Η Πάπισσα Ιωάννα/Μέρος Γ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιθήκη
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Επικεφαλίδα
{{Επικεφαλίδα
|τίτλος=Η Πάπισσα Ιωάννα
|τίτλος=[[Η Πάπισσα Ιωάννα]]
|ενότητα=Μέρος Γ'
|ενότητα=Μέρος Γ'
|προηγούμενο=←[[Η Πάπισσα Ιωάννα/Μέρος Β'|Μέρος Β']]
|προηγούμενο=←[[Η Πάπισσα Ιωάννα/Μέρος Β'|Μέρος Β']]

Αναθεώρηση της 15:17, 15 Ιανουαρίου 2008

Η Πάπισσα Ιωάννα
Συγγραφέας:
Μέρος Γ'


But the fact is that I have nothing plann’d
Unless it were to be a moment merry.
BYPΩN, Δον Zουάν, άσμα Δ΄

Aγαπάς, αναγνώστα μου, τον καλόν οίνον; Αν τω όντι τον αγαπάς, μισείς βεβαίως τους ασυνειδήτους εκείνους καπήλους, οίτινες εξ αισχροκερδείας νοθεύουσι το καλόν τούτο ποτόν, αναμιγνύοντες ύδωρ, βαφάς ή δηλητήρια και αντί θείου νέκταρος ανούσιον ή ναυτιώδες ποτόν προσφέροντες εις τα διψώντα σου χείλη. Τοιούτοι κάπηλοι υπήρξαν απ’ αιώνων οι μετερχόμενοι την φρούρησιν και διανομήν του «γενναίου οίνου της πίστεως», ως ωνόμαζε την θρησκείαν ο σοφός Αλβίνος, η δε μεταξύ καπήλων και ιερέων, χριστιανισμού και βαρελίου παρομοίωσις ανήκει εις τινά Σύνοδον του ενάτου αιώνος· ώστε αι εκφράσεις μου, αν όχι ευγενείς, είναι τουλάχιστον «Κανονικαί». Έλεγον λοιπόν ότι, καθώς ο γνήσιος οινοπότης βδελύττεται τους νοθεύοντας τον οίνον, ούτω και ο καλός χριστιανός αποστρέφεται τους αναμιγνύοντας εις την θρησκείαν, ίνα καταστή επικερδεστέρα, τας παντοίας της κεκαρμένης ή πολυμάλλου κεφαλής των εφευρέσεις, τα θαύματα των εικόνων, τους θεούς της ειδωλολατρείας μετημφιεσμένους εις αγίους, τας προσκυνήσεις, τα εισιτήρια του Παραδείσου, τα άγια λείψανα, τα κομβολόγια και άλλα ιερατικά εμπορεύματα, δι’ ων το επάγγελμα των Αποστόλων κατέστη και αυτής της ιατρικής και ονειροκρισίας αγυρτικώτερον. Παιδιόθεν ηγάπων την Χημείαν· το δε βιβλίον μου τούτο είναι χημική τις μόνον ανάλυσις του θρησκευτικού οίνου, δι’ ου οι λαοί της Δύσεως εποτίζοντο κατά τον μεσαιώνα υπό ρασοφόρων καπήλων. Πάντα τα κακοποιά ζώα, οι όφεις, αι σφήκαι, οι κώνωπες και ο σκορπίοι γίνονται τοσούτω μάλλον φαρμακερά και κακοήθη, όσω ζώσι πλησιέστερον του ηλίου. Μόνοι οι ιερείς εξαιρούνται, οίτινες εις μεν τας ανηλίους χώρας της Δύσεως απέκτησαν οξείς όνυχας και ιοβόλους οδόντας, εν δε τη Ανατολή κατήντησαν βαθμηδόν αβλαβείς και χειροήθεις ως αι εγχέλεις των Κωπαΐδος· ώστε αφού ούτε τρώγονται, ως εκείναι, ούτε δάκνουσιν, ως οι Φράγκοι, αλλ’ ησύχως και τιμίως μετέρχονται το επάγγελμά των, σταυροκοπούντες, θυμιάζοντες, βαπτίζοντες και εξομολογούντες, αμαρτία ήθελεν είναι να πειράξη τις τους ακάκους τούτους κληρονόμους της βασιλείας των Ουρανών. Ταύτα σοι είπον, αναγνώστα, ίνα σε πείσω περί της ορθοδοξίας μου· ήδη δε επανέρχομαι εις τους ήρωάς μου.

