Ο τυφλοσύρτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιθήκη
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: Ο Τυφλοσύρτης Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη "Δευτέρας ουν σκέψεως α...
 
AndreasJS (συζήτηση | Συνεισφορά)
μ format
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Ο Τυφλοσύρτης
Ο Τυφλοσύρτης
Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
[[Αλέξάνδρου Παπαδιαμάντης|Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη]]




"Δευτέρας ουν σκέψεως αρχή προυτάθη τις αρίστη των τεχνών και ράστη εκμαθείν και ανδρί ελευθέρω πρέπουσα... " απήγγελλεν όρθιος, κρατών το βιβλίον, με την παιδικήν και άχρουν φωνήν του, αλλά με φοβισμένον κάπως το ήθος, ο κληρωθείς προς διόρθωσιν της ε ξ η γ ή σ ε ω ς μαθητής.
"Δευτέρας ουν σκέψεως αρχή προυτάθη τις αρίστη των τεχνών και ράστη εκμαθείν και ανδρί ελευθέρω πρέπουσα... " απήγγελλεν όρθιος, κρατών το βιβλίον, με την παιδικήν και άχρουν φωνήν του, αλλά με φοβισμένον κάπως το ήθος, ο κληρωθείς προς διόρθωσιν της ε ξ η γ ή σ ε ω ς μαθητής.

