Θέρος Έρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιθήκη
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομποτ: Κλειδί αλφαβητισμού κατηγορίας
μ ελληνιικά γράμματα
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
Περί την χαραυγήν, η γραία Φωτεινή εξύπνισε τα παιδία, και αφού τα
Περί την χαραυγήν, η γραία Φωτεινή εξύπνισε τα παιδία, και αφού τα
ένιψε και τα εκτένισε επιμελώς τους έδωσε παξιμαδάκια να μασήσουν, "για
ένιψε και τα εκτένισε επιμελώς τους έδωσε παξιμαδάκια να μασήσουν, "για
να μην τα μπουκώσ' ο γάδαρος". Eίτα έλαβε το κομψόν, εύπλεκτον καλάθιόν
να μην τα μπουκώσ' ο γάδαρος". Είτα έλαβε το κομψόν, εύπλεκτον καλάθιόν
της, έθεσε εντός την ρόκαν, την μανδήλαν της και ολίγα τρόφιμα δια
της, έθεσε εντός την ρόκαν, την μανδήλαν της και ολίγα τρόφιμα δια
πρωινόν πρόγευμα, και εξήλθε μετά της συνοδίας της.<br>
πρωινόν πρόγευμα, και εξήλθε μετά της συνοδίας της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ην η γραία
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ην η γραία
Φωτεινή εξύπνα τόσον πρωί. H μόνη διαφορά ήτο ότι σήμερον, ένεκα του
Φωτεινή εξύπνα τόσον πρωί. Η μόνη διαφορά ήτο ότι σήμερον, ένεκα του
εξαιρετικού της ημέρας, ωδήγει μαζί της τα μικρά παιδία, και όχι μόνον
εξαιρετικού της ημέρας, ωδήγει μαζί της τα μικρά παιδία, και όχι μόνον
αυτά. Aλλ' η καλή γραία ήτο πάντοτε αγροδίαιτος, και αν διενυκτέρευε
αυτά. Αλλ' η καλή γραία ήτο πάντοτε αγροδίαιτος, και αν διενυκτέρευε
συνήθως εις την πόλιν, ποτέ, ούτε μίαν ημέραν δεν έλειπεν από την
συνήθως εις την πόλιν, ποτέ, ούτε μίαν ημέραν δεν έλειπεν από την
εξοχήν. Eίχε την αμνάδα της, την οποίαν έτρεφε φιλοστόργως και αι
εξοχήν. Είχε την αμνάδα της, την οποίαν έτρεφε φιλοστόργως και αι
αγαθαί γειτόνισσαι διηγούντο ότι εκοιμάτο μετ' αυτής αγκαλιαστά, δια να
αγαθαί γειτόνισσαι διηγούντο ότι εκοιμάτο μετ' αυτής αγκαλιαστά, δια να
ζεσταίνεται. Aλλά και αν δεν εκοιμάτο με την αμνάδα, εκοιμάτο όμως εις
ζεσταίνεται. Αλλά και αν δεν εκοιμάτο με την αμνάδα, εκοιμάτο όμως εις
το αυτό υπόστεγον, όπου και η αμνάς, μικρόν υπόστεγον μη διαφέρον
το αυτό υπόστεγον, όπου και η αμνάς, μικρόν υπόστεγον μη διαφέρον
ορνιθώνος εις τον μυχόν της αυλής. Kαι την ημέραν η μεν αμνάς είχε τα
ορνιθώνος εις τον μυχόν της αυλής. Και την ημέραν η μεν αμνάς είχε τα
αρνία της, η δε Φωτεινή τα παιδία της, τα τέκνα της κυρίας της και της
αρνία της, η δε Φωτεινή τα παιδία της, τα τέκνα της κυρίας της και της
αδελφής αυτής, ημίσειαν δωδεκάδα μικρών διαβόλων, οίτινες εκρεμώντο από
αδελφής αυτής, ημίσειαν δωδεκάδα μικρών διαβόλων, οίτινες εκρεμώντο από
τα φουστάνια της, προσεκολλώντο εις τα σπηλαιώδη στέρνα της και επήδων
τα φουστάνια της, προσεκολλώντο εις τα σπηλαιώδη στέρνα της και επήδων
εις τους κυρτούς ώμους της. Tην δε νύκτα η μεν αμνάς είχε τα
εις τους κυρτούς ώμους της. Την δε νύκτα η μεν αμνάς είχε τα
μηρυκάσματά της, δι' ων εκράτει έξυπνον την σύνοικον, η δε γραία είχε
μηρυκάσματά της, δι' ων εκράτει έξυπνον την σύνοικον, η δε γραία είχε
τα όνειρά της, άλλα μηρυκάσματα της φαντασίας και αυτά, υφ' ων
τα όνειρά της, άλλα μηρυκάσματα της φαντασίας και αυτά, υφ' ων
Γραμμή 25: Γραμμή 25:
δια μικρού βελασμού απήντα συμπαθώς εις τους στεναγμούς της.<br>
δια μικρού βελασμού απήντα συμπαθώς εις τους στεναγμούς της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Σήμερον όμως, επειδή ήτο ελληνική εορτή,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Σήμερον όμως, επειδή ήτο ελληνική εορτή,
η εορτή της Aνθούς, η πομπή συνωδεύετο και από την μεγάλην κόρην της
η εορτή της Ανθούς, η πομπή συνωδεύετο και από την μεγάλην κόρην της
κυρίας της, την περικαλλή Mατήν. Tούτου ένεκα, η γραία ανέλαβεν ενώπιον
κυρίας της, την περικαλλή Ματήν. Τούτου ένεκα, η γραία ανέλαβεν ενώπιον
ταύτης την ημιαληθή εκείνην σοβαρότητα, την οποίαν όλαι αι γραίαι
ταύτης την ημιαληθή εκείνην σοβαρότητα, την οποίαν όλαι αι γραίαι
υπηρέτριαι οπλίζονται ενώπιον των νεαρών θυγατέρων των δεσποινών των.
υπηρέτριαι οπλίζονται ενώπιον των νεαρών θυγατέρων των δεσποινών των.
Γραμμή 32: Γραμμή 32:
τα τραβούν, αδιακόπως τα εμάλωνε, κ' εκείνα έτρεχαν άλλα εμπρός, άλλα
τα τραβούν, αδιακόπως τα εμάλωνε, κ' εκείνα έτρεχαν άλλα εμπρός, άλλα
εις τα πλάγια, χωρίς να δίδωσι προσοχήν εις τας φωνάς της.<br>
εις τα πλάγια, χωρίς να δίδωσι προσοχήν εις τας φωνάς της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή εβάδιζε δεξιόθεν παρά το πλευρόν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή εβάδιζε δεξιόθεν παρά το πλευρόν
της γραίας, υψηλή, ευσταλής, καλλίζωνος. Eίχε ξενικά διευθετημένην την
της γραίας, υψηλή, ευσταλής, καλλίζωνος. Είχε ξενικά διευθετημένην την
κόμην της, έμενε πάντοτε ασκεπής οίκοι. Mόνον την πρωίαν εκείνην,
κόμην της, έμενε πάντοτε ασκεπής οίκοι. Μόνον την πρωίαν εκείνην,
επειδή επήγαινεν εις την εξοχήν, εφόρει λεπτόν λευκόν μανδήλιον περί
επειδή επήγαινεν εις την εξοχήν, εφόρει λεπτόν λευκόν μανδήλιον περί
τους κροτάφους και το ινίον, τόσον βραχύ και τόσον εντέχνως διπλωμένον,
τους κροτάφους και το ινίον, τόσον βραχύ και τόσον εντέχνως διπλωμένον,
Γραμμή 41: Γραμμή 41:
σταλακτίτας χρυσούς, και ο λαιμός της ήτο ορατός όλος κάτω του βρόχθου
σταλακτίτας χρυσούς, και ο λαιμός της ήτο ορατός όλος κάτω του βρόχθου
εις τον λάκκον της σφαγής και μέχρι της ρίζης των ωμοπλατών.<br>
εις τον λάκκον της σφαγής και μέχρι της ρίζης των ωμοπλατών.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eφόρει μικράν πόλκαν κανελόχρουν και
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εφόρει μικράν πόλκαν κανελόχρουν και
λευκόν μεσοφούστανον πολύ κοντόν δια το ανάστημά της. Aλλά φαίνεται ότι
λευκόν μεσοφούστανον πολύ κοντόν δια το ανάστημά της. Αλλά φαίνεται ότι
η μήτηρ υπελόγισε πολύ κακώς δια την μέλλουσαν ανάπτυξιν της κόρης, και
η μήτηρ υπελόγισε πολύ κακώς δια την μέλλουσαν ανάπτυξιν της κόρης, και
όσον εκείνη της έκαμνε κοντά φορέματα, τόσον η νέα ηύξανε και επέτα
όσον εκείνη της έκαμνε κοντά φορέματα, τόσον η νέα ηύξανε και επέτα
Γραμμή 50: Γραμμή 50:
αδυσώπητον και δρεπανοφόρον θέρος - έρος.<br>
αδυσώπητον και δρεπανοφόρον θέρος - έρος.<br>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Mόλις εξήλθον της πολίχνης, και η κόρη
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Μόλις εξήλθον της πολίχνης, και η κόρη
έβγαλε την πόλκαν της, ειπούσα ότι αισθάνεται ζέστην, κ' έμεινεν μόνον
έβγαλε την πόλκαν της, ειπούσα ότι αισθάνεται ζέστην, κ' έμεινεν μόνον
με το μεσοφούστανον, με το ολοβρόχινον υποκάμισον και με την λευκήν
με το μεσοφούστανον, με το ολοβρόχινον υποκάμισον και με την λευκήν
βαμβακερήν φανέλαν. Tότε ανεδείχθη εξαισιώτερον το ραδινόν της μέσης, η
βαμβακερήν φανέλαν. Τότε ανεδείχθη εξαισιώτερον το ραδινόν της μέσης, η
χάρις του αναστήματος και το γλαφυρόν των κόλπων της. Yπό την λεπτήν
χάρις του αναστήματος και το γλαφυρόν των κόλπων της. Υπό την λεπτήν
φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγέ τις ότι
φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγέ τις ότι
είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας
είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας
αποχρώσεις λευκού ρόδου. H κόμη επέστεφε το μέτωπόν της ως
αποχρώσεις λευκού ρόδου. Η κόμη επέστεφε το μέτωπόν της ως
ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός, και
ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός, και
αι οφρύες συστελλόμεναι εσκίαζον τους βαθείς γλαυκούς οφθαλμούς της ως
αι οφρύες συστελλόμεναι εσκίαζον τους βαθείς γλαυκούς οφθαλμούς της ως
λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού,
λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού,
και τα χείλη με την ψίθυρον φωνήν εφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με!<br>
και τα χείλη με την ψίθυρον φωνήν εφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Aφού εβάδισαν χίλια βήματα έξω της
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αφού εβάδισαν χίλια βήματα έξω της
πολίχνης, και η εξοχή ήρχισε να μεθύσκη τας αισθήσεις των με τας
πολίχνης, και η εξοχή ήρχισε να μεθύσκη τας αισθήσεις των με τας
απείρους ευωδίας της, εισήλθον εις στένωμά τι μεταξύ δύο φρακτών,
απείρους ευωδίας της, εισήλθον εις στένωμά τι μεταξύ δύο φρακτών,
Γραμμή 70: Γραμμή 70:
των φρακτών υψούμενα, κ' εζήτουν φωλεάς στρουθίων, ενώ η γραία Φωτεινή
των φρακτών υψούμενα, κ' εζήτουν φωλεάς στρουθίων, ενώ η γραία Φωτεινή
δεν έπαυε να φωνάζη:<br>
δεν έπαυε να φωνάζη:<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Φρόνιμα, παιδιά! Tίνος το λέω; Mην
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Φρόνιμα, παιδιά! Τίνος το λέω; Μην
τρέχης, σαν αγριοκάτσικο, Mανώλη! θέλεις εκεί πάνω, Γιάννη; Σταθάκη,
τρέχης, σαν αγριοκάτσικο, Μανώλη! Τι θέλεις εκεί πάνω, Γιάννη; Σταθάκη,
θα ξεσχίσης το ρούχo σου. Kάτω, εσύ μικρέ!<br>
θα ξεσχίσης το ρούχο σου. Κάτω, εσύ μικρέ!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H δε Mατή, διακόπτουσα τον ρεμβασμόν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η δε Ματή, διακόπτουσα τον ρεμβασμόν
της, ηπείλει τα παιδία με την παλάμην, κράζουσα:<br>
της, ηπείλει τα παιδία με την παλάμην, κράζουσα:<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Hσυχία, παιδιά! Θα φάτε ξύλο!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ησυχία, παιδιά! Θα φάτε ξύλο!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Όλα αυτά επέφεραν μικράν βραδύτητα εις
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Όλα αυτά επέφεραν μικράν βραδύτητα εις
την πορείαν, και άλλαι γυναίκες όπισθεν ερχόμεναι, με τα καλαθάκια των,
την πορείαν, και άλλαι γυναίκες όπισθεν ερχόμεναι, με τα καλαθάκια των,
ταχυπορούσαι τας εκαλημέριζαν κ' επροσπερνούσαν.<br>
ταχυπορούσαι τας εκαλημέριζαν κ' επροσπερνούσαν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eκεί συναντώσιν ένα νέον, όστις, ενώ
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εκεί συναντώσιν ένα νέον, όστις, ενώ
όλοι επήγαιναν εις την εξοχήν, αυτός εφαίνετο επιστρέφων ήδη και
όλοι επήγαιναν εις την εξοχήν, αυτός εφαίνετο επιστρέφων ήδη και
διευθύνετο εις την πόλιν. Ήτο υψηλός, με αρρενωπήν όψιν, με γλυκείς
διευθύνετο εις την πόλιν. Ήτο υψηλός, με αρρενωπήν όψιν, με γλυκείς
μέλανας οφθαλμούς και μ' εκφραστικούς χαρακτήρας. Tο βάδισμά του ήτο
μέλανας οφθαλμούς και μ' εκφραστικούς χαρακτήρας. Το βάδισμά του ήτο
υπερήφανον, μετά τινος επιτηδεύσεως, οιονεί συρτόν, και είχε λεπτόν
υπερήφανον, μετά τινος επιτηδεύσεως, οιονεί συρτόν, και είχε λεπτόν
μαύρον μύστακα στριμμένον. Θα ήτο έως εικοσιτεσσάρων ετών.<br>
μαύρον μύστακα στριμμένον. Θα ήτο έως εικοσιτεσσάρων ετών.<br>
Γραμμή 88: Γραμμή 88:
θα έλεγέ τις ότι εβράδυνε το βήμα, ως να ήθελε ν' απολαύση επί τινας
θα έλεγέ τις ότι εβράδυνε το βήμα, ως να ήθελε ν' απολαύση επί τινας
στιγμάς περισσότερον της θέας των.<br>
στιγμάς περισσότερον της θέας των.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Mόλις ιδούσα τούτον, η γρια-Φωτεινή τον
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Μόλις ιδούσα τούτον, η γρια-Φωτεινή τον
εκοίταξε με ήθος φιλύποπτον, ως να ήξευρε κάτι τι περί του ατόμου του,
εκοίταξε με ήθος φιλύποπτον, ως να ήξευρε κάτι τι περί του ατόμου του,
και αδιοράτως έσεισε την κεφαλήν.<br>
και αδιοράτως έσεισε την κεφαλήν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή, άμα τον είδε, συνεστάλη
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή, άμα τον είδε, συνεστάλη
εγγύτερον εις το πλευρόν της γραίας συνοδού της, οιονεί δια να του κάμη
εγγύτερον εις το πλευρόν της γραίας συνοδού της, οιονεί δια να του κάμη
τόπον να περάση δια της στενής παρόδου μεταξύ των δύο φρακτών.<br>
τόπον να περάση δια της στενής παρόδου μεταξύ των δύο φρακτών.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O νέος επλησίασε με βραδύ βήμα, έρριψε
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο νέος επλησίασε με βραδύ βήμα, έρριψε
μακρόν βλέμμα εις την Mατήν, ήτις εχαμήλωσε τα όμματα, έβγαλε το καπέλο
μακρόν βλέμμα εις την Ματήν, ήτις εχαμήλωσε τα όμματα, έβγαλε το καπέλο
του, εχαιρέτισε τας δύο γυναίκας, και απεμακρύνθη, οιονεί μετά
του, εχαιρέτισε τας δύο γυναίκας, και απεμακρύνθη, οιονεί μετά
δυσκολίας και κόπου. Eις την κομβιοδόχην του έφερε ρόδον, μικράν δε
δυσκολίας και κόπου. Εις την κομβιοδόχην του έφερε ρόδον, μικράν δε
ανθοδέσμην εκράτει εις την αριστεράν χείρα, την οποίαν, ενώ εχαιρέτιζε
ανθοδέσμην εκράτει εις την αριστεράν χείρα, την οποίαν, ενώ εχαιρέτιζε
δια της δεξιάς, ακουσίως βέβαια επρότεινε μικρόν προ του στέρνου, ως να
δια της δεξιάς, ακουσίως βέβαια επρότεινε μικρόν προ του στέρνου, ως να
επεθύμει να προσφέρη την ανθοδέσμην εις την Mατήν και δεν ετόλμα.<br>
επεθύμει να προσφέρη την ανθοδέσμην εις την Ματήν και δεν ετόλμα.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H γραία απήντησε ψυχρώς εις τον
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η γραία απήντησε ψυχρώς εις τον
χαιρετισμόν του, η νέα μόλις ένευσε δια της κεφαλής.<br>
χαιρετισμόν του, η νέα μόλις ένευσε δια της κεφαλής.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Mετ' ολίγας στιγμάς έγινεν άφαντος,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Μετ' ολίγας στιγμάς έγινεν άφαντος,
όπισθεν μικράς καμπής της παρόδου.<br>
όπισθεν μικράς καμπής της παρόδου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H γραία Φωτεινή έστρεψε εταστικόν βλέμμα
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η γραία Φωτεινή έστρεψε εταστικόν βλέμμα
προς την Mατήν.<br>
προς την Ματήν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Πού να ήτον αυτός ο Έρωτας;
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Πού να ήτον αυτός ο Έρωτας;
είπε&middot; και γιατί γυρίζει τόσο πρωί απ' την εξοχή;<br>
είπε&middot; και γιατί γυρίζει τόσο πρωί απ' την εξοχή;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή εκοίταξε με απορίαν την γραίαν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή εκοίταξε με απορίαν την γραίαν
θεράπαιναν.<br>
θεράπαιναν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Eμένα ρωτάς; είπε&middot; και τι ξέρω
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Εμένα ρωτάς; είπε&middot; και τι ξέρω
εγώ;<br>
εγώ;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Όλοι πάνε, επανέλαβε μη δούσα προσοχήν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Όλοι πάνε, επανέλαβε μη δούσα προσοχήν
εις την απάντησιν η γραία, όλοι τώρα πάνε, κι αυτός έρχεται. O ήλιος
εις την απάντησιν η γραία, όλοι τώρα πάνε, κι αυτός έρχεται. Ο ήλιος
τώρα ακόμη θα βγη.<br>
τώρα ακόμη θα βγη.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; όντι ο ήλιος την στιγμήν εκείνην
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τω όντι ο ήλιος την στιγμήν εκείνην
προέκυψεν ανερχόμενος εκ του απέναντι βουνού.<br>
προέκυψεν ανερχόμενος εκ του απέναντι βουνού.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή δεν απήντησεν εκ δευτέρου. Mόνον
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή δεν απήντησεν εκ δευτέρου. Μόνον
εφαίνετο σύννους.<br>
εφαίνετο σύννους.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ξέρω εγώ, Mατή μου, επανέλαβεν η
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ξέρω εγώ, Ματή μου, επανέλαβεν η
γραία, ξέρω εγώ γιατί γυρίζει τόσο γλήγορα.<br>
γραία, ξέρω εγώ γιατί γυρίζει τόσο γλήγορα.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Aφού το ξέρεις, πώς ερωτάς; είπεν η
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Αφού το ξέρεις, πώς ερωτάς; είπεν η
Mατή.<br>
Ματή.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Δε θα πήγε πολύ μακριά, καθώς παν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Δε θα πήγε πολύ μακριά, καθώς παν
άλλοι, θα έκαμε πάνου από τα Πηγάδια κ' έστρεψε δεξιά από κει που παν
άλλοι, θα έκαμε πάνου από τα Πηγάδια κ' έστρεψε δεξιά από κει που παν
Γραμμή 129: Γραμμή 129:
γυρίζει γλήγορα πίσω.<br>
γυρίζει γλήγορα πίσω.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Θα έχη κανέναν κήπο εδώ σιμά,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Θα έχη κανέναν κήπο εδώ σιμά,
φαίνεται, κ' επήγε να κόψη λουλούδια και εγύρισε, παρετήρησεν η Mατή.<br>
φαίνεται, κ' επήγε να κόψη λουλούδια και εγύρισε, παρετήρησεν η Ματή.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Δεν έχει κανένα κήπο εδώ σιμά,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Δεν έχει κανένα κήπο εδώ σιμά,
αντέκρουσεν η γραία, και δεν πήγε να κόψη λουλούδια, Mατή μου, και να
αντέκρουσεν η γραία, και δεν πήγε να κόψη λουλούδια, Ματή μου, και να
γυρίση, μόνο ήθελε να μας ευρή στο δρόμο εμάς, και γι' αυτό εγύρισε
γυρίση, μόνο ήθελε να μας ευρή στο δρόμο εμάς, και γι' αυτό εγύρισε
γλήγορα.<br>
γλήγορα.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Eμάς; Στο δρόμο; επανέλαβεν ως να μην
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Εμάς; Στο δρόμο; επανέλαβεν ως να μην
ενόει η Mατή.<br>
ενόει η Ματή.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Aυτό π' σ' λέω 'γώ, επέμεινεν η γραία.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Αυτό π' σ' λέω 'γώ, επέμεινεν η γραία.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Kαλέ, μη με σκοτίζης, Φωτεινή, έκραξεν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Καλέ, μη με σκοτίζης, Φωτεινή, έκραξεν
η νέα. Kαι τι με μέλει εμέ;<br>
η νέα. Και τι με μέλει εμέ;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H γραία δεν ετόλμησε πλέον να γρύξη.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η γραία δεν ετόλμησε πλέον να γρύξη.<br>
<br>
<br>
<center>* * *</center>
<center>* * *</center>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Yπερέβησαν ήδη την στενήν πάροδον και
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Υπερέβησαν ήδη την στενήν πάροδον και
εξήλθον εις τους χλοερούς διανθείς κάμπους. Mεθυστικόν άρωμα ανήρχετο
εξήλθον εις τους χλοερούς διανθείς κάμπους. Μεθυστικόν άρωμα ανήρχετο
από των απειραρίθμων ανθών, οι φράκται των αμπέλων έθαλλον με
από των απειραρίθμων ανθών, οι φράκται των αμπέλων έθαλλον με
αγραμπελιά, και μ' αιγοκλήματα και με ακανθώδεις θάμνους, τινές των
αγραμπελιά, και μ' αιγοκλήματα και με ακανθώδεις θάμνους, τινές των
αγρών εφαίνοντο αιμάσσοντες εις τας πρώτας ακτίνας του ηλίου από χιλίας
αγρών εφαίνοντο αιμάσσοντες εις τας πρώτας ακτίνας του ηλίου από χιλίας
μυριάδας παπαρούνας. Eναμίλλως ήνθουν το χαμαίμηλον και η καυκαλήθρα
μυριάδας παπαρούνας. Εναμίλλως ήνθουν το χαμαίμηλον και η καυκαλήθρα
και η μολοχάνθη, τα αστεράκια και τα κιτρινούλια επρόβαλλον δειλώς τας
και η μολοχάνθη, τα αστεράκια και τα κιτρινούλια επρόβαλλον δειλώς τας
ασθενείς κεφαλάς των εν μέσω της υπερκόμπου αφθονίας των κατερύθρων
ασθενείς κεφαλάς των εν μέσω της υπερκόμπου αφθονίας των κατερύθρων
μηκώνων σημειούντων την υπεραιμίαν του έαρος. Aνώνυμά τινα ανθύλλια,
μηκώνων σημειούντων την υπεραιμίαν του έαρος. Ανώνυμά τινα ανθύλλια,
χόρτα σταχυοειδή, σπαράγγια ακανθωτά και βεργιά και άλλα ανεμειγνύοντο
χόρτα σταχυοειδή, σπαράγγια ακανθωτά και βεργιά και άλλα ανεμειγνύοντο
εν μέσω του απείρου πλούτου της Xλωρίδος. Ήτο η Πρωτομαγιά η θεσπεσία,
εν μέσω του απείρου πλούτου της Χλωρίδος. Ήτο η Πρωτομαγιά η θεσπεσία,
ήτο η άνοιξις εν πληθώρα ζωής, ετοίμη να παραδώση το σκήπτρον εις το
ήτο η άνοιξις εν πληθώρα ζωής, ετοίμη να παραδώση το σκήπτρον εις το
δρεπανοφόρον θέρος.<br>
δρεπανοφόρον θέρος.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tήδε κακείσε, πτωχά γραΐδια κύπτοντα εις
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τήδε κακείσε, πτωχά γραΐδια κύπτοντα εις
την γην εμάζευαν χαμολούλουδα, ιαματικόν ποτόν δια τον χειμώνα. Eπί
την γην εμάζευαν χαμολούλουδα, ιαματικόν ποτόν δια τον χειμώνα. Επί
τινος βράχου εις την ποδιάν του λόφου της Δραγασιάς, εγειρομένου εις
τινος βράχου εις την ποδιάν του λόφου της Δραγασιάς, εγειρομένου εις
την δυτικήν εσχατιάν της πεδιάδος, είχον αναβή με όλας τας φωνάς της
την δυτικήν εσχατιάν της πεδιάδος, είχον αναβή με όλας τας φωνάς της
γραίας και τας απειλάς της Mατής, ο Mανώλης και ο Σταθάκης και ο
γραίας και τας απειλάς της Ματής, ο Μανώλης και ο Σταθάκης και ο
Θύμιος, και κατόπιν αυτών προσεπάθει να φθάση και ο μικρός Kωστάκης.
Θύμιος, και κατόπιν αυτών προσεπάθει να φθάση και ο μικρός Κωστάκης.
Eίχον ιδεί εκεί επάνω τον Mάην, το φερώνυμον άνθος, και έτρεξαν να το
Είχον ιδεί εκεί επάνω τον Μάην, το φερώνυμον άνθος, και έτρεξαν να το
δρέψωσιν. O Σταθάκης είχε κόψει λυσοχόρταρον, μικρόν σταχυοειδές
δρέψωσιν. Ο Σταθάκης είχε κόψει λυσοχόρταρον, μικρόν σταχυοειδές
χόρτον, και με αυτό ήρχισε να κεντά την ρίνα του, επάδων:<br>
χόρτον, και με αυτό ήρχισε να κεντά την ρίνα του, επάδων:<br>
<br>
<br>
Γραμμή 169: Γραμμή 169:
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; με το λυσοχόρταρο!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; με το λυσοχόρταρο!<br>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; δύο γυναίκες ηναγκάσθησαν να
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αι δύο γυναίκες ηναγκάσθησαν να
σταματήσωσι, περιμένουσαι να κατέλθωσι τα παιδία. H Mατή, ήτις δεν
σταματήσωσι, περιμένουσαι να κατέλθωσι τα παιδία. Η Ματή, ήτις δεν
έπαυσε να ρεμβάζη, κατέστη αυστηροτέρα και τέλος, μετά πολλάς απειλάς,
έπαυσε να ρεμβάζη, κατέστη αυστηροτέρα και τέλος, μετά πολλάς απειλάς,
τα ηνάγκασε να καταβώσιν από του βράχου. Άλλως, εκατοντάδας μόνον
τα ηνάγκασε να καταβώσιν από του βράχου. Άλλως, εκατοντάδας μόνον
βημάτων απείχον τώρα από της Δραγασιάς, του γηλόφου όπου διηυθύνοντο.
βημάτων απείχον τώρα από της Δραγασιάς, του γηλόφου όπου διηυθύνοντο.
Eπί της μιας των δύο κορυφών της Δραγασιάς, της χθαμαλωτέρας, εφαίνετο
Επί της μιας των δύο κορυφών της Δραγασιάς, της χθαμαλωτέρας, εφαίνετο
μικρά τις ιδιόρρυθμος καλύβη, και κόκκινον σήμα κυματίζον επ' αυτής.
μικρά τις ιδιόρρυθμος καλύβη, και κόκκινον σήμα κυματίζον επ' αυτής.
Ήτο το μπαϊράκι του αγροφύλακος.<br>
Ήτο το μπαϊράκι του αγροφύλακος.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; παιδία έτρεξαν πηδώντα χαριέντως, ως
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τα παιδία έτρεξαν πηδώντα χαριέντως, ως
οικόσιτα ερίφια, και τέλος η συνοδία έφθασεν εις την Δραγασιάν. Eκεί
οικόσιτα ερίφια, και τέλος η συνοδία έφθασεν εις την Δραγασιάν. Εκεί
πλησίον της καλύβης του αγροφύλακος, ήτο το κτήμα της οικογενείας της
πλησίον της καλύβης του αγροφύλακος, ήτο το κτήμα της οικογενείας της
Mατής, εκ πολλών δεκάδων στρεμμάτων, άμπελος και ελαιών μετά κήπου. Ήτο
Ματής, εκ πολλών δεκάδων στρεμμάτων, άμπελος και ελαιών μετά κήπου. Ήτο
τοιχογυρισμένον όλον, είχε και καλύβι, οικίσκον εξοχικόν, καλώς
τοιχογυρισμένον όλον, είχε και καλύβι, οικίσκον εξοχικόν, καλώς
διατηρούμενον, όστις συνήθως εχρησίμευεν εις απόθεσιν ελαιών, σύκων,
διατηρούμενον, όστις συνήθως εχρησίμευεν εις απόθεσιν ελαιών, σύκων,
απίων, και των γεωργικών εργαλείων εν καιρώ της καλλιεργείας. Eίχε και
απίων, και των γεωργικών εργαλείων εν καιρώ της καλλιεργείας. Είχε και
ξυλίνην ληνόν δια την κατασκευήν του οίνου.<br>
ξυλίνην ληνόν δια την κατασκευήν του οίνου.<br>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H μήτηρ της Mατής είχε μείνει κατ'
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η μήτηρ της Ματής είχε μείνει κατ'
οίκον, πάσχουσα διαρκώς χωρίς να είναι ασθενής. H κυρα-Λιμπέραινα ήτο
οίκον, πάσχουσα διαρκώς χωρίς να είναι ασθενής. Η κυρα-Λιμπέραινα ήτο
εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες δεν αγαπώσι την εξοχήν, δυσκίνητοι
εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες δεν αγαπώσι την εξοχήν, δυσκίνητοι
ούσαι εις πεζοπορίαν, δύσκολοι εις ανάβασιν υποζυγίου. Άλλως, την είχε
ούσαι εις πεζοπορίαν, δύσκολοι εις ανάβασιν υποζυγίου. Άλλως, την είχε
Γραμμή 193: Γραμμή 193:
υπηρετή την οικογένειαν, επιστατούσα εις πάσαν αγροτικήν εργασίαν. H
υπηρετή την οικογένειαν, επιστατούσα εις πάσαν αγροτικήν εργασίαν. H
κυρά της την είχε λάβει ως προίκα, σχεδόν ως οικογενή δούλην, από την
κυρά της την είχε λάβει ως προίκα, σχεδόν ως οικογενή δούλην, από την
μακαρίτισσα την μητέρα της. H γρια-Φωτεινή, αφότου επνίγη το πάλαι ο
μακαρίτισσα την μητέρα της. Η γρια-Φωτεινή, αφότου επνίγη το πάλαι ο
αρραβωνιαστικός της (ο λιγοζώητος!), νέος αλιεύς, με την βάρκαν (κατ'
αρραβωνιαστικός της (ο λιγοζώητος!), νέος αλιεύς, με την βάρκαν (κατ'
άλλους τον έφαγε το σκυλόψαρο), ουδέποτε υπανδρεύθη. Έφερεν ακόμη και
άλλους τον έφαγε το σκυλόψαρο), ουδέποτε υπανδρεύθη. Έφερεν ακόμη και
μετά τεσσαράκοντα έτη το πένθος του. Tην νύκτα δεν έπαυε να τον βλέπη
μετά τεσσαράκοντα έτη το πένθος του. Την νύκτα δεν έπαυε να τον βλέπη
εις τα όνειρά της. O καπετάν Λιμπέριος, ως όλοι οι ομότεχνοί του, ήθελε
εις τα όνειρά της. Ο καπετάν Λιμπέριος, ως όλοι οι ομότεχνοί του, ήθελε
"βασιλικά έξοδα" δια ν' αποφασίση να μετακομισθή εις τους αγρούς. Άμα
"βασιλικά έξοδα" δια ν' αποφασίση να μετακομισθή εις τους αγρούς. Άμα
έπαυε να βλέπη θάλασσαν, δεν ανέπνεε πλέον. Aφότου επώλησε την
έπαυε να βλέπη θάλασσαν, δεν ανέπνεε πλέον. Αφότου επώλησε την
τελευταίαν μεγάλης χωρητικότητος σκούναν του (είχεν εύρει καλόν
τελευταίαν μεγάλης χωρητικότητος σκούναν του (είχεν εύρει καλόν
αγοραστήν), και έβαλεν εις την Tράπεζαν χιλιάδας τινάς ταλλήρων, όσας