Μετά τον θάνατον του Μεγάλου Καρόλου ούτε ταχυδρομικοί σταθμοί ούτε χωροφύλακες ή αστυνομία υπήρχε πλέον εν Γερμανία· οι δε σαξωνικοί ίπποι ήσαν, ως και, τοσούτω παχείς και βραδυκίνητοι, ώστε ολίγον εφοβούντο οι ημέτεροι δραπέται την καταδίωξιν. Άλλως δε το υποζύγιον αυτών ήτο εκ των παρασημοφόρων εκείνων ζώων, των καταγομένων από του μακαρίου όνου, ον ανέβη ο Ιησούς, ότε εισήλθεν εις Ιεροσόλυμα, και επί της ράχεως του οποίου έμεινεν εγκεχαραγμένον κατά τον μεγάλον Αλβέρτον, το σημείον του Σταυρού, ως η εικών του θείου προσώπου επί του πέπλου της Βερονίκης. Οι τοιούτοι όνοι, διακρινόμενοι διά μαύρης σειράς διατεμομένης σταυροειδώς κατά μέσον της ράχεως, εκαλούντο σταυροφόροι και ηδύναντο, χρείας τυχούσης, και προς αυτούς τους ίππους και τους κύνας να διαγωνισθώσι κατά την ταχύτητα, εχρησίμευον κατά τον μεσαιώνα εις μόνους τους ηγουμένους και ιεράρχας. Η γενεά αυτών εξέλιπε βαθμηδόν εν Ευρώπη, αλλά διατηρείται ακόμη αμιγής και ακμαία εις Αίγυπτον και Παλαιστίνην, όπου, αν υπάγης, αναγνώστα, θέλεις ιδεί αυτούς φέροντας χρυσοκεντήτους χαλινούς και τρώγοντας βραστούς κυάμους εντός πορφυρών αγγείων. Επί τοιούτου υποζυγίου έτρεχον ασφαλώς οι δραπέται, ως ο Ερυθρός Πειρατής επί του υποπτέρου πλοίου του, στρέφοντες εις τον νουν μύρια περί του μέλλοντος βίου σχέδια. Ο ήλιος, ανατείλας μετ’ ολίγον θερμός και ανέφελος όπισθεν των κορυφών του Βιβραστείνου, ωρίμασε τας εν τη κεφαλή αυτών αναφυείσας ιδέας. Απεφάσισαν λοιπόν να περιέλθωσιν επί του όνου των την οικουμένην, ζητούντες φιλοξενίαν παρά τοις ισχυροίς, τείνοντες τας χείρας εις τα χείλη των πιστών και αφίνοντες εις άλλους την φροντίδα να χριστιανίσωσι τους απίστους. Ήρξαντο δε των περιπλανήσεων διευθυνόμενοι εις Μογουντίαν, ίνα παρευρεθώσιν εις την τελετήν της συμφιλιώσεως του αυτοκράτορος Λουδοβίκου μετά των υιών του.

Αλλ’ ότε μετά τριήμερον πορείαν έφθασαν εις την πόλιν ταύτην, πένθιμοι ψαλμωδίαι και κώδωνες οχληροί αντήχουν πανταχόθεν αντί ευθύμων ασμάτων· αντί δε της κνίσσης οπτών κρεάτων νεκρώσιμοι λιβάνου αναθυμιάσεις εμόλυνον την ατμοσφαίραν. Ο δυστυχής Λουδοβίκος ο Ευσεβής ή ο Ευήθης (τα δύο ταύτα επίθετα απεδίδοντο αυτώ αδιαφόρως ως συνώνυμα1) είχε παραδώσει την προτεραίαν εις τον Πλάστην την άχολον ψυχήν του, «Συγχωρώ, λέγων, τους υιούς μου, ως συγχωρεί και ο κατάδικος τους δημίους»· το δε σώμα αυτού εσύρετο εις την τελευταίαν κατοικίαν υπό τεσσάρων μαύρων ίππων, οίτινες νήστεις όντες από της προτεραίας εβάδιζον μελαγχολικώς, ως οι του Ιππολύτου, μεταξύ διπλής σειράς λαμπαδηφόρων ιερέων, ανυμνούντων τας αρετάς του μακαρίτου· καθότι ο Λουδοβίκος είχε κληροδοτήσει τη Εκκλησία την Σαρδηνίαν, την Κύρνον και Σικελίαν, αίτινες όμως κατεχόμεναι υπό των Σαρακηνών και Ελλήνων ανήκον αυτώ, όσω σήμερον η Κύπρος και τα Ιεροσόλυμα εις τον βασιλέα της Ιταλίας.2 Αλλ’ οπωσδήποτε η καλή αυτού προαίρεσις ήτο αξία επαίνων, θυμιάματος