- Δ ε υ τ έ ρ α ς λ ο ι π ό ν σ κ έ ψ ε ω ς α ρ χ ή ε π ρ ο β λ ή θ η π ο ί α ν α ή τ ο ν κ α λ λ ι τ έ ρ α α ν ά μ ε σ α ε ι ς τ α ς τ έ χ ν α ς ... ερρινοφθόγγει αργά αργά ο διδάσκαλος, εγκύπτων ολος εις το τετράδιον, με την ρίνα εγγίζουσαν εις το χαρτίον, με τα μάτια τέσσαρα μην του διαφύγη επί του χειρογράφου κανείς σολοικισμός ή βαρβαρισμός,προσθέτων κ ό μ μ α τ α και τ ε λ ε ί α ς και μεταβάλλων όλας τας ο ξ ε ί α ς εις β α ρ ε ί α ς. Εδίστασεν επί μικρόν, είτα μετέβαλε το
- Δ ε υ τ έ ρ α ς λ ο ι π ό ν σ κ έ ψ ε ω ς α ρ χ ή ε π ρ ο β λ ή θ η π ο ί α ν α ή τ ο ν κ α λ λ ι τ έ ρ α α ν ά μ ε σ α ε ι ς τ α ς τ έ χ ν α ς ... ερρινοφθόγγει αργά αργά ο διδάσκαλος, εγκύπτων ολος εις το τετράδιον, με την ρίνα εγγίζουσαν εις το χαρτίον, με τα μάτια τέσσαρα μην του διαφύγη επί του χειρογράφου κανείς σολοικισμός ή βαρβαρισμός,προσθέτων κ ό μ μ α τ α και τ ε λ ε ί α ς και μεταβάλλων όλας τας ο ξ ε ί α ς εις β α ρ ε ί α ς. Εδίστασεν επί μικρόν, είτα μετέβαλε το
ε π ρ ο β λ ή θ η εις ε π ρ ο τ ά θ η, και το α ν ά μ ε σ α ε ι ς τ α ς τ έ χ ν α ς εις
ε π ρ ο β λ ή θ η εις ε π ρ ο τ ά θ η, και το α ν ά μ ε σ α ε ι ς τ α ς τ έ χ ν α ς εις
μ ε τ α ξ ύ τ ω ν τ ε χ ν ώ ν. Μεθ' ο επανέλαβε την περικοπήν διορθωμένην ως εξής: Δ ε υ τ έ ρ α ς
μ ε τ α ξ ύ τ ω ν τ ε χ ν ώ ν. Μεθ' ο επανέλαβε την περικοπήν διορθωμένην ως εξής: Δ ε υ τ έ ρ α ς
λ ο ι π ό ν σ κ έ ψ ε ω ς α ρ χ ή ε π ρ ο τ ά θ η π ο ί α ν α ε ί ν α ι κ α λ λ ι τ έ ρ α
λ ο ι π ό ν σ κ έ ψ ε ω ς α ρ χ ή ε π ρ ο τ ά θ η π ο ί α ν α ε ί ν α ι κ α λ λ ι τ έ ρ α
μ ε τ α ξ ύ τ ω ν τ ε χ ν ώ ν ...
μ ε τ α ξ ύ τ ω ν τ ε χ ν ώ ν ...
Αίφνης, ενώ η ρις του εφαίνετο ως να ώργωνε το τετράδιον, και η στεγνή μελάνη υγραίνετο σχεδόν και άχνιζεν από την πνοήν του, ανέκυψεν ερυθρός και μετ' αγανακτήσεως ανέκραξεν'
- Αυτό είναι εξ αντιγραφής!
Δεν εφρόντιζεν ουδέ να κρύψη καν το ελάττωμά του, ή ίσως θα επίστευεν, ότι μάλλον θ' ανεδείκνυε τούτο, αν ώπλιζε τους οφθαλμούς του με δίοπτρα. Ήτο μικρόσωμος, σοβαρός άνευ επιτηδεύσεως, προγάστωρ, επιμελής και αυστηρός εις το έργον του. Επανελάμβανε καθ' εκάστην την ε ξ ή γ η σ ι ν επτάκις ή οκτάκις μετά την πρώτην ανάπτυξιν, χαριζόμενος εις τους σκληροτραχήλους και χονδροκεφάλους μαθητάς της Β' τάξεως. Αλλ' ουχ ήττον, αντί να σκοτίζωνται όπως ενθυμηθώσι τας πτεροέσσας λέξεις, τας πιπτούσας εκάστοτε από το στόμα του, πολλοί τούτων ευκολώτερον και