίον του διδασκάλου ίστατο την ωοράν ταύτην, ώστε ούτος, με όλην την μυωπίαν του, δεν ηδύνατο να μη παρατηρήση, ότι το βλέμμα του μαθητού υψούτο δειλόν και τρομαλέον υπεράνω των ιδίων αυτού οφρύων και της κόμης, ως να έβλεπεν υπέρτερόν τι και αόρατον εις τους κοινούς οφθαλμούς, οπτασίαν τινα ή εμφάνειαν. Ο ευσυνείδητος ανήρ συνέλαβεν υποψίαν, ηγέρθη, έστρεψε τα νώτα προς την ομήγυριν, ηρεύνησεν επιμελώς επί του τοίχου, ειτα το βλέμμα του και η χειρ του η αριστερά προσέκοψαν επξ της μεγάλης τετραγώνου σανίδος. Επλησίασε την ρίνα, και ανεκάλυψεν εκεί δια κιμωλίας σημειωμένας γραμμάς: "Άρτι μεν επεπαύμην" και τα εξής... έως του "το γιγνόμενον".

Δι' ηλεκτρικού τιναγμού εστράφη με ταχύτητα σφενδόνης, ωχρός και τρέμων εξ οργής.

- Ποίος από σας έγραψεν εκεί το κείμενον; ηρώτησε με κεραυνώδη φωνήν.

Ουδείς απήντησεν.

Ο διδάσκαλος δεν επέμεινεν. Εγνώριζε εκ πείρας, ότι, όσας και αν ενήργει ανακρίσεις, δυσκόλως θ' ανεκαλύπτε τον αυτουργόν. Αλλά κατά τους νόμους τησ αλληλεγγύης ο πταίστης ήτο όλη η τάξις. Και έτι μάλλον πταίστης ήτον ο Γεωργούτσος, όστις είχε φωραθή επωφελούμενος τον τυφλοσύρτην.

Ήρπασε την βέργαν και ήρχισε να κλίνη το γνωστόν βαρύτονον, το πρότυπον και συμβολικόν ρήμα, επί της ράχεως του ατυχούς μαθητού.

Ο Γεωργούτσος προσεπάθησε να φυλαχθή με τας χείρας, όσον ηδύνατο, και ηγωνίσθη να συλλάβη την βέργαν. Αλλ' ο διδάσκαλος έτι μάλλον εθύμωνεν. Ο νέος εφώναζεν, ότι δεν έπταιεν αυτός, ότι και άλλοι είχον ωφεληθή ήδη απο το ίδιον βοήθημα, "επειδή το μάθημα ήταν βαρύ και δεν μπορούσαν να το μάθουν απ' όξου", και ότι αυτός δεν ήτο ο γράψας το κείμενον επί του πίνακος.

Ο διδάσκαλος δεν είχε προσέξει, ότι και άλλαι γραμμαί, πλην του κειμένου, εφαίνοντο γραμμέναι εκεί. Επανήλθεν εις τον πίνακα, και προσκολλήσας την ρίνα επί της μαύρης σανίδος, ανεκάλυψε τους κανόνας της Γραμματικής αναγεγραμμένους ύπερθεν του Λουκιανείου κειμένου.

Αφρίζων εξ οργής, εστράφη προς το θρανίον, καί καλέσας τον μαθητήν, τον προεξετασθέντα εις την Γραμματικήν, τον διέταξε ν' ανοίξη τας παλάμας, όπως λάβη "ολίγες ξυλιές δια τον κόπον του". Αλλ' ο μαθητίσκος διεμαρτυρήθη πειστικώς, λέγων, ότι αυτός είπε το μάθημα απ' έξω, χωρίς διόλου να κοιτάξη, και αν θέλη ο διδάσκαλος, ημπορεί να το ξαναειπή, αφου εξαλειφθώσι τα γράμματα από τον μαυροπίνακα. Προσέθεσε δε, ότι ηγνόει τις ήτο ο γράψας κανόνας και κείμενον εκεί, επί του πίνακος.


Ο διδάσκαλος τότε, εν παραφορά οργής, και χωρίς να ελπίζη ευνοϊκόν αποτέλεσμα, εφώναξε, λέγων, ότι οι μαθηταί ώφειλον να καταγγείλωσι τον αυτουργόν του δόλου, άλλως θα ήσαν όλοι κακοήθεις, όλοι αχρείοι και ανάγωγοι. Και επειδή δεν επείθοντο, ήρχισε να κλίνη το γνωστόν ρήμα καθ' όλους τους χρόνους και τας εγκλίσεις, τα πρόσωπα και τους αριθμούς, επί των βραχιόνων, των ώμων και των ράχεων όλων συλλήβδην των μαθητών. Επί τινα λεπτά της ώρας αντήχει ο κρότος της λεπτής και οζώδους βέργας, αναμίξ με πεπνιγμένους γέλωτας και οιμωγάς. Επί του δευτέρου και τρίτου θρανίου, οσάκις εδοκίμαζε να επεκτείνη το κράτος της βέργας, η λυγεία ράβδος, ολισθαίνουσα, έτυπτε σανίδα ή βιβλίον, αντί να τύψη σάρκα, διότι οι πονηροί μαθηταί των δύο τούτων θρανίων, διολισθαίνοντες έκρυπτον την κεφαλήν και τους ώμους υπό την επικλινή σανίδα, την αποτελούσαν δι' αυτούς γραφείον και αναλόγιον, και ουχί σπανίως προσκεφάλαιον δι' ύπνον, πνίγοντες εκεί ευθύμους ή θλιβερούς καγχασμούς, και δεν ωμοίαζον με τους "επιμελείς" και ευπειθείς "μαθητίσκους" του πρώτου θρανίου, οίτινες ίσταντο ακλινείς, όμοιοι με τον παρ' Αριστοφάνει δούλον, και ετύπτοντο.

Ο διδάσκαλος είχε κλίνη ήδη όλον τον ενεστώτα του ιερού ρήματος καξ μετέβαινεν εις τον παρατατικόν, ότε εις των μαθητών του τρίτου θρανίου, ο μόνος όστις δεν είχε κύψει να κρυβή υπό το αναλόγιον του θρανίου, αλλ' είχε μείνει σύννους και ακίνητος επί ολίγα λεπτά της ώρας, ανέτεινε την χείρα και εφώνησε'

- Δάσκαλε ! ...

Εκαλείτο Γιάννης Αλογάκης και ήτο εις εκ των αμελεστέρων, ως εικός. Ευρίσκετο από τριών ετών εις την Β' τάξιν, εναντίον του κανονισμού. Εκάθητο τελευταίος επί του τρίτου, αριστερά, ως απώτατα του διδασκάλου.

- Ποίος ωμίλησεν; ηρώτησεν ο διδάσκαλος.

- Δάσκαλε, επανέλαβεν, ο Γιάννης Αλογάκης, εγώ τα έγραψα εις τον μαυροπίνακα.

Είχε μάθει από δέκα ετών, εν τε τω Δημοτικώ και τω Ελληνικώ, τόσα γράμματα, όσα ηρκουν δια ν' αντιγράφη εκ των βιβλίων δια κιμωλίας τον τυφλοσύρτην επί του μαυροπίνακος.

Ηγέρθη και προέβη ενώπιον του διδασκάλου.