και λιτανειών. Οι ημέτεροι μοναχοί καταβιβάσαντες το κουκούλιον επί του προσώπου συνεβάδισαν μετά του μακαρίτου την οδόν εκείνην, ήτις κατά Βίωνα είναι πασών η ομαλωτέρα (διότι και διά κλειστών οφθαλμών ευρίσκομεν αυτήν) είτα δε απεμακρύνθησαν εν σιωπή από των τειχών της πενθηφορούσης Μογουντίας. Μετά τον θάνατον του ευσεβούς Λουδοβίκου ο αήρ της Γερμανίας δεν ήτο πλέον ως πρότερον υγιεινός διά τους πνεύμονας των ρασοφόρων, ων πολλοί ήρχισαν να μεταναστεύωσιν, ως καταλείπουσι και και οι ποδαλγοί Άγγλοι την Νίκαιαν μετά την προσάρτησιν αυτής εις την Γαλλίαν, λέγοντες ότι ιταλικόν και ουχί γαλατικόν αέρα διετάχθησαν ν’ αναπνέωσιν υπό του ιατρού. Οι υιοί του Καρόλου διεφιλονείκουν διά των όπλων την πατρικήν κληρονομίαν, ο δε πρεσβύτερος αυτών Λοθάριος, θέλων να προσελκύση τους Σάξωνας, μετεχειρίσθη ως οι παρ’ ημίν υπουργοί μέσα διαφθοράς, επιτρέπων εις αυτούς ν’ ανεγείρωσι και πάλιν προγονικά είδωλα, προσφέροντες ενίοτε ως ιλαστικήν θυσίαν προς των πατρώων βωμών αδιάκριτόν τινα ιεροκήρυκα ή παχύν Βενεδεκτίνον. Κακόγλωσσσοι δέ τινες χρονογράφοι προσθέτουσι μάλιστα ότι ο αθεόφοβος Λοθάριος κατεσκεύαζεν εντός των ανακτόρων είδωλα του Ιρμινσούλ και Τουΐτονος, άτινα έπεμπεν ως διαλλακτικά δώρα εις τους Σάξωνας και Θουριγγίους, ως στέλλουσι και σήμερον οι βιομήχανοι Άγγλοι εις τας αποικίας των αγάλματα ινδικών ή αυστραλιακών ειδώλων, γλυφέντα εν τοις εργοστασίοις του Λονδίνου υπό ευσεβών Πουριτανών και Κουακέρων, φορτόνοντες επί του αυτού πλοίου ως αντιφάρμακον και δέματά τινα ιερών Γραφών της Βιβλικής Eταιρείας· ώστε τα τε είδωλα και τα Ευαγγέλια ευπλοούσιν εν ειρήνη υπό την σκέπην της αγγλικής σημαίας. Αι διενέξεις των κληρονόμων του Λουδοβίκου κατέστησαν μετ’ ου πολύ τόπον δυσοίκητον την Γερμανίαν. Ο δυστυχής των εραστών όνος προσέκοπτεν ανά παν βήμα κατά πτωμάτων ή ωλίσθαινεν εις αιματώδη έλη· σπανίως δε ευρίσκων κριθήν, χλόην ή φύλλα κατήντησε ν’ αλέθη ακάνθας και βάτους υπό τους νηστικούς του οδόντας. Εν τούτοις ο χειμών επήρχετο, χειμών σαξωνικός, τοσούτω απότομος και δριμύς, ώστε και αυτοί οι κόρακες απέθνησκον της πείνης, μη δυνάμενοι να σχίσωσι τας σάρκας των πτωμάτων, απολιθωθέντων υπό του ψύχους. Οι δυστυχείς δραπέται επλανώντο ως άστεγα στρουθία επί της χιόνος, καταρώμενοι τον ηκρωτηριασμένον εκείνον σάτυρον, όστις ηνάγκασεν αυτούς να εγκαταλείψωσι την θερμήν αυτών και εύοσμον φωλεάν. Ο φόβος των εχθρών και η δριμύτης του χειμώνος είχον ψυχράνει την φιλοξενίαν των Σαξώνων, ώστε μάτην ως επί το πολύ έκρουον οι δύο μοναχοί τας θύρας των καλυβών και κοινοβίων. Άλλοτε μεν ουδ’ απάντησις εδίδετο αυτοίς, άλλοτε δε προέκυπτεν εκ μικράς θυρίδος σαξωνική τις κεφαλή ερυθρά υπό του ψύχους ή κάτωχρος υπό του τρόμου, παρακινούσα τους ικέτας εις εξακολούθησιν του δρόμου των, σπανίως δε χειρ τις ευσπλαγχνικωτέρα της κεφαλής έρριπτεν αυτοίς ως εφόδιον τεμάχιον μέλανος άρτου ή ξηρού