προχειρότερον εύρισκον ν' αντιγράφωσι κάποτε από τας κ α θ α ρ ά ς ε ξ η γ ή σ ε ι ς του αυτού και άλλοτε παραδοθέντος λόγου, τας οποίας ευκόλως επρομηθεύοντο από περισυνούς ή προπερισυνούς μαθητάς, συγγενείς ή φίλους των. Εάν όμως ο κλήρος έπιπτεν εις ένα των αντιγραφέων τούτων, τότε με όλην την μυωπίαν του, ή ίσως ένεκα αυτής, ο διδάσκαλος ανεγνώριζεν, εκ της στρωτής και ομαλωτέρας γραφής, την λαθροχειρίαν, και η πρέπουσα τιμωρία ανμεμενε τον βαρυκέφαλον μαθητήν.
Την ημέραν εκείνην ο διδάσκαλος εφαίνετο δύσθυμος, και μετα δυσκολίας συνέχων πάλαι υποβρέμουσαν οργήν. Ουχ ήττον, ευθύς δεν παρεφέρθη, αλλ' αφού απήγγειλε δι' εκατοστήν φοράν στερεότυπον νουθεσίαν περί της βλάβης της προσγενομένης εις τον μαθητήν εκ της αντιγραφής, ήτις αντί ν' αναπτύξει την διάνοιαν των νεων, ματαιώνει το έργον της διδασκαλίας, κάμνει τον διδάσκαλον να φαίνεται άξιος οίκτου, ως δυστυχής αεροβάτης, ως ταλαίπωρος υλοτόμος, ως μη απολαμβάνων τους κόπους του γεωργός, καξ δεικνύει τους μαθητάς ως ψιττακούς, ως κολοιούς με ξένα πτερά, "ως ξηρά ξύλα άκαρπα, εκκοπτόμενα και εις πυρ βαλλόμενα", εξέφερεν απλήν καταδίκην κατά του ενόχου της λαθροχειρίας μαθητού, όπως την προσεχή Κυριακήν αντιγράψη επτάκις την αυτήν ε ξ ή γ η σ ι ν. Είτα εκάλεσε δια κλήρου άλλον προς διόρθωσιν της ε ξ η γ ή σ ε ω ς, και πάλιν δια κλήρου εσήκωσεν άλλον και ήρχισε να τον εξετάζη Γραμματικήν.
Ο τελευταίος έτυχε να είναι εκ των επιμελεστέρων, κατά την μαθητικήν σημασίαν της λέξεως, εκ των μάλλον προσομοίων δηλαδή με τους ψιττακούς, ους είχεν αναφέρει ως παράδειγμα ο διδάσκαλος, και είχε μάθει το μάθημα ν ε ρ ά κ ι. Εσταύρωσε τασ χείρας και ήρχισε ν' απαγγέλη κανόνας της Γραμματικής ως Π ά τ ε ρ Η μ ώ ν, απνευστί και χωρίς στιγμάς και τελείας. Ούτε κατεδέχθη μάλιστα να στρέψη πλάγιον βλέμμα εις τον μ α υ ρ ο π ί ν α κ α, εφ' ου υπηρχον, δια καλόν και δια κακόν, τινες α γ κ ο ύ τ σ ε ς δια κιμωλίας χαραγμέναι. Υπέψαλλε δι' απαλής και σιγανής φωνής: "Των εχόντων ρίζαν κ λ ε, β λ ε, σ τ ρ ε ...", ή "τα δίχρονα εν τέλει των ουδετέρων ...". Και δεν έστρεφε βλέμμα προς τον επί του τοίχου μέλανα πίνακα, δια να ίδη, ότι οι δύο ούτοι κανόνες, τους οποίους είχε βάλει να μελετήσωσιν α ν α κ α τ ω τ ά ο διδάσκαλος, επιβάλλων εις την Β' τάξιν επανάληψιν των μαθημάτων της Α', εφαίνοντο την πρωίαν εκείνην και δια κιμωλίας ευκρινώς αναγεγραμμένοι. Αλλ' είπε το μάθημά του και εκάθισε.