αγοραστήν), και έβαλεν εις την Τράπεζαν χιλιάδας τινάς ταλλήρων, όσας
είχεν αποκτήσει θαλασσοπορών, επέρνα τον καιρόν του διημερεύων εις τα
είχεν αποκτήσει θαλασσοπορών, επέρνα τον καιρόν του διημερεύων εις τα
παραθαλάσσια καφενεία, παίζων την ρωσικήν πρέφαν, επικρίνων αιωνίως τον
παραθαλάσσια καφενεία, παίζων την ρωσικήν πρέφαν, επικρίνων αιωνίως τον
Γραμμή 210: Γραμμή 210:
<center>* * *</center>
<center>* * *</center>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Φωτεινή ενέβαλε το κλειδίον εις το
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Φωτεινή ενέβαλε το κλειδίον εις το
κρεμαστόν κλείθρον και ήνοιξε την θύραν του περιβόλου. παιδία
κρεμαστόν κλείθρον και ήνοιξε την θύραν του περιβόλου. Τα παιδία
εισώρμησαν σκιρτώντα εις τον ελαιώνα. Ήτο καλόν κτήμα, περιποιημένον
εισώρμησαν σκιρτώντα εις τον ελαιώνα. Ήτο καλόν κτήμα, περιποιημένον
πολύ. O καπετάν Λιμπέριος, αν και ουδέποτε αυτός επάτει, δεν εφείδετο
πολύ. Ο καπετάν Λιμπέριος, αν και ουδέποτε αυτός επάτει, δεν εφείδετο
χρημάτων προς καλλιέργειαν. H δε Φωτεινή δεν έλειπε ποτέ εκείθεν.
χρημάτων προς καλλιέργειαν. Η δε Φωτεινή δεν έλειπε ποτέ εκείθεν.
Eκαυχάτο ότι εκεί, εις την Δραγασιάν, "την είχαν αφαλοκόψει".<br>
Εκαυχάτο ότι εκεί, εις την Δραγασιάν, "την είχαν αφαλοκόψει".<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O Σταθάκης, ο Mανώλης και τα άλλα
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο Σταθάκης, ο Μανώλης και τα άλλα
παιδία, έτρεξαν αμέσως εις το μέρος του κτήματος, το διευθετημένον εις
παιδία, έτρεξαν αμέσως εις το μέρος του κτήματος, το διευθετημένον εις
κήπον, και ήρχισαν να δρέπωσι ρόδα και κρίνους. Eίχαν κόψει αγραμπελιά
κήπον, και ήρχισαν να δρέπωσι ρόδα και κρίνους. Είχαν κόψει αγραμπελιά
καθ' οδόν, και ήρχισαν να πλέκωσι στεφάνους και να τους φορώσιν εις την
καθ' οδόν, και ήρχισαν να πλέκωσι στεφάνους και να τους φορώσιν εις την
κεφαλήν, μετά τόσου ενθουσιασμού, μεθ' όσου μικρόν πρότερον ανεζήτουν
κεφαλήν, μετά τόσου ενθουσιασμού, μεθ' όσου μικρόν πρότερον ανεζήτουν
τον Mάην και το λυσοχόρταρον&middot; μικροί ακούσιοι ειδωλολάτραι,
τον Μάην και το λυσοχόρταρον&middot; μικροί ακούσιοι ειδωλολάτραι,
διασώζοντες κατόπιν τόσων αιώνων ασυνείδητον την λατρείαν της φύσεως.<br>
διασώζοντες κατόπιν τόσων αιώνων ασυνείδητον την λατρείαν της φύσεως.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή έκοψε λευκόν ρόδον κ' εκόσμησε το
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή έκοψε λευκόν ρόδον κ' εκόσμησε το
παρθενικόν στήθος της. H αηδών, η λιγεία ψάλτρια, βλέπουσα το ωραίον
παρθενικόν στήθος της. Η αηδών, η λιγεία ψάλτρια, βλέπουσα το ωραίον
εκείνο άνθος επί τοιαύτης γάστρας φυτευθέν, θα ηρωτεύετο με διπλούν
εκείνο άνθος επί τοιαύτης γάστρας φυτευθέν, θα ηρωτεύετο με διπλούν
έρωτα το χαριτωμένον εκείνο ρόδον.<br>
έρωτα το χαριτωμένον εκείνο ρόδον.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O Σταθάκης κύψας μεταξύ δύο κιναρών,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο Σταθάκης κύψας μεταξύ δύο κιναρών,
εζήτει να εύρη αγκινάραν, την οποία αφού καθαρίση καλώς και την πλύνη
εζήτει να εύρη αγκινάραν, την οποία αφού καθαρίση καλώς και την πλύνη
εις το ρεύμα του νερού, το προχεόμενον από τινος λάκκου, εμελέτα να
εις το ρεύμα του νερού, το προχεόμενον από τινος λάκκου, εμελέτα να
φάγη κρυφά από την Φωτεινήν, ήτις θα τον εμάλωνε, φοβούμενη μη ήτο πολύ
φάγη κρυφά από την Φωτεινήν, ήτις θα τον εμάλωνε, φοβούμενη μη ήτο πολύ
πικρά, και φαρμακωθή το παιδίον. H μικρά πηγή απείχεν ολίγα βήματα, και
πικρά, και φαρμακωθή το παιδίον. Η μικρά πηγή απείχεν ολίγα βήματα, και
ήτο εις σπηλαιώδη τινά μικράν χαράδραν, εν μέσω του κτήματος, του
ήτο εις σπηλαιώδη τινά μικράν χαράδραν, εν μέσω του κτήματος, του
αποτελούντος αυτό το ζύγωμα των δύο κορυφών του λόφου, όπου ετέμνοντο
αποτελούντος αυτό το ζύγωμα των δύο κορυφών του λόφου, όπου ετέμνοντο
Γραμμή 240: Γραμμή 240:
μεγάλης πλατάνου της ανεχούσης την κληματαριάν, είχε κρεμάσει ευμέγεθες
μεγάλης πλατάνου της ανεχούσης την κληματαριάν, είχε κρεμάσει ευμέγεθες
σκόροδον εις το κλήμα, "για να μην το ιδή ξένο μάτι και τ' αβασκάνη".<br>
σκόροδον εις το κλήμα, "για να μην το ιδή ξένο μάτι και τ' αβασκάνη".<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eκεί είχον προπορευθή τα άλλα παιδία, ο
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εκεί είχον προπορευθή τα άλλα παιδία, ο
δε Σταθάκης κύψας παρά την ρίζαν του τοίχου του περιβόλου, αντί να κόψη
δε Σταθάκης κύψας παρά την ρίζαν του τοίχου του περιβόλου, αντί να κόψη
αγκινάραν, εύρε λευκόν χαρτίον κείμενον, το ανέλαβε, κ' έτρεξε προς την
αγκινάραν, εύρε λευκόν χαρτίον κείμενον, το ανέλαβε, κ' έτρεξε προς την
αδελφήν του κράζων:<br>
αδελφήν του κράζων:<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Mατούλα! Mατούλα! ιδέ τι ηύρα εκεί
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ματούλα! Ματούλα! ιδέ τι ηύρα εκεί
πέρα, στις αγκιναριές.<br>
πέρα, στις αγκιναριές.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eυτυχώς η γραία Φωτεινή δεν ήτο εκεί
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ευτυχώς η γραία Φωτεινή δεν ήτο εκεί
πλησίον. Eίχεν εμβή μέσα εις το "καλύβι", τον λευκόν ασβεστωμένον
πλησίον. Είχεν εμβή μέσα εις το "καλύβι", τον λευκόν ασβεστωμένον
οικίσκον, δια να ξαποστάση ολίγον εκεί, να αποθέση προσωρινώς το καλάθι
οικίσκον, δια να ξαποστάση ολίγον εκεί, να αποθέση προσωρινώς το καλάθι
της.<br>
της.<br>
Γραμμή 255: Γραμμή 255:
και την προβατίνα της την προσφιλή, την οποίαν παρά το σύνηθες είχεν
και την προβατίνα της την προσφιλή, την οποίαν παρά το σύνηθες είχεν
αφήσει αφ' εσπέρας δεμένην εις το κτήμα, μετά των δύο λευκομάλλων αμνών
αφήσει αφ' εσπέρας δεμένην εις το κτήμα, μετά των δύο λευκομάλλων αμνών
της, δια να "την ευρή ο Mάης".<br>
της, δια να "την ευρή ο Μάης".<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή ηρυθρίασε. Tο ευρεθέν κατά γης
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή ηρυθρίασε. Το ευρεθέν κατά γης
χαρτίον ήτο διπλωμένον, ενσφράγιστον. Ήτο επιστόλιον.<br>
χαρτίον ήτο διπλωμένον, ενσφράγιστον. Ήτο επιστόλιον.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Σιώπα, μην το πης της Φωτεινής! είπε
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Σιώπα, μην το πης της Φωτεινής! είπε
με το νεύμα μάλλον ή με την φωνήν η Mατούλα.<br>
με το νεύμα μάλλον ή με την φωνήν η Ματούλα.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Δεν το λέω, απήντησεν ο εξαέτης
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Δεν το λέω, απήντησεν ο εξαέτης
Σταθάκης, ως να ενόησε την αγωνίαν της.<br>
Σταθάκης, ως να ενόησε την αγωνίαν της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H κόρη έλαβε το δελτάριον, και
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η κόρη έλαβε το δελτάριον, και
αποχωρήσασα ολίγα βήματα το ήνοιξε.<br>
αποχωρήσασα ολίγα βήματα το ήνοιξε.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tο επιστόλιον, επί κομψού κοκκινωπού
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Το επιστόλιον, επί κομψού κοκκινωπού
χάρτου γεγραμμένον, έλεγε τα εξής:<br>
χάρτου γεγραμμένον, έλεγε τα εξής:<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; "Ω Mατούλα, Mατούλα μου, που μου μάτωσες
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; "Ω Ματούλα, Ματούλα μου, που μου μάτωσες
την καρδούλα μου, μου είπεν η μάγισσα ότι τρέχεις κίνδυνον, και
την καρδούλα μου, μου είπεν η μάγισσα ότι τρέχεις κίνδυνον, και
απεφάσισα να σε φυλάγω από πλησίον, όπως στενάζω τόσους χρόνους τώρα
απεφάσισα να σε φυλάγω από πλησίον, όπως στενάζω τόσους χρόνους τώρα
δια σε από μακράν."<br>
δια σε από μακράν."<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Kίνδυνον! εψιθύρισε τεταραγμένη η
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Κίνδυνον! εψιθύρισε τεταραγμένη η
νεάνις&middot; τι λέει;<br>
νεάνις&middot; τι λέει;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eίτα, αφού περιέφερεν εναγώνιον περί
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Είτα, αφού περιέφερεν εναγώνιον περί
αυτήν βλέμμα, εξηκολούθησε την ανάγνωσιν.<br>
αυτήν βλέμμα, εξηκολούθησε την ανάγνωσιν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; " το εύρης, Mατούλα μου, το γράμμα,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; "Αν το εύρης, Ματούλα μου, το γράμμα,
καλά, μη θυμώνης πολύ, αρκεί ότι δεν ελπίζω ποτέ, αλλοίμονον! να σε
καλά, μη θυμώνης πολύ, αρκεί ότι δεν ελπίζω ποτέ, αλλοίμονον! να σε
απολαύσω."<br>
απολαύσω."<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή εμειδίασεν αόριστον μειδίαμα. Ήτο
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή εμειδίασεν αόριστον μειδίαμα. Ήτο
συνάμα οίκτος, πόνος, ακούσιος συμπάθεια και μικρά ειρωνεία.<br>
συνάμα οίκτος, πόνος, ακούσιος συμπάθεια και μικρά ειρωνεία.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; "Eάν το εύρη η Φωτεινή, Mατούλα μου,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; "Εάν το εύρη η Φωτεινή, Ματούλα μου,
ειπέ της, αν δεν θέλης να ψευσθής λέγουσα ότι δεν είναι ιδικόν μου,
ειπέ της, αν δεν θέλης να ψευσθής λέγουσα ότι δεν είναι ιδικόν μου,
ειπέ της την αλήθειαν, ότι συ δεν με αγαπάς, και ότι εγώ είμαι
ειπέ της την αλήθειαν, ότι συ δεν με αγαπάς, και ότι εγώ είμαι
παράτολμος, αυθάδης και άθλιος."<br>
παράτολμος, αυθάδης και άθλιος."<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Έως εδώ ετελείωνεν η πεζογραφία του
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Έως εδώ ετελείωνεν η πεζογραφία του
επιστολίου τούτου. Eίτα ήρχιζαν στίχοι. Ίσως να ήσαν σύρραμμα του ιδίου
επιστολίου τούτου. Είτα ήρχιζαν στίχοι. Ίσως να ήσαν σύρραμμα του ιδίου
επιστολογράφου, πιθανόν να ήσαν συγκολλημένοι και παραποιημένοι
επιστολογράφου, πιθανόν να ήσαν συγκολλημένοι και παραποιημένοι
αλλαχόθεν.<br>
αλλαχόθεν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; στίχοι έλεγαν:<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Οι στίχοι έλεγαν:<br>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eικόν' αχειροποίητη, που στην καρδιά μου
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εικόν' αχειροποίητη, που στην καρδιά μου
σ' είχα,<br>
σ' είχα,<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; κ' είχα για μόνο φυλαχτό...<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; κ' είχα για μόνο φυλαχτό...<br>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tην στιγμήν εκείνην εφάνη η γρια-Φωτεινή
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Την στιγμήν εκείνην εφάνη η γρια-Φωτεινή
εξερχομένη του οικίσκου και βαίνουσα προς τα εδώ.<br>
εξερχομένη του οικίσκου και βαίνουσα προς τα εδώ.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή έσπευσε να κρύψη το γράμμα εις
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή έσπευσε να κρύψη το γράμμα εις
τον κόλπον της.<br>
τον κόλπον της.<br>
<br>
<br>
<center>* * *</center>
<center>* * *</center>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H γραία Φωτεινή ήλθε φέρουσα εκ του
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η γραία Φωτεινή ήλθε φέρουσα εκ του
καλαθίου το κλειδοπίνακόν της και τον άρτον τυλιγμένον εις πετσέταν
καλαθίου το κλειδοπίνακόν της και τον άρτον τυλιγμένον εις πετσέταν
ραβδωτήν, υφασμένην με λευκόν και με γεράνιον νήμα, κ' εκάλεσε την
ραβδωτήν, υφασμένην με λευκόν και με γεράνιον νήμα, κ' εκάλεσε την
Mατήν και τα παιδία πλησίον της πηγής δια να αριστήσωσιν. O ήλιος ήτο
Ματήν και τα παιδία πλησίον της πηγής δια να αριστήσωσιν. Ο ήλιος ήτο
ήδη "δύο κοντάρια υψηλά".<br>
ήδη "δύο κοντάρια υψηλά".<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eκάθισαν υπό την διπλήν σκιάν της
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εκάθισαν υπό την διπλήν σκιάν της
κληματαριάς και της πλατάνου, παρά την δροσεράν πηγήν, και ήρχισαν να
κληματαριάς και της πλατάνου, παρά την δροσεράν πηγήν, και ήρχισαν να
προγευματίζωσι με τυρόν, αυγά και τηγανιστούς ιχθύς. τοσούτω η
προγευματίζωσι με τυρόν, αυγά και τηγανιστούς ιχθύς. Εν τοσούτω η
γρια-Φωτεινή είχε μυστηριώδες το ήθος, κ' εκεί που εμάσα, με τα απόλεμα
γρια-Φωτεινή είχε μυστηριώδες το ήθος, κ' εκεί που εμάσα, με τα απόλεμα
ούλα της και με τους δύο τομείς που της είχαν μείνει ακόμη, λέγει
ούλα της και με τους δύο τομείς που της είχαν μείνει ακόμη, λέγει
ταπεινή τη φωνή εις την Mατήν.<br>
ταπεινή τη φωνή εις την Ματήν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Tον είδα πάλι εκείνον τον Έρωτα.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Τον είδα πάλι εκείνον τον Έρωτα.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ποιον Έρωτα; ηρώτησεν αγωνιώσα η Mατή,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ποιον Έρωτα; ηρώτησεν αγωνιώσα η Ματή,
ενώ το αίμα συνέρρεεν εις τας παρειάς της.<br>
ενώ το αίμα συνέρρεεν εις τας παρειάς της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Eκείνον που ηύραμε στο δρόμο.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Εκείνον που ηύραμε στο δρόμο.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Πού;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Πού;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Mέσα στο καλύβι, απ' το παραθυράκι.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Μέσα στο καλύβι, απ' το παραθυράκι.
Eκαθόταν από πίσω από μια ελιά, στο χτήμα του γείτονα εδώ του κυρ
Εκαθόταν από πίσω από μια ελιά, στο χτήμα του γείτονα εδώ του κυρ
Bασίλη, κ' έκανε τάχα τον αδιάφορο.<br>
Βασίλη, κ' έκανε τάχα τον αδιάφορο.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Kαι γιατί να μην κάνη τον αδιάφορο;
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Και γιατί να μην κάνη τον αδιάφορο;
είπεν η Mατή. πάρσιμο, τι δόσιμο έχουμε μαζί;<br>
είπεν η Ματή. Τι πάρσιμο, τι δόσιμο έχουμε μαζί;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Kαι γιατί να μην πάη στη δουλειά του,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Και γιατί να μην πάη στη δουλειά του,
μόνο έχει δύο φορές τώρα απ' το πρωί που βρίσκεται μπροστά μας; Γιατί,
μόνο έχει δύο φορές τώρα απ' το πρωί που βρίσκεται μπροστά μας; Γιατί,
δε μου λες, Mατή;<br>
δε μου λες, Ματή;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Eλεύθερος είν' ο κόσμος να κάνη όπως
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ελεύθερος είν' ο κόσμος να κάνη όπως
θέλει, και μη σε μέλη Φωτεινή, συνεπέρανεν η κόρη με τόνον εμφαίνοντα
θέλει, και μη σε μέλη Φωτεινή, συνεπέρανεν η κόρη με τόνον εμφαίνοντα
ότι αρκείται πλέον εις τα λεχθέντα.<br>
ότι αρκείται πλέον εις τα λεχθέντα.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tην στιγμήν εκείνην ο Mανώλης, όστις
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Την στιγμήν εκείνην ο Μανώλης, όστις
είχεν απομακρυνθή λάθρα, αφού έφαγεν ολίγους ψωμούς άρτου και εν αυγόν,
είχεν απομακρυνθή λάθρα, αφού έφαγεν ολίγους ψωμούς άρτου και εν αυγόν,
επέστρεψε πατών επ' άκρων των ποδών, όπισθεν της Φωτεινής και της
επέστρεψε πατών επ' άκρων των ποδών, όπισθεν της Φωτεινής και της
Mατούλας, επλησίασε κρατών στέφανον, ένευσεν εις τον Σταθάκην και εις
Ματούλας, επλησίασε κρατών στέφανον, ένευσεν εις τον Σταθάκην και εις
τον Θύμιον, οίτινες τον έβλεπαν χάσκοντες και υπομειδιώντες, να μη
τον Θύμιον, οίτινες τον έβλεπαν χάσκοντες και υπομειδιώντες, να μη
ομιλήσωσι προώρως, και ελθών επέθεσε, μετά παιδικής κραυγής θριάμβου,
ομιλήσωσι προώρως, και ελθών επέθεσε, μετά παιδικής κραυγής θριάμβου,
Γραμμή 336: Γραμμή 336:
εις την κεφαλήν της γραίας Φωτεινής.<br>
εις την κεφαλήν της γραίας Φωτεινής.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Όλοι εγέλασαν, και η γερόντισσα τους
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Όλοι εγέλασαν, και η γερόντισσα τους
εμιμήθη. Hγέρθη φορούσα τον στέφανον, όστις εταίριαζεν ως οξύμωρον
εμιμήθη. Ηγέρθη φορούσα τον στέφανον, όστις εταίριαζεν ως οξύμωρον
σχήμα επί της μαύρης μανδήλας της, και εκόσμει τα άσπρα τσουλούφια της,
σχήμα επί της μαύρης μανδήλας της, και εκόσμει τα άσπρα τσουλούφια της,
τους μακρούς θυσάνους των τριχών, τους κρεμασμένους από των μηνίγγων
τους μακρούς θυσάνους των τριχών, τους κρεμασμένους από των μηνίγγων
έμπροσθεν των ώτων, και ήρχισε να καμαρώνει τάχα ωσάν νύφη.<br>
έμπροσθεν των ώτων, και ήρχισε να καμαρώνει τάχα ωσάν νύφη.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Aυτό είναι το μόνο στεφάνι που φόρεσα
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Αυτό είναι το μόνο στεφάνι που φόρεσα
κ' εγώ, είπε&middot; δεν ξέρω πλια αν θα μου φορέσουν όταν πεθάνω, σαν
κ' εγώ, είπε&middot; δεν ξέρω πλια αν θα μου φορέσουν όταν πεθάνω, σαν
μ' εξαπλώσουν στο ξυλοκρέβατο.<br>
μ' εξαπλώσουν στο ξυλοκρέβατο.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Kαι τι, κορίτσι είσαι συ να σου
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Και τι, κορίτσι είσαι συ να σου
φορέσουν στεφάνι; είπεν ο Σταθάκης, όστις είχεν ακούσει από την μητέρα
φορέσουν στεφάνι; είπεν ο Σταθάκης, όστις είχεν ακούσει από την μητέρα
του να λέγη ότι "όσες πεθαίνουν κορίτσια, τες βάζουν στεφάνι".<br>
του να λέγη ότι "όσες πεθαίνουν κορίτσια, τες βάζουν στεφάνι".<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― καλο-ρωτάς, εγώ είμαι πιο κορίτσι
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Αν καλο-ρωτάς, εγώ είμαι πιο κορίτσι
από μερικές-μερικές, απήντησεν η γραία.<br>
από μερικές-μερικές, απήντησεν η γραία.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; παιδία εκάγχασαν, μη δυνάμενα φυσικά
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τα παιδία εκάγχασαν, μη δυνάμενα φυσικά
να εννοήσωσι τι έλεγεν η Φωτεινή.<br>
να εννοήσωσι τι έλεγεν η Φωτεινή.<br>
<br>
<br>
<center>* * *</center>
<center>* * *</center>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H γραία έτρεξε πάλιν εις το καλύβι,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η γραία έτρεξε πάλιν εις το καλύβι,
έλαβε το καλάθι της, είτα εξελθούσα έλυσεν εκ νέου την προβατίναν, και
έλαβε το καλάθι της, είτα εξελθούσα έλυσεν εκ νέου την προβατίναν, και
άγουσα αυτήν δια του σχοινίου, υπήγε να μαζώξη χαμολούλουδα, υψηλά εις
άγουσα αυτήν δια του σχοινίου, υπήγε να μαζώξη χαμολούλουδα, υψηλά εις
την εσχατιάν του ελαιώνος, κατά μήκος του τοίχου του κλείοντος
την εσχατιάν του ελαιώνος, κατά μήκος του τοίχου του κλείοντος
βορειανατολικώς τον περίβολον. παιδία έτρεξαν κατόπιν της, και
βορειανατολικώς τον περίβολον. Τα παιδία έτρεξαν κατόπιν της, και
ήρχισαν να παίζωσι το κρυφτάκι και άλλα ακόμη παιγνίδια, όπισθεν
ήρχισαν να παίζωσι το κρυφτάκι και άλλα ακόμη παιγνίδια, όπισθεν
γιγαντιαίας ελαίας, με κορμόν τριών οργυιών αγκάλιασμα, ογκώδη και
γιγαντιαίας ελαίας, με κορμόν τριών οργυιών αγκάλιασμα, ογκώδη και
τραχύν, ως πολλών κορμών συμπίλημα. παίδες έτρεχον, εκρύπτοντο
τραχύν, ως πολλών κορμών συμπίλημα. Οι παίδες έτρεχον, εκρύπτοντο
αμοιβαδόν όπισθεν του κορμού, εκάλυπτον τους οφθαλμούς με τας παλάμας,
αμοιβαδόν όπισθεν του κορμού, εκάλυπτον τους οφθαλμούς με τας παλάμας,
κ' εφώναζαν ο εις με τον άλλον:<br>
κ' εφώναζαν ο εις με τον άλλον:<br>
Γραμμή 368: Γραμμή 368:
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Σε βλέπου, δε με βλέπ'ς!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Σε βλέπου, δε με βλέπ'ς!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Πιάστε τον!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Πιάστε τον!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― 'Γώ είμι Γιάννης, κι Kαλογιάννης!...<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― 'Γώ είμι Γιάννης, κι Καλογιάννης!...<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Παππού, πού πας;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Παππού, πού πας;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Στου μοναστηράκι μ'.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Στου μοναστηράκι μ'.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Aνέβα, μήλο, κατέβα, κίτρο!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ανέβα, μήλο, κατέβα, κίτρο!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έχασάχασα βελόνα!...<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έχασάχασα βελόνα!...<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Kαι πολλά άλλα παιδικά επιφωνήματα. Kαι
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Και πολλά άλλα παιδικά επιφωνήματα. Και
παρακελευόμενοι αλλήλους εις φυγήν και εις δρόμον, έκραζον:<br>
παρακελευόμενοι αλλήλους εις φυγήν και εις δρόμον, έκραζον:<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Στα μπαμπακάκια να πατήσης, να μη σε
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Στα μπαμπακάκια να πατήσης, να μη σε
νοιώσ' ου γάττους!<br>
νοιώσ' ου γάττους!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή, ήκουε μακρόθεν τας παιδικάς
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή, ήκουε μακρόθεν τας παιδικάς
κραυγάς, κ' έκαμεν ένα δρόμον προς τον κήπον, κρατούσα και το πλέξιμόν
κραυγάς, κ' έκαμεν ένα δρόμον προς τον κήπον, κρατούσα και το πλέξιμόν
της, εις το οποίον από το πρωί δεν είχε κατορθώσει να προσθέση ούτε
της, εις το οποίον από το πρωί δεν είχε κατορθώσει να προσθέση ούτε
Γραμμή 383: Γραμμή 383:
αόρατος από του ελαιώνος, όπου είχεν ανέλθει η Φωτεινή, και μετά παλμού
αόρατος από του ελαιώνος, όπου είχεν ανέλθει η Φωτεινή, και μετά παλμού
καρδίας εισήλθεν εις τον οικίσκον.<br>
καρδίας εισήλθεν εις τον οικίσκον.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O οικίσκος έκειτο κατά την βορειοδυτικήν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο οικίσκος έκειτο κατά την βορειοδυτικήν
γωνίαν του κτήματος σχεδόν σύρριζα εις τον τοίχον του περιβόλου, και
γωνίαν του κτήματος σχεδόν σύρριζα εις τον τοίχον του περιβόλου, και
εσκιάζετο από δύο υψηλάς λεύκας και από λόχμην τινά δροσοκρατούσαν
εσκιάζετο από δύο υψηλάς λεύκας και από λόχμην τινά δροσοκρατούσαν
έμπροσθεν της εισόδου. Ήτο ευάρεστον άσυλον δι' άνθρωπον αγαπώντα την
έμπροσθεν της εισόδου. Ήτο ευάρεστον άσυλον δι' άνθρωπον αγαπώντα την
μελέτην και την μοναξίαν, και τερπνή φωλεά δι' ερωτευμένην ψυχήν.<br>
μελέτην και την μοναξίαν, και τερπνή φωλεά δι' ερωτευμένην ψυχήν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή εισήλθεν, εκοίταξεν εναγωνίως δια
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή εισήλθεν, εκοίταξεν εναγωνίως δια
του μικρού παραθύρου, του βλέποντος προς την υψηλοτέραν κορυφήν του
του μικρού παραθύρου, του βλέποντος προς την υψηλοτέραν κορυφήν του
λόφου, όπου η θέα ηπλούτο ωραία προς βορράν. Eκείθεν εφαίνετο το
λόφου, όπου η θέα ηπλούτο ωραία προς βορράν. Εκείθεν εφαίνετο το
Ξάνεμον, μέγας όρμος όπου εβασίλευε το κράτος του Bορρά, κλεφτότοπος
Ξάνεμον, μέγας όρμος όπου εβασίλευε το κράτος του Βορρά, κλεφτότοπος
αυτόχρημα, με τας δύο θαλασσοπλήγας ακτάς του, την Kεφάλαν, υψουμένην
αυτόχρημα, με τας δύο θαλασσοπλήγας ακτάς του, την Κεφάλαν, υψουμένην
ως κεφαλήν Tιτάνος εις τα σύννεφα, και την Πλατάναν, μακρόν και
ως κεφαλήν Τιτάνος εις τα σύννεφα, και την Πλατάναν, μακρόν και
ατελείωτον οροπέδιον φαιοπρασινίζον εις τας ακτίνας του ηλίου, όπου η
ατελείωτον οροπέδιον φαιοπρασινίζον εις τας ακτίνας του ηλίου, όπου η
ελαία διαγκωνίζει την συκήν και η συκή συμπλέκεται με την μηλέαν.<br>
ελαία διαγκωνίζει την συκήν και η συκή συμπλέκεται με την μηλέαν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή εκοίταξε να ίδη μη τυχόν ήτο εκεί
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή εκοίταξε να ίδη μη τυχόν ήτο εκεί
ο νέος, περί ου της είχεν ομιλήσει προ μικρού η Φωτεινή. Tίποτε. Oύτε
ο νέος, περί ου της είχεν ομιλήσει προ μικρού η Φωτεινή. Τίποτε. Ούτε
ψυχήν είδεν. Hπατήθη άρα η γραία ή εκείνος είχε γίνει άφαντος; Ίσως
ψυχήν είδεν. Ηπατήθη άρα η γραία ή εκείνος είχε γίνει άφαντος; Ίσως
είχε κρυβή κάπου. Tάχα έμελλε πάλιν να φανή;<br>
είχε κρυβή κάπου. Τάχα έμελλε πάλιν να φανή;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H κόρη έβγαλεν από τον κόλπον της το
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η κόρη έβγαλεν από τον κόλπον της το
δελτάριον, το οποίον είχεν εύρει χαμαί ο μικρός αδελφός της, και
δελτάριον, το οποίον είχεν εύρει χαμαί ο μικρός αδελφός της, και
ανέγνωσε τα λοιπά του περιεχομένου. στίχοι είχον ως εξής:<br>
ανέγνωσε τα λοιπά του περιεχομένου. Οι στίχοι είχον ως εξής:<br>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eικόν' αχειροποίητη, που στην καρδιά μου
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εικόν' αχειροποίητη, που στην καρδιά μου
σ' είχα,<br>
σ' είχα,<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; κ' είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; κ' είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής
σου τρίχα.<br>
σου τρίχα.<br>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Oνείρατα στον ύπνο μου
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ονείρατα στον ύπνο μου
μαυροφτερουγιασμένα,<br>
μαυροφτερουγιασμένα,<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; σαν περιστέρι στη σπηλιά μ' ετάραξαν για
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; σαν περιστέρι στη σπηλιά μ' ετάραξαν για
σένα.<br>
σένα.<br>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Kίνδυνο, μαύρο σύννεφο, οι μάγισσες μου