ιχθύος. Ούτω επλανώντο επί δύο ολοκλήρους μήνας, παρακολουθούντες ως οι κόρακες τα ίχνη των στρατευμάτων, ίνα θερμανθώσιν εις την φλόγαν ημισβέστου πυράς ή γλείψωσι τα κόκκαλα εγκαταλειφθείσης τραπέζης. Ήλθε δε ημέρα, καθ’ ην ατενίζοντες μετά φθόνου τους θώας σπαράσσοντας τα πτώματα στρατιωτών τινων του Λοθαρίου, ενώ η πείνα εσπάρασσε κακείνων τα σπλάγχνα, ως ο γυψ τα του Προμηθέως, εδικαίωσαν σχεδόν την γνώμην του σοφού Χρυσίππου, όστις μεταξύ των άλλων εδίδασκε τους μαθητάς ότι ήτο θεμιτή και η νεκροφαγία.

Η Ιωάννα υπετάσσετο αγογγύστως εις τας τοσαύτας ταλαιπωρίας, υπομένουσα την πείναν και το ψύχος, ως η κάμηλος της ερήμου την θερμότητα και την δίψαν. Ούτε στεναγμός ούτε παράπονον εξήρχετο ποτέ των ωχρών χειλέων της, δι’ ων εσφόγγιζεν ενίοτε τα δάκρυα του συντρόφου, λαβόντος πολλάκις αφορμήν να ευλογήση την στιγμήν, καθ’ ην ηλίευσεν εις το ρεύμα της ζωής του τον ξανθόν εκείνον μαργαρίτην. Ο χαρακτήρ των γυναικών προς μόνον τον χαλκόν εκείνον της Κορίνθου δύναται να παραβληθή, όστις συνέκειτο εκ μυρίων ετερογενών στοιχείων, εν οις όμως υπήρχε και άδολος χρυσός. Ούτω νηστεύοντες, δακρύοντες, παρηγορούμενοι, φυσώντες εις τα δάκτυλά των και διευθυνόμενοι πάντοτε προς νότον, ως αι χελιδόνες και αι φθισικαί Αγγλίδες, υπερέβησαν τας χιονοσκεπείς ερήμους των Βαυαρών, διέπλευσαν την λίμνην της Κωνσταντίας και εύρον τέλος φιλοξενίαν εις την μονήν του Αγ. Γάλλου, ης οι καλοί μοναχοί προσέφερον αυτοίς άσυλον κατά των λύκων και των στρατιωτών του Λοθαρίου. Οι δύο ερασταί ητοιμάζοντο ήδη να στήσωσι τους πενάτας των υπό την ιεράν εκείνην και απόρθητον στέγην, ότε περίεργός τις καλόγηρος, θεωρών μετά προσοχής την Ιωάνναν, παρετήρησεν ότι τα ώτα αυτής ήσαν υπότρητα, εκ δε της παρατηρήσεως ταύτης ταραχθείς συνέλαβεν αμέσως παραδόξους υπονοίας και επιθυμίας. Ήρκει η άκρα θήλεος ωτίου να ταράξη την ησυχίαν των τότε μοναχών, ως και σήμερον μόνη η οσμή γυναικείας επιστολής αρκεί να αναστατώση όλους τους κατοίκους του Αγ. Όρους. Η δε Ιωάννα φοβουμένη τας περαιτέρω ανακαλύψεις και απαιτήσεις του Οσίου Πατρός κατέπεισε τον Φρουμέντιον ν’ αφήσωσιν αυθημερόν την μάνδραν των περιέργων εκείνων Ελβετών. Από του Αγ. Γάλλου μετέβησαν εις Τίγυρον την αρχαιοτάτην εν Ελβετία πόλιν, ονομαστήν διά την δύναμιν των κατοίκων και του ρακίου της, εκείθεν δε εις Λυκέρναν, όπου εισήλθον διά νυκτός, ίνα θαυμάσωσι το τεράστιον φανάριον, το οποίον κατά τους χρονογράφους τοσαύτην επέχεε λάμψιν, ώστε καθίστα αοράτους τους αστέρας και ορατούς τους λάκκους, εις ους έπιπτον πρότερον, ως ο Μιλήσιος φιλόσοφος, οι πλείστοι των οδοιπόρων. Από Λυκέρνης διευθύνθησαν εις Αυεντικόν, την πρωτεύουσαν των πάλαι Ελουητίων, ένθα είδον τα ίχνη των υποδημάτων του Αττίλα εγκεχαραγμένα επί σκληρού βράχου ως τα του Ιησού εν τω όρει των Ελαιών, και εκείθεν εις Σέδουνον, όπου εύρον ακάτιον, δι’ ου κατέπλευσαν τον Ροδανόν μέχρι του Λουγδούνου.