Αίφνης, ενώ η ρις του εφαίνετο ως να ώργωνε το τετράδιον, και η στεγνή μελάνη υγραίνετο σχεδόν και άχνιζεν από την πνοήν του, ανέκυψεν ερυθρός και μετ' αγανακτήσεως ανέκραξεν'
Ο αγαθός διδάσκαλος ανέπτυξε δι' ολίγων το π α ρ α κ ά τ ω "Περί των εις μ ι" και ώρισε δύο ή τρεις κανόνας α ν α κ α τ ω τ ά πάλιν δι' ε π α ν ά λ η ψ ι ν, μεθ' ο έκλεισε την Γραμματικήν.

- Αυτό είναι εξ αντιγραφής!

Δεν εφρόντιζεν ουδέ να κρύψη καν το ελάττωμά του, ή ίσως θα επίστευεν, ότι μάλλον θ' ανεδείκνυε τούτο, αν ώπλιζε τους οφθαλμούς του με δίοπτρα. Ήτο μικρόσωμος, σοβαρός άνευ επιτηδεύσεως, προγάστωρ, επιμελής και αυστηρός εις το έργον του. Επανελάμβανε καθ' εκάστην την ε ξ ή γ η σ ι ν επτάκις ή οκτάκις μετά την πρώτην ανάπτυξιν, χαριζόμενος εις τους σκληροτραχήλους και χονδροκεφάλους μαθητάς της Β' τάξεως. Αλλ' ουχ ήττον, αντί να σκοτίζωνται όπως ενθυμηθώσι τας πτεροέσσας λέξεις, τας πιπτούσας εκάστοτε από το στόμα του, πολλοί τούτων ευκολώτερον και προχειρότερον εύρισκον ν' αντιγράφωσι κάποτε από τας κ α θ α ρ ά ς ε ξ η γ ή σ ε ι ς του αυτού και άλλοτε παραδοθέντος λόγου, τας οποίας ευκόλως επρομηθεύοντο από περισυνούς ή προπερισυνούς μαθητάς, συγγενείς ή φίλους των. Εάν όμως ο κλήρος έπιπτεν εις ένα των αντιγραφέων τούτων, τότε με όλην την μυωπίαν του, ή ίσως ένεκα αυτής, ο διδάσκαλος ανεγνώριζεν, εκ της στρωτής και ομαλωτέρας γραφής, την λαθροχειρίαν, και η πρέπουσα τιμωρία ανμεμενε τον βαρυκέφαλον μαθητήν.
Την ημέραν εκείνην ο διδάσκαλος εφαίνετο δύσθυμος, και μετα δυσκολίας συνέχων πάλαι υποβρέμουσαν οργήν. Ουχ ήττον, ευθύς δεν παρεφέρθη, αλλ' αφού απήγγειλε δι' εκατοστήν φοράν στερεότυπον νουθεσίαν περί της βλάβης της προσγενομένης εις τον μαθητήν εκ της αντιγραφής, ήτις αντί ν' αναπτύξει την διάνοιαν των νεων, ματαιώνει το έργον της διδασκαλίας, κάμνει τον διδάσκαλον να φαίνεται άξιος οίκτου, ως δυστυχής αεροβάτης, ως ταλαίπωρος υλοτόμος, ως μη απολαμβάνων τους κόπους του γεωργός, καξ δεικνύει τους μαθητάς ως ψιττακούς, ως κολοιούς με ξένα πτερά, "ως ξηρά ξύλα άκαρπα, εκκοπτόμενα και εις πυρ βαλλόμενα", εξέφερεν απλήν καταδίκην κατά του ενόχου της λαθροχειρίας μαθητού, όπως την προσεχή Κυριακήν αντιγράψη επτάκις την αυτήν ε ξ ή γ η σ ι ν. Είτα εκάλεσε δια κλήρου άλλον προς διόρθωσιν της ε ξ η γ ή σ ε ω ς, και πάλιν δια κλήρου εσήκωσεν άλλον και ήρχισε να τον εξετάζη Γραμματικήν.
Ο τελευταίος έτυχε να είναι εκ των επιμελεστέρων, κατά την μαθητικήν σημασίαν της λέξεως, εκ των μάλλον προσομοίων δηλαδή με τους ψιττακούς, ους είχεν αναφέρει ως παράδειγμα ο διδάσκαλος, και είχε μάθει το μάθημα ν ε ρ ά κ ι. Εσταύρωσε τασ χείρας και ήρχισε ν' απαγγέλη κανόνας της Γραμματικής ως Π ά τ ε ρ Η μ ώ ν, απνευστί και χωρίς στιγμάς και τελείας. Ούτε κατεδέχθη μάλιστα να στρέψη πλάγιον βλέμμα εις τον μ α υ ρ ο π ί ν α κ α, εφ' ου υπηρχον, δια καλόν και δια κακόν, τινες α γ κ ο ύ τ σ ε ς δια κιμωλίας χαραγμέναι. Υπέψαλλε δι' απαλής και σιγανής φωνής: "Των εχόντων ρίζαν κ λ ε, β λ ε, σ τ ρ ε ...", ή "τα δίχρονα εν τέλει των ουδετέρων ...". Και δεν έστρεφε βλέμμα προς τον επί του τοίχου μέλανα πίνακα, δια να ίδη, ότι οι δύο ούτοι κανόνες, τους οποίους είχε βάλει να μελετήσωσιν α ν α κ α τ ω τ ά ο διδάσκαλος, επιβάλλων εις την Β' τάξιν επανάληψιν των μαθημάτων της Α', εφαίνοντο την πρωίαν εκείνην και δια κιμωλίας ευκρινώς αναγεγραμμένοι. Αλλ' είπε το μάθημά του και εκάθισε.