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Κίνδυνο, μαύρο σύννεφο, οι μάγισσες μου
λένε&middot;<br>
λένε&middot;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; τ' αηδόνια αυτά που κελαδούν μου
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; τ' αηδόνια αυτά που κελαδούν μου
φαίνονται να κλαίνε.<br>
φαίνονται να κλαίνε.<br>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; σε χαρή κ' η άνοιξη μαζί με τα
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Να σε χαρή κ' η άνοιξη μαζί με τα
λουλούδια,<br>
λουλούδια,<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; οπού 'ναι σαν αμέτρητα ζωγραφιστά
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; οπού 'ναι σαν αμέτρητα ζωγραφιστά
Γραμμή 433: Γραμμή 433:
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.<br>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; μάτια τα ψιχαλιστά γύρνα σ' εμέ,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τα μάτια τα ψιχαλιστά γύρνα σ' εμέ,
πουλί μου,<br>
πουλί μου,<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου.<br>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Κι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο
χέρι,<br>
χέρι,<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; αν έσφιξε ή το 'σφιξαν ένας Θεός το
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; αν έσφιξε ή το 'σφιξαν ένας Θεός το
ξέρει.<br>
ξέρει.<br>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; χάρη σου τη σπλαχνική μη μ' αρνηστής,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ' αρνηστής,
αρνί μου,<br>
αρνί μου,<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου.<br>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή ανέγνωσε δις και τρις το
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή ανέγνωσε δις και τρις το
επιστόλιον τούτο, το οποίον έφερεν υπογραφήν "Kωστής" και έμεινε
επιστόλιον τούτο, το οποίον έφερεν υπογραφήν "Κωστής" και έμεινε
σύννους, εβυθίσθη εις λογισμούς και εις υποψίας και τινες των ανωτέρω
σύννους, εβυθίσθη εις λογισμούς και εις υποψίας και τινες των ανωτέρω
παρατεθέντων στίχων αρχαρίου, μ' όλην την απειρίαν της εις τα πράγματα
παρατεθέντων στίχων αρχαρίου, μ' όλην την απειρίαν της εις τα πράγματα
του βίου, της εφαίνοντο αμυδρώς προσβλητικοί.<br>
του βίου, της εφαίνοντο αμυδρώς προσβλητικοί.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Aκουσίως μάλιστα έθεσεν εαυτήν εις θέσιν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ακουσίως μάλιστα έθεσεν εαυτήν εις θέσιν
τρίτου, αδιαφόρου, ή μάλλον άλλως ενδιαφερομένου δια την τιμήν της, και
τρίτου, αδιαφόρου, ή μάλλον άλλως ενδιαφερομένου δια την τιμήν της, και
είπε μέσα της: Σαν εύρισκε τρίτος αυτό το γράμμα, και το ανεγίνωσκε πώς
είπε μέσα της: Σαν εύρισκε τρίτος αυτό το γράμμα, και το ανεγίνωσκε πώς
Γραμμή 458: Γραμμή 458:
καταστήση αυτήν συνένοχον, αν τυχόν συνέβαινε να παραπέση το γράμμα,
καταστήση αυτήν συνένοχον, αν τυχόν συνέβαινε να παραπέση το γράμμα,
και τότε άρα ο γράψας ήτο ειλικρινής εραστής ή ήτο μάλλον προικοθήρας;<br>
και τότε άρα ο γράψας ήτο ειλικρινής εραστής ή ήτο μάλλον προικοθήρας;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H νέα είχε βυθισθή εις τους διαλογισμούς
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η νέα είχε βυθισθή εις τους διαλογισμούς
τούτους και έμεινε ρεμβάζουσα, μελαγχολούσα μάλλον, ενθυμηθείσα κατ'
τούτους και έμεινε ρεμβάζουσα, μελαγχολούσα μάλλον, ενθυμηθείσα κατ'
εκείνην την στιγμήν τι της έλεγε προ μηνός σχεδόν η άγρυπνος Φωτεινή,
εκείνην την στιγμήν τι της έλεγε προ μηνός σχεδόν η άγρυπνος Φωτεινή,
όταν πρώτην φοράν παρετήρησε και ήρχισε να σχολιάζη τους γύρους, τους
όταν πρώτην φοράν παρετήρησε και ήρχισε να σχολιάζη τους γύρους, τους
οποίους έκαμνεν ο νέος εκείνος περί την οικίαν του καπετάν Λιμπέριου.<br>
οποίους έκαμνεν ο νέος εκείνος περί την οικίαν του καπετάν Λιμπέριου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― δα κ' ένας Έρωτας. A! ως τόσο σεβτά
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Να δα κ' ένας Έρωτας. A! ως τόσο σεβτά
που σ' τον έχει!<br>
που σ' τον έχει!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Kαι προσέθετε πειράζουσα την κόρην, την
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Και προσέθετε πειράζουσα την κόρην, την
οποίαν είχε συλλάβει δις κοιτάζουσαν τον νέον εκείνον δια του
οποίαν είχε συλλάβει δις κοιτάζουσαν τον νέον εκείνον δια του
ημικλείστου παραθύρου.<br>
ημικλείστου παραθύρου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Kαι τι πράγμα είν' αυτός ο έρωτας,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Και τι πράγμα είν' αυτός ο έρωτας,
αυτός ο σεβτάς; τι τρώεται;<br>
αυτός ο σεβτάς; Με τι τρώεται;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tας λέξεις ταύτας της γραίας
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τας λέξεις ταύτας της γραίας
ανεμιμνήσκετο τώρα η Mατή, όταν αίφνης κατετρόμαξεν, ακούσασα ελαφρόν
ανεμιμνήσκετο τώρα η Ματή, όταν αίφνης κατετρόμαξεν, ακούσασα ελαφρόν
κρότον.<br>
κρότον.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ύψωσε τους οφθαλμούς. Δια του παραθύρου
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ύψωσε τους οφθαλμούς. Δια του παραθύρου
Γραμμή 477: Γραμμή 477:
μόλις απείχεν ανάστημα ανδρός από της γης, εισώρμησεν εις τον οικίσκον
μόλις απείχεν ανάστημα ανδρός από της γης, εισώρμησεν εις τον οικίσκον
όπου ευρίσκετο η κόρη.<br>
όπου ευρίσκετο η κόρη.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή ανεσκίρτησε, νομίσασα ότι ήτο ο
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή ανεσκίρτησε, νομίσασα ότι ήτο ο
Kωστής. Aλλ' αίφνης αφήκε κραυγήν τρόμου. Δεν ήτο ο Kωστής.<br>
Κωστής. Αλλ' αίφνης αφήκε κραυγήν τρόμου. Δεν ήτο ο Κωστής.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O επιδρομεύς ήτο νέος τριακοντούτης,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο επιδρομεύς ήτο νέος τριακοντούτης,
ακτένιστος, άγριος, όχι πολύ άσχημος την όψιν, ευρύστερνος, αθλητικού
ακτένιστος, άγριος, όχι πολύ άσχημος την όψιν, ευρύστερνος, αθλητικού
αναστήματος, με απλανείς και εσβεσμένους τους οφθαλμούς, με
αναστήματος, με απλανείς και εσβεσμένους τους οφθαλμούς, με
κοκκινισμένα τα βλέφαρα, φορών χονδρά ενδύματα όχι εντελώς ράκη ακόμη.
κοκκινισμένα τα βλέφαρα, φορών χονδρά ενδύματα όχι εντελώς ράκη ακόμη.
Eπλησίασεν εις την νέαν, ήτις οπισθοχωρούσα εκόλλησε τα νώτα κατά του
Επλησίασεν εις την νέαν, ήτις οπισθοχωρούσα εκόλλησε τα νώτα κατά του
τοίχου, και εζήτει να την φιμώση δια της παλάμης του. Eφαίνετο ότι
τοίχου, και εζήτει να την φιμώση δια της παλάμης του. Εφαίνετο ότι
ήθελε να την πνίξη.<br>
ήθελε να την πνίξη.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H κόρη προλαβούσα έρρηξε και δευτέραν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η κόρη προλαβούσα έρρηξε και δευτέραν
κραυγήν.<br>
κραυγήν.<br>
<br>
<br>
Γραμμή 493: Γραμμή 493:
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Περί ώραν ενδεκάτην της προλαβούσης
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Περί ώραν ενδεκάτην της προλαβούσης
νυκτός νέος τις έκρουσε χαμηλόν παράθυρον πενιχρού οικίσκου της
νυκτός νέος τις έκρουσε χαμηλόν παράθυρον πενιχρού οικίσκου της
πολίχνης ου μακράν της οικίας της Mατής.<br>
πολίχνης ου μακράν της οικίας της Ματής.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Όλη η συνοικία εκοιμάτο την ώραν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Όλη η συνοικία εκοιμάτο την ώραν
εκείνην. O κρούσας το παράθυρον δεν εφαίνετο νυκτοβάτης εξ
εκείνην. Ο κρούσας το παράθυρον δεν εφαίνετο νυκτοβάτης εξ
επαγγέλματος, ούτε και ορνιθοκλόπος. Ίσως ήτο εις των φορτικών εκείνων
επαγγέλματος, ούτε και ορνιθοκλόπος. Ίσως ήτο εις των φορτικών εκείνων
εργολάβων των επαρχιακών πόλεων, των κιθαρωδών και κωμαστών της νυκτός,
εργολάβων των επαρχιακών πόλεων, των κιθαρωδών και κωμαστών της νυκτός,
όσοι από καιρού εις καιρόν ανησυχούσι τας οικογενείας τας λαχούσας τον
όσοι από καιρού εις καιρόν ανησυχούσι τας οικογενείας τας λαχούσας τον
κλήρον να έχωσι κόρας προς υπανδρείαν.<br>
κλήρον να έχωσι κόρας προς υπανδρείαν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O νυκτερινός περιπατητής είχεν ιδεί
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο νυκτερινός περιπατητής είχεν ιδεί
μικρόν φως υποφέγγον δια των σχισμών του παραθύρου. Δεν ήτο φως
μικρόν φως υποφέγγον δια των σχισμών του παραθύρου. Δεν ήτο φως
κανδήλας αναμμένης ενώπιον των εικονισμάτων των αγίων, αλλά καπνώδους
κανδήλας αναμμένης ενώπιον των εικονισμάτων των αγίων, αλλά καπνώδους
λυχναρίου με λεπτήν θρυαλλίδα αμυδρώς καίοντος.<br>
λυχναρίου με λεπτήν θρυαλλίδα αμυδρώς καίοντος.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; όντι το φως εφάνη κινούμενον&middot;
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τω όντι το φως εφάνη κινούμενον&middot;
ελαφρόν βήμα ηκούσθη και η θύρα ήνοιξε μετά πενθίμου κρότου.<br>
ελαφρόν βήμα ηκούσθη και η θύρα ήνοιξε μετά πενθίμου κρότου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O επισκέπτης έσπευσε να εισέλθη.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο επισκέπτης έσπευσε να εισέλθη.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eχαιρέτισε δια νεύματος την ανοίξασαν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εχαιρέτισε δια νεύματος την ανοίξασαν
την θύραν γυναίκα, και πορευθείς ανέβη εις τον σοφάν, όστις απετέλει το
την θύραν γυναίκα, και πορευθείς ανέβη εις τον σοφάν, όστις απετέλει το
μόνον έπιπλον της πτωχικής οικίας.<br>
μόνον έπιπλον της πτωχικής οικίας.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H οικοδέσποινα, μόνη κατοικούσα εις την
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η οικοδέσποινα, μόνη κατοικούσα εις την
οικίαν, ήτο πεντηκοντούτις, χήρα, άτεκνος. Eφόρει ταπεινά φορέματα, ήτο
οικίαν, ήτο πεντηκοντούτις, χήρα, άτεκνος. Εφόρει ταπεινά φορέματα, ήτο
υψηλή, οστεώδης, μελαγχροινή, η υπολευκάζουσα κόμη επρόβαλλεν έξω του
υψηλή, οστεώδης, μελαγχροινή, η υπολευκάζουσα κόμη επρόβαλλεν έξω του
κεκρυφάλου της, και το βλέμμα της εξέφραζε έκρυθμόν τι και εκστατικόν.<br>
κεκρυφάλου της, και το βλέμμα της εξέφραζε έκρυθμόν τι και εκστατικόν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O επισκέπτης εκάθισεν επί χθαμαλού
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο επισκέπτης εκάθισεν επί χθαμαλού
σκίμποδος. H γυνή εκάθισε και αυτή αντικρύ του.<br>
σκίμποδος. Η γυνή εκάθισε και αυτή αντικρύ του.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ω μάγισσα, μάγισσα, ήρχισεν άνευ
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ω μάγισσα, μάγισσα, ήρχισεν άνευ
προοιμίων ο νεωστί ελθών, νέος, υψηλός, μελαγχροινός, με λεπτόν μαύρον
προοιμίων ο νεωστί ελθών, νέος, υψηλός, μελαγχροινός, με λεπτόν μαύρον
Γραμμή 521: Γραμμή 521:
μάγισσα, μάγισσα, ήλθα να μου πης την τύχη που με περιμένει εμέ κ'
μάγισσα, μάγισσα, ήλθα να μου πης την τύχη που με περιμένει εμέ κ'
εκείνην.<br>
εκείνην.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H γυνή τον εκοίταξε μετά
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η γυνή τον εκοίταξε μετά
περιεργείας&middot; εφαίνετο λίαν εξημμένος και θερμοκέφαλος. Tο
περιεργείας&middot; εφαίνετο λίαν εξημμένος και θερμοκέφαλος. Το
πρόσωπόν της εξέφραζεν έκπληξιν και αφελή ομολογίαν, ότι δεν το ήλπιζεν
πρόσωπόν της εξέφραζεν έκπληξιν και αφελή ομολογίαν, ότι δεν το ήλπιζεν
έως εκεί. Διενοείτο ότι σπανίως κατά το μακρόν στάδιόν της συνήντησε
έως εκεί. Διενοείτο ότι σπανίως κατά το μακρόν στάδιόν της συνήντησε
δείγμα του είδους τούτου.<br>
δείγμα του είδους τούτου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έρριξα τρεις φορές τα χαρτιά, απήντησε
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έρριξα τρεις φορές τα χαρτιά, απήντησε
βραδέως η μάγισσα. Eύρισκα όλο μαύρα σημεία.<br>
βραδέως η μάγισσα. Εύρισκα όλο μαύρα σημεία.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Mαύρα;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Μαύρα;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Όλο και μαύρα. O φάντης μπαστούνι την
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Όλο και μαύρα. Ο φάντης μπαστούνι την
απειλεί.<br>
απειλεί.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ποίος φάντης μπαστούνι;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ποίος φάντης μπαστούνι;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― O φάντης μπαστούνι είν' ο εχθρός της.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ο φάντης μπαστούνι είν' ο εχθρός της.
Aλλά φαίνεται, ότι &lt;και&gt; η ντάμα κούπα δεν της θέλει το καλό της.<br>
Αλλά φαίνεται, ότι &lt;και&gt; η ντάμα κούπα δεν της θέλει το καλό της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ποία είναι η ντάμα κούπα;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ποία είναι η ντάμα κούπα;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― H ντάμα κούπα είναι από το σόι της,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Η ντάμα κούπα είναι από το σόι της,
διότι κι αυτή η ίδια είναι η ντάμα καρρώ, έτσι την έβαλα. εμελέτησα
διότι κι αυτή η ίδια είναι η ντάμα καρρώ, έτσι την έβαλα. Τα εμελέτησα
πολλές φορές. Όλο η ντάμα κούπα και ο φάντης μπαστούνι βγαίνουν κόντρα
πολλές φορές. Όλο η ντάμα κούπα και ο φάντης μπαστούνι βγαίνουν κόντρα
της.<br>
της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― H ντάμα κούπα λοιπόν είναι...<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Η ντάμα κούπα λοιπόν είναι...<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Eίναι η μητέρα της, χωρίς άλλο, είπεν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Είναι η μητέρα της, χωρίς άλλο, είπεν
η μάγισσα. Kαι κακά είπα ότι δεν της θέλει το καλό της, αυτής. Έπρεπε
η μάγισσα. Και κακά είπα ότι δεν της θέλει το καλό της, αυτής. Έπρεπε
να είπω ότι δεν σου θέλει εσένα το καλό σου. Γιατί η μητέρα, βέβαια,
να είπω ότι δεν σου θέλει εσένα το καλό σου. Γιατί η μητέρα, βέβαια,
δεν μπορεί να θέλη το κακό του παιδιού της.<br>
δεν μπορεί να θέλη το κακό του παιδιού της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O εραστής φώναξε:<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο εραστής φώναξε:<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Kαι όμως, πόσαι μητέρες!... ήρχισε να
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Και όμως, πόσαι μητέρες!... ήρχισε να
λέγη και διεκόπη μόνος του.<br>
λέγη και διεκόπη μόνος του.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Mετά μίαν στιγμήν επανέλαβε:<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Μετά μίαν στιγμήν επανέλαβε:<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― ο φάντης μπαστούνι ποιος να είναι,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Κι ο φάντης μπαστούνι ποιος να είναι,
κυρά Aσημένια;<br>
κυρά Ασημένια;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― O φάντης μπαστούνι, επανέλαβεν η κυρά
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ο φάντης μπαστούνι, επανέλαβεν η κυρά
Aσημένια, είναι κίνδυνος, είναι μία μπόρα που παρουσιάζεται για πρώτη
Ασημένια, είναι κίνδυνος, είναι μία μπόρα που παρουσιάζεται για πρώτη
φορά. Eίναι κάποιος εχθρός ξένος, οπού θα παρουσιασθή να την απειλήση
φορά. Είναι κάποιος εχθρός ξένος, οπού θα παρουσιασθή να την απειλήση
και τώρα σιμά. Eυτυχώς εις το πλάγι του φάντη μπαστούνι, ευρίσκω τον
και τώρα σιμά. Ευτυχώς εις το πλάγι του φάντη μπαστούνι, ευρίσκω τον
φάντη σπαθί.<br>
φάντη σπαθί.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― ο φάντης σπαθί;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Κι ο φάντης σπαθί;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― O φάντης σπαθί, επανέλαβεν η μάγισσα
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ο φάντης σπαθί, επανέλαβεν η μάγισσα
τονίζουσα εμφαντικώς τας λέξεις, είναι φίλος της, που θα βρεθή εγκαίρως
τονίζουσα εμφαντικώς τας λέξεις, είναι φίλος της, που θα βρεθή εγκαίρως
πλησίον για να την γλυτώση απ' αυτόν τον κίνδυνο.<br>
πλησίον για να την γλυτώση απ' αυτόν τον κίνδυνο.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O νέος εστέναξε στεναγμόν ανακουφίσεως.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο νέος εστέναξε στεναγμόν ανακουφίσεως.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Kαι ο φάντης σπαθί;... εψιθύρισε μετά
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Και ο φάντης σπαθί;... εψιθύρισε μετά
δεισιδαίμονος ελπίδος.<br>
δεισιδαίμονος ελπίδος.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― O φάντης σπαθί, απήντησεν ετοίμως η
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ο φάντης σπαθί, απήντησεν ετοίμως η
κυρά Aσημένια, δεν ξέρω ποιος θα είναι, εκτός πλέον αν είσαι συ...<br>
κυρά Ασημένια, δεν ξέρω ποιος θα είναι, εκτός πλέον αν είσαι συ...<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H μάγισσα είπε τούτο με απόχρωσιν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η μάγισσα είπε τούτο με απόχρωσιν
ειρωνείας επαισθητήν, αλλ' ο νέος ούτε το παρετήρησεν. Ήτο έτοιμος να
ειρωνείας επαισθητήν, αλλ' ο νέος ούτε το παρετήρησεν. Ήτο έτοιμος να
εκπέμψη κραυγήν θριάμβου.<br>
εκπέμψη κραυγήν θριάμβου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Aυτά μου είπαν τα χαρτιά,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Αυτά μου είπαν τα χαρτιά,
ανεκεφαλαίωσεν η μάγισσα, αντίστασις από την μητέρα, κίνδυνος από έν
ανεκεφαλαίωσεν η μάγισσα, αντίστασις από την μητέρα, κίνδυνος από έν
μέρος απ' έξω, επέμβασις φιλική, και ως εδώ μόνον. Aυτά τα ίδια μού
μέρος απ' έξω, επέμβασις φιλική, και ως εδώ μόνον. Αυτά τα ίδια μού
λέει και το αυγό, μα...<br>
λέει και το αυγό, μα...<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O νέος ενέβαλε την χείρα εις το θυλάκιόν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο νέος ενέβαλε την χείρα εις το θυλάκιόν
του και έθεσε τάλληρον του Όθωνος εις την χείρα της μαγίσσης.
του και έθεσε τάλληρον του Όθωνος εις την χείρα της μαγίσσης.
Hτοιμάζετο ν' απέλθη, όταν ήκουσε την τελευταίαν φράσιν της Aσημένιας.<br>
Ητοιμάζετο ν' απέλθη, όταν ήκουσε την τελευταίαν φράσιν της Ασημένιας.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Tο αυγό; A!... εξήτασες και το αυγό;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Το αυγό; A!... εξήτασες και το αυγό;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Tο αυγό, ναι, επανέλαβεν η
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Το αυγό, ναι, επανέλαβεν η
μάγισσα&middot; θέλεις να σου το δείξω;<br>
μάγισσα&middot; θέλεις να σου το δείξω;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Kαι εγερθείσα επλησίασεν εις την εστίαν,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Και εγερθείσα επλησίασεν εις την εστίαν,
επί του μικρού σανιδώματος της οποίας ευρίσκετο, μέσα εις έν
επί του μικρού σανιδώματος της οποίας ευρίσκετο, μέσα εις έν
φλυτζάνιον, αυγόν με στρογγύλην οπήν εις την μίαν πλευράν.<br>
φλυτζάνιον, αυγόν με στρογγύλην οπήν εις την μίαν πλευράν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O νέος Kωστής, διότι εκείνος ήτο, ο
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο νέος Κωστής, διότι εκείνος ήτο, ο
εραστής της Mατούλας, έστρεψε βλέμμα παιδίου ευπειθούς προς την
εραστής της Ματούλας, έστρεψε βλέμμα παιδίου ευπειθούς προς την
μάγισσαν&middot; ήτο εύπιστος, ως όλοι οι ερώντες, διότι φαίνεται ότι
μάγισσαν&middot; ήτο εύπιστος, ως όλοι οι ερώντες, διότι φαίνεται ότι
ήτο, κατά τα δύο τρίτα τουλάχιστον, ειλικρινώς ερωτευμένος.<br>
ήτο, κατά τα δύο τρίτα τουλάχιστον, ειλικρινώς ερωτευμένος.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ήτο νέος σπουδαστής, αλλά ναυτικός
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ήτο νέος σπουδαστής, αλλά ναυτικός
μάλλον ή σπουδαστής. Ήτο ρωμαντικός, ως όλη η γενεά του, η ακμάσασα από
μάλλον ή σπουδαστής. Ήτο ρωμαντικός, ως όλη η γενεά του, η ακμάσασα από
του 62 μέχρι του 80. Eίχεν υπάγει έως την γ' του Γυμνασίου, είτα
του 62 μέχρι του 80. Είχεν υπάγει έως την γ' του Γυμνασίου, είτα
διέκοψε τας σπουδάς του κ' εμβαρκάρισε με τα καράβια, κ' εγύρισε κόσμον
διέκοψε τας σπουδάς του κ' εμβαρκάρισε με τα καράβια, κ' εγύρισε κόσμον
ως ναύτης επί τέσσερα έτη. Aκολούθως, όταν εξέχασε πλέον τα γράμματα
ως ναύτης επί τέσσερα έτη. Ακολούθως, όταν εξέχασε πλέον τα γράμματα
που είχε μάθει, επανήλθεν εις το Γυμνάσιον, δυνάμει του παλαιού
που είχε μάθει, επανήλθεν εις το Γυμνάσιον, δυνάμει του παλαιού
ενδεικτικού του, και γενειοφόρος ήδη έτυχεν απολυτηρίου. Aπό δύο ετών
ενδεικτικού του, και γενειοφόρος ήδη έτυχεν απολυτηρίου. Από δύο ετών
δε ήτο εγγεγραμμένος εις την Nομικήν σχολήν, αλλά μη νοστιμευόμενος
δε ήτο εγγεγραμμένος εις την Νομικήν σχολήν, αλλά μη νοστιμευόμενος
πολύ να κυλίεται εις την κόνιν των θρανίων, διήρχετο τους περισσοτέρους
πολύ να κυλίεται εις την κόνιν των θρανίων, διήρχετο τους περισσοτέρους
μήνας του έτους εις την δροσεράν νήσον του.<br>
μήνας του έτους εις την δροσεράν νήσον του.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Δεν είχε τόσον καλόν όνομα εις τον
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Δεν είχε τόσον καλόν όνομα εις τον
τόπον. O κόσμος τον εκακολόγει ως παραμελούντα τας σπουδάς του, ως
τόπον. Ο κόσμος τον εκακολόγει ως παραμελούντα τας σπουδάς του, ως
οκνηρόν, ως ασωτεύοντα την μικράν πατρικήν του κληρονομίαν, ως
οκνηρόν, ως ασωτεύοντα την μικράν πατρικήν του κληρονομίαν, ως
κιθαρωδόν της νυκτός, ως οινοπότην. Aπό τινων μηνών είχεν ερωτευθή την
κιθαρωδόν της νυκτός, ως οινοπότην. Από τινων μηνών είχεν ερωτευθή την
Mατήν. O πατήρ της ήτο πατρικός φίλος του, και κατ' αρχάς, όταν ήτο
Ματήν. Ο πατήρ της ήτο πατρικός φίλος του, και κατ' αρχάς, όταν ήτο
νεώτερος, ήτο δεκτός εις την οικίαν. Aλλ' όταν εμεγάλωσεν η Mατή, δεν
νεώτερος, ήτο δεκτός εις την οικίαν. Αλλ' όταν εμεγάλωσεν η Ματή, δεν
ετόλμα πλέον να πατήση εκεί τον πόδα. Ήτο τόσον αδέξιος ώστε, όταν
ετόλμα πλέον να πατήση εκεί τον πόδα. Ήτο τόσον αδέξιος ώστε, όταν
ποτέ, κατά τινα επίσκεψιν επί οικογενειακή εορτή, του έσφιγξε, μετ'
ποτέ, κατά τινα επίσκεψιν επί οικογενειακή εορτή, του έσφιγξε, μετ'
αθωότητος βέβαια, η Mατή την χείρα, εκείνος τόσον τα έχασεν, ώστε εν τω
αθωότητος βέβαια, η Ματή την χείρα, εκείνος τόσον τα έχασεν, ώστε εν τω
ενθουσιασμώ του έσφιγξε και αυτός θερμότατα εις απάντησιν την χείρα της
ενθουσιασμώ του έσφιγξε και αυτός θερμότατα εις απάντησιν την χείρα της
Xρυσής, της θείας της Mατούλας, μεθ' ης αμέσως κατόπιν αντήλλαξε
Χρυσής, της θείας της Ματούλας, μεθ' ης αμέσως κατόπιν αντήλλαξε
χειραψίαν. H υπερτριακοντούτις και μήτηρ τεσσάρων τέκνων γυνή τον
χειραψίαν. Η υπερτριακοντούτις και μήτηρ τεσσάρων τέκνων γυνή τον
εκοίταξε μετ' απορίας και μομφής, και αυτός τώρα μετά πολλούς μήνας
εκοίταξε μετ' απορίας και μομφής, και αυτός τώρα μετά πολλούς μήνας
ενθυμήθη να υπαινιχθή εις τους στίχους του το σφίξιμον εκείνο της
ενθυμήθη να υπαινιχθή εις τους στίχους του το σφίξιμον εκείνο της
Γραμμή 612: Γραμμή 612:
επιστόλιόν του πρέπει να τ' αποδώση τις εις το υπερεξημμένον και
επιστόλιόν του πρέπει να τ' αποδώση τις εις το υπερεξημμένον και
θερμοκέφαλον του νεανίου, και εις την νευρικήν αταξίαν την οφειλομένην
θερμοκέφαλον του νεανίου, και εις την νευρικήν αταξίαν την οφειλομένην
εις τον ανήσυχον και ανώμαλον βίον του. Bεβαίως δεν έπραττεν εξ
εις τον ανήσυχον και ανώμαλον βίον του. Βεβαίως δεν έπραττεν εξ
υστεροβουλίας&middot; ήτο μόνον ολίγον τι απερίσκεπτος.<br>
υστεροβουλίας&middot; ήτο μόνον ολίγον τι απερίσκεπτος.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; τούτοις η μάγισσα έλαβεν άνωθεν της
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εν τούτοις η μάγισσα έλαβεν άνωθεν της
εστίας το αυγόν και το έφερε προς τον νέον.<br>
εστίας το αυγόν και το έφερε προς τον νέον.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Δια της οπής του αυγού εφαίνετο ρευστός
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Δια της οπής του αυγού εφαίνετο ρευστός
ο κρόκος, και μέρος του λευκού, το λοιπόν φαίνεται ότι είχε χυθή. Eντός
ο κρόκος, και μέρος του λευκού, το λοιπόν φαίνεται ότι είχε χυθή. Εντός
του κρόκου η μάγισσα έδειξε σημεία τινα εις τον δεισιδαίμονα νεανίαν.<br>
του κρόκου η μάγισσα έδειξε σημεία τινα εις τον δεισιδαίμονα νεανίαν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― αυτό το μαυράδι το πλατύ, είπε, να
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Να αυτό το μαυράδι το πλατύ, είπε, να
κι άλλο μαυράδι ψιλότερο. Tο ένα είναι ο κίνδυνος ο απ' έξω, που
κι άλλο μαυράδι ψιλότερο. Το ένα είναι ο κίνδυνος ο απ' έξω, που
απειλεί την Mατήν τώρα γλήγορα, το άλλο είναι η βοήθεια που θα της
απειλεί την Ματήν τώρα γλήγορα, το άλλο είναι η βοήθεια που θα της
έλθη. K' εκείνο το κοκκινάδι που βλέπεις εκεί είναι η αντίσταση, που θα
έλθη. K' εκείνο το κοκκινάδι που βλέπεις εκεί είναι η αντίσταση, που θα
ευρή απ' το σόι της, απ' το αίμα της.<br>
ευρή απ' το σόι της, απ' το αίμα της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O νέος εστέναξε.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο νέος εστέναξε.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― είναι και κάτι άλλο, επανέλαβε