Το πλοιάριον εκείνο ανήκεν εις Εβραίους εμπόρους μεταβαίνοντας εις Μασσαλίαν, ίνα πωλήσωσι χριστιανούς δούλους εις τους Σαρακηνούς της Ισπανίας. Κατά τους χρόνους εκείνους οι απόγονοι του Ισραήλ αντί να καταπιέζωνται ήσαν παντοδύναμοι κατά την μεσημβρινήν Γαλλίαν. Οι Αυτοκράτωρ, δανειζόμενος καθ’ εκάστην παρά τούτων μεγάλα ποσά, επλήρονε τους τόκους του χρέους του επιτρέπων αυτοίς να προσηλυτίζωσι τους υπηκόους του, ως ανεχόμεθα και ημείς τας αδελφάς του Ελέους, τας Γραφάς της Βιβλικής Eταιρείας, τας οπτασίας του Αγαθαγγέλου, των αγαθαγγελιστών τας χρυσάς προσδοκίας και άλλας των τριών Εγγυητριών μας εφευρέσεις. Οι δε Εβραίοι του Λουγδούνου μετεχειρίζοντο τα παρά του Αυτοκράτορος αγορασθέντα διατάγματα ως οδόντας, ίνα κατατρώγωσι δι’ αυτών τους χριστιανούς, φονεύοντες τους χοίρους των, κλέπτοντες τα παιδία, αναγκάζοντες τους δούλους αυτών να αγιάζωσι το Σάββατον και να εργάζωνται την Κυριακήν, πωλούντες ως κτήνη τους απειθούντας ή βαπτίζοντας τα τέκνα των, και αυτάς ακόμη των αρχιερέων τας παλλακίδας επιχειρούντες ενίοτε να εβραΐσωσιν. Οι δυστυχείς επίσκοποι έστελλον προς τον Αυτοκράτορα αναφοράς επί αναφοραίς, οι δε Εβραίοι σάκκους επί σάκκοις. Αλλ’ εις μεν τους πρώτους ουδ’ απεκρίνετο ο μονάρχης, εις δε τους Ιουδαίους έπεμπε στρατιώτας, ίνα φρουρώσι τους οίκους των και αναγκάζωσι τους χρεώστας εις απότισιν της οφειλής, καθώς φυλακίζουσι και σήμερον χριστιανοί κλητήρες του Ροσίλδου τους οφειλέτας. Αδίκως λοιπόν κατηγορούμεν τον παρόντα αιώνα ως φιλοχρηματώτερον των παρελθόντων. Ο χρυσός υπήρξεν ανέκαθεν ο μόνος σεβαστός εν τω κόσμω Θεός, προφήται δε αυτού οι Εβραίοι· κατ’ εκείνην δε μάλιστα την εποχήν και αυτό το Ευαγγέλιον εγράφετο διά χρυσών γραμμάτων, ίνα καταστή σεβαστόν. Μεταξύ των επιβατών του πλοιαρίου υπήρχε και γέρων τις ραβίνος, ονόματι Ισαχάρ, όστις ίνα να διασκεδάση κατά τον διάπλουν επεχείρησε να προσηλυτίση τους νέους εκείνους καλογήρους, ζητών να λάβη παρ’ αυτών ο ασυνείδητος τοκογλύφος την ψυχήν των αντί ναύλου. Ήρξατο λοιπόν διηγούμενος εις τους νεανίσκους ότι ο Ιησούς ήτο ποταπός τις Εβραίος, όστις διδαχθείς την θαυματουργίαν υπό γόητός τινος, καλουμένου Ιωάννου Βαπτιστού, είχεν υποσχεθή εις την θυγατέρα του αυτοκράτορος Τιβερίου να καταστήση αυτήν μητέρα άνευ ανδρικής μεσολαβήσεως, η δε νεάνις ακολουθήσασα τας συνταγάς αυτού έτεκε λίθον αντί παιδίου· διο θυμωθείς ο Αυτοκράτωρ παρήγγειλε τω Πιλάτω να σταυρώση τον αγύρτην, του οποίου το σώμα ταφέν πλησίον υδραγωγείου παρεσύρθη την νύκτα υπό του πλημμυρήσαντος ύδατος, και εκ τούτου προήλθεν η εις την ανάστασιν πεποίθησις των Ναζωραίων.