Ο αγαθός διδάσκαλος ανέπτυξε δι' ολίγων το π α ρ α κ ά τ ω "Περί των εις μ ι" και ώρισε δύο ή τρεις κανόνας α ν α κ α τ ω τ ά πάλιν δι' ε π α ν ά λ η ψ ι ν, μεθ' ο έκλεισε την Γραμματικήν.
Μετέβη εις τον Σ υ γ γ ρ α φ έ α, κι εξαγαγών κλήρον ήρχισε να εξετάζη κείμενον και ερμηνείαν. Την φοράν ταύτην ο κληρωθείς δεν ήτο τόσον ανενδεής του μαυροπίνακος, όσον και ο προκαθίσας.
Μετέβη εις τον Σ υ γ γ ρ α φ έ α, κι εξαγαγών κλήρον ήρχισε να εξετάζη κείμενον και ερμηνείαν. Την φοράν ταύτην ο κληρωθείς δεν ήτο τόσον ανενδεής του μαυροπίνακος, όσον και ο προκαθίσας.
Μετά τους γραμματικούς κανόνας εφαίνετο επί της μαυροβαφούς, και ξασπρισμένης από τα σβυσίματα της κιμωλίας και από την πολυκαιρίαν, σανίδος, οριζόντιος γραμμή, και κάτω ταύτης μακροτέρα παράγραφος έλεγεν: "¨Αρτι μεν επεπαύμην... τοις πλείστοις μεν ουν έδοξε παιδεία μεν και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου σμικράς...". Και ο μαθητής, σταθείς εις ευλαβή απόστασιν από της διδασκαλικής έδρας και τραπέζης, με το εν όμμα προσβλέπων περιδεής τον διδάσκαλον, με το άλλο κοιτάζων ευγνωμόνως τον μαυροπίνακα, ήρχιζε ν' απαγγέλλη: "Άρτι μεν επεπ... επεπαύ... επεπαύμην... Άρτι μεν επεπαύ... μην εις τα διδασκαλεία φοιτών...
Μετά τους γραμματικούς κανόνας εφαίνετο επί της μαυροβαφούς, και ξασπρισμένης από τα σβυσίματα της κιμωλίας και από την πολυκαιρίαν, σανίδος, οριζόντιος γραμμή, και κάτω ταύτης μακροτέρα παράγραφος έλεγεν: "¨Αρτι μεν επεπαύμην... τοις πλείστοις μεν ουν έδοξε παιδεία μεν και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου σμικράς...". Και ο μαθητής, σταθείς εις ευλαβή απόστασιν από της διδασκαλικής έδρας και τραπέζης, με το εν όμμα προσβλέπων περιδεής τον διδάσκαλον, με το άλλο κοιτάζων ευγνωμόνως τον μαυροπίνακα, ήρχιζε ν' απαγγέλλη: "Άρτι μεν επεπ... επεπαύ... επεπαύμην... Άρτι μεν επεπαύ... μην εις τα διδασκαλεία φοιτών...
- Ελθέ πλησιέστερον, είπεν ο διδάσκαλος' διατί εστάθης τόσον μακραν;...
- Ελθέ πλησιέστερον, είπεν ο διδάσκαλος' διατί εστάθης τόσον μακραν;...
Είχεν υποπτεύσει, ότι ο εξεταζόμενος εστάθη ούτω δια να είναι πλησιέστερος εις το θρανίον, με την ελπίδα, ότι οι συμμαθηταί του θα του υπεψιθύριζαν ολίγας λέξεις του κειμένου (το οποίον συνήθεια ήτο ν' απομνημονεύωσιν) όπισθεν, όπως και άλλοτε είχον φωραθή πολλάκις πράττοντες. Το σύστημα όμως τούτο είχεν εγκαταλειφθή εν τη Β' τάξει, ως παλαιόν και τετριμμένον. Αφού ο διδάσκαλος δεν ήτο κωφός, διατί να κανοναρχώσι το μάθημα προς τον εξεταζόμενον; Αφού ήτο μυωψ, διατί να μη το γράφωσιν επί του μαυροπίνακος;
Είχεν υποπτεύσει, ότι ο εξεταζόμενος εστάθη ούτω δια να είναι πλησιέστερος εις το θρανίον, με την ελπίδα, ότι οι συμμαθηταί του θα του υπεψιθύριζαν ολίγας λέξεις του κειμένου (το οποίον συνήθεια ήτο ν' απομνημονεύωσιν) όπισθεν, όπως και άλλοτε είχον φωραθή πολλάκις πράττοντες. Το σύστημα όμως τούτο είχεν εγκαταλειφθή εν τη Β' τάξει, ως παλαιόν και τετριμμένον. Αφού ο διδάσκαλος δεν ήτο κωφός, διατί να κανοναρχώσι το μάθημα προς τον εξεταζόμενον; Αφού ήτο μυωψ, διατί να μη το γράφωσιν επί του μαυροπίνακος;
Ο μαθητής προέβη εν λοξόν βήμα προς την τράπεζαν και εφρόντισε να τοποθετηθή ούτως ώστε να δύναται να λαμβάνη με το αριστερόν του όμμα την επικουρίαν του μαυροπίνακος.
Ο μαθητής προέβη εν λοξόν βήμα προς την τράπεζαν και εφρόντισε να τοποθετηθή ούτως ώστε να δύναται να λαμβάνη με το αριστερόν του όμμα την επικουρίαν του μαυροπίνακος.
- Πλησιέστερον ακόμη, Γεωργούτσε, είπεν εν ανυπομονησία ο διδάσκαλος.
- Πλησιέστερον ακόμη, Γεωργούτσε, είπεν εν ανυπομονησία ο διδάσκαλος.
Ο Γεωργούτσος προέβη εν βήμα ακόμη, και ηναγκάσθη να σταθή ούτως ώστε να μη δύναται το βλέμμα του να φθάση προς το μέρος του τοίχου, χωρίς να διαβή από της σεμνής κορυφής του διδασκάλου.
Ο Γεωργούτσος προέβη εν βήμα ακόμη, και ηναγκάσθη να σταθή ούτως ώστε να μη δύναται το βλέμμα του να φθάση προς το μέρος του τοίχου, χωρίς να διαβή από της σεμνής κορυφής του διδασκάλου.
- Λέγε!...
- Λέγε!...
Ο μαθητής ήρχισε να υποτονθορίζη: "Παιδεία μεν και πόνου πολλού... και δαπάνης ου σμικράς... και τύχης δείσθαι λαμπράς... Τα δε ημέτερα μικρά τε είναι... και... την επικουρίαν απαιτείν.... απαιτείν. Ει δε τινα τέχνην των βανά... των βαναύσ... των βαναύσων τούτων εκμάθοιμι...".
Ο μαθητής ήρχισε να υποτονθορίζη: "Παιδεία μεν και πόνου πολλού... και δαπάνης ου σμικράς... και τύχης δείσθαι λαμπράς... Τα δε ημέτερα μικρά τε είναι... και... την επικουρίαν απαιτείν.... απαιτείν. Ει δε τινα τέχνην των βανά... των βαναύσ... των βαναύσων τούτων εκμάθοιμι...".
-Εξ αρχής λέγε! είπεν εντόνως ο διδάσκαλος. Είπομεν, ότι το κείμενον πρέπει να το απαγγέλλητε καθαρά και ξάστερα...και όχι διαπταίοντες και βαρβαρίζοντες, καθώς η ερμογλυφική τέχνη, ως θα ίδωμεν παρακάτω.
-Εξ αρχής λέγε! είπεν εντόνως ο διδάσκαλος. Είπομεν, ότι το κείμενον πρέπει να το απαγγέλλητε καθαρά και ξάστερα...και όχι διαπταίοντες και βαρβαρίζοντες, καθώς η ερμογλυφική τέχνη, ως θα ίδωμεν παρακάτω.