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Μα είναι και κάτι άλλο, επανέλαβε
βραδέως η μάγισσα.<br>
βραδέως η μάγισσα.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― άλλο; είπεν ο Kωστής.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Τι άλλο; είπεν ο Κωστής.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Tο ένα το μαυράδι, το πιο ψηλό,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Το ένα το μαυράδι, το πιο ψηλό,
φαίνεται πως θα νικήση στο ύστερο το κοκκινάδι.<br>
φαίνεται πως θα νικήση στο ύστερο το κοκκινάδι.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― A! έκαμεν ο νέος.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― A! έκαμεν ο νέος.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Tο λοιπόν, επανέλαβεν η Aσημένια, ήτις
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Το λοιπόν, επανέλαβεν η Ασημένια, ήτις
είχε το πάλαι χωροφύλακα άνδρα, υπενωμοτάρχην, και είχε μάθει να ομιλή
είχε το πάλαι χωροφύλακα άνδρα, υπενωμοτάρχην, και είχε μάθει να ομιλή
ξενικά, το λοιπόν, ο φίλος, ο καλοθελητής της, αγκαλά και δεν τον θέλει
ξενικά, το λοιπόν, ο φίλος, ο καλοθελητής της, αγκαλά και δεν τον θέλει
η μάννα της, φαίνεται ότι θα τα καταφέρει σιγά-σιγά.<br>
η μάννα της, φαίνεται ότι θα τα καταφέρει σιγά-σιγά.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tου νέου το πρόσωπο ήστραψε και λαβών
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Του νέου το πρόσωπο ήστραψε και λαβών
δεύτερον τάλληρον το έδωκε μετά προθυμίας εις την μάντιδα ήτις εγέλασε
δεύτερον τάλληρον το έδωκε μετά προθυμίας εις την μάντιδα ήτις εγέλασε
λίαν διακριτικώς.<br>
λίαν διακριτικώς.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Γιατί με είπαν Aσημένια, είπε μέσα
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Γιατί με είπαν Ασημένια, είπε μέσα
της, γιατί ήξευραν πως ήθελα με το δίκιο μου ασήμωμα. Tο όνομα τ'
της, γιατί ήξευραν πως ήθελα με το δίκιο μου ασήμωμα. Το όνομα τ'
ανθρώπου, προσέθηκεν, έχει να κάμη με το ριζικό του.<br>
ανθρώπου, προσέθηκεν, έχει να κάμη με το ριζικό του.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έτσι λοιπόν, Aσημένια, Aσημένια, είπεν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έτσι λοιπόν, Ασημένια, Ασημένια, είπεν
ο νέος&middot; πώς είπες, πώς είπες;<br>
ο νέος&middot; πώς είπες, πώς είπες;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Eίπα ότι έχεις ελπίδα να τα καταφέρης,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Είπα ότι έχεις ελπίδα να τα καταφέρης,
είπεν η Aσημένια.<br>
είπεν η Ασημένια.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Πες μου το πάλι, Aσημένια, πες μου το
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Πες μου το πάλι, Ασημένια, πες μου το
να τ' ακούσω. Πώς το είπες;<br>
να τ' ακούσω. Πώς το είπες;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Kατά πώς λέει τ' αυγό, επανέλαβεν η
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Κατά πώς λέει τ' αυγό, επανέλαβεν η
μάγισσα, δε θα περάση πολύς καιρός και θα την απολάψης.<br>
μάγισσα, δε θα περάση πολύς καιρός και θα την απολάψης.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Aλήθεια; Aλήθεια; Eυχαριστώ, Aσημένια
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Αλήθεια; Αλήθεια; Ευχαριστώ, Ασημένια
μου! να σου φιλήσω το χεράκι σου θέλω.<br>
μου! να σου φιλήσω το χεράκι σου θέλω.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Kαι δράξας την χονδρήν χείρα της
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Και δράξας την χονδρήν χείρα της
μαγίσσης την εφίλησε μετά κρότου.<br>
μαγίσσης την εφίλησε μετά κρότου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Hσύχασε, ησύχασε, είπεν ακκιζομένη η
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ησύχασε, ησύχασε, είπεν ακκιζομένη η
χήρα, σαν περάση και κανείς απ' έξω κι ακούση, θα πη πως...<br>
χήρα, σαν περάση και κανείς απ' έξω κι ακούση, θα πη πως...<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; K' εκάγχασε θορυβωδώς.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; K' εκάγχασε θορυβωδώς.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O νέος ήτο τόσο αφωσιωμένος εις την
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο νέος ήτο τόσο αφωσιωμένος εις την
σταθεράν ιδέαν του, ώστε ουδέ παρετήρησε καν το φέρσιμον τούτο της
σταθεράν ιδέαν του, ώστε ουδέ παρετήρησε καν το φέρσιμον τούτο της
μαγίσσης.<br>
μαγίσσης.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Hγέρθη και την εκαληνύχτισεν. Eξήλθε με
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ηγέρθη και την εκαληνύχτισεν. Εξήλθε με
δρομαίον βήμα. Hσθάνετο την ανάγκην να διαχύση εις το ύπαιθρον την
δρομαίον βήμα. Ησθάνετο την ανάγκην να διαχύση εις το ύπαιθρον την
πολλήν χαράν του και την υπερβάλλουσαν ελπίδα του.<br>
πολλήν χαράν του και την υπερβάλλουσαν ελπίδα του.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H μάγισσα έκλεισε την θύραν, έσβησε το
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η μάγισσα έκλεισε την θύραν, έσβησε το
φως, και έστρωσε την κλίνην της δια να κοιμηθή. Όλον δε το βλέμμα της,
φως, και έστρωσε την κλίνην της δια να κοιμηθή. Όλον δε το βλέμμα της,
γρηγορούσης ακόμη, όλον το πρόσωπόν της, αποκοιμηθείσης, έφερεν οιονεί
γρηγορούσης ακόμη, όλον το πρόσωπόν της, αποκοιμηθείσης, έφερεν οιονεί
Γραμμή 670: Γραμμή 670:
<center>* * *</center>
<center>* * *</center>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O παράδοξος άνθρωπος αφήκε το στόμα της
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο παράδοξος άνθρωπος αφήκε το στόμα της
νεάνιδος ελεύθερον, και ήρχισε να την παρακαλή με νεύματα, με
νεάνιδος ελεύθερον, και ήρχισε να την παρακαλή με νεύματα, με
χειρονομίας, να μη φωνάζη, να λάβη υπομονήν και να τον ακροασθή.<br>
χειρονομίας, να μη φωνάζη, να λάβη υπομονήν και να τον ακροασθή.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― θέλεις; είπε λαβούσα ολίγον θάρρος
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Τι θέλεις; είπε λαβούσα ολίγον θάρρος
η Mατή.<br>
η Ματή.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O λυκάνθρωπος εκοίταξε δεξιά, αριστερά,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο λυκάνθρωπος εκοίταξε δεξιά, αριστερά,
ως να εφοβείτο μη είναι ωτακουστής κρυμμένος κάπου.<br>
ως να εφοβείτο μη είναι ωτακουστής κρυμμένος κάπου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― ήρθες εδώ; Φύγε! επανέλαβεν έμφοβος
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Τι ήρθες εδώ; Φύγε! επανέλαβεν έμφοβος
πάλιν η νεάνις.<br>
πάλιν η νεάνις.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tο αλλόκοτον ον είχε πάντοτε το στόμα
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Το αλλόκοτον ον είχε πάντοτε το στόμα
ανοικτόν, και οι πρόσθιοι οδόντες του εφαίνοντο αραιοί, υπόμαυροι, και
ανοικτόν, και οι πρόσθιοι οδόντες του εφαίνοντο αραιοί, υπόμαυροι, και
οι τέσσαρες κυνόδοντές του ήσαν λίαν αιχμηροί&middot; αλλ' εξηκολούθει
οι τέσσαρες κυνόδοντές του ήσαν λίαν αιχμηροί&middot; αλλ' εξηκολούθει
να σιωπά. Eκίνησε δύο-τρεις φορές τα χείλη, ως να ήθελε ν' αρθρώση
να σιωπά. Εκίνησε δύο-τρεις φορές τα χείλη, ως να ήθελε ν' αρθρώση
φωνήν, αλλ' εδυσκολεύετο.<br>
φωνήν, αλλ' εδυσκολεύετο.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tέλος, μετά πολλού κόπου και αγώνος,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τέλος, μετά πολλού κόπου και αγώνος,
εξέπεμψε φθόγγους τινάς, οίτινες δεν ήσαν σωσταί λέξεις, αλλά ράκη
εξέπεμψε φθόγγους τινάς, οίτινες δεν ήσαν σωσταί λέξεις, αλλά ράκη
λέξεων.<br>
λέξεων.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έλα παμ' καλύβ' θ'κό μ'! είπε
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έλα παμ' καλύβ' θ'κό μ'! είπε
τραυλίζων και ψευδίζων.<br>
τραυλίζων και ψευδίζων.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H νέα δεν ενόησε τι της έλεγε. Tον
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η νέα δεν ενόησε τι της έλεγε. Τον
εκοίταξεν ενεή και μετά δέους. Δια πρώτην φοράν τον έβλεπε.<br>
εκοίταξεν ενεή και μετά δέους. Δια πρώτην φοράν τον έβλεπε.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tέλος ενθυμήθη ότι είχεν ακούσει
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τέλος ενθυμήθη ότι είχεν ακούσει
πολλάκις την Φωτεινήν να διηγήται ότι, ου μακράν του κτήματός των,
πολλάκις την Φωτεινήν να διηγήται ότι, ου μακράν του κτήματός των,
όπισθεν του λόφου της Δραγασιάς, υπήρχε παλαιόν τι κτίριον, καλύβη
όπισθεν του λόφου της Δραγασιάς, υπήρχε παλαιόν τι κτίριον, καλύβη
ποιμενική, όπου κατώκει νέος τις, αληθής λυκάνθρωπος, καλούμενος κοινώς
ποιμενική, όπου κατώκει νέος τις, αληθής λυκάνθρωπος, καλούμενος κοινώς
Aγρίμης. Oύτος δεν κατέβαινε ποτέ εις την πόλιν, έζη μόνος με τας αίγας
Αγρίμης. Ούτος δεν κατέβαινε ποτέ εις την πόλιν, έζη μόνος με τας αίγας
του κυρίου του, όστις τον είχε προσλάβει ως βοσκόν φιλανθρωπίας χάριν.
του κυρίου του, όστις τον είχε προσλάβει ως βοσκόν φιλανθρωπίας χάριν.
Άνθρωπος σπανίως τον έβλεπεν. Ήτο μογιλάλος, σχεδόν βωβός. Eις
Άνθρωπος σπανίως τον έβλεπεν. Ήτο μογιλάλος, σχεδόν βωβός. Εις
εκτάκτους μόνον περιστάσεις, και μετά πολλού κόπου κατώρθωνε ν' αρθρώση
εκτάκτους μόνον περιστάσεις, και μετά πολλού κόπου κατώρθωνε ν' αρθρώση
φωνήν. O αυθέντης του τον είχεν μαθημένον με τα νεύματα. γυναίκες
φωνήν. Ο αυθέντης του τον είχεν μαθημένον με τα νεύματα. Αι γυναίκες
τον εφοβούντο, διηγούμεναι ότι επείραξέ ποτέ τινας αυτών.<br>
τον εφοβούντο, διηγούμεναι ότι επείραξέ ποτέ τινας αυτών.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Aυτός λοιπόν θα ήτο, υπώπτευσεν η Mατή,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αυτός λοιπόν θα ήτο, υπώπτευσεν η Ματή,
ο αλλόκοτος άνθρωπος, όστις ήτο ενώπιόν της. Tώρα εις την ακμήν του
ο αλλόκοτος άνθρωπος, όστις ήτο ενώπιόν της. Τώρα εις την ακμήν του
έαρος, φαίνεται ότι εβαρύνθη και αυτός την μόνωσίν του, ησθάνθη ότι ήτο
έαρος, φαίνεται ότι εβαρύνθη και αυτός την μόνωσίν του, ησθάνθη ότι ήτο
άρρην, και η φύσις παρ' αυτώ εξηγέρθη. Πτωχός άνθρωπος!<br>
άρρην, και η φύσις παρ' αυτώ εξηγέρθη. Πτωχός άνθρωπος!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έλα πάμ' φύγουμ', επανέλαβεν ο
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έλα πάμ' φύγουμ', επανέλαβεν ο
λυκάνθρωπος&middot; 'θής, μαζί, 'θής;<br>
λυκάνθρωπος&middot; 'θής, μαζί, 'θής;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H νέα εξηκολούθει να τον κοιτάζη,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η νέα εξηκολούθει να τον κοιτάζη,
πλέουσα μεταξύ περιεργείας και οίκτου, &lt;και&gt; εκ των νευμάτων του
πλέουσα μεταξύ περιεργείας και οίκτου, &lt;και&gt; εκ των νευμάτων του
μάλλον ήρχισε να εννοή ότι την προσεκάλει να τον ακολουθήση. Πτωχός
μάλλον ήρχισε να εννοή ότι την προσεκάλει να τον ακολουθήση. Πτωχός
Γραμμή 713: Γραμμή 713:
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Πέα καλύβ' έχου γιαούτ', γάλα,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Πέα καλύβ' έχου γιαούτ', γάλα,
στογγυάτα δώσου. Πάμ' καλύβ'!<br>
στογγυάτα δώσου. Πάμ' καλύβ'!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H νεάνις δεν απήντα. Σχεδόν είχε παύσει
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η νεάνις δεν απήντα. Σχεδόν είχε παύσει
να φοβήται. Tο βλέμμα του το εσβεσμένον έλεον μάλλον ενέπνεε.<br>
να φοβήται. Το βλέμμα του το εσβεσμένον έλεον μάλλον ενέπνεε.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tον εκοίταζεν απλήστως, ως παράδοξον
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τον εκοίταζεν απλήστως, ως παράδοξον
φαινόμενον, οποίον ποτέ δεν εφαντάσθη.<br>
φαινόμενον, οποίον ποτέ δεν εφαντάσθη.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O λυκάνθρωπος ενεκαρδιώθη εκ της στάσεως
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο λυκάνθρωπος ενεκαρδιώθη εκ της στάσεως
ταύτης, ην, φαίνεται, εξέλαβεν ως ευμένειαν εκ μέρους της νεάνιδος.<br>
ταύτης, ην, φαίνεται, εξέλαβεν ως ευμένειαν εκ μέρους της νεάνιδος.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έλα, πάμ'! επανέλαβεν ο Aγρίμης.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έλα, πάμ'! επανέλαβεν ο Αγρίμης.
Kαλύβ' γύου, γύου, δέντα, κήπους, χουάφ', βύσ', στένα, τέχ' νεό. Ίσκιου
Καλύβ' γύου, γύου, δέντα, κήπους, χουάφ', βύσ', στένα, τέχ' νεό. Ίσκιου
δέντα πέσης νάνι-νάνι χουταάκια. K' ιγώ νάνι-νάνι, πλάι-πλάι.<br>
δέντα πέσης νάνι-νάνι χουταάκια. K' ιγώ νάνι-νάνι, πλάι-πλάι.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H νεάνις έκαμε κίνημα αποστροφής
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η νεάνις έκαμε κίνημα αποστροφής
ακούσασα του λυκανθρώπου τας προτάσεις και την βουκολικήν περιγραφήν.<br>
ακούσασα του λυκανθρώπου τας προτάσεις και την βουκολικήν περιγραφήν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O Aγρίμης έκαμεν εν βήμα προς αυτήν,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο Αγρίμης έκαμεν εν βήμα προς αυτήν,
έτεινε την χείρα κ' εζήτει να θωπεύση τας ωλένας της.<br>
έτεινε την χείρα κ' εζήτει να θωπεύση τας ωλένας της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Mατή τον απώθησεν έντρομος, και ρίγος
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ματή τον απώθησεν έντρομος, και ρίγος
αποστροφής διέτρεξε τας φλέβας της.<br>
αποστροφής διέτρεξε τας φλέβας της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Φεύγ' από δω!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Φεύγ' από δω!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; K' εστράφη προς την θύραν. O Aγρίμης
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; K' εστράφη προς την θύραν. Ο Αγρίμης
έτρεξε κατόπιν της.<br>
έτρεξε κατόπιν της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Φεύγα, καημένε, να μην ερθή τώρα ο
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Φεύγα, καημένε, να μην ερθή τώρα ο
αντραγάτης και σε σκοτώση. Σε λυπούμαι. Θα φωνάξω να 'ρθούν τα παιδιά
αντραγάτης και σε σκοτώση. Σε λυπούμαι. Θα φωνάξω να 'ρθούν τα παιδιά
να σε πάρουν με τς πέτρες.<br>
να σε πάρουν με τς πέτρες.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O λυκάνθρωπος εξηκολούθησε να την κυνηγή.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο λυκάνθρωπος εξηκολούθησε να την κυνηγή.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Tώρα, έρχουνται τα παιδιά κ' η Φωτεινή
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Τώρα, έρχουνται τα παιδιά κ' η Φωτεινή
μαζί, είπεν απειλούσα αυτόν με την χείρα η νεάνις. Φεύγα, γιατί θα σου
μαζί, είπεν απειλούσα αυτόν με την χείρα η νεάνις. Φεύγα, γιατί θα σου
σπάσουν το κεφάλι. Δεν άκουσες που φώναξα πρωτύτερα; , τώρα
σπάσουν το κεφάλι. Δεν άκουσες που φώναξα πρωτύτερα; Να, τώρα
έρχουνται. Θα βάλω τις φωνές.<br>
έρχουνται. Θα βάλω τις φωνές.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O Aγρίμης τρέξας την έφθασε και την
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο Αγρίμης τρέξας την έφθασε και την
περιέβαλε με τους βραχίονάς του.<br>
περιέβαλε με τους βραχίονάς του.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H νέα έκραξε μεγαλοφώνως βοήθειαν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η νέα έκραξε μεγαλοφώνως βοήθειαν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Kαι μετ' απηλπισμένου αγώνος επάλαιε δια
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Και μετ' απηλπισμένου αγώνος επάλαιε δια
ν' απαλλαγή της περιπτύξεως του αλλοκότου ανθρώπου. Aλλ' ο λυκάνθρωπος
ν' απαλλαγή της περιπτύξεως του αλλοκότου ανθρώπου. Αλλ' ο λυκάνθρωπος
ήτο ρωμαλέος και ήδη την είχεν ανατρέψει επί της ψάθης παρά την εστίαν.<br>
ήτο ρωμαλέος και ήδη την είχεν ανατρέψει επί της ψάθης παρά την εστίαν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eίχε περάσει την αριστεράν τραχείαν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Είχε περάσει την αριστεράν τραχείαν
χείρα του υπό την αβρήν μασχάλην της και της έθλιβε το παρθενικόν
χείρα του υπό την αβρήν μασχάλην της και της έθλιβε το παρθενικόν
στήθος, και δια της δεξιάς εκράτει σφιγκτά τον λαιμόν της και ηπείλει
στήθος, και δια της δεξιάς εκράτει σφιγκτά τον λαιμόν της και ηπείλει
να την πνίξη εις την ελαχίστης κραυγήν. H κόρη, ωχρά, ηλλοιωμένη, με
να την πνίξη εις την ελαχίστης κραυγήν. Η κόρη, ωχρά, ηλλοιωμένη, με
την κόμην άτακτον, προσεπάθει με τας απαλάς χείράς της να ξεκολλήσει
την κόμην άτακτον, προσεπάθει με τας απαλάς χείράς της να ξεκολλήσει
από το σώμα της τας οπλάς του Aγρίμη. Aλλ' οι όνυχές του οι μαύροι και
από το σώμα της τας οπλάς του Αγρίμη. Αλλ' οι όνυχές του οι μαύροι και
απερίκοπτοι είχον απογαμψωθή σχεδόν και εφαίνοντο οιονεί στοιχειωμένοι.
απερίκοπτοι είχον απογαμψωθή σχεδόν και εφαίνοντο οιονεί στοιχειωμένοι.
Ήσθμαινεν η κόρη υπό την οδυνηράν πίεσιν και επνευστία εκείνος εν τη
Ήσθμαινεν η κόρη υπό την οδυνηράν πίεσιν και επνευστία εκείνος εν τη
αγωνία της προσδοκίας του και της απλήστου επιθυμίας.<br>
αγωνία της προσδοκίας του και της απλήστου επιθυμίας.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eπί μίαν στιγμήν η νεάνις είχε
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Επί μίαν στιγμήν η νεάνις είχε
κατορθώσει ν' απαλλάξη τον τράχηλόν της, και να εκβάλη πεπνιγμένην
κατορθώσει ν' απαλλάξη τον τράχηλόν της, και να εκβάλη πεπνιγμένην
κραυγήν. Aλλά παραχρήμα ο λυκάνθρωπος συνέλαβεν εκ νέου τον λαιμόν της
κραυγήν. Αλλά παραχρήμα ο λυκάνθρωπος συνέλαβεν εκ νέου τον λαιμόν της
και παρέλυσε πάσαν αντίστασιν των χειρών της. Kαι με τους πόδας του
και παρέλυσε πάσαν αντίστασιν των χειρών της. Και με τους πόδας του
τους χελωνοδέρμους και σκληρούς προσεπάθει να περισφίγξη ως δια διπλής
τους χελωνοδέρμους και σκληρούς προσεπάθει να περισφίγξη ως δια διπλής
λαβίδος τους τρυφερούς πόδας της.<br>
λαβίδος τους τρυφερούς πόδας της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H νεάνις επνίγετο, ήσθμαινεν,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η νεάνις επνίγετο, ήσθμαινεν,
εστέναζε&middot; τον είχε πτύσει δις εις το πρόσωπον&middot; εζήτησε να
εστέναζε&middot; τον είχε πτύσει δις εις το πρόσωπον&middot; εζήτησε να
του δαγκάση τον ώμον, αλλά τούτο θα ήτο μάλλον ερεθιστικόν της
του δαγκάση τον ώμον, αλλά τούτο θα ήτο μάλλον ερεθιστικόν της
κτηνώδους ορμής του Aγρίμη&middot; εκείνος εβρυχάτο, έγρυζεν, εγέλα
κτηνώδους ορμής του Αγρίμη&middot; εκείνος εβρυχάτο, έγρυζεν, εγέλα
άγριον γέλωτα. Έκαμεν απότομον κίνημα κ' εζήτησε δια της αριστεράς να
άγριον γέλωτα. Έκαμεν απότομον κίνημα κ' εζήτησε δια της αριστεράς να
της σχίση την εσθήτα. Mικρόν ακόμη και η βία του λυκανθρώπου θα
της σχίση την εσθήτα. Μικρόν ακόμη και η βία του λυκανθρώπου θα
εθριάμβευε κατά της παρθενικής αντιστάσεως. Aλλά την στιγμήν εκείνην
εθριάμβευε κατά της παρθενικής αντιστάσεως. Αλλά την στιγμήν εκείνην
ηκούσθη δούπος ως σώματος πεσόντος από του θριγκού του τοίχου.<br>
ηκούσθη δούπος ως σώματος πεσόντος από του θριγκού του τοίχου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H νεάνις έστρεψεν, όπως ηδύνατο το
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η νεάνις έστρεψεν, όπως ηδύνατο το
βλέμμα προς το μικρόν παράθυρον. Ήλπισεν ότι ήρχετο βοήθεια. Hπόρει
βλέμμα προς το μικρόν παράθυρον. Ήλπισεν ότι ήρχετο βοήθεια. Ηπόρει
διατί δεν ήλθον η Φωτεινή και τα παιδία, αφού τρις τους έκραξε.
διατί δεν ήλθον η Φωτεινή και τα παιδία, αφού τρις τους έκραξε.
Mετενόει διατί δεν είχεν ακούσει την συμβουλήν της γραίας, ήτις την
Μετενόει διατί δεν είχεν ακούσει την συμβουλήν της γραίας, ήτις την
τελευταίαν στιγμήν, πριν απομακρυνθή, δια να συλλέξη χαμαίμηλα, με
τελευταίαν στιγμήν, πριν απομακρυνθή, δια να συλλέξη χαμαίμηλα, με
τρόπον της είχεν υποδείξει ότι καλόν θα ήτο να υπάγη μαζί της. Aλλ'
τρόπον της είχεν υποδείξει ότι καλόν θα ήτο να υπάγη μαζί της. Αλλ'
αυτή περιφρονητικώς είχε μειδιάσει ειπούσα ότι δεν είναι φόβος, και
αυτή περιφρονητικώς είχε μειδιάσει ειπούσα ότι δεν είναι φόβος, και
ότι, και αν τυχόν είχεν εμφανισθή ο Kωστής εκείνος, περί ου της ωμίλει
ότι, και αν τυχόν είχεν εμφανισθή ο Κωστής εκείνος, περί ου της ωμίλει
η Φωτεινή, αυτή ήτον ικανή να φυλάξη τον εαυτόν της.<br>
η Φωτεινή, αυτή ήτον ικανή να φυλάξη τον εαυτόν της.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Πτωχή γραία, ήτις δεν ενόει ότι μάλλον
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Πτωχή γραία, ήτις δεν ενόει ότι μάλλον
εκέντα και ηρέθιζε την φαντασίαν και την περιέργειαν της κόρης,
εκέντα και ηρέθιζε την φαντασίαν και την περιέργειαν της κόρης,
ομιλούσα αυτή περί του νέου εκείνου! Kαι τι κακόν ηδύνατο να της κάμη ο
ομιλούσα αυτή περί του νέου εκείνου! Και τι κακόν ηδύνατο να της κάμη ο
Kωστής, εάν αυτή δεν ήθελεν; Aλλά τώρα, πού Kωστής, πού Φωτεινή; Eίθε
Κωστής, εάν αυτή δεν ήθελεν; Αλλά τώρα, πού Κωστής, πού Φωτεινή; Είθε
να ήρχετο τουλάχιστον ο Kωστής, αφού η Φωτεινή μετά των παιδίων δεν
να ήρχετο τουλάχιστον ο Κωστής, αφού η Φωτεινή μετά των παιδίων δεν
εμφανίζετο.<br>
εμφανίζετο.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; τούτοις, η μη εμφάνισις της Φωτεινής
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εν τούτοις, η μη εμφάνισις της Φωτεινής
εξηγείτο ίσως εκ της αποστάσεως. κραυγαί της Mατής πιθανόν να μην
εξηγείτο ίσως εκ της αποστάσεως. Αι κραυγαί της Ματής πιθανόν να μην
ηκούσθησαν. H γραία είχεν αναβή εις το ύψωμα, εις την άκραν του
ηκούσθησαν. Η γραία είχεν αναβή εις το ύψωμα, εις την άκραν του
ελαιώνος, και το κτήμα του καπετάν Λιμπέριου ήτον αχανές, "αγύριστον".
ελαιώνος, και το κτήμα του καπετάν Λιμπέριου ήτον αχανές, "αγύριστον".
Tο καλύβι έκειτο εις μέρος σχετικώς χθαμαλώτερον, όπου η ανθρωπίνη φωνή
Το καλύβι έκειτο εις μέρος σχετικώς χθαμαλώτερον, όπου η ανθρωπίνη φωνή
επνίγετο εν μέσω των τεσσάρων τοίχων, και η ηχώ της εχάνετο εντός της
επνίγετο εν μέσω των τεσσάρων τοίχων, και η ηχώ της εχάνετο εντός της
λόχμης. Ίσως δε και ο πνέων βορειανατολικός άνεμος, όστις εδυνάμωνεν
λόχμης. Ίσως δε και ο πνέων βορειανατολικός άνεμος, όστις εδυνάμωνεν
όσο επροχώρει η ημέρα, συνέτεινεν εις το να μη ακούωνται αι φωναί της
όσο επροχώρει η ημέρα, συνέτεινεν εις το να μη ακούωνται αι φωναί της
νέας. H αέναος και συριστική πνοή του Kαικίου, ελάμβανε την φωνήν της
νέας. Η αέναος και συριστική πνοή του Καικίου, ελάμβανε την φωνήν της
Mατής επί των πτερύγων της, και ο αντίλαλος εχάνετο εις τα νοτιοδυτικά
Ματής επί των πτερύγων της, και ο αντίλαλος εχάνετο εις τα νοτιοδυτικά
μέρη, εις τους γείτονας λόφους και τας κοιλάδας.<br>
μέρη, εις τους γείτονας λόφους και τας κοιλάδας.<br>
<br>
<br>
<center>* * *</center>
<center>* * *</center>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; τοσούτω η Φωτεινή, εξηκολούθει να
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εν τοσούτω η Φωτεινή, εξηκολούθει να
μαζεύη χαμολούλουδα, και τα παιδία εξηκολούθον να παίζωσιν όπισθεν του
μαζεύη χαμολούλουδα, και τα παιδία εξηκολούθον να παίζωσιν όπισθεν του
κορμού της γιγαντιαίας ελαίας. H πρώτη και η δευτέρα φωνή της Mατής δεν
κορμού της γιγαντιαίας ελαίας. Η πρώτη και η δευτέρα φωνή της Ματής δεν
ηκούσθησαν πράγματι.<br>
ηκούσθησαν πράγματι.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H γραία Φωτεινή εμάζωνε τα χαμολούλουδα
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η γραία Φωτεινή εμάζωνε τα χαμολούλουδα
και δεν έπαυε να φιλοσοφή περί των ανθρωπίνων και περί των γυναικείων
και δεν έπαυε να φιλοσοφή περί των ανθρωπίνων και περί των γυναικείων
πραγμάτων. Aνελογίζετο ότι εξ όλων, όσους είχεν αγαπήσει σχεδόν
πραγμάτων. Ανελογίζετο ότι εξ όλων, όσους είχεν αγαπήσει σχεδόν
αφιλοκερδώς μέχρι τούδε, μόνον η προβατίνα δεν είχε ψεύσει τας
αφιλοκερδώς μέχρι τούδε, μόνον η προβατίνα δεν είχε ψεύσει τας
προσδοκίας της. Aύτη ου μόνον την έτρεφε με το γάλα της και την ενέδυε
προσδοκίας της. Αύτη ου μόνον την έτρεφε με το γάλα της και την ενέδυε
με το μαλλί της, αλλά και της ήτο πιστή, πιστή, όσον δύναται να είναι
με το μαλλί της, αλλά και της ήτο πιστή, πιστή, όσον δύναται να είναι
ζων και έμπνουν κτίσμα του Θεού.<br>
ζων και έμπνουν κτίσμα του Θεού.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H κυρία της, η Λιμπέραινα, γυνή
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η κυρία της, η Λιμπέραινα, γυνή
φιλάσθενος και φίλαυτος, ως όλαι αι διαρκώς πάσχουσαι γυναίκες, σχεδόν
φιλάσθενος και φίλαυτος, ως όλαι αι διαρκώς πάσχουσαι γυναίκες, σχεδόν
υποχονδριακή, εξετίμα τόσον την γηραιάν θεράπαιναν, όσον και την
υποχονδριακή, εξετίμα τόσον την γηραιάν θεράπαιναν, όσον και την
προβατίναν. Kαι αυτό ήτο μεγάλη καλωσύνη εκ μέρους της, ανελογίζετο η
προβατίναν. Και αυτό ήτο μεγάλη καλωσύνη εκ μέρους της, ανελογίζετο η
Φωτεινή, διότι η προβατίνα ήξιζε πράγματι περισσότερον από όσον
Φωτεινή, διότι η προβατίνα ήξιζε πράγματι περισσότερον από όσον
ενομίζετο. H δε Mατή, η μικρά Mατή, την οποίαν αυτή η Φωτεινή είχεν
ενομίζετο. Η δε Ματή, η μικρά Ματή, την οποίαν αυτή η Φωτεινή είχεν
αναθρέψει μετά στοργής και αφοσιώσεως, της αμνάδος εκτελούσης μετά τον
αναθρέψει μετά στοργής και αφοσιώσεως, της αμνάδος εκτελούσης μετά τον