Αφού τοιαύτας και άλλας βλασφήμους φλυαρίας εξήμεσεν εκ του μιαρού αυτού στόματος ο βρωμολόγος εκείνος Εβραίος, ήρξατο έπειτα να πλέκη εις τον θεόν του Ισραήλ στέφανον εκ νεφελών και αστέρων. Παρέστησεν αυτόν καθήμενον επί άρματος συρομένου υπό τεσσάρων πανθήρων, ως το του Βάκχου, κρατούντα εις την δεξιάν χιλιόπηχυν σύριγγα, δι’ ης ενεφύσα τας εντολάς τους εις το ους των Προφητών, τίκτοντα εκ της κεφαλής οπλοφόρους δαίμονας, ως ο Ζευς την πάνοπλον Αθηνάν, φιλικώς συναναστρεφόμενον μετά των γραμμάτων του αλφαβήτου, άτινα ήσαν άγγελοι πτερωτοί, και αλέθοντα διά τεραστίας μυλοπέτρας το μάννα, δι’ ου κατεσκευάζετο ο άρτος των κατοίκων του Παραδείσου. Οι δύο νεανίσκοι οτέ μεν εγέλων ακροώμενοι τας ραβινικάς εκείνας τερατολογίας, οτέ δε, φοβούμενοι μη αι βλασφημίαι εκείναι βυθίσωσι το πλοίον εις τους μυχούς των κυμάτων, εψιθύριζον ως αντιφάρμακον τροπάριόν τι εις τον Άγ. Μεδάρδον, όστις, ως ο Ποσειδών, παρά τοις αρχαίοις και ο Άγ. Νικόλαος παρ’ ημίν, εξήγειρε τότε και κατηύναζε τα κύματα των υδάτων. Χάριν του τροπαρίου εκείνου και της νηνεμίας το πλοιάριον προσωρμίσθη ευτυχώς την επιούσαν εις Λούγδουνον, όπου ήδρευε τότε ο Άγ. Αγοβάρδος, ο μόνος των αγίων, του οποίου καγώ ήθελον ασπασθή μετά σεβασμού το κράσπεδον της εσθήτος. Ούτος εδόξαζεν ότι, αφού ο Ιησούς είναι αιώνιος και πανταχού παρών, πάντες οι τα παραγγέλματα αυτού ακολουθήσαντες είτε προ της ενανθρωπήσεως αυτού εγεννήθησαν είτε μετ’ αυτήν, είτε εγνώρισαν αυτόν είτε όχι, ήσαν χριστιανοί και νόμιμοι κληρονόμοι της βασιλείας των Oυρανών· απεστρέφετο την εις τας αγίας εικόνας αποδιδομένην λατρείαν, νομίζων ασέβειαν την υπό ανθρωπίνην μορφήν παράστασιν αΰλου θεότητος και διδάσκων ότι οι πρώτοι χριστιανοί διετήρουν τας εικόνας του Ιησού, των Αποστόλων και των Μαρτύρων ως τα ομοιώματα ανθρώπων, τους οποίους εγνώρισαν και ηγάπων, όπως ημείς σήμερον τας φωτογραφίας των απόντων φίλων, και ουχί ως αντικείμενα δεισιδαίμονος λατρείας.