Αναθεώρηση της 13:12, 18 Φεβρουαρίου 2010

Ο Τυφλοσύρτης Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη


"Δευτέρας ουν σκέψεως αρχή προυτάθη τις αρίστη των τεχνών και ράστη εκμαθείν και ανδρί ελευθέρω πρέπουσα... " απήγγελλεν όρθιος, κρατών το βιβλίον, με την παιδικήν και άχρουν φωνήν του, αλλά με φοβισμένον κάπως το ήθος, ο κληρωθείς προς διόρθωσιν της ε ξ η γ ή σ ε ω ς μαθητής.

- Δ ε υ τ έ ρ α ς λ ο ι π ό ν σ κ έ ψ ε ω ς α ρ χ ή ε π ρ ο β λ ή θ η π ο ί α ν α ή τ ο ν κ α λ λ ι τ έ ρ α α ν ά μ ε σ α ε ι ς τ α ς τ έ χ ν α ς ... ερρινοφθόγγει αργά αργά ο διδάσκαλος, εγκύπτων ολος εις το τετράδιον, με την ρίνα εγγίζουσαν εις το χαρτίον, με τα μάτια τέσσαρα μην του διαφύγη επί του χειρογράφου κανείς σολοικισμός ή βαρβαρισμός,προσθέτων κ ό μ μ α τ α και τ ε λ ε ί α ς και μεταβάλλων όλας τας ο ξ ε ί α ς εις β α ρ ε ί α ς. Εδίστασεν επί μικρόν, είτα μετέβαλε το ε π ρ ο β λ ή θ η εις ε π ρ ο τ ά θ η, και το α ν ά μ ε σ α ε ι ς τ α ς τ έ χ ν α ς εις μ ε τ α ξ ύ τ ω ν τ ε χ ν ώ ν. Μεθ' ο επανέλαβε την περικοπήν διορθωμένην ως εξής: Δ ε υ τ έ ρ α ς λ ο ι π ό ν σ κ έ ψ ε ω ς α ρ χ ή ε π ρ ο τ ά θ η π ο ί α ν α ε ί ν α ι κ α λ λ ι τ έ ρ α μ ε τ α ξ ύ τ ω ν τ ε χ ν ώ ν ...

Αίφνης, ενώ η ρις του εφαίνετο ως να ώργωνε το τετράδιον, και η στεγνή μελάνη υγραίνετο σχεδόν και άχνιζεν από την πνοήν του, ανέκυψεν ερυθρός και μετ' αγανακτήσεως ανέκραξεν'

- Αυτό είναι εξ αντιγραφής!