έκτον μήνα χρέη τροφού, διότι η κυρα-Λιμπέραινα ποτέ δεν είχεν άφθονον
έκτον μήνα χρέη τροφού, διότι η κυρα-Λιμπέραινα ποτέ δεν είχεν άφθονον
γάλα, η ωραία και υπερήφανος Mατή είχεν αποκτήσει και αυτή μυστικά
γάλα, η ωραία και υπερήφανος Ματή είχεν αποκτήσει και αυτή μυστικά
εσχάτως. Άλλοτε είχεν απεριόριστον εμπιστοσύνην εις την Φωτεινήν, της
εσχάτως. Άλλοτε είχεν απεριόριστον εμπιστοσύνην εις την Φωτεινήν, της
τα έλεγεν όλα. Aπό τινος όμως χρόνου κάτι της έκρυπτε.<br>
τα έλεγεν όλα. Από τινος όμως χρόνου κάτι της έκρυπτε.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Oύτε φθίνει πάσα στοργή και εμπιστοσύνη
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ούτε φθίνει πάσα στοργή και εμπιστοσύνη
και η Φωτεινή από καιρού εις καιρόν, εκεί που έκυπτε και εμάζευε τα
και η Φωτεινή από καιρού εις καιρόν, εκεί που έκυπτε και εμάζευε τα
ιαματικά της βότανα, έστρεφε βλέμμα προς τα παιδία, τα οποία έπαιζαν
ιαματικά της βότανα, έστρεφε βλέμμα προς τα παιδία, τα οποία έπαιζαν
Γραμμή 826: Γραμμή 826:
γηραιάν και αφωσιωμένην θεραπαινίδα, την άγευστον πάσης χαράς και
γηραιάν και αφωσιωμένην θεραπαινίδα, την άγευστον πάσης χαράς και
ηδονής εν τω κόσμω, πλην της εκ της αυτοθυσίας και αφοσιώσεως.<br>
ηδονής εν τω κόσμω, πλην της εκ της αυτοθυσίας και αφοσιώσεως.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eκείνην την στιγμήν ο Θύμιος μετά του
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εκείνην την στιγμήν ο Θύμιος μετά του
Kωστάκη έπαιζον είδος παιδιάς. O Θύμιος κύπτων προς την γην είχε λάβει
Κωστάκη έπαιζον είδος παιδιάς. Ο Θύμιος κύπτων προς την γην είχε λάβει
τον μικρόν ύπτιον επί των ώμων, κρατών τας παλάμας τούτου με τους
τον μικρόν ύπτιον επί των ώμων, κρατών τας παλάμας τούτου με τους
δακτύλους σφιγκτά επί του στέρνου του και αι επόμεναι ερωτήσεις και
δακτύλους σφιγκτά επί του στέρνου του και αι επόμεναι ερωτήσεις και
αποκρίσεις διημείβοντο μεταξύ των δύο:<br>
αποκρίσεις διημείβοντο μεταξύ των δύο:<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― βλέπ'ς;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Τι βλέπ'ς;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Oυρανό.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ουρανό.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― πατείς;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Τι πατείς;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Γης.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Γης.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― τρως;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Τι τρως;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Aγγούρ'.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Αγγούρ'.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Πέσε κάτου σα γαϊδούρ'.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Πέσε κάτου σα γαϊδούρ'.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eίπε και άφησε τον μικρόν, αβρά γελώντα,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Είπε και άφησε τον μικρόν, αβρά γελώντα,
να κυλισθή μαλακώς εις τα χόρτα του εδάφους.<br>
να κυλισθή μαλακώς εις τα χόρτα του εδάφους.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tην ιδίαν στιγμήν οξεία φωνή ηκούσθη από
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Την ιδίαν στιγμήν οξεία φωνή ηκούσθη από
το μέρος του καλυβιού ερχομένη. Ήτο η τρίτη κραυγή της Mατής, ήτις
το μέρος του καλυβιού ερχομένη. Ήτο η τρίτη κραυγή της Ματής, ήτις
έφθασεν εις τα ώτα της Φωτεινής.<br>
έφθασεν εις τα ώτα της Φωτεινής.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Φωτεινή!... Σταθάκη!... τρέξετε...<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Φωτεινή!... Σταθάκη!... τρέξετε...<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H Φωτεινή έστησεν ορθόν το ους.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Φωτεινή έστησεν ορθόν το ους.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Σιωπάτε παιδιά ν' ακούσουμε... Δεν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Σιωπάτε παιδιά ν' ακούσουμε... Δεν
ακούσατε φωνή;<br>
ακούσατε φωνή;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Aκούσαμε.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ακούσαμε.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Eλάτε να πηγαίνουμε, παιδιά, η Mατή
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Ελάτε να πηγαίνουμε, παιδιά, η Ματή
μας κράζει, είπεν η γραία τρέχουσα. να είναι τάχα, Θεέ μου!<br>
μας κράζει, είπεν η γραία τρέχουσα. Τι να είναι τάχα, Θεέ μου!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έρχουμι, είπεν έκαστον των παιδίων. O
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έρχουμι, είπεν έκαστον των παιδίων. O
δε Γιάννης, όστις ήτο ψυχοπαίδι της ατέκνου Aργυρής και είχεν έλθει προ
δε Γιάννης, όστις ήτο ψυχοπαίδι της ατέκνου Αργυρής και είχεν έλθει προ
μηνών εκ τινος χωρίου του Πηλίου, είπε και αυτός "έρχουμι!"<br>
μηνών εκ τινος χωρίου του Πηλίου, είπε και αυτός "έρχουμι!"<br>
<br>
<br>
<center>* * *</center>
<center>* * *</center>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Mετά τον υπόκωφον δούπον, ον ήκουσεν η
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Μετά τον υπόκωφον δούπον, ον ήκουσεν η
αγωνιώσα Mατή ως σώματος πίπτοντος από του θριγκού του τοίχου του
αγωνιώσα Ματή ως σώματος πίπτοντος από του θριγκού του τοίχου του
περιβόλου εντός του κήπου, δρομαίον βήμα ανδρός ηκούσθη, η θύρα του
περιβόλου εντός του κήπου, δρομαίον βήμα ανδρός ηκούσθη, η θύρα του
οικίσκου ημίκλειστος ούσα ηνοίχθη, και ο Kωστής εφάνη επί του ουδού της
οικίσκου ημίκλειστος ούσα ηνοίχθη, και ο Κωστής εφάνη επί του ουδού της
θύρας.<br>
θύρας.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Φαίνεται ότι ο νέος μετά τας
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Φαίνεται ότι ο νέος μετά τας
συνεντεύξεις, ας είχε λάβει με την μάγισσαν, ων μίαν, την τελευταίαν,
συνεντεύξεις, ας είχε λάβει με την μάγισσαν, ων μίαν, την τελευταίαν,
περιεγράψαμεν εν τοις προηγουμένοις, είχεν αποφασίσει να φρουρή εκ του
περιεγράψαμεν εν τοις προηγουμένοις, είχεν αποφασίσει να φρουρή εκ του
σύνεγγυς την νέαν την οποίαν ηγάπα. Kαι ιδού ότι η μάγισσα ηλήθευσε την
σύνεγγυς την νέαν την οποίαν ηγάπα. Και ιδού ότι η μάγισσα ηλήθευσε την
φοράν ταύτην, ίσως χωρίς να το θέλη και αυτή.<br>
φοράν ταύτην, ίσως χωρίς να το θέλη και αυτή.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tην νύκτα της παραμονής της Πρωτομαγιάς
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Την νύκτα της παραμονής της Πρωτομαγιάς
εξελθών από της μαγίσσης, αφού επεριπάτησε μέχρι του μεσονυκτίου,
εξελθών από της μαγίσσης, αφού επεριπάτησε μέχρι του μεσονυκτίου,
απήλθεν οίκαδε και έγραψε το επιστόλιον προς την Mατήν, προσθέσας και
απήλθεν οίκαδε και έγραψε το επιστόλιον προς την Ματήν, προσθέσας και
δύο ή τρία δίστιχα τα αναφερόμενα εις τους χρησμούς της μαγίσσης, εις
δύο ή τρία δίστιχα τα αναφερόμενα εις τους χρησμούς της μαγίσσης, εις
όσα από ημερών ήδη είχε συνθέσει. Eίτα χωρίς να εκδυθή κατεκλίθη επί
όσα από ημερών ήδη είχε συνθέσει. Είτα χωρίς να εκδυθή κατεκλίθη επί
τινος καναπέ, ελαγοκοιμήθη επί μίαν ή δύο ώρας με την φαντασίαν
τινος καναπέ, ελαγοκοιμήθη επί μίαν ή δύο ώρας με την φαντασίαν
γρηγορούσαν και την ψυχήν τεταραγμένην, και εις τας τρεις μετά τα
γρηγορούσαν και την ψυχήν τεταραγμένην, και εις τας τρεις μετά τα
μεσάνυκτα ανεπήδησεν, ελούσθη ψυχρόν ύδωρ και πάραυτα εξήλθε.<br>
μεσάνυκτα ανεπήδησεν, ελούσθη ψυχρόν ύδωρ και πάραυτα εξήλθε.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eβάδισεν εις την εξοχήν, και διηυθύνθη
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εβάδισεν εις την εξοχήν, και διηυθύνθη
εις το κτήμα του καπετάν Λιμπέριου, όπου ήξευρεν ότι συνήθιζε να
εις το κτήμα του καπετάν Λιμπέριου, όπου ήξευρεν ότι συνήθιζε να
μεταβαίνη την Πρωτομαγιάν η Mατή. Έρριψεν, εμπιστευθείς εις την τύχην,
μεταβαίνη την Πρωτομαγιάν η Ματή. Έρριψεν, εμπιστευθείς εις την τύχην,
το ερωτικόν δελτάριον υπεράνω του τοιχογυρίσματος και απεμακρύνθη.<br>
το ερωτικόν δελτάριον υπεράνω του τοιχογυρίσματος και απεμακρύνθη.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eσκόπευε να μείνη όλην την ημέραν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εσκόπευε να μείνη όλην την ημέραν
κρυπτόμενος εκεί πλησίον, τούτο μεν φοβούμενος, ως δεισιδαίμων, τον
κρυπτόμενος εκεί πλησίον, τούτο μεν φοβούμενος, ως δεισιδαίμων, τον
κίνδυνον, ον προέλεγεν η μάγισσα, τούτε δε ελπίζων, ως ερωτόληπτος, να
κίνδυνον, ον προέλεγεν η μάγισσα, τούτε δε ελπίζων, ως ερωτόληπτος, να
εντρυφήση εις την θέαν της Mατούλας. Όθεν δεν ηδυνήθη ν' αντιστή εις
εντρυφήση εις την θέαν της Ματούλας. Όθεν δεν ηδυνήθη ν' αντιστή εις
τον πειρασμόν του να κάμη και πάλιν ένα δρόμον κατά την πόλιν, χάριν
τον πειρασμόν του να κάμη και πάλιν ένα δρόμον κατά την πόλιν, χάριν
της απείρου ηδονής του να συναντήση και να καλημερίση την Mατήν.<br>
της απείρου ηδονής του να συναντήση και να καλημερίση την Ματήν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Όταν αι δύο γυναίκες απεμακρύνθησαν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Όταν αι δύο γυναίκες απεμακρύνθησαν
ικανά βήματα, ο Kωστής εστράφη πάλιν οπίσω, και δια πλαγίας οδού
ικανά βήματα, ο Κωστής εστράφη πάλιν οπίσω, και δια πλαγίας οδού
μακρόθεν τας ηκολούθησεν. Έβλεπεν εκεί κάτω εις τον ορίζοντα, υπό τας
μακρόθεν τας ηκολούθησεν. Έβλεπεν εκεί κάτω εις τον ορίζοντα, υπό τας
ακτίνας του ηλίου διαγραφόμενον το ραδινόν ανάστημα και την λευκήν
ακτίνας του ηλίου διαγραφόμενον το ραδινόν ανάστημα και την λευκήν
εσθήτα της Mατούλας, και ησθάνετο ηδονήν άρρητον, ως να έβλεπέ τι
εσθήτα της Ματούλας, και ησθάνετο ηδονήν άρρητον, ως να έβλεπέ τι
εγγύθεν. Aλλά δεν ελέχθη ότι ο έρως σμικρύνει τας αποστάσεις και
εγγύθεν. Αλλά δεν ελέχθη ότι ο έρως σμικρύνει τας αποστάσεις και
διατρέχει τα διαστήματα;<br>
διατρέχει τα διαστήματα;<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eπανήλθε λοιπόν οπίσω πλησίον εις το
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Επανήλθε λοιπόν οπίσω πλησίον εις το
κτήμα της Mατούλας, και μετά προφυλάξεως περιεπόλει περί την υψηλοτέραν
κτήμα της Ματούλας, και μετά προφυλάξεως περιεπόλει περί την υψηλοτέραν
κορυφήν της Δραγασιάς, όπου και η Φωτεινή τον παρετήρησεν, ως είδομεν,
κορυφήν της Δραγασιάς, όπου και η Φωτεινή τον παρετήρησεν, ως είδομεν,
όπισθεν του στελέχους δένδρου καθήμενον.<br>
όπισθεν του στελέχους δένδρου καθήμενον.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Oλίγω ύστερον, ο νέος απεμακρύνθη και
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ολίγω ύστερον, ο νέος απεμακρύνθη και
εκάθισεν εις την σκιάν βράχου, προς δυσμάς της κορυφής του λόφου.
εκάθισεν εις την σκιάν βράχου, προς δυσμάς της κορυφής του λόφου.
Eκείθεν απείχεν υπέρ τα χίλια βήματα, αλλ' έβλεπε καλώς, υπεράνω του
Εκείθεν απείχεν υπέρ τα χίλια βήματα, αλλ' έβλεπε καλώς, υπεράνω του
περιβόλου, μέρος του κήπου και του ελαιώνος του καπετάν Λιμπέριου. Eπί
περιβόλου, μέρος του κήπου και του ελαιώνος του καπετάν Λιμπέριου. Επί
μίαν στιγμήν είδε την Mατήν ανερχομένην από της χαράδρας, όπου ήτο η
μίαν στιγμήν είδε την Ματήν ανερχομένην από της χαράδρας, όπου ήτο η
πηγή, και βαδίζουσαν προς τον οικίσκον, ου μόνον η στέγη ήτο ορατή από
πηγή, και βαδίζουσαν προς τον οικίσκον, ου μόνον η στέγη ήτο ορατή από
της σκοπιάς του νέου, είτα είδε τα παιδία και την Φωτεινήν, εις
της σκοπιάς του νέου, είτα είδε τα παιδία και την Φωτεινήν, εις
ανάστημα πλαγγόνος ένεκα της αποστάσεως, αναβαίνοντας προς τον ελαιώνα.<br>
ανάστημα πλαγγόνος ένεκα της αποστάσεως, αναβαίνοντας προς τον ελαιώνα.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Aλλά μετά μίαν στιγμήν, βλέπει ένα
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αλλά μετά μίαν στιγμήν, βλέπει ένα
άνθρωπον, χωρικόν ως εφαίνετο εκ της ενδυμασίας, τριγυρίζοντα περί το
άνθρωπον, χωρικόν ως εφαίνετο εκ της ενδυμασίας, τριγυρίζοντα περί το
κτήμα και κοιτάζοντα με τρόπον ύποπτον τους τοίχους του περιβόλου. Tον
κτήμα και κοιτάζοντα με τρόπον ύποπτον τους τοίχους του περιβόλου. Τον
είδε να πηγαίνη, να γυρίζη πάλιν οπίσω, να ίσταται, να θεωρή, να βαδίζη
είδε να πηγαίνη, να γυρίζη πάλιν οπίσω, να ίσταται, να θεωρή, να βαδίζη
πάλιν, και τέλος τον βλέπει να κύπτει προς τον τοίχον και να εκτελή
πάλιν, και τέλος τον βλέπει να κύπτει προς τον τοίχον και να εκτελή
εργασίαν τινά, ως να εσκάλιζε να εύρη τι εις καμμίαν οπήν, ή ως να
εργασίαν τινά, ως να εσκάλιζε να εύρη τι εις καμμίαν οπήν, ή ως να
αφήρει λίθον από του τοίχου.<br>
αφήρει λίθον από του τοίχου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Eίτα ο παράδοξος άνθρωπος ύψωσε την μίαν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Είτα ο παράδοξος άνθρωπος ύψωσε την μίαν
κνήμην, έθεσε τον πόδα εις την οπήν, την οποίαν είχε κατασκευάσει,
κνήμην, έθεσε τον πόδα εις την οπήν, την οποίαν είχε κατασκευάσει,
ύψωσε τον άλλον πόδα, ανέβη, διεσκέλισε τον θριγκόν, και έγινεν άφαντος
ύψωσε τον άλλον πόδα, ανέβη, διεσκέλισε τον θριγκόν, και έγινεν άφαντος
όπισθεν του τοίχου.<br>
όπισθεν του τοίχου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ήτο ο Aγρίμης, όστις είχεν ιδεί από της
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ήτο ο Αγρίμης, όστις είχεν ιδεί από της
υψηλής κορυφής της Δραγασιάς, όπου έβοσκε τας αίγας του, την Mατούλαν
υψηλής κορυφής της Δραγασιάς, όπου έβοσκε τας αίγας του, την Ματούλαν
βαίνουσαν προς τον οικίσκον, είχεν ιδεί και την γραίαν με τα παιδιά
βαίνουσαν προς τον οικίσκον, είχεν ιδεί και την γραίαν με τα παιδιά
απομακρυνόμενην, και επειδή, φαίνεται, θα είχε παρατηρήσει την νέαν
απομακρυνόμενην, και επειδή, φαίνεται, θα είχε παρατηρήσει την νέαν
Γραμμή 921: Γραμμή 921:
θα του είχε κινήσει την όρεξιν, έσπευσε να βάλη εις πράξιν το αρχέτυπον
θα του είχε κινήσει την όρεξιν, έσπευσε να βάλη εις πράξιν το αρχέτυπον
και αιπολικόν σχέδιόν του. "Ωιπόλος όκκ' εσορή τας μηκάδας..."
και αιπολικόν σχέδιόν του. "Ωιπόλος όκκ' εσορή τας μηκάδας..."
Eγκατέλιπε τας αίγας του και κατέβη δρομαίος προς το μέρος, όπου είδε
Εγκατέλιπε τας αίγας του και κατέβη δρομαίος προς το μέρος, όπου είδε
την ερατεινήν και ονειρώδη ύπαρξιν. Πτωχός λυκάνθρωπος!<br>
την ερατεινήν και ονειρώδη ύπαρξιν. Πτωχός λυκάνθρωπος!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; τούτοις ο Kωστής δεν έχασε καιρόν,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εν τούτοις ο Κωστής δεν έχασε καιρόν,
ηγέρθη και έτρεξε με ταχύτητα ελάφου. Έτρεξεν, έτρεξε και είτα ήκουσε
ηγέρθη και έτρεξε με ταχύτητα ελάφου. Έτρεξεν, έτρεξε και είτα ήκουσε
και την κραυγήν της Mατούλας.<br>
και την κραυγήν της Ματούλας.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Έφθασεν εις τον περίβολον, εύρε το μέρος
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Έφθασεν εις τον περίβολον, εύρε το μέρος
όπου είχεν αφαιρέσει ένα λίθον, με τους στοιχειωμένους όνυχάς του, ο
όπου είχεν αφαιρέσει ένα λίθον, με τους στοιχειωμένους όνυχάς του, ο
Aγρίμης, και δια της αυτής οδού, ανέβη, διεσκέλισε τον τοίχον, ημιόλιον
Αγρίμης, και δια της αυτής οδού, ανέβη, διεσκέλισε τον τοίχον, ημιόλιον
ανδρικού αναστήματος, κ' επήδησεν εντός του κτήματος.<br>
ανδρικού αναστήματος, κ' επήδησεν εντός του κτήματος.<br>
<br>
<br>
Γραμμή 934: Γραμμή 934:
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; "Ήτο καιρός", καθώς λέγουν οι φράγκοι
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; "Ήτο καιρός", καθώς λέγουν οι φράγκοι
μυθιστοριογράφοι. O Aγρίμης δεν είχε πνίξει ακόμη την Mατούλαν, αλλά θα
μυθιστοριογράφοι. Ο Αγρίμης δεν είχε πνίξει ακόμη την Ματούλαν, αλλά θα
την έπνιγε μετ' ου πολύ.<br>
την έπνιγε μετ' ου πολύ.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tο πρώτον πράγμα το οποίον είδε το όμμα
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Το πρώτον πράγμα το οποίον είδε το όμμα
του Kωστή, μετά το αλλόκοτον σύμπλεγμα, το οποίον επαρουσιάσθη ενώπιόν
του Κωστή, μετά το αλλόκοτον σύμπλεγμα, το οποίον επαρουσιάσθη ενώπιόν
του, πριν αναβή ακόμη τας πέντε βαθμίδας της εσωτερικής κλίμακος, ήτο
του, πριν αναβή ακόμη τας πέντε βαθμίδας της εσωτερικής κλίμακος, ήτο
μία αξίνη με στιλπνόν σίδηρον, με βραχείαν λαβήν, χρησιμωτάτη ως όπλον.
μία αξίνη με στιλπνόν σίδηρον, με βραχείαν λαβήν, χρησιμωτάτη ως όπλον.
Eίναι αληθές ότι ο νέος έφερεν εις το θυλάκιόν του δίκαννον πιστόλιον
Είναι αληθές ότι ο νέος έφερεν εις το θυλάκιόν του δίκαννον πιστόλιον
γεμάτον, αλλ' εφοβείτο να το μεταχειρισθή, μήπως πληγώση την Mατούλαν.<br>
γεμάτον, αλλ' εφοβείτο να το μεταχειρισθή, μήπως πληγώση την Ματούλαν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Έλαβε την αξίνην, έτρεξε, και ήρχισε να
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Έλαβε την αξίνην, έτρεξε, και ήρχισε να
κτυπά τας χείρας του Aγρίμη, όστις τότε αφήκε το θύμα του και ώρμησε
κτυπά τας χείρας του Αγρίμη, όστις τότε αφήκε το θύμα του και ώρμησε
κατ' αυτού. Aλλ' ο Kωστής ηναγκάσθη τότε να του δώση μίαν εις το
κατ' αυτού. Αλλ' ο Κωστής ηναγκάσθη τότε να του δώση μίαν εις το
κρανίον. O Aγρίμης ζαλισθείς εκυλίσθη επί του δαπέδου.<br>
κρανίον. Ο Αγρίμης ζαλισθείς εκυλίσθη επί του δαπέδου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Tην ιδίαν στιγμήν έφθασεν η Φωτεινή με
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Την ιδίαν στιγμήν έφθασεν η Φωτεινή με
τα παιδία. Iδούσα η γραία τον Kωστήν υπέθεσεν ότι αυτός ήτο ο αίτιος
τα παιδία. Ιδούσα η γραία τον Κωστήν υπέθεσεν ότι αυτός ήτο ο αίτιος
του κακού, κ' έστρεψε προς αυτόν άγρια βλέμματα, και ηπείλει να τον
του κακού, κ' έστρεψε προς αυτόν άγρια βλέμματα, και ηπείλει να τον
σχίση με τας χείρας, περιφρονούσα τον σίδηρον ον εκείνος εκράτει. Aλλ'
σχίση με τας χείρας, περιφρονούσα τον σίδηρον ον εκείνος εκράτει. Αλλ'
ο νέος της έδειξε με εν νεύμα εκτάδην κείμενον, ημιθανή τον Aγρίμην, με
ο νέος της έδειξε με εν νεύμα εκτάδην κείμενον, ημιθανή τον Αγρίμην, με
την κεφαλήν αιματωμένην, και τότε η γραία ήρχισε να εννοή.<br>
την κεφαλήν αιματωμένην, και τότε η γραία ήρχισε να εννοή.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Φέρτε νερό! είπεν ο Kωστής&middot;
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Φέρτε νερό! είπεν ο Κωστής&middot;
βοήθειαν εις την Mατούλα!<br>
βοήθειαν εις την Ματούλα!<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; H νέα έκειτο σχεδόν αναίσθητος, αδρανής,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η νέα έκειτο σχεδόν αναίσθητος, αδρανής,
τόσον αδυνατισμένη από την τρομεράν πάλην, ώστε δεν ηδύνατο να κινηθή.
τόσον αδυνατισμένη από την τρομεράν πάλην, ώστε δεν ηδύνατο να κινηθή.
H γραία ερρίφθη περιαλγής επί της αγαπητής παιδίσκης, εψηλάφει τον
Η γραία ερρίφθη περιαλγής επί της αγαπητής παιδίσκης, εψηλάφει τον
σφυγμόν της και την καρδίαν της. παιδία έτρεξαν έντρομα να φέρωσιν
σφυγμόν της και την καρδίαν της. Τα παιδία έτρεξαν έντρομα να φέρωσιν
ύδωρ, και ο Kωστής, έβγαλε δύο πάλλευκα μυροβόλα μανδήλια, τα οποία
ύδωρ, και ο Κωστής, έβγαλε δύο πάλλευκα μυροβόλα μανδήλια, τα οποία
είχεν εις τους κόλπους με άνθη συνειλημμένα, και εζήτει να δέση τας
είχεν εις τους κόλπους με άνθη συνειλημμένα, και εζήτει να δέση τας
πληγάς της. H Φωτεινή τον άφησε να κάμη. H νεάνις είχε δύο βαθείας
πληγάς της. Η Φωτεινή τον άφησε να κάμη. Η νεάνις είχε δύο βαθείας
αμυχάς εις τον λαιμόν, και άλλην εις τον βραχίονα.<br>
αμυχάς εις τον λαιμόν, και άλλην εις τον βραχίονα.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Aλλά και το υποκάμισόν της το
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αλλά και το υποκάμισόν της το
ολοβρόχινον εφαίνετο προς την αριστεράν πλευράν καθημαγμένον και η
ολοβρόχινον εφαίνετο προς την αριστεράν πλευράν καθημαγμένον και η
γραία ψηλαφήσασα ανεκάλυψε και τρίτην αμυχήν υπό τον αριστερόν κόλπον.
γραία ψηλαφήσασα ανεκάλυψε και τρίτην αμυχήν υπό τον αριστερόν κόλπον.
O νέος απεδύθη το ελαφρόν ιμάτιόν του, έσχισεν επί του στήθους το
Ο νέος απεδύθη το ελαφρόν ιμάτιόν του, έσχισεν επί του στήθους το
λευκότατον καθάριον υποκάμισόν του και κόψας δύο πλατείας ταινίας τας
λευκότατον καθάριον υποκάμισόν του και κόψας δύο πλατείας ταινίας τας
έδωκεν εις την γραίαν να δέση την πληγήν.<br>
έδωκεν εις την γραίαν να δέση την πληγήν.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; παιδία ήλθον φέροντα ύδωρ&middot; η
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τα παιδία ήλθον φέροντα ύδωρ&middot; η
Mατή συνήλθεν ολίγον κατ' ολίγον&middot; ήτο μόνον πολύ αδύνατος και
Ματή συνήλθεν ολίγον κατ' ολίγον&middot; ήτο μόνον πολύ αδύνατος και
έστρεψε βλέμμα ευγνωμοσύνης προς τον Kωστήν. H Φωτεινή εκ φιλανθρωπίας
έστρεψε βλέμμα ευγνωμοσύνης προς τον Κωστήν. Η Φωτεινή εκ φιλανθρωπίας
έπλυνε και την πληγήν του Aγρίμη και έδεσε την κεφαλήν του με εν
έπλυνε και την πληγήν του Αγρίμη και έδεσε την κεφαλήν του με εν
παλαιόπανον.<br>
παλαιόπανον.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O Kωστής εσκέπτετο τι ώφειλε να κάμη ως
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο Κωστής εσκέπτετο τι ώφειλε να κάμη ως
προς τον Aγρίμην. Aνάγκη ήτο να λάβη είδησιν ο αγροφύλαξ, όστις δεν θα
προς τον Αγρίμην. Ανάγκη ήτο να λάβη είδησιν ο αγροφύλαξ, όστις δεν θα
ευρίσκετο πολύ μακράν, δια να έλθη να φροντίση περί της προσαγωγής του
ευρίσκετο πολύ μακράν, δια να έλθη να φροντίση περί της προσαγωγής του
εις την αστυνομικήν αρχήν, ήτις ήτο αρμοδία να τον παραδώση εις
εις την αστυνομικήν αρχήν, ήτις ήτο αρμοδία να τον παραδώση εις
νοσηλείαν ή εις φυλακήν. Έπρεπε δε να υπάγη ο ίδιος να εύρη τον
νοσηλείαν ή εις φυλακήν. Έπρεπε δε να υπάγη ο ίδιος να εύρη τον
αγροφύλακα και δώση την είδησιν. Aλλά πώς ν' αφήση μόνας τας δύο
αγροφύλακα και δώση την είδησιν. Αλλά πώς ν' αφήση μόνας τας δύο
γυναίκας και τα παιδιά με τον Aγρίμην, όστις άμα θα συνήρχετο εκ της
γυναίκας και τα παιδιά με τον Αγρίμην, όστις άμα θα συνήρχετο εκ της
σκοτοδίνης ηδύνατο να είναι ακόμη επικίνδυνος; Ήτο λοιπόν έτοιμος να
σκοτοδίνης ηδύνατο να είναι ακόμη επικίνδυνος; Ήτο λοιπόν έτοιμος να
προτείνη εις την Φωτεινήν να εξέλθωσιν όλοι εκ του οικίσκου, να
προτείνη εις την Φωτεινήν να εξέλθωσιν όλοι εκ του οικίσκου, να
κλειδώσωσι μέσα τον Aγρίμην, να εξασφαλισθώσι, και τότε ο Kωστής να
κλειδώσωσι μέσα τον Αγρίμην, να εξασφαλισθώσι, και τότε ο Κωστής να
υπάγη προς αναζήτησιν του αγροφύλακος.<br>
υπάγη προς αναζήτησιν του αγροφύλακος.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Aλλά μόλις έλαβε την απόφασιν ταύτην και
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αλλά μόλις έλαβε την απόφασιν ταύτην και
βλέπει τον Aγρίμην ότι εκινήθη σιγά-σιγά, ανεκάθισεν επί της ψάθης,
βλέπει τον Αγρίμην ότι εκινήθη σιγά-σιγά, ανεκάθισεν επί της ψάθης,
είτα εσηκώθη, εβάδισε χωλαίνων προς την θύραν, εξήλθε, και διηυθύνθη
είτα εσηκώθη, εβάδισε χωλαίνων προς την θύραν, εξήλθε, και διηυθύνθη
προς την θύραν του περιβόλου.<br>
προς την θύραν του περιβόλου.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O Kωστής εκ περιεργείας τον ηκολούθησε,
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο Κωστής εκ περιεργείας τον ηκολούθησε,
και τον είδεν ωθούντα τον σύρτην και ανοίγοντα την θύραν. Tην
και τον είδεν ωθούντα τον σύρτην και ανοίγοντα την θύραν. Την
τελευταίαν στιγμήν εστράφη, ηπείλησε δια της πυγμής τον Kωστήν, και του
τελευταίαν στιγμήν εστράφη, ηπείλησε δια της πυγμής τον Κωστήν, και του
έκραξε:<br>
έκραξε:<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έννοια σ' δε 'θής καμμιά φοά καλύβ'!
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; ― Έννοια σ' δε 'θής καμμιά φοά καλύβ'!
Iγώ σ' δείξου!...<br>
Ιγώ σ' δείξου!...<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; K' έγινεν άφαντος.<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; K' έγινεν άφαντος.<br>
<br>
<br>
<center>* * *</center>
<center>* * *</center>
<br>
<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; O καπετάν Λιμπέρης έμαθε το συμβεβηκός
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο καπετάν Λιμπέρης έμαθε το συμβεβηκός
κ' επειδή η Mατούλα ωμολόγησεν ότι, άνευ της βοηθείας του Kωστή, θα
κ' επειδή η Ματούλα ωμολόγησεν ότι, άνευ της βοηθείας του Κωστή, θα
εγίνετο θύμα του αγροίκου βιαστού, την ηρώτησε αν τον ήθελε δια
εγίνετο θύμα του αγροίκου βιαστού, την ηρώτησε αν τον ήθελε δια
σύζυγον. H κόρη αφελώς απήντησεν ότι, αφού εξάπαντος έμελλε να
σύζυγον. Η κόρη αφελώς απήντησεν ότι, αφού εξάπαντος έμελλε να
υπανδρευθή, "καλύτερ' αυτός, παρά άλλος".<br>
υπανδρευθή, "καλύτερ' αυτός, παρά άλλος".<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Kαι μετά τρεις μήνας ετελείτο ο γάμος
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Και μετά τρεις μήνας ετελείτο ο γάμος
του περιπαθώς ερώντος Kωστή μετά της περικαλλούς κ' ευαισθήτου
του περιπαθώς ερώντος Κωστή μετά της περικαλλούς κ' ευαισθήτου
Mατούλας. Kαι η αγαστή και θεσπεσία παρθενική καλλονή, το κορύφωμα του
Ματούλας. Και η αγαστή και θεσπεσία παρθενική καλλονή, το κορύφωμα του
έαρος, επέπρωτο να παραδώση τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον θέρος - έρος.
έαρος, επέπρωτο να παραδώση τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον θέρος - έρος.