Πλην δε τούτων γελοίον ενόμιζεν ο καλός Επίσκοπος το να πιστεύωμεν, ότι ο Ύψιστος υπηγόρευσεν εις τους Προφήτας κατά λέξιν τας Γραφάς, ως ο Άγγελος τα αποφθέγματα εις τον όνον του Βαλαάμ· απέτρεπε τους πιστούς από των προσκυνήσεων, τα δε ελέη αυτών διέταττε να δίδωνται εις τους πτωχούς και ουχί εις τας εκκλησίας, αμαρτίαν νομίζων, ενώ τοσούτοι πένητες στερούνται χαλκού προς αγοράν άρτου, να δίδηται χρυσός εις τους ιερείς, ίνα ανάπτωσι κηρία εν πλήρει μεσημβρία ή κοσμώσι και αυτού τα είδωλα των ναών3 ή των παλλακίδων των τα στήθη. Τοιαύτας χριστιανικάς ή μάλλον αιωνίους αληθείας εδίδασκεν ο καλός εκείνος ιερεύς του Υψίστου, τας οποίας αν είχε κηρύξει βραδύτερον, ήθελε καή ως ο Ούσιος ή ριφθή άκλαυστος και άταφος επί βράχου ως ο Καΐρης. Αλλά κατά την εποχήν εκείνην οι ιερείς της Δύσεως ενασχολούμενοι αποκλειστικώς εις την κραιπάλην και αργυρολογίαν δεν είχον ακόμη καταληφθή υπό της μανίας του να δικάζωσι και καίωσιν ανθρώπους. Αν δε εν μέσω της γενικής εκείνης αμαθείας και διαφθοράς επήρχετο εις τινά εξ αυτών η ιδιότροπος όρεξις να ζήση εναρέτως ή να ομιλήση λογικώς, έτρωγαν εκείνοι την μερίδα του καλού τούτου ανθρώπου, γελώντες διά την ανοησίαν του και αφίνοντες μάλιστα εις αυτόν το τίτλον του αγίου, όστις απενέμετο τότε αφειδώς εις τους ιερείς, ως σήμερον το εξοχώτατος εις τους ιατρούς. Τοιούτος ήτο ο Αγοβάρδος, αδάμας εν μέσω χαλίκων, κύκνος εν μέσω κοράκων, στίλβων εν τω σκότει του ενάτου αιώνος ως μαργαρίτης εις την ρίνα χοίρου4. Απαντήσας αυτόν, ενώ μετά κόπου και αηδίας ανεκίνουν την κόπρον του μεσαιώνος, ηθέλησα ν’ αναπαυθώ επί τινας στιγμάς πλησίον του, ως ο κεκμηκώς Άραψ παρά την πηγήν της ερήμου. Εις τοιούτον δε άνδρα συστέλλεταί τις σχεδόν να απονείμη τον γελοίον και κατεσπιλωμένον τίτλον του Αγίου, ως αισχύνονται και παρ’ ημίν οι τίμιοι άνθρωποι να φέρωσι τον σταυρόν του Σωτήρος. Ο Φρουμέντιος επορεύθη μετά της Ιωάννας ν’ ασπασθή τας χείρας του καλού επισκόπου. Οι τότε περιηγηταί, άμα έφθανον εις ξένην πόλιν, εζήτουν την κατοικίαν του Αρχιερέως, ως σήμερον το Προξενείον. Εκεί παρέδιδον τας συστατικάς επιστολάς των και εξητούντο οδηγίας ή βοηθήματα προς εξακολούθησιν της οδοιπορίας, αντί των οποίων προσέφερον συνήθως τω Επισκόπω ιερά τινά λείψανα των αγίων του τόπου των· καθότι ήκμαζε παρά τοις τότε χριστιανοίς η συνήθεια να κάμνωσι συλλογάς αγίων λειψάνων πάσης χώρας και εποχής, ως πέρυσιν εν Αθήναις η των γραμματοσήμων. Οι ημέτεροι οδοιπόροι πολλά έχοντες να ζητήσωσι και ουδέν να προσφέρωσιν εις την αυτού αγιότητα, επαρουσιάσθησαν προ αυτού, ερυθριώντες και συνεσταλμένοι, ως αι λιμώττουσαι χήραι των τουρκομάχων ηρώων μας εις τα πρόθυρα των αυλοδούλων. Αλλ’ ο Άγ. Αγοβάρδος ειθισμένος ως οι πνευματικοί και ιατροί να εξετάζη νεφρούς και καρδίας εγνώριζε και να διακρίνη την υπό τα ράκη κεκρυμμένην αξίαν. Προσκαλέσας εις την λιτήν του τράπεζαν το πολυπαθές εκείνο ζεύγος, εθαύμασε των νέων συνδαιτυμόνων το κάλλος, την σοφίαν και την αδελφικήν στοργήν, παρέβαλεν αυτούς προς τον Κάστορα και Πολυδεύκην και, ότε ανεχώρησαν, έδωκεν αυτοίς καλάς συμβουλάς, νέα υποδήματα, την ευχήν του και χρήματα προς εξακολούθησιν της οδοιπορίας.