Δεν εφρόντιζεν ουδέ να κρύψη καν το ελάττωμά του, ή ίσως θα επίστευεν, ότι μάλλον θ' ανεδείκνυε τούτο, αν ώπλιζε τους οφθαλμούς του με δίοπτρα. Ήτο μικρόσωμος, σοβαρός άνευ επιτηδεύσεως, προγάστωρ, επιμελής και αυστηρός εις το έργον του. Επανελάμβανε καθ' εκάστην την ε ξ ή γ η σ ι ν επτάκις ή οκτάκις μετά την πρώτην ανάπτυξιν, χαριζόμενος εις τους σκληροτραχήλους και χονδροκεφάλους μαθητάς της Β' τάξεως. Αλλ' ουχ ήττον, αντί να σκοτίζωνται όπως ενθυμηθώσι τας πτεροέσσας λέξεις, τας πιπτούσας εκάστοτε από το στόμα του, πολλοί τούτων ευκολώτερον και προχειρότερον εύρισκον ν' αντιγράφωσι κάποτε από τας κ α θ α ρ ά ς ε ξ η γ ή σ ε ι ς του αυτού και άλλοτε παραδοθέντος λόγου, τας οποίας ευκόλως επρομηθεύοντο από περισυνούς ή προπερισυνούς μαθητάς, συγγενείς ή φίλους των. Εάν όμως ο κλήρος έπιπτεν εις ένα των αντιγραφέων τούτων, τότε με όλην την μυωπίαν του, ή ίσως ένεκα αυτής, ο διδάσκαλος ανεγνώριζεν, εκ της στρωτής και ομαλωτέρας γραφής, την λαθροχειρίαν, και η πρέπουσα τιμωρία ανμεμενε τον βαρυκέφαλον μαθητήν. Την ημέραν εκείνην ο διδάσκαλος εφαίνετο δύσθυμος, και μετα δυσκολίας συνέχων πάλαι υποβρέμουσαν οργήν. Ουχ ήττον, ευθύς δεν παρεφέρθη, αλλ' αφού απήγγειλε δι' εκατοστήν φοράν στερεότυπον νουθεσίαν περί της βλάβης της προσγενομένης εις τον μαθητήν εκ της αντιγραφής, ήτις αντί ν' αναπτύξει την διάνοιαν των νεων, ματαιώνει το έργον της διδασκαλίας, κάμνει τον διδάσκαλον να φαίνεται άξιος οίκτου, ως δυστυχής αεροβάτης, ως ταλαίπωρος υλοτόμος, ως μη απολαμβάνων τους κόπους του γεωργός, καξ δεικνύει τους μαθητάς ως ψιττακούς, ως κολοιούς με ξένα πτερά, "ως ξηρά ξύλα άκαρπα, εκκοπτόμενα και εις πυρ βαλλόμενα", εξέφερεν απλήν καταδίκην κατά του ενόχου της λαθροχειρίας μαθητού, όπως την προσεχή Κυριακήν αντιγράψη επτάκις την αυτήν ε ξ ή γ η σ ι ν. Είτα εκάλεσε δια κλήρου άλλον προς διόρθωσιν της ε ξ η γ ή σ ε ω ς, και πάλιν δια κλήρου εσήκωσεν άλλον και ήρχισε να τον εξετάζη Γραμματικήν. Ο τελευταίος έτυχε να είναι εκ των επιμελεστέρων, κατά την μαθητικήν σημασίαν της λέξεως, εκ των μάλλον προσομοίων δηλαδή με τους ψιττακούς, ους είχεν αναφέρει ως παράδειγμα ο διδάσκαλος, και είχε μάθει το μάθημα ν ε ρ ά κ ι. Εσταύρωσε τασ χείρας και ήρχισε ν' απαγγέλη κανόνας της Γραμματικής ως Π ά τ ε ρ Η μ ώ ν, απνευστί και χωρίς στιγμάς και τελείας. Ούτε κατεδέχθη μάλιστα να στρέψη πλάγιον βλέμμα εις τον μ α υ ρ ο π ί ν α κ α, εφ' ου υπηρχον, δια καλόν και δια κακόν, τινες α γ κ ο ύ τ σ ε ς δια κιμωλίας χαραγμέναι. Υπέψαλλε δι' απαλής και σιγανής φωνής: "Των εχόντων ρίζαν κ λ ε, β λ ε, σ τ ρ ε ...", ή "τα δίχρονα εν τέλει των ουδετέρων ...". Και δεν έστρεφε βλέμμα προς τον επί του τοίχου μέλανα πίνακα, δια να ίδη, ότι οι δύο ούτοι κανόνες, τους οποίους είχε βάλει να μελετήσωσιν α ν α κ α τ ω τ ά ο διδάσκαλος, επιβάλλων εις την Β' τάξιν επανάληψιν των μαθημάτων της Α', εφαίνοντο την πρωίαν εκείνην και δια κιμωλίας ευκρινώς αναγεγραμμένοι. Αλλ' είπε το μάθημά του και εκάθισε.