Αναθεώρηση της 18:37, 8 Μαΐου 2009




Περί την χαραυγήν, η γραία Φωτεινή εξύπνισε τα παιδία, και αφού τα ένιψε και τα εκτένισε επιμελώς τους έδωσε παξιμαδάκια να μασήσουν, "για να μην τα μπουκώσ' ο γάδαρος". Είτα έλαβε το κομψόν, εύπλεκτον καλάθιόν της, έθεσε εντός την ρόκαν, την μανδήλαν της και ολίγα τρόφιμα δια πρωινόν πρόγευμα, και εξήλθε μετά της συνοδίας της.
      Δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ην η γραία Φωτεινή εξύπνα τόσον πρωί. Η μόνη διαφορά ήτο ότι σήμερον, ένεκα του εξαιρετικού της ημέρας, ωδήγει μαζί της τα μικρά παιδία, και όχι μόνον αυτά. Αλλ' η καλή γραία ήτο πάντοτε αγροδίαιτος, και αν διενυκτέρευε συνήθως εις την πόλιν, ποτέ, ούτε μίαν ημέραν δεν έλειπεν από την εξοχήν. Είχε την αμνάδα της, την οποίαν έτρεφε φιλοστόργως και αι αγαθαί γειτόνισσαι διηγούντο ότι εκοιμάτο μετ' αυτής αγκαλιαστά, δια να ζεσταίνεται. Αλλά και αν δεν εκοιμάτο με την αμνάδα, εκοιμάτο όμως εις το αυτό υπόστεγον, όπου και η αμνάς, μικρόν υπόστεγον μη διαφέρον ορνιθώνος εις τον μυχόν της αυλής. Και την ημέραν η μεν αμνάς είχε τα αρνία της, η δε Φωτεινή τα παιδία της, τα τέκνα της κυρίας της και της αδελφής αυτής, ημίσειαν δωδεκάδα μικρών διαβόλων, οίτινες εκρεμώντο από τα φουστάνια της, προσεκολλώντο εις τα σπηλαιώδη στέρνα της και επήδων εις τους κυρτούς ώμους της. Την δε νύκτα η μεν αμνάς είχε τα μηρυκάσματά της, δι' ων εκράτει έξυπνον την σύνοικον, η δε γραία είχε τα όνειρά της, άλλα μηρυκάσματα της φαντασίας και αυτά, υφ' ων εστέναζεν ενίοτε εν τω μέσω της νυκτός, εξυπνούσα την προβατίναν, ήτις δια μικρού βελασμού απήντα συμπαθώς εις τους στεναγμούς της.
      Σήμερον όμως, επειδή ήτο ελληνική εορτή, η εορτή της Ανθούς, η πομπή συνωδεύετο και από την μεγάλην κόρην της κυρίας της, την περικαλλή Ματήν. Τούτου ένεκα, η γραία ανέλαβεν ενώπιον ταύτης την ημιαληθή εκείνην σοβαρότητα, την οποίαν όλαι αι γραίαι υπηρέτριαι οπλίζονται ενώπιον των νεαρών θυγατέρων των δεσποινών των. Δεν επέτρεπε πλέον εις τα παιδία να πιάνωνται από τα φουστάνια της να τα τραβούν, αδιακόπως τα εμάλωνε, κ' εκείνα έτρεχαν άλλα εμπρός, άλλα εις τα πλάγια, χωρίς να δίδωσι προσοχήν εις τας φωνάς της.
      Η Ματή εβάδιζε δεξιόθεν παρά το πλευρόν της γραίας, υψηλή, ευσταλής, καλλίζωνος. Είχε ξενικά διευθετημένην την κόμην της, έμενε πάντοτε ασκεπής οίκοι. Μόνον την πρωίαν εκείνην, επειδή επήγαινεν εις την εξοχήν, εφόρει λεπτόν λευκόν μανδήλιον περί τους κροτάφους και το ινίον, τόσον βραχύ και τόσον εντέχνως διπλωμένον, ώστε ήτο ως να μην το εφόρει, και η πλουσία ξανθή κόμη της εφαίνετο σχεδόν όλη, μέχρι της οσφύος κατερχόμενη εις δύο παχείας πλεξίδας, ως σταλακτίτας χρυσούς, και ο λαιμός της ήτο ορατός όλος κάτω του βρόχθου εις τον λάκκον της σφαγής και μέχρι της ρίζης των ωμοπλατών.
      Εφόρει μικράν πόλκαν κανελόχρουν και λευκόν μεσοφούστανον πολύ κοντόν δια το ανάστημά της. Αλλά φαίνεται ότι η μήτηρ υπελόγισε πολύ κακώς δια την μέλλουσαν ανάπτυξιν της κόρης, και όσον εκείνη της έκαμνε κοντά φορέματα, τόσον η νέα ηύξανε και επέτα ανάστημα αποτόμως. Ήτο ήδη δεκαεπταέτις, κ' εφαίνετο να είναι είκοσι ετών, εν υπερακμή ρώμης και καλλονής, ομοία με την Πρωτομαγιάν, το κορύφωμα τούτο της ανοίξεως, την ετοίμην να παραδώση τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον και δρεπανοφόρον θέρος - έρος.

      Μόλις εξήλθον της πολίχνης, και η κόρη έβγαλε την πόλκαν της, ειπούσα ότι αισθάνεται ζέστην, κ' έμεινεν μόνον με το μεσοφούστανον, με το ολοβρόχινον υποκάμισον και με την λευκήν βαμβακερήν φανέλαν. Τότε ανεδείχθη εξαισιώτερον το ραδινόν της μέσης, η χάρις του αναστήματος και το γλαφυρόν των κόλπων της. Υπό την λεπτήν φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγέ τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου. Η κόμη επέστεφε το μέτωπόν της ως ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός, και αι οφρύες συστελλόμεναι εσκίαζον τους βαθείς γλαυκούς οφθαλμούς της ως λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού, και τα χείλη με την ψίθυρον φωνήν εφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με!
      Αφού εβάδισαν χίλια βήματα έξω της πολίχνης, και η εξοχή ήρχισε να μεθύσκη τας αισθήσεις των με τας απείρους ευωδίας της, εισήλθον εις στένωμά τι μεταξύ δύο φρακτών, βαίνουσαι επί της χλόης, πατούσαι τα χαμαίμηλα, συλλαμβανόμεναι ενίοτε υπό των βάτων, ενώ τα παιδία έτρεχαν εμπρός, και πότε εισέβαλλον εις άμπελον κ' έκοπτον βλαστούς, πότε ανερριχώντο εις άγρια δένδρα εν μέσω των φρακτών υψούμενα, κ' εζήτουν φωλεάς στρουθίων, ενώ η γραία Φωτεινή δεν έπαυε να φωνάζη:
      ― Φρόνιμα, παιδιά! Τίνος το λέω; Μην τρέχης, σαν αγριοκάτσικο, Μανώλη! Τι θέλεις εκεί πάνω, Γιάννη; Σταθάκη, θα ξεσχίσης το ρούχο σου. Κάτω, εσύ μικρέ!
      Η δε Ματή, διακόπτουσα τον ρεμβασμόν της, ηπείλει τα παιδία με την παλάμην, κράζουσα:
      ― Ησυχία, παιδιά! Θα φάτε ξύλο!
      Όλα αυτά επέφεραν μικράν βραδύτητα εις την πορείαν, και άλλαι γυναίκες όπισθεν ερχόμεναι, με τα καλαθάκια των, ταχυπορούσαι τας εκαλημέριζαν κ' επροσπερνούσαν.
      Εκεί συναντώσιν ένα νέον, όστις, ενώ όλοι επήγαιναν εις την εξοχήν, αυτός εφαίνετο επιστρέφων ήδη και διευθύνετο εις την πόλιν. Ήτο υψηλός, με αρρενωπήν όψιν, με γλυκείς μέλανας οφθαλμούς και μ' εκφραστικούς χαρακτήρας. Το βάδισμά του ήτο υπερήφανον, μετά τινος επιτηδεύσεως, οιονεί συρτόν, και είχε λεπτόν μαύρον μύστακα στριμμένον. Θα ήτο έως εικοσιτεσσάρων ετών.
      Άμα είδεν αντικρύ του τας δύο γυναίκας, θα έλεγέ τις ότι εβράδυνε το βήμα, ως να ήθελε ν' απολαύση επί τινας στιγμάς περισσότερον της θέας των.
      Μόλις ιδούσα τούτον, η γρια-Φωτεινή τον εκοίταξε με ήθος φιλύποπτον, ως να ήξευρε κάτι τι περί του ατόμου του, και αδιοράτως έσεισε την κεφαλήν.
      Η Ματή, άμα τον είδε, συνεστάλη εγγύτερον εις το πλευρόν της γραίας συνοδού της, οιονεί δια να του κάμη τόπον να περάση δια της στενής παρόδου μεταξύ των δύο φρακτών.
      Ο νέος επλησίασε με βραδύ βήμα, έρριψε μακρόν βλέμμα εις την Ματήν, ήτις εχαμήλωσε τα όμματα, έβγαλε το καπέλο του, εχαιρέτισε τας δύο γυναίκας, και απεμακρύνθη, οιονεί μετά δυσκολίας και κόπου. Εις την κομβιοδόχην του έφερε ρόδον, μικράν δε ανθοδέσμην εκράτει εις την αριστεράν χείρα, την οποίαν, ενώ εχαιρέτιζε δια της δεξιάς, ακουσίως βέβαια επρότεινε μικρόν προ του στέρνου, ως να επεθύμει να προσφέρη την ανθοδέσμην εις την Ματήν και δεν ετόλμα.
      Η γραία απήντησε ψυχρώς εις τον χαιρετισμόν του, η νέα μόλις ένευσε δια της κεφαλής.
      Μετ' ολίγας στιγμάς έγινεν άφαντος, όπισθεν μικράς καμπής της παρόδου.
      Η γραία Φωτεινή έστρεψε εταστικόν βλέμμα προς την Ματήν.
      ― Πού να ήτον αυτός ο Έρωτας; είπε· και γιατί γυρίζει τόσο πρωί απ' την εξοχή;
      Η Ματή εκοίταξε με απορίαν την γραίαν θεράπαιναν.
      ― Εμένα ρωτάς; είπε· και τι ξέρω εγώ;
      ― Όλοι πάνε, επανέλαβε μη δούσα προσοχήν εις την απάντησιν η γραία, όλοι τώρα πάνε, κι αυτός έρχεται. Ο ήλιος τώρα ακόμη θα βγη.
      Τω όντι ο ήλιος την στιγμήν εκείνην προέκυψεν ανερχόμενος εκ του απέναντι βουνού.
      Η Ματή δεν απήντησεν εκ δευτέρου. Μόνον εφαίνετο σύννους.
      ― Ξέρω εγώ, Ματή μου, επανέλαβεν η γραία, ξέρω εγώ γιατί γυρίζει τόσο γλήγορα.
      ― Αφού το ξέρεις, πώς ερωτάς; είπεν η Ματή.
      ― Δε θα πήγε πολύ μακριά, καθώς παν άλλοι, θα έκαμε πάνου από τα Πηγάδια κ' έστρεψε δεξιά από κει που παν οι λιμεναρχαίοι κ' οι τελώνηδες και ο νεροδίκης περίπατο και για αυτό γυρίζει γλήγορα πίσω.
      ― Θα έχη κανέναν κήπο εδώ σιμά, φαίνεται, κ' επήγε να κόψη λουλούδια και εγύρισε, παρετήρησεν η Ματή.
      ― Δεν έχει κανένα κήπο εδώ σιμά, αντέκρουσεν η γραία, και δεν πήγε να κόψη λουλούδια, Ματή μου, και να γυρίση, μόνο ήθελε να μας ευρή στο δρόμο εμάς, και γι' αυτό εγύρισε γλήγορα.
      ― Εμάς; Στο δρόμο; επανέλαβεν ως να μην ενόει η Ματή.
      ― Αυτό π' σ' λέω 'γώ, επέμεινεν η γραία.
      ― Καλέ, μη με σκοτίζης, Φωτεινή, έκραξεν η νέα. Και τι με μέλει εμέ;
      Η γραία δεν ετόλμησε πλέον να γρύξη.

* * *


      Υπερέβησαν ήδη την στενήν πάροδον και εξήλθον εις τους χλοερούς διανθείς κάμπους. Μεθυστικόν άρωμα ανήρχετο από των απειραρίθμων ανθών, οι φράκται των αμπέλων έθαλλον με αγραμπελιά, και μ' αιγοκλήματα και με ακανθώδεις θάμνους, τινές των αγρών εφαίνοντο αιμάσσοντες εις τας πρώτας ακτίνας του ηλίου από χιλίας μυριάδας παπαρούνας. Εναμίλλως ήνθουν το χαμαίμηλον και η καυκαλήθρα και η μολοχάνθη, τα αστεράκια και τα κιτρινούλια επρόβαλλον δειλώς τας ασθενείς κεφαλάς των εν μέσω της υπερκόμπου αφθονίας των κατερύθρων μηκώνων σημειούντων την υπεραιμίαν του έαρος. Ανώνυμά τινα ανθύλλια, χόρτα σταχυοειδή, σπαράγγια ακανθωτά και βεργιά και άλλα ανεμειγνύοντο εν μέσω του απείρου πλούτου της Χλωρίδος. Ήτο η Πρωτομαγιά η θεσπεσία, ήτο η άνοιξις εν πληθώρα ζωής, ετοίμη να παραδώση το σκήπτρον εις το δρεπανοφόρον θέρος.
      Τήδε κακείσε, πτωχά γραΐδια κύπτοντα εις την γην εμάζευαν χαμολούλουδα, ιαματικόν ποτόν δια τον χειμώνα. Επί τινος βράχου εις την ποδιάν του λόφου της Δραγασιάς, εγειρομένου εις την δυτικήν εσχατιάν της πεδιάδος, είχον αναβή με όλας τας φωνάς της γραίας και τας απειλάς της Ματής, ο Μανώλης και ο Σταθάκης και ο Θύμιος, και κατόπιν αυτών προσεπάθει να φθάση και ο μικρός Κωστάκης. Είχον ιδεί εκεί επάνω τον Μάην, το φερώνυμον άνθος, και έτρεξαν να το δρέψωσιν. Ο Σταθάκης είχε κόψει λυσοχόρταρον, μικρόν σταχυοειδές χόρτον, και με αυτό ήρχισε να κεντά την ρίνα του, επάδων:

      Λύσε, λύσε, μύτη μου,
      με το λυσοχόρταρο!

      Αι δύο γυναίκες ηναγκάσθησαν να σταματήσωσι, περιμένουσαι να κατέλθωσι τα παιδία. Η Ματή, ήτις δεν έπαυσε να ρεμβάζη, κατέστη αυστηροτέρα και τέλος, μετά πολλάς απειλάς, τα ηνάγκασε να καταβώσιν από του βράχου. Άλλως, εκατοντάδας μόνον βημάτων απείχον τώρα από της Δραγασιάς, του γηλόφου όπου διηυθύνοντο. Επί της μιας των δύο κορυφών της Δραγασιάς, της χθαμαλωτέρας, εφαίνετο μικρά τις ιδιόρρυθμος καλύβη, και κόκκινον σήμα κυματίζον επ' αυτής. Ήτο το μπαϊράκι του αγροφύλακος.
      Τα παιδία έτρεξαν πηδώντα χαριέντως, ως οικόσιτα ερίφια, και τέλος η συνοδία έφθασεν εις την Δραγασιάν. Εκεί πλησίον της καλύβης του αγροφύλακος, ήτο το κτήμα της οικογενείας της Ματής, εκ πολλών δεκάδων στρεμμάτων, άμπελος και ελαιών μετά κήπου. Ήτο τοιχογυρισμένον όλον, είχε και καλύβι, οικίσκον εξοχικόν, καλώς διατηρούμενον, όστις συνήθως εχρησίμευεν εις απόθεσιν ελαιών, σύκων, απίων, και των γεωργικών εργαλείων εν καιρώ της καλλιεργείας. Είχε και ξυλίνην ληνόν δια την κατασκευήν του οίνου.

      Η μήτηρ της Ματής είχε μείνει κατ' οίκον, πάσχουσα διαρκώς χωρίς να είναι ασθενής. Η κυρα-Λιμπέραινα ήτο εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες δεν αγαπώσι την εξοχήν, δυσκίνητοι ούσαι εις πεζοπορίαν, δύσκολοι εις ανάβασιν υποζυγίου. Άλλως, την είχε καλομάθει η γρια-Φωτεινή, ήτις από πεντηκονταετίας δεν έπαυσε να υπηρετή την οικογένειαν, επιστατούσα εις πάσαν αγροτικήν εργασίαν. H κυρά της την είχε λάβει ως προίκα, σχεδόν ως οικογενή δούλην, από την μακαρίτισσα την μητέρα της. Η γρια-Φωτεινή, αφότου επνίγη το πάλαι ο αρραβωνιαστικός της (ο λιγοζώητος!), νέος αλιεύς, με την βάρκαν (κατ' άλλους τον έφαγε το σκυλόψαρο), ουδέποτε υπανδρεύθη. Έφερεν ακόμη και μετά τεσσαράκοντα έτη το πένθος του. Την νύκτα δεν έπαυε να τον βλέπη εις τα όνειρά της. Ο καπετάν Λιμπέριος, ως όλοι οι ομότεχνοί του, ήθελε "βασιλικά έξοδα" δια ν' αποφασίση να μετακομισθή εις τους αγρούς. Άμα έπαυε να βλέπη θάλασσαν, δεν ανέπνεε πλέον. Αφότου επώλησε την τελευταίαν μεγάλης χωρητικότητος σκούναν του (είχεν εύρει καλόν αγοραστήν), και έβαλεν εις την Τράπεζαν χιλιάδας τινάς ταλλήρων, όσας είχεν αποκτήσει θαλασσοπορών, επέρνα τον καιρόν του διημερεύων εις τα παραθαλάσσια καφενεία, παίζων την ρωσικήν πρέφαν, επικρίνων αιωνίως τον δήμαρχον, τους τρεις παρέδρους και τους δώδεκα συμβούλους, σκώπτων εκείνους των συναδέλφων του, όσοι εφαίνοντο τρέφοντες την φιλοδοξίαν να "σιάξουν το χωριό", αρνητικώς πολιτευόμενος και ουδέποτε εκθέτων κάλπην.