Ο αγαθός διδάσκαλος ανέπτυξε δι' ολίγων το π α ρ α κ ά τ ω "Περί των εις μ ι" και ώρισε δύο ή τρεις κανόνας α ν α κ α τ ω τ ά πάλιν δι' ε π α ν ά λ η ψ ι ν, μεθ' ο έκλεισε την Γραμματικήν. Μετέβη εις τον Σ υ γ γ ρ α φ έ α, κι εξαγαγών κλήρον ήρχισε να εξετάζη κείμενον και ερμηνείαν. Την φοράν ταύτην ο κληρωθείς δεν ήτο τόσον ανενδεής του μαυροπίνακος, όσον και ο προκαθίσας. Μετά τους γραμματικούς κανόνας εφαίνετο επί της μαυροβαφούς, και ξασπρισμένης από τα σβυσίματα της κιμωλίας και από την πολυκαιρίαν, σανίδος, οριζόντιος γραμμή, και κάτω ταύτης μακροτέρα παράγραφος έλεγεν: "¨Αρτι μεν επεπαύμην... τοις πλείστοις μεν ουν έδοξε παιδεία μεν και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου σμικράς...". Και ο μαθητής, σταθείς εις ευλαβή απόστασιν από της διδασκαλικής έδρας και τραπέζης, με το εν όμμα προσβλέπων περιδεής τον διδάσκαλον, με το άλλο κοιτάζων ευγνωμόνως τον μαυροπίνακα, ήρχιζε ν' απαγγέλλη: "Άρτι μεν επεπ... επεπαύ... επεπαύμην... Άρτι μεν επεπαύ... μην εις τα διδασκαλεία φοιτών... - Ελθέ πλησιέστερον, είπεν ο διδάσκαλος' διατί εστάθης τόσον μακραν;... Είχεν υποπτεύσει, ότι ο εξεταζόμενος εστάθη ούτω δια να είναι πλησιέστερος εις το θρανίον, με την ελπίδα, ότι οι συμμαθηταί του θα του υπεψιθύριζαν ολίγας λέξεις του κειμένου (το οποίον συνήθεια ήτο ν' απομνημονεύωσιν) όπισθεν, όπως και άλλοτε είχον φωραθή πολλάκις πράττοντες. Το σύστημα όμως τούτο είχεν εγκαταλειφθή εν τη Β' τάξει, ως παλαιόν και τετριμμένον. Αφού ο διδάσκαλος δεν ήτο κωφός, διατί να κανοναρχώσι το μάθημα προς τον εξεταζόμενον; Αφού ήτο μυωψ, διατί να μη το γράφωσιν επί του μαυροπίνακος; Ο μαθητής προέβη εν λοξόν βήμα προς την τράπεζαν και εφρόντισε να τοποθετηθή ούτως ώστε να δύναται να λαμβάνη με το αριστερόν του όμμα την επικουρίαν του μαυροπίνακος. - Πλησιέστερον ακόμη, Γεωργούτσε, είπεν εν ανυπομονησία ο διδάσκαλος. Ο Γεωργούτσος προέβη εν βήμα ακόμη, και ηναγκάσθη να σταθή ούτως ώστε να μη δύναται το βλέμμα του να φθάση προς το μέρος του τοίχου, χωρίς να διαβή από της σεμνής κορυφής του διδασκάλου. - Λέγε!... Ο μαθητής ήρχισε να υποτονθορίζη: "Παιδεία μεν και πόνου πολλού... και δαπάνης ου σμικράς... και τύχης δείσθαι λαμπράς... Τα δε ημέτερα μικρά τε είναι... και... την επικουρίαν απαιτείν.... απαιτείν. Ει δε τινα τέχνην των βανά... των βαναύσ... των βαναύσων τούτων εκμάθοιμι...". -Εξ αρχής λέγε! είπεν εντόνως ο διδάσκαλος. Είπομεν, ότι το κείμενον πρέπει να το απαγγέλλητε καθαρά και ξάστερα...και όχι διαπταίοντες και βαρβαρίζοντες, καθώς η ερμογλυφική τέχνη, ως θα ίδωμεν παρακάτω.