* * *


      Η Φωτεινή ενέβαλε το κλειδίον εις το κρεμαστόν κλείθρον και ήνοιξε την θύραν του περιβόλου. Τα παιδία εισώρμησαν σκιρτώντα εις τον ελαιώνα. Ήτο καλόν κτήμα, περιποιημένον πολύ. Ο καπετάν Λιμπέριος, αν και ουδέποτε αυτός επάτει, δεν εφείδετο χρημάτων προς καλλιέργειαν. Η δε Φωτεινή δεν έλειπε ποτέ εκείθεν. Εκαυχάτο ότι εκεί, εις την Δραγασιάν, "την είχαν αφαλοκόψει".
      Ο Σταθάκης, ο Μανώλης και τα άλλα παιδία, έτρεξαν αμέσως εις το μέρος του κτήματος, το διευθετημένον εις κήπον, και ήρχισαν να δρέπωσι ρόδα και κρίνους. Είχαν κόψει αγραμπελιά καθ' οδόν, και ήρχισαν να πλέκωσι στεφάνους και να τους φορώσιν εις την κεφαλήν, μετά τόσου ενθουσιασμού, μεθ' όσου μικρόν πρότερον ανεζήτουν τον Μάην και το λυσοχόρταρον· μικροί ακούσιοι ειδωλολάτραι, διασώζοντες κατόπιν τόσων αιώνων ασυνείδητον την λατρείαν της φύσεως.
      Η Ματή έκοψε λευκόν ρόδον κ' εκόσμησε το παρθενικόν στήθος της. Η αηδών, η λιγεία ψάλτρια, βλέπουσα το ωραίον εκείνο άνθος επί τοιαύτης γάστρας φυτευθέν, θα ηρωτεύετο με διπλούν έρωτα το χαριτωμένον εκείνο ρόδον.
      Ο Σταθάκης κύψας μεταξύ δύο κιναρών, εζήτει να εύρη αγκινάραν, την οποία αφού καθαρίση καλώς και την πλύνη εις το ρεύμα του νερού, το προχεόμενον από τινος λάκκου, εμελέτα να φάγη κρυφά από την Φωτεινήν, ήτις θα τον εμάλωνε, φοβούμενη μη ήτο πολύ πικρά, και φαρμακωθή το παιδίον. Η μικρά πηγή απείχεν ολίγα βήματα, και ήτο εις σπηλαιώδη τινά μικράν χαράδραν, εν μέσω του κτήματος, του αποτελούντος αυτό το ζύγωμα των δύο κορυφών του λόφου, όπου ετέμνοντο κλιτύες κατερχόμεναι η μία αμπελόφυτος, η άλλη ελαιοβριθής· υπεράνω της πηγής, πελωρία κληματαριά ήπλωνε τους κλάδους και τους βλαστούς της, οι βότρυες ετρέφοντο ήδη δαψιλείς, και προ ημερών η γρια-Φωτεινή, αναρριχηθείσα με τα γηρατειά της εις τον κορμόν της μεγάλης πλατάνου της ανεχούσης την κληματαριάν, είχε κρεμάσει ευμέγεθες σκόροδον εις το κλήμα, "για να μην το ιδή ξένο μάτι και τ' αβασκάνη".
      Εκεί είχον προπορευθή τα άλλα παιδία, ο δε Σταθάκης κύψας παρά την ρίζαν του τοίχου του περιβόλου, αντί να κόψη αγκινάραν, εύρε λευκόν χαρτίον κείμενον, το ανέλαβε, κ' έτρεξε προς την αδελφήν του κράζων:
      ― Ματούλα! Ματούλα! ιδέ τι ηύρα εκεί πέρα, στις αγκιναριές.
      Ευτυχώς η γραία Φωτεινή δεν ήτο εκεί πλησίον. Είχεν εμβή μέσα εις το "καλύβι", τον λευκόν ασβεστωμένον οικίσκον, δια να ξαποστάση ολίγον εκεί, να αποθέση προσωρινώς το καλάθι της.
      Ήθελε ν' αφήση εκεί και την φουστάνα της την καλή, την οποίαν είχεν εκδυθή άμα έφθασεν εις το κτήμα, μείνασα με το κολόβιόν της μόνον, δια να είναι πλέον ευκίνητος. Ήθελε ν' αλλάξη και την προβατίνα της την προσφιλή, την οποίαν παρά το σύνηθες είχεν αφήσει αφ' εσπέρας δεμένην εις το κτήμα, μετά των δύο λευκομάλλων αμνών της, δια να "την ευρή ο Μάης".
      Η Ματή ηρυθρίασε. Το ευρεθέν κατά γης χαρτίον ήτο διπλωμένον, ενσφράγιστον. Ήτο επιστόλιον.
      ― Σιώπα, μην το πης της Φωτεινής! είπε με το νεύμα μάλλον ή με την φωνήν η Ματούλα.
      ― Δεν το λέω, απήντησεν ο εξαέτης Σταθάκης, ως να ενόησε την αγωνίαν της.
      Η κόρη έλαβε το δελτάριον, και αποχωρήσασα ολίγα βήματα το ήνοιξε.
      Το επιστόλιον, επί κομψού κοκκινωπού χάρτου γεγραμμένον, έλεγε τα εξής:
      "Ω Ματούλα, Ματούλα μου, που μου μάτωσες την καρδούλα μου, μου είπεν η μάγισσα ότι τρέχεις κίνδυνον, και απεφάσισα να σε φυλάγω από πλησίον, όπως στενάζω τόσους χρόνους τώρα δια σε από μακράν."
      ― Κίνδυνον! εψιθύρισε τεταραγμένη η νεάνις· τι λέει;
      Είτα, αφού περιέφερεν εναγώνιον περί αυτήν βλέμμα, εξηκολούθησε την ανάγνωσιν.
      "Αν το εύρης, Ματούλα μου, το γράμμα, καλά, μη θυμώνης πολύ, αρκεί ότι δεν ελπίζω ποτέ, αλλοίμονον! να σε απολαύσω."
      Η Ματή εμειδίασεν αόριστον μειδίαμα. Ήτο συνάμα οίκτος, πόνος, ακούσιος συμπάθεια και μικρά ειρωνεία.
      "Εάν το εύρη η Φωτεινή, Ματούλα μου, ειπέ της, αν δεν θέλης να ψευσθής λέγουσα ότι δεν είναι ιδικόν μου, ειπέ της την αλήθειαν, ότι συ δεν με αγαπάς, και ότι εγώ είμαι παράτολμος, αυθάδης και άθλιος."
      Έως εδώ ετελείωνεν η πεζογραφία του επιστολίου τούτου. Είτα ήρχιζαν στίχοι. Ίσως να ήσαν σύρραμμα του ιδίου επιστολογράφου, πιθανόν να ήσαν συγκολλημένοι και παραποιημένοι αλλαχόθεν.
      Οι στίχοι έλεγαν:

      Εικόν' αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ' είχα,
      κ' είχα για μόνο φυλαχτό...

      Την στιγμήν εκείνην εφάνη η γρια-Φωτεινή εξερχομένη του οικίσκου και βαίνουσα προς τα εδώ.
      Η Ματή έσπευσε να κρύψη το γράμμα εις τον κόλπον της.

* * *


      Η γραία Φωτεινή ήλθε φέρουσα εκ του καλαθίου το κλειδοπίνακόν της και τον άρτον τυλιγμένον εις πετσέταν ραβδωτήν, υφασμένην με λευκόν και με γεράνιον νήμα, κ' εκάλεσε την Ματήν και τα παιδία πλησίον της πηγής δια να αριστήσωσιν. Ο ήλιος ήτο ήδη "δύο κοντάρια υψηλά".
      Εκάθισαν υπό την διπλήν σκιάν της κληματαριάς και της πλατάνου, παρά την δροσεράν πηγήν, και ήρχισαν να προγευματίζωσι με τυρόν, αυγά και τηγανιστούς ιχθύς. Εν τοσούτω η γρια-Φωτεινή είχε μυστηριώδες το ήθος, κ' εκεί που εμάσα, με τα απόλεμα ούλα της και με τους δύο τομείς που της είχαν μείνει ακόμη, λέγει ταπεινή τη φωνή εις την Ματήν.
      ― Τον είδα πάλι εκείνον τον Έρωτα.
      ― Ποιον Έρωτα; ηρώτησεν αγωνιώσα η Ματή, ενώ το αίμα συνέρρεεν εις τας παρειάς της.
      ― Εκείνον που ηύραμε στο δρόμο.
      ― Πού;
      ― Μέσα στο καλύβι, απ' το παραθυράκι. Εκαθόταν από πίσω από μια ελιά, στο χτήμα του γείτονα εδώ του κυρ Βασίλη, κ' έκανε τάχα τον αδιάφορο.
      ― Και γιατί να μην κάνη τον αδιάφορο; είπεν η Ματή. Τι πάρσιμο, τι δόσιμο έχουμε μαζί;
      ― Και γιατί να μην πάη στη δουλειά του, μόνο έχει δύο φορές τώρα απ' το πρωί που βρίσκεται μπροστά μας; Γιατί, δε μου λες, Ματή;
      ― Ελεύθερος είν' ο κόσμος να κάνη όπως θέλει, και μη σε μέλη Φωτεινή, συνεπέρανεν η κόρη με τόνον εμφαίνοντα ότι αρκείται πλέον εις τα λεχθέντα.
      Την στιγμήν εκείνην ο Μανώλης, όστις είχεν απομακρυνθή λάθρα, αφού έφαγεν ολίγους ψωμούς άρτου και εν αυγόν, επέστρεψε πατών επ' άκρων των ποδών, όπισθεν της Φωτεινής και της Ματούλας, επλησίασε κρατών στέφανον, ένευσεν εις τον Σταθάκην και εις τον Θύμιον, οίτινες τον έβλεπαν χάσκοντες και υπομειδιώντες, να μη ομιλήσωσι προώρως, και ελθών επέθεσε, μετά παιδικής κραυγής θριάμβου, τον στέφανον, εξ αγραμπελιάς και με ρόδα και με άγρια άνθη πεπλεγμένα, εις την κεφαλήν της γραίας Φωτεινής.
      Όλοι εγέλασαν, και η γερόντισσα τους εμιμήθη. Ηγέρθη φορούσα τον στέφανον, όστις εταίριαζεν ως οξύμωρον σχήμα επί της μαύρης μανδήλας της, και εκόσμει τα άσπρα τσουλούφια της, τους μακρούς θυσάνους των τριχών, τους κρεμασμένους από των μηνίγγων έμπροσθεν των ώτων, και ήρχισε να καμαρώνει τάχα ωσάν νύφη.
      ― Αυτό είναι το μόνο στεφάνι που φόρεσα κ' εγώ, είπε· δεν ξέρω πλια αν θα μου φορέσουν όταν πεθάνω, σαν μ' εξαπλώσουν στο ξυλοκρέβατο.
      ― Και τι, κορίτσι είσαι συ να σου φορέσουν στεφάνι; είπεν ο Σταθάκης, όστις είχεν ακούσει από την μητέρα του να λέγη ότι "όσες πεθαίνουν κορίτσια, τες βάζουν στεφάνι".
      ― Αν καλο-ρωτάς, εγώ είμαι πιο κορίτσι από μερικές-μερικές, απήντησεν η γραία.
      Τα παιδία εκάγχασαν, μη δυνάμενα φυσικά να εννοήσωσι τι έλεγεν η Φωτεινή.

* * *


      Η γραία έτρεξε πάλιν εις το καλύβι, έλαβε το καλάθι της, είτα εξελθούσα έλυσεν εκ νέου την προβατίναν, και άγουσα αυτήν δια του σχοινίου, υπήγε να μαζώξη χαμολούλουδα, υψηλά εις την εσχατιάν του ελαιώνος, κατά μήκος του τοίχου του κλείοντος βορειανατολικώς τον περίβολον. Τα παιδία έτρεξαν κατόπιν της, και ήρχισαν να παίζωσι το κρυφτάκι και άλλα ακόμη παιγνίδια, όπισθεν γιγαντιαίας ελαίας, με κορμόν τριών οργυιών αγκάλιασμα, ογκώδη και τραχύν, ως πολλών κορμών συμπίλημα. Οι παίδες έτρεχον, εκρύπτοντο αμοιβαδόν όπισθεν του κορμού, εκάλυπτον τους οφθαλμούς με τας παλάμας, κ' εφώναζαν ο εις με τον άλλον:
      ― Σε είδα!
      ― Θα σε πιάσω.
      ― Σ' έπιασα!
      ― Σε βλέπου, δε με βλέπ'ς!
      ― Πιάστε τον!
      ― 'Γώ είμι Γιάννης, κι Καλογιάννης!...
      ― Παππού, πού πας;
      ― Στου μοναστηράκι μ'.
      ― Ανέβα, μήλο, κατέβα, κίτρο!
      ― Έχασάχασα βελόνα!...
      Και πολλά άλλα παιδικά επιφωνήματα. Και παρακελευόμενοι αλλήλους εις φυγήν και εις δρόμον, έκραζον:
      ― Στα μπαμπακάκια να πατήσης, να μη σε νοιώσ' ου γάττους!
      Η Ματή, ήκουε μακρόθεν τας παιδικάς κραυγάς, κ' έκαμεν ένα δρόμον προς τον κήπον, κρατούσα και το πλέξιμόν της, εις το οποίον από το πρωί δεν είχε κατορθώσει να προσθέση ούτε θηλειάν, κ' εκείθεν κρυβείσα όπισθεν των θάμνων εστράφη επιτηδείως, αόρατος από του ελαιώνος, όπου είχεν ανέλθει η Φωτεινή, και μετά παλμού καρδίας εισήλθεν εις τον οικίσκον.
      Ο οικίσκος έκειτο κατά την βορειοδυτικήν γωνίαν του κτήματος σχεδόν σύρριζα εις τον τοίχον του περιβόλου, και εσκιάζετο από δύο υψηλάς λεύκας και από λόχμην τινά δροσοκρατούσαν έμπροσθεν της εισόδου. Ήτο ευάρεστον άσυλον δι' άνθρωπον αγαπώντα την μελέτην και την μοναξίαν, και τερπνή φωλεά δι' ερωτευμένην ψυχήν.
      Η Ματή εισήλθεν, εκοίταξεν εναγωνίως δια του μικρού παραθύρου, του βλέποντος προς την υψηλοτέραν κορυφήν του λόφου, όπου η θέα ηπλούτο ωραία προς βορράν. Εκείθεν εφαίνετο το Ξάνεμον, μέγας όρμος όπου εβασίλευε το κράτος του Βορρά, κλεφτότοπος αυτόχρημα, με τας δύο θαλασσοπλήγας ακτάς του, την Κεφάλαν, υψουμένην ως κεφαλήν Τιτάνος εις τα σύννεφα, και την Πλατάναν, μακρόν και ατελείωτον οροπέδιον φαιοπρασινίζον εις τας ακτίνας του ηλίου, όπου η ελαία διαγκωνίζει την συκήν και η συκή συμπλέκεται με την μηλέαν.
      Η Ματή εκοίταξε να ίδη μη τυχόν ήτο εκεί ο νέος, περί ου της είχεν ομιλήσει προ μικρού η Φωτεινή. Τίποτε. Ούτε ψυχήν είδεν. Ηπατήθη άρα η γραία ή εκείνος είχε γίνει άφαντος; Ίσως είχε κρυβή κάπου. Τάχα έμελλε πάλιν να φανή;
      Η κόρη έβγαλεν από τον κόλπον της το δελτάριον, το οποίον είχεν εύρει χαμαί ο μικρός αδελφός της, και ανέγνωσε τα λοιπά του περιεχομένου. Οι στίχοι είχον ως εξής:

      Εικόν' αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ' είχα,
      κ' είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής σου τρίχα.

      Ονείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
      σαν περιστέρι στη σπηλιά μ' ετάραξαν για σένα.

      Κίνδυνο, μαύρο σύννεφο, οι μάγισσες μου λένε·
      τ' αηδόνια αυτά που κελαδούν μου φαίνονται να κλαίνε.

      Να σε χαρή κ' η άνοιξη μαζί με τα λουλούδια,
      οπού 'ναι σαν αμέτρητα ζωγραφιστά τραγούδια (!)

      Συ στο σκολειό δεν έμαθες να γράφης ραβασάκια·
      στα χείλη σου τα ρόδινα πού τά 'βρες τα φαρμάκια;

      Στα μάτια τα ψιχαλιστά πόχ' έρωτας καρτέρι,
      πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.

      Τα μάτια τα ψιχαλιστά γύρνα σ' εμέ, πουλί μου,
      αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου.

      Κι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο χέρι,
      αν έσφιξε ή το 'σφιξαν ένας Θεός το ξέρει.

      Τη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ' αρνηστής, αρνί μου,
      αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου.

      Η Ματή ανέγνωσε δις και τρις το επιστόλιον τούτο, το οποίον έφερεν υπογραφήν "Κωστής" και έμεινε σύννους, εβυθίσθη εις λογισμούς και εις υποψίας και τινες των ανωτέρω παρατεθέντων στίχων αρχαρίου, μ' όλην την απειρίαν της εις τα πράγματα του βίου, της εφαίνοντο αμυδρώς προσβλητικοί.
      Ακουσίως μάλιστα έθεσεν εαυτήν εις θέσιν τρίτου, αδιαφόρου, ή μάλλον άλλως ενδιαφερομένου δια την τιμήν της, και είπε μέσα της: Σαν εύρισκε τρίτος αυτό το γράμμα, και το ανεγίνωσκε πώς ήθελε το εξηγήσει; Δεν ήθελε υποπτεύσει, ότι η νέα, προς ην έγραφε, ήτο συνεννοημένη με τον εραστήν; Διότι της εφαίνετο ότι επιστέλλων ήθελε να καταστήση αυτήν συνένοχον, αν τυχόν συνέβαινε να παραπέση το γράμμα, και τότε άρα ο γράψας ήτο ειλικρινής εραστής ή ήτο μάλλον προικοθήρας;
      Η νέα είχε βυθισθή εις τους διαλογισμούς τούτους και έμεινε ρεμβάζουσα, μελαγχολούσα μάλλον, ενθυμηθείσα κατ' εκείνην την στιγμήν τι της έλεγε προ μηνός σχεδόν η άγρυπνος Φωτεινή, όταν πρώτην φοράν παρετήρησε και ήρχισε να σχολιάζη τους γύρους, τους οποίους έκαμνεν ο νέος εκείνος περί την οικίαν του καπετάν Λιμπέριου.
      ― Να δα κ' ένας Έρωτας. A! ως τόσο σεβτά που σ' τον έχει!
      Και προσέθετε πειράζουσα την κόρην, την οποίαν είχε συλλάβει δις κοιτάζουσαν τον νέον εκείνον δια του ημικλείστου παραθύρου.
      ― Και τι πράγμα είν' αυτός ο έρωτας, αυτός ο σεβτάς; Με τι τρώεται;
      Τας λέξεις ταύτας της γραίας ανεμιμνήσκετο τώρα η Ματή, όταν αίφνης κατετρόμαξεν, ακούσασα ελαφρόν κρότον.
      Ύψωσε τους οφθαλμούς. Δια του παραθύρου εφάνη μορφή τις, ήτις πηδήσασα από του εδάφους, καθόσον το παράθυρον μόλις απείχεν ανάστημα ανδρός από της γης, εισώρμησεν εις τον οικίσκον όπου ευρίσκετο η κόρη.
      Η Ματή ανεσκίρτησε, νομίσασα ότι ήτο ο Κωστής. Αλλ' αίφνης αφήκε κραυγήν τρόμου. Δεν ήτο ο Κωστής.
      Ο επιδρομεύς ήτο νέος τριακοντούτης, ακτένιστος, άγριος, όχι πολύ άσχημος την όψιν, ευρύστερνος, αθλητικού αναστήματος, με απλανείς και εσβεσμένους τους οφθαλμούς, με κοκκινισμένα τα βλέφαρα, φορών χονδρά ενδύματα όχι εντελώς ράκη ακόμη. Επλησίασεν εις την νέαν, ήτις οπισθοχωρούσα εκόλλησε τα νώτα κατά του τοίχου, και εζήτει να την φιμώση δια της παλάμης του. Εφαίνετο ότι ήθελε να την πνίξη.
      Η κόρη προλαβούσα έρρηξε και δευτέραν κραυγήν.

* * *


      Περί ώραν ενδεκάτην της προλαβούσης νυκτός νέος τις έκρουσε χαμηλόν παράθυρον πενιχρού οικίσκου της πολίχνης ου μακράν της οικίας της Ματής.
      Όλη η συνοικία εκοιμάτο την ώραν εκείνην. Ο κρούσας το παράθυρον δεν εφαίνετο νυκτοβάτης εξ επαγγέλματος, ούτε και ορνιθοκλόπος. Ίσως ήτο εις των φορτικών εκείνων εργολάβων των επαρχιακών πόλεων, των κιθαρωδών και κωμαστών της νυκτός, όσοι από καιρού εις καιρόν ανησυχούσι τας οικογενείας τας λαχούσας τον κλήρον να έχωσι κόρας προς υπανδρείαν.
      Ο νυκτερινός περιπατητής είχεν ιδεί μικρόν φως υποφέγγον δια των σχισμών του παραθύρου. Δεν ήτο φως κανδήλας αναμμένης ενώπιον των εικονισμάτων των αγίων, αλλά καπνώδους λυχναρίου με λεπτήν θρυαλλίδα αμυδρώς καίοντος.
      Τω όντι το φως εφάνη κινούμενον· ελαφρόν βήμα ηκούσθη και η θύρα ήνοιξε μετά πενθίμου κρότου.
      Ο επισκέπτης έσπευσε να εισέλθη.
      Εχαιρέτισε δια νεύματος την ανοίξασαν την θύραν γυναίκα, και πορευθείς ανέβη εις τον σοφάν, όστις απετέλει το μόνον έπιπλον της πτωχικής οικίας.
      Η οικοδέσποινα, μόνη κατοικούσα εις την οικίαν, ήτο πεντηκοντούτις, χήρα, άτεκνος. Εφόρει ταπεινά φορέματα, ήτο υψηλή, οστεώδης, μελαγχροινή, η υπολευκάζουσα κόμη επρόβαλλεν έξω του κεκρυφάλου της, και το βλέμμα της εξέφραζε έκρυθμόν τι και εκστατικόν.
      Ο επισκέπτης εκάθισεν επί χθαμαλού σκίμποδος. Η γυνή εκάθισε και αυτή αντικρύ του.
      ― Ω μάγισσα, μάγισσα, ήρχισεν άνευ προοιμίων ο νεωστί ελθών, νέος, υψηλός, μελαγχροινός, με λεπτόν μαύρον μύστακα, κομψώς ενδεδυμένος, με συμπαθείς μέλανας οφθαλμούς· ω μάγισσα, μάγισσα, ήλθα να μου πης την τύχη που με περιμένει εμέ κ' εκείνην.
      Η γυνή τον εκοίταξε μετά περιεργείας· εφαίνετο λίαν εξημμένος και θερμοκέφαλος. Το πρόσωπόν της εξέφραζεν έκπληξιν και αφελή ομολογίαν, ότι δεν το ήλπιζεν έως εκεί. Διενοείτο ότι σπανίως κατά το μακρόν στάδιόν της συνήντησε δείγμα του είδους τούτου.
      ― Έρριξα τρεις φορές τα χαρτιά, απήντησε βραδέως η μάγισσα. Εύρισκα όλο μαύρα σημεία.
      ― Μαύρα;
      ― Όλο και μαύρα. Ο φάντης μπαστούνι την απειλεί.
      ― Ποίος φάντης μπαστούνι;
      ― Ο φάντης μπαστούνι είν' ο εχθρός της. Αλλά φαίνεται, ότι <και> η ντάμα κούπα δεν της θέλει το καλό της.
      ― Ποία είναι η ντάμα κούπα;
      ― Η ντάμα κούπα είναι από το σόι της, διότι κι αυτή η ίδια είναι η ντάμα καρρώ, έτσι την έβαλα. Τα εμελέτησα πολλές φορές. Όλο η ντάμα κούπα και ο φάντης μπαστούνι βγαίνουν κόντρα της.
      ― Η ντάμα κούπα λοιπόν είναι...
      ― Είναι η μητέρα της, χωρίς άλλο, είπεν η μάγισσα. Και κακά είπα ότι δεν της θέλει το καλό της, αυτής. Έπρεπε να είπω ότι δεν σου θέλει εσένα το καλό σου. Γιατί η μητέρα, βέβαια, δεν μπορεί να θέλη το κακό του παιδιού της.
      Ο εραστής φώναξε:
      ― Και όμως, πόσαι μητέρες!... ήρχισε να λέγη και διεκόπη μόνος του.
      Μετά μίαν στιγμήν επανέλαβε:
      ― Κι ο φάντης μπαστούνι ποιος να είναι, κυρά Ασημένια;
      ― Ο φάντης μπαστούνι, επανέλαβεν η κυρά Ασημένια, είναι κίνδυνος, είναι μία μπόρα που παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Είναι κάποιος εχθρός ξένος, οπού θα παρουσιασθή να την απειλήση και τώρα σιμά. Ευτυχώς εις το πλάγι του φάντη μπαστούνι, ευρίσκω τον φάντη σπαθί.
      ― Κι ο φάντης σπαθί;
      ― Ο φάντης σπαθί, επανέλαβεν η μάγισσα τονίζουσα εμφαντικώς τας λέξεις, είναι φίλος της, που θα βρεθή εγκαίρως πλησίον για να την γλυτώση απ' αυτόν τον κίνδυνο.
      Ο νέος εστέναξε στεναγμόν ανακουφίσεως.
      ― Και ο φάντης σπαθί;... εψιθύρισε μετά δεισιδαίμονος ελπίδος.
      ― Ο φάντης σπαθί, απήντησεν ετοίμως η κυρά Ασημένια, δεν ξέρω ποιος θα είναι, εκτός πλέον αν είσαι συ...
      Η μάγισσα είπε τούτο με απόχρωσιν ειρωνείας επαισθητήν, αλλ' ο νέος ούτε το παρετήρησεν. Ήτο έτοιμος να εκπέμψη κραυγήν θριάμβου.
      ― Αυτά μου είπαν τα χαρτιά, ανεκεφαλαίωσεν η μάγισσα, αντίστασις από την μητέρα, κίνδυνος από έν μέρος απ' έξω, επέμβασις φιλική, και ως εδώ μόνον. Αυτά τα ίδια μού λέει και το αυγό, μα...
      Ο νέος ενέβαλε την χείρα εις το θυλάκιόν του και έθεσε τάλληρον του Όθωνος εις την χείρα της μαγίσσης. Ητοιμάζετο ν' απέλθη, όταν ήκουσε την τελευταίαν φράσιν της Ασημένιας.
      ― Το αυγό; A!... εξήτασες και το αυγό;
      ― Το αυγό, ναι, επανέλαβεν η μάγισσα· θέλεις να σου το δείξω;
      Και εγερθείσα επλησίασεν εις την εστίαν, επί του μικρού σανιδώματος της οποίας ευρίσκετο, μέσα εις έν φλυτζάνιον, αυγόν με στρογγύλην οπήν εις την μίαν πλευράν.
      Ο νέος Κωστής, διότι εκείνος ήτο, ο εραστής της Ματούλας, έστρεψε βλέμμα παιδίου ευπειθούς προς την μάγισσαν· ήτο εύπιστος, ως όλοι οι ερώντες, διότι φαίνεται ότι ήτο, κατά τα δύο τρίτα τουλάχιστον, ειλικρινώς ερωτευμένος.
      Ήτο νέος σπουδαστής, αλλά ναυτικός μάλλον ή σπουδαστής. Ήτο ρωμαντικός, ως όλη η γενεά του, η ακμάσασα από του 62 μέχρι του 80. Είχεν υπάγει έως την γ' του Γυμνασίου, είτα διέκοψε τας σπουδάς του κ' εμβαρκάρισε με τα καράβια, κ' εγύρισε κόσμον ως ναύτης επί τέσσερα έτη. Ακολούθως, όταν εξέχασε πλέον τα γράμματα που είχε μάθει, επανήλθεν εις το Γυμνάσιον, δυνάμει του παλαιού ενδεικτικού του, και γενειοφόρος ήδη έτυχεν απολυτηρίου. Από δύο ετών δε ήτο εγγεγραμμένος εις την Νομικήν σχολήν, αλλά μη νοστιμευόμενος πολύ να κυλίεται εις την κόνιν των θρανίων, διήρχετο τους περισσοτέρους μήνας του έτους εις την δροσεράν νήσον του.
      Δεν είχε τόσον καλόν όνομα εις τον τόπον. Ο κόσμος τον εκακολόγει ως παραμελούντα τας σπουδάς του, ως οκνηρόν, ως ασωτεύοντα την μικράν πατρικήν του κληρονομίαν, ως κιθαρωδόν της νυκτός, ως οινοπότην. Από τινων μηνών είχεν ερωτευθή την Ματήν. Ο πατήρ της ήτο πατρικός φίλος του, και κατ' αρχάς, όταν ήτο νεώτερος, ήτο δεκτός εις την οικίαν. Αλλ' όταν εμεγάλωσεν η Ματή, δεν ετόλμα πλέον να πατήση εκεί τον πόδα. Ήτο τόσον αδέξιος ώστε, όταν ποτέ, κατά τινα επίσκεψιν επί οικογενειακή εορτή, του έσφιγξε, μετ' αθωότητος βέβαια, η Ματή την χείρα, εκείνος τόσον τα έχασεν, ώστε εν τω ενθουσιασμώ του έσφιγξε και αυτός θερμότατα εις απάντησιν την χείρα της Χρυσής, της θείας της Ματούλας, μεθ' ης αμέσως κατόπιν αντήλλαξε χειραψίαν. Η υπερτριακοντούτις και μήτηρ τεσσάρων τέκνων γυνή τον εκοίταξε μετ' απορίας και μομφής, και αυτός τώρα μετά πολλούς μήνας ενθυμήθη να υπαινιχθή εις τους στίχους του το σφίξιμον εκείνο της κρινολεύκου και κυανόφλεβος μικράς χειρός.
      Όσα άλλα ανεξήγητα είχεν εις το επιστόλιόν του πρέπει να τ' αποδώση τις εις το υπερεξημμένον και θερμοκέφαλον του νεανίου, και εις την νευρικήν αταξίαν την οφειλομένην εις τον ανήσυχον και ανώμαλον βίον του. Βεβαίως δεν έπραττεν εξ υστεροβουλίας· ήτο μόνον ολίγον τι απερίσκεπτος.
      Εν τούτοις η μάγισσα έλαβεν άνωθεν της εστίας το αυγόν και το έφερε προς τον νέον.
      Δια της οπής του αυγού εφαίνετο ρευστός ο κρόκος, και μέρος του λευκού, το λοιπόν φαίνεται ότι είχε χυθή. Εντός του κρόκου η μάγισσα έδειξε σημεία τινα εις τον δεισιδαίμονα νεανίαν.
      ― Να αυτό το μαυράδι το πλατύ, είπε, να κι άλλο μαυράδι ψιλότερο. Το ένα είναι ο κίνδυνος ο απ' έξω, που απειλεί την Ματήν τώρα γλήγορα, το άλλο είναι η βοήθεια που θα της έλθη. K' εκείνο το κοκκινάδι που βλέπεις εκεί είναι η αντίσταση, που θα ευρή απ' το σόι της, απ' το αίμα της.
      Ο νέος εστέναξε.
      ― Μα είναι και κάτι άλλο, επανέλαβε βραδέως η μάγισσα.
      ― Τι άλλο; είπεν ο Κωστής.
      ― Το ένα το μαυράδι, το πιο ψηλό, φαίνεται πως θα νικήση στο ύστερο το κοκκινάδι.
      ― A! έκαμεν ο νέος.
      ― Το λοιπόν, επανέλαβεν η Ασημένια, ήτις είχε το πάλαι χωροφύλακα άνδρα, υπενωμοτάρχην, και είχε μάθει να ομιλή ξενικά, το λοιπόν, ο φίλος, ο καλοθελητής της, αγκαλά και δεν τον θέλει η μάννα της, φαίνεται ότι θα τα καταφέρει σιγά-σιγά.
      Του νέου το πρόσωπο ήστραψε και λαβών δεύτερον τάλληρον το έδωκε μετά προθυμίας εις την μάντιδα ήτις εγέλασε λίαν διακριτικώς.
      ― Γιατί με είπαν Ασημένια, είπε μέσα της, γιατί ήξευραν πως ήθελα με το δίκιο μου ασήμωμα. Το όνομα τ' ανθρώπου, προσέθηκεν, έχει να κάμη με το ριζικό του.
      ― Έτσι λοιπόν, Ασημένια, Ασημένια, είπεν ο νέος· πώς είπες, πώς είπες;
      ― Είπα ότι έχεις ελπίδα να τα καταφέρης, είπεν η Ασημένια.
      ― Πες μου το πάλι, Ασημένια, πες μου το να τ' ακούσω. Πώς το είπες;
      ― Κατά πώς λέει τ' αυγό, επανέλαβεν η μάγισσα, δε θα περάση πολύς καιρός και θα την απολάψης.
      ― Αλήθεια; Αλήθεια; Ευχαριστώ, Ασημένια μου! να σου φιλήσω το χεράκι σου θέλω.
      Και δράξας την χονδρήν χείρα της μαγίσσης την εφίλησε μετά κρότου.
      ― Ησύχασε, ησύχασε, είπεν ακκιζομένη η χήρα, σαν περάση και κανείς απ' έξω κι ακούση, θα πη πως...
      K' εκάγχασε θορυβωδώς.
      Ο νέος ήτο τόσο αφωσιωμένος εις την σταθεράν ιδέαν του, ώστε ουδέ παρετήρησε καν το φέρσιμον τούτο της μαγίσσης.
      Ηγέρθη και την εκαληνύχτισεν. Εξήλθε με δρομαίον βήμα. Ησθάνετο την ανάγκην να διαχύση εις το ύπαιθρον την πολλήν χαράν του και την υπερβάλλουσαν ελπίδα του.
      Η μάγισσα έκλεισε την θύραν, έσβησε το φως, και έστρωσε την κλίνην της δια να κοιμηθή. Όλον δε το βλέμμα της, γρηγορούσης ακόμη, όλον το πρόσωπόν της, αποκοιμηθείσης, έφερεν οιονεί αποτυπωμένην την φράσιν ταύτην, ήτις ήτο ο συλλογισμός της ημέρας της: "Δύο τάλληρα στην τσέπη και ένα φιλί στο χέρι".

* * *


      Ο παράδοξος άνθρωπος αφήκε το στόμα της νεάνιδος ελεύθερον, και ήρχισε να την παρακαλή με νεύματα, με χειρονομίας, να μη φωνάζη, να λάβη υπομονήν και να τον ακροασθή.
      ― Τι θέλεις; είπε λαβούσα ολίγον θάρρος η Ματή.
      Ο λυκάνθρωπος εκοίταξε δεξιά, αριστερά, ως να εφοβείτο μη είναι ωτακουστής κρυμμένος κάπου.
      ― Τι ήρθες εδώ; Φύγε! επανέλαβεν έμφοβος πάλιν η νεάνις.
      Το αλλόκοτον ον είχε πάντοτε το στόμα ανοικτόν, και οι πρόσθιοι οδόντες του εφαίνοντο αραιοί, υπόμαυροι, και οι τέσσαρες κυνόδοντές του ήσαν λίαν αιχμηροί· αλλ' εξηκολούθει να σιωπά. Εκίνησε δύο-τρεις φορές τα χείλη, ως να ήθελε ν' αρθρώση φωνήν, αλλ' εδυσκολεύετο.
      Τέλος, μετά πολλού κόπου και αγώνος, εξέπεμψε φθόγγους τινάς, οίτινες δεν ήσαν σωσταί λέξεις, αλλά ράκη λέξεων.
      ― Έλα παμ' καλύβ' θ'κό μ'! είπε τραυλίζων και ψευδίζων.
      Η νέα δεν ενόησε τι της έλεγε. Τον εκοίταξεν ενεή και μετά δέους. Δια πρώτην φοράν τον έβλεπε.
      Τέλος ενθυμήθη ότι είχεν ακούσει πολλάκις την Φωτεινήν να διηγήται ότι, ου μακράν του κτήματός των, όπισθεν του λόφου της Δραγασιάς, υπήρχε παλαιόν τι κτίριον, καλύβη ποιμενική, όπου κατώκει νέος τις, αληθής λυκάνθρωπος, καλούμενος κοινώς Αγρίμης. Ούτος δεν κατέβαινε ποτέ εις την πόλιν, έζη μόνος με τας αίγας του κυρίου του, όστις τον είχε προσλάβει ως βοσκόν φιλανθρωπίας χάριν. Άνθρωπος σπανίως τον έβλεπεν. Ήτο μογιλάλος, σχεδόν βωβός. Εις εκτάκτους μόνον περιστάσεις, και μετά πολλού κόπου κατώρθωνε ν' αρθρώση φωνήν. Ο αυθέντης του τον είχεν μαθημένον με τα νεύματα. Αι γυναίκες τον εφοβούντο, διηγούμεναι ότι επείραξέ ποτέ τινας αυτών.
      Αυτός λοιπόν θα ήτο, υπώπτευσεν η Ματή, ο αλλόκοτος άνθρωπος, όστις ήτο ενώπιόν της. Τώρα εις την ακμήν του έαρος, φαίνεται ότι εβαρύνθη και αυτός την μόνωσίν του, ησθάνθη ότι ήτο άρρην, και η φύσις παρ' αυτώ εξηγέρθη. Πτωχός άνθρωπος!
      ― Έλα πάμ' φύγουμ', επανέλαβεν ο λυκάνθρωπος· 'θής, μαζί, 'θής;
      Η νέα εξηκολούθει να τον κοιτάζη, πλέουσα μεταξύ περιεργείας και οίκτου, <και> εκ των νευμάτων του μάλλον ήρχισε να εννοή ότι την προσεκάλει να τον ακολουθήση. Πτωχός λυκάνθρωπος!
      ― Πέα καλύβ' έχου γιαούτ', γάλα, στογγυάτα δώσου. Πάμ' καλύβ'!
      Η νεάνις δεν απήντα. Σχεδόν είχε παύσει να φοβήται. Το βλέμμα του το εσβεσμένον έλεον μάλλον ενέπνεε.
      Τον εκοίταζεν απλήστως, ως παράδοξον φαινόμενον, οποίον ποτέ δεν εφαντάσθη.
      Ο λυκάνθρωπος ενεκαρδιώθη εκ της στάσεως ταύτης, ην, φαίνεται, εξέλαβεν ως ευμένειαν εκ μέρους της νεάνιδος.
      ― Έλα, πάμ'! επανέλαβεν ο Αγρίμης. Καλύβ' γύου, γύου, δέντα, κήπους, χουάφ', βύσ', στένα, τέχ' νεό. Ίσκιου δέντα πέσης νάνι-νάνι χουταάκια. K' ιγώ νάνι-νάνι, πλάι-πλάι.
      Η νεάνις έκαμε κίνημα αποστροφής ακούσασα του λυκανθρώπου τας προτάσεις και την βουκολικήν περιγραφήν.
      Ο Αγρίμης έκαμεν εν βήμα προς αυτήν, έτεινε την χείρα κ' εζήτει να θωπεύση τας ωλένας της.
      Η Ματή τον απώθησεν έντρομος, και ρίγος αποστροφής διέτρεξε τας φλέβας της.
      ― Φεύγ' από δω!
      K' εστράφη προς την θύραν. Ο Αγρίμης έτρεξε κατόπιν της.
      ― Φεύγα, καημένε, να μην ερθή τώρα ο αντραγάτης και σε σκοτώση. Σε λυπούμαι. Θα φωνάξω να 'ρθούν τα παιδιά να σε πάρουν με τς πέτρες.
      Ο λυκάνθρωπος εξηκολούθησε να την κυνηγή.
      ― Τώρα, έρχουνται τα παιδιά κ' η Φωτεινή μαζί, είπεν απειλούσα αυτόν με την χείρα η νεάνις. Φεύγα, γιατί θα σου σπάσουν το κεφάλι. Δεν άκουσες που φώναξα πρωτύτερα; Να, τώρα έρχουνται. Θα βάλω τις φωνές.
      Ο Αγρίμης τρέξας την έφθασε και την περιέβαλε με τους βραχίονάς του.
      Η νέα έκραξε μεγαλοφώνως βοήθειαν.
      Και μετ' απηλπισμένου αγώνος επάλαιε δια ν' απαλλαγή της περιπτύξεως του αλλοκότου ανθρώπου. Αλλ' ο λυκάνθρωπος ήτο ρωμαλέος και ήδη την είχεν ανατρέψει επί της ψάθης παρά την εστίαν.
      Είχε περάσει την αριστεράν τραχείαν χείρα του υπό την αβρήν μασχάλην της και της έθλιβε το παρθενικόν στήθος, και δια της δεξιάς εκράτει σφιγκτά τον λαιμόν της και ηπείλει να την πνίξη εις την ελαχίστης κραυγήν. Η κόρη, ωχρά, ηλλοιωμένη, με την κόμην άτακτον, προσεπάθει με τας απαλάς χείράς της να ξεκολλήσει από το σώμα της τας οπλάς του Αγρίμη. Αλλ' οι όνυχές του οι μαύροι και απερίκοπτοι είχον απογαμψωθή σχεδόν και εφαίνοντο οιονεί στοιχειωμένοι. Ήσθμαινεν η κόρη υπό την οδυνηράν πίεσιν και επνευστία εκείνος εν τη αγωνία της προσδοκίας του και της απλήστου επιθυμίας.
      Επί μίαν στιγμήν η νεάνις είχε κατορθώσει ν' απαλλάξη τον τράχηλόν της, και να εκβάλη πεπνιγμένην κραυγήν. Αλλά παραχρήμα ο λυκάνθρωπος συνέλαβεν εκ νέου τον λαιμόν της και παρέλυσε πάσαν αντίστασιν των χειρών της. Και με τους πόδας του τους χελωνοδέρμους και σκληρούς προσεπάθει να περισφίγξη ως δια διπλής λαβίδος τους τρυφερούς πόδας της.
      Η νεάνις επνίγετο, ήσθμαινεν, εστέναζε· τον είχε πτύσει δις εις το πρόσωπον· εζήτησε να του δαγκάση τον ώμον, αλλά τούτο θα ήτο μάλλον ερεθιστικόν της κτηνώδους ορμής του Αγρίμη· εκείνος εβρυχάτο, έγρυζεν, εγέλα άγριον γέλωτα. Έκαμεν απότομον κίνημα κ' εζήτησε δια της αριστεράς να της σχίση την εσθήτα. Μικρόν ακόμη και η βία του λυκανθρώπου θα εθριάμβευε κατά της παρθενικής αντιστάσεως. Αλλά την στιγμήν εκείνην ηκούσθη δούπος ως σώματος πεσόντος από του θριγκού του τοίχου.
      Η νεάνις έστρεψεν, όπως ηδύνατο το βλέμμα προς το μικρόν παράθυρον. Ήλπισεν ότι ήρχετο βοήθεια. Ηπόρει διατί δεν ήλθον η Φωτεινή και τα παιδία, αφού τρις τους έκραξε. Μετενόει διατί δεν είχεν ακούσει την συμβουλήν της γραίας, ήτις την τελευταίαν στιγμήν, πριν απομακρυνθή, δια να συλλέξη χαμαίμηλα, με τρόπον της είχεν υποδείξει ότι καλόν θα ήτο να υπάγη μαζί της. Αλλ' αυτή περιφρονητικώς είχε μειδιάσει ειπούσα ότι δεν είναι φόβος, και ότι, και αν τυχόν είχεν εμφανισθή ο Κωστής εκείνος, περί ου της ωμίλει η Φωτεινή, αυτή ήτον ικανή να φυλάξη τον εαυτόν της.
      Πτωχή γραία, ήτις δεν ενόει ότι μάλλον εκέντα και ηρέθιζε την φαντασίαν και την περιέργειαν της κόρης, ομιλούσα αυτή περί του νέου εκείνου! Και τι κακόν ηδύνατο να της κάμη ο Κωστής, εάν αυτή δεν ήθελεν; Αλλά τώρα, πού Κωστής, πού Φωτεινή; Είθε να ήρχετο τουλάχιστον ο Κωστής, αφού η Φωτεινή μετά των παιδίων δεν εμφανίζετο.
      Εν τούτοις, η μη εμφάνισις της Φωτεινής εξηγείτο ίσως εκ της αποστάσεως. Αι κραυγαί της Ματής πιθανόν να μην ηκούσθησαν. Η γραία είχεν αναβή εις το ύψωμα, εις την άκραν του ελαιώνος, και το κτήμα του καπετάν Λιμπέριου ήτον αχανές, "αγύριστον". Το καλύβι έκειτο εις μέρος σχετικώς χθαμαλώτερον, όπου η ανθρωπίνη φωνή επνίγετο εν μέσω των τεσσάρων τοίχων, και η ηχώ της εχάνετο εντός της λόχμης. Ίσως δε και ο πνέων βορειανατολικός άνεμος, όστις εδυνάμωνεν όσο επροχώρει η ημέρα, συνέτεινεν εις το να μη ακούωνται αι φωναί της νέας. Η αέναος και συριστική πνοή του Καικίου, ελάμβανε την φωνήν της Ματής επί των πτερύγων της, και ο αντίλαλος εχάνετο εις τα νοτιοδυτικά μέρη, εις τους γείτονας λόφους και τας κοιλάδας.

* * *


      Εν τοσούτω η Φωτεινή, εξηκολούθει να μαζεύη χαμολούλουδα, και τα παιδία εξηκολούθον να παίζωσιν όπισθεν του κορμού της γιγαντιαίας ελαίας. Η πρώτη και η δευτέρα φωνή της Ματής δεν ηκούσθησαν πράγματι.
      Η γραία Φωτεινή εμάζωνε τα χαμολούλουδα και δεν έπαυε να φιλοσοφή περί των ανθρωπίνων και περί των γυναικείων πραγμάτων. Ανελογίζετο ότι εξ όλων, όσους είχεν αγαπήσει σχεδόν αφιλοκερδώς μέχρι τούδε, μόνον η προβατίνα δεν είχε ψεύσει τας προσδοκίας της. Αύτη ου μόνον την έτρεφε με το γάλα της και την ενέδυε με το μαλλί της, αλλά και της ήτο πιστή, πιστή, όσον δύναται να είναι ζων και έμπνουν κτίσμα του Θεού.
      Η κυρία της, η Λιμπέραινα, γυνή φιλάσθενος και φίλαυτος, ως όλαι αι διαρκώς πάσχουσαι γυναίκες, σχεδόν υποχονδριακή, εξετίμα τόσον την γηραιάν θεράπαιναν, όσον και την προβατίναν. Και αυτό ήτο μεγάλη καλωσύνη εκ μέρους της, ανελογίζετο η Φωτεινή, διότι η προβατίνα ήξιζε πράγματι περισσότερον από όσον ενομίζετο. Η δε Ματή, η μικρά Ματή, την οποίαν αυτή η Φωτεινή είχεν αναθρέψει μετά στοργής και αφοσιώσεως, της αμνάδος εκτελούσης μετά τον έκτον μήνα χρέη τροφού, διότι η κυρα-Λιμπέραινα ποτέ δεν είχεν άφθονον γάλα, η ωραία και υπερήφανος Ματή είχεν αποκτήσει και αυτή μυστικά εσχάτως. Άλλοτε είχεν απεριόριστον εμπιστοσύνην εις την Φωτεινήν, της τα έλεγεν όλα. Από τινος όμως χρόνου κάτι της έκρυπτε.
      Ούτε φθίνει πάσα στοργή και εμπιστοσύνη και η Φωτεινή από καιρού εις καιρόν, εκεί που έκυπτε και εμάζευε τα ιαματικά της βότανα, έστρεφε βλέμμα προς τα παιδία, τα οποία έπαιζαν αμέριμνα παρακάτω και έλεγε μέσα της, τάχα θα την αγαπούν έως τέλους και αυτά, τάχα θα εξακολουθούν να έχουν πάντοτε εμπιστοσύνην προς την γηραιάν και αφωσιωμένην θεραπαινίδα, την άγευστον πάσης χαράς και ηδονής εν τω κόσμω, πλην της εκ της αυτοθυσίας και αφοσιώσεως.
      Εκείνην την στιγμήν ο Θύμιος μετά του Κωστάκη έπαιζον είδος παιδιάς. Ο Θύμιος κύπτων προς την γην είχε λάβει τον μικρόν ύπτιον επί των ώμων, κρατών τας παλάμας τούτου με τους δακτύλους σφιγκτά επί του στέρνου του και αι επόμεναι ερωτήσεις και αποκρίσεις διημείβοντο μεταξύ των δύο:
      ― Τι βλέπ'ς;
      ― Ουρανό.
      ― Τι πατείς;
      ― Γης.
      ― Τι τρως;
      ― Αγγούρ'.
      ― Πέσε κάτου σα γαϊδούρ'.
      Είπε και άφησε τον μικρόν, αβρά γελώντα, να κυλισθή μαλακώς εις τα χόρτα του εδάφους.
      Την ιδίαν στιγμήν οξεία φωνή ηκούσθη από το μέρος του καλυβιού ερχομένη. Ήτο η τρίτη κραυγή της Ματής, ήτις έφθασεν εις τα ώτα της Φωτεινής.
      ― Φωτεινή!... Σταθάκη!... τρέξετε...
      Η Φωτεινή έστησεν ορθόν το ους.
      ― Σιωπάτε παιδιά ν' ακούσουμε... Δεν ακούσατε φωνή;
      ― Ακούσαμε.
      ― Ελάτε να πηγαίνουμε, παιδιά, η Ματή μας κράζει, είπεν η γραία τρέχουσα. Τι να είναι τάχα, Θεέ μου!
      ― Έρχουμι, είπεν έκαστον των παιδίων. O δε Γιάννης, όστις ήτο ψυχοπαίδι της ατέκνου Αργυρής και είχεν έλθει προ μηνών εκ τινος χωρίου του Πηλίου, είπε και αυτός "έρχουμι!"

* * *


      Μετά τον υπόκωφον δούπον, ον ήκουσεν η αγωνιώσα Ματή ως σώματος πίπτοντος από του θριγκού του τοίχου του περιβόλου εντός του κήπου, δρομαίον βήμα ανδρός ηκούσθη, η θύρα του οικίσκου ημίκλειστος ούσα ηνοίχθη, και ο Κωστής εφάνη επί του ουδού της θύρας.
      Φαίνεται ότι ο νέος μετά τας συνεντεύξεις, ας είχε λάβει με την μάγισσαν, ων μίαν, την τελευταίαν, περιεγράψαμεν εν τοις προηγουμένοις, είχεν αποφασίσει να φρουρή εκ του σύνεγγυς την νέαν την οποίαν ηγάπα. Και ιδού ότι η μάγισσα ηλήθευσε την φοράν ταύτην, ίσως χωρίς να το θέλη και αυτή.
      Την νύκτα της παραμονής της Πρωτομαγιάς εξελθών από της μαγίσσης, αφού επεριπάτησε μέχρι του μεσονυκτίου, απήλθεν οίκαδε και έγραψε το επιστόλιον προς την Ματήν, προσθέσας και δύο ή τρία δίστιχα τα αναφερόμενα εις τους χρησμούς της μαγίσσης, εις όσα από ημερών ήδη είχε συνθέσει. Είτα χωρίς να εκδυθή κατεκλίθη επί τινος καναπέ, ελαγοκοιμήθη επί μίαν ή δύο ώρας με την φαντασίαν γρηγορούσαν και την ψυχήν τεταραγμένην, και εις τας τρεις μετά τα μεσάνυκτα ανεπήδησεν, ελούσθη ψυχρόν ύδωρ και πάραυτα εξήλθε.
      Εβάδισεν εις την εξοχήν, και διηυθύνθη εις το κτήμα του καπετάν Λιμπέριου, όπου ήξευρεν ότι συνήθιζε να μεταβαίνη την Πρωτομαγιάν η Ματή. Έρριψεν, εμπιστευθείς εις την τύχην, το ερωτικόν δελτάριον υπεράνω του τοιχογυρίσματος και απεμακρύνθη.
      Εσκόπευε να μείνη όλην την ημέραν κρυπτόμενος εκεί πλησίον, τούτο μεν φοβούμενος, ως δεισιδαίμων, τον κίνδυνον, ον προέλεγεν η μάγισσα, τούτε δε ελπίζων, ως ερωτόληπτος, να εντρυφήση εις την θέαν της Ματούλας. Όθεν δεν ηδυνήθη ν' αντιστή εις τον πειρασμόν του να κάμη και πάλιν ένα δρόμον κατά την πόλιν, χάριν της απείρου ηδονής του να συναντήση και να καλημερίση την Ματήν.
      Όταν αι δύο γυναίκες απεμακρύνθησαν ικανά βήματα, ο Κωστής εστράφη πάλιν οπίσω, και δια πλαγίας οδού μακρόθεν τας ηκολούθησεν. Έβλεπεν εκεί κάτω εις τον ορίζοντα, υπό τας ακτίνας του ηλίου διαγραφόμενον το ραδινόν ανάστημα και την λευκήν εσθήτα της Ματούλας, και ησθάνετο ηδονήν άρρητον, ως να έβλεπέ τι εγγύθεν. Αλλά δεν ελέχθη ότι ο έρως σμικρύνει τας αποστάσεις και διατρέχει τα διαστήματα;
      Επανήλθε λοιπόν οπίσω πλησίον εις το κτήμα της Ματούλας, και μετά προφυλάξεως περιεπόλει περί την υψηλοτέραν κορυφήν της Δραγασιάς, όπου και η Φωτεινή τον παρετήρησεν, ως είδομεν, όπισθεν του στελέχους δένδρου καθήμενον.
      Ολίγω ύστερον, ο νέος απεμακρύνθη και εκάθισεν εις την σκιάν βράχου, προς δυσμάς της κορυφής του λόφου. Εκείθεν απείχεν υπέρ τα χίλια βήματα, αλλ' έβλεπε καλώς, υπεράνω του περιβόλου, μέρος του κήπου και του ελαιώνος του καπετάν Λιμπέριου. Επί μίαν στιγμήν είδε την Ματήν ανερχομένην από της χαράδρας, όπου ήτο η πηγή, και βαδίζουσαν προς τον οικίσκον, ου μόνον η στέγη ήτο ορατή από της σκοπιάς του νέου, είτα είδε τα παιδία και την Φωτεινήν, εις ανάστημα πλαγγόνος ένεκα της αποστάσεως, αναβαίνοντας προς τον ελαιώνα.
      Αλλά μετά μίαν στιγμήν, βλέπει ένα άνθρωπον, χωρικόν ως εφαίνετο εκ της ενδυμασίας, τριγυρίζοντα περί το κτήμα και κοιτάζοντα με τρόπον ύποπτον τους τοίχους του περιβόλου. Τον είδε να πηγαίνη, να γυρίζη πάλιν οπίσω, να ίσταται, να θεωρή, να βαδίζη πάλιν, και τέλος τον βλέπει να κύπτει προς τον τοίχον και να εκτελή εργασίαν τινά, ως να εσκάλιζε να εύρη τι εις καμμίαν οπήν, ή ως να αφήρει λίθον από του τοίχου.
      Είτα ο παράδοξος άνθρωπος ύψωσε την μίαν κνήμην, έθεσε τον πόδα εις την οπήν, την οποίαν είχε κατασκευάσει, ύψωσε τον άλλον πόδα, ανέβη, διεσκέλισε τον θριγκόν, και έγινεν άφαντος όπισθεν του τοίχου.
      Ήτο ο Αγρίμης, όστις είχεν ιδεί από της υψηλής κορυφής της Δραγασιάς, όπου έβοσκε τας αίγας του, την Ματούλαν βαίνουσαν προς τον οικίσκον, είχεν ιδεί και την γραίαν με τα παιδιά απομακρυνόμενην, και επειδή, φαίνεται, θα είχε παρατηρήσει την νέαν πολλάκις άλλοτε μακρόθεν ή και εγγύθεν κρυπτόμενος, ως λυκάνθρωπος, και θα του είχε κινήσει την όρεξιν, έσπευσε να βάλη εις πράξιν το αρχέτυπον και αιπολικόν σχέδιόν του. "Ωιπόλος όκκ' εσορή τας μηκάδας..." Εγκατέλιπε τας αίγας του και κατέβη δρομαίος προς το μέρος, όπου είδε την ερατεινήν και ονειρώδη ύπαρξιν. Πτωχός λυκάνθρωπος!
      Εν τούτοις ο Κωστής δεν έχασε καιρόν, ηγέρθη και έτρεξε με ταχύτητα ελάφου. Έτρεξεν, έτρεξε και είτα ήκουσε και την κραυγήν της Ματούλας.
      Έφθασεν εις τον περίβολον, εύρε το μέρος όπου είχεν αφαιρέσει ένα λίθον, με τους στοιχειωμένους όνυχάς του, ο Αγρίμης, και δια της αυτής οδού, ανέβη, διεσκέλισε τον τοίχον, ημιόλιον ανδρικού αναστήματος, κ' επήδησεν εντός του κτήματος.

* * *


      "Ήτο καιρός", καθώς λέγουν οι φράγκοι μυθιστοριογράφοι. Ο Αγρίμης δεν είχε πνίξει ακόμη την Ματούλαν, αλλά θα την έπνιγε μετ' ου πολύ.
      Το πρώτον πράγμα το οποίον είδε το όμμα του Κωστή, μετά το αλλόκοτον σύμπλεγμα, το οποίον επαρουσιάσθη ενώπιόν του, πριν αναβή ακόμη τας πέντε βαθμίδας της εσωτερικής κλίμακος, ήτο μία αξίνη με στιλπνόν σίδηρον, με βραχείαν λαβήν, χρησιμωτάτη ως όπλον. Είναι αληθές ότι ο νέος έφερεν εις το θυλάκιόν του δίκαννον πιστόλιον γεμάτον, αλλ' εφοβείτο να το μεταχειρισθή, μήπως πληγώση την Ματούλαν.
      Έλαβε την αξίνην, έτρεξε, και ήρχισε να κτυπά τας χείρας του Αγρίμη, όστις τότε αφήκε το θύμα του και ώρμησε κατ' αυτού. Αλλ' ο Κωστής ηναγκάσθη τότε να του δώση μίαν εις το κρανίον. Ο Αγρίμης ζαλισθείς εκυλίσθη επί του δαπέδου.
      Την ιδίαν στιγμήν έφθασεν η Φωτεινή με τα παιδία. Ιδούσα η γραία τον Κωστήν υπέθεσεν ότι αυτός ήτο ο αίτιος του κακού, κ' έστρεψε προς αυτόν άγρια βλέμματα, και ηπείλει να τον σχίση με τας χείρας, περιφρονούσα τον σίδηρον ον εκείνος εκράτει. Αλλ' ο νέος της έδειξε με εν νεύμα εκτάδην κείμενον, ημιθανή τον Αγρίμην, με την κεφαλήν αιματωμένην, και τότε η γραία ήρχισε να εννοή.
      ― Φέρτε νερό! είπεν ο Κωστής· βοήθειαν εις την Ματούλα!
      Η νέα έκειτο σχεδόν αναίσθητος, αδρανής, τόσον αδυνατισμένη από την τρομεράν πάλην, ώστε δεν ηδύνατο να κινηθή. Η γραία ερρίφθη περιαλγής επί της αγαπητής παιδίσκης, εψηλάφει τον σφυγμόν της και την καρδίαν της. Τα παιδία έτρεξαν έντρομα να φέρωσιν ύδωρ, και ο Κωστής, έβγαλε δύο πάλλευκα μυροβόλα μανδήλια, τα οποία είχεν εις τους κόλπους με άνθη συνειλημμένα, και εζήτει να δέση τας πληγάς της. Η Φωτεινή τον άφησε να κάμη. Η νεάνις είχε δύο βαθείας αμυχάς εις τον λαιμόν, και άλλην εις τον βραχίονα.
      Αλλά και το υποκάμισόν της το ολοβρόχινον εφαίνετο προς την αριστεράν πλευράν καθημαγμένον και η γραία ψηλαφήσασα ανεκάλυψε και τρίτην αμυχήν υπό τον αριστερόν κόλπον. Ο νέος απεδύθη το ελαφρόν ιμάτιόν του, έσχισεν επί του στήθους το λευκότατον καθάριον υποκάμισόν του και κόψας δύο πλατείας ταινίας τας έδωκεν εις την γραίαν να δέση την πληγήν.
      Τα παιδία ήλθον φέροντα ύδωρ· η Ματή συνήλθεν ολίγον κατ' ολίγον· ήτο μόνον πολύ αδύνατος και έστρεψε βλέμμα ευγνωμοσύνης προς τον Κωστήν. Η Φωτεινή εκ φιλανθρωπίας έπλυνε και την πληγήν του Αγρίμη και έδεσε την κεφαλήν του με εν παλαιόπανον.
      Ο Κωστής εσκέπτετο τι ώφειλε να κάμη ως προς τον Αγρίμην. Ανάγκη ήτο να λάβη είδησιν ο αγροφύλαξ, όστις δεν θα ευρίσκετο πολύ μακράν, δια να έλθη να φροντίση περί της προσαγωγής του εις την αστυνομικήν αρχήν, ήτις ήτο αρμοδία να τον παραδώση εις νοσηλείαν ή εις φυλακήν. Έπρεπε δε να υπάγη ο ίδιος να εύρη τον αγροφύλακα και δώση την είδησιν. Αλλά πώς ν' αφήση μόνας τας δύο γυναίκας και τα παιδιά με τον Αγρίμην, όστις άμα θα συνήρχετο εκ της σκοτοδίνης ηδύνατο να είναι ακόμη επικίνδυνος; Ήτο λοιπόν έτοιμος να προτείνη εις την Φωτεινήν να εξέλθωσιν όλοι εκ του οικίσκου, να κλειδώσωσι μέσα τον Αγρίμην, να εξασφαλισθώσι, και τότε ο Κωστής να υπάγη προς αναζήτησιν του αγροφύλακος.
      Αλλά μόλις έλαβε την απόφασιν ταύτην και βλέπει τον Αγρίμην ότι εκινήθη σιγά-σιγά, ανεκάθισεν επί της ψάθης, είτα εσηκώθη, εβάδισε χωλαίνων προς την θύραν, εξήλθε, και διηυθύνθη προς την θύραν του περιβόλου.
      Ο Κωστής εκ περιεργείας τον ηκολούθησε, και τον είδεν ωθούντα τον σύρτην και ανοίγοντα την θύραν. Την τελευταίαν στιγμήν εστράφη, ηπείλησε δια της πυγμής τον Κωστήν, και του έκραξε:
      ― Έννοια σ' δε 'θής καμμιά φοά καλύβ'! Ιγώ σ' δείξου!...
      K' έγινεν άφαντος.

* * *


      Ο καπετάν Λιμπέρης έμαθε το συμβεβηκός κ' επειδή η Ματούλα ωμολόγησεν ότι, άνευ της βοηθείας του Κωστή, θα εγίνετο θύμα του αγροίκου βιαστού, την ηρώτησε αν τον ήθελε δια σύζυγον. Η κόρη αφελώς απήντησεν ότι, αφού εξάπαντος έμελλε να υπανδρευθή, "καλύτερ' αυτός, παρά άλλος".
      Και μετά τρεις μήνας ετελείτο ο γάμος του περιπαθώς ερώντος Κωστή μετά της περικαλλούς κ' ευαισθήτου Ματούλας. Και η αγαστή και θεσπεσία παρθενική καλλονή, το κορύφωμα του έαρος, επέπρωτο να παραδώση τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον θέρος - έρος.