Καταπλεύσαντες και πάλιν τον Ροδανόν έφθασαν οι οδοιπόροι μετά εξαήμερον πλουν εις Αρελατίαν, την κλεινήν ποτέ καθέδραν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, νυν δε περιώνυμον διά τα σύκα και τας παρθένους της, αίτινες οφείλουσιν, ως και οι αγγλικοί ίπποι, την καλλονήν των εις την μετά των Αράβων επιμειξίαν. Οι δύο περιηγηταί, αφού εθαύμασαν τα ερείπια του αυτοκρατορικού οίκου, την Μητρόπολιν, το αμφιθέατρον και τον οβελίσκον, ησθάνθησαν την ανάγκην να φροντίσωσι και περί του στομάχου των, όστις ήτο προ πολλού κενός, ως ο ναός της Αθηνάς, προ του οποίου ευρίσκοντο κατ’ εκείνην την στιγμήν. Διευθύνθησαν λοιπόν προς το εκεί γυναικείον μοναστήριον, το αρχαιότατον των εν Γαλλία, όπερ εσύστησεν ο Άγ. Καισάριος κατά τον έκτον αιώνα, γράψας, ως λέγουσι, διά του αίματος αυτού τον κανονισμόν, ως ο Δράκων τους νόμους του και ο Ερρίκος ο Γ/ τας εις την ερωμένην του επιστολάς.5 Ο κανονισμός ούτος ήτο σκληρός και τραχύς ως το ράσον του αγίου συντάκτου. Εις ουδένα ξένον είτε άνδρα είτε γυναίκα ήτο συγχωρητή η είσοδος του κοινοβίου, εις δε τας μοναχάς ουδέ την κεφαλήν να προβάλλωσιν επετρέπετο εις τας θυρίδας· όσαι δε εξ αυτών έλουον το σώμα, εκτένιζον τας τρίχας και εδείκνυον γελώσαι τους οδόντας ή βαδίζουσαι τους πόδας, εμαστιγούντο διά βουνεύρων ή ερρίπτοντο αλυσόδετοι εις υπογείους φυλακάς. Αλλ’ εις τοιούτους νόμους αδύνατον ήτο να υποταχθώσιν επί πολύ αι φιλήδονοι κόραι της θερμής Προβιγγίας. Αι δύστηνοι παρθένοι εμαραίνοντο εν των κοινοβίω ως φυτά εν τη θήκη βοτανικού, μέχρις ου καταπατήσασαι υπό τα σανδάλιά των την γραίαν αυτών ηγουμένην και τους θηριώδεις κανονισμούς του Αγ. Καισαρίου, ανέκτησαν μετά της ελευθερίας το χρώμα και την ζωηρότητά των. Έκτοτε εκυβερνώντο συνταγματικώς, ανεγείρασαι θέατρον εν τη μονή, εξερχόμεναι αυτής δις της εβδομάδος και νηστεύουσαι, οσάκις επόνουν τους οδόντας. Ότε δε επεχείρησεν ο ευσεβής Λουδοβίκος να επαναγάγη τας αποπλανηθείσας ταύτας αμνάδας υπό τον ζυγόν του Αγ. Βενεδίκτου, εκείναι απεκρίθησαν εν πληθούση Συνόδω ότι εις μόνην την ηγουμένην των εχρεώστουν υπακοήν, τας δε νηστείας και την αγνότητα έμελλον μεν να φυλάττωσι κατά το δυνατόν, αλλ’ ούτε δι’ όρκου ούτε δι’ υποσχέσεων οιασδήποτε έστεργον να υποχρεωθώσι, φοβούμεναι, ως έλεγον, μη εις το αμάρτημα της σαρκός προσθέσωσι και την επιορκίαν. Τοιαύτη ήτο η τότε κατάστασις των πλείστων εν Ευρώπη παρθενοτροφείων, άτινα παρθενοφθορεία ωνόμαζεν ο Άγ. Πέτρος Δαμιανός.

Ο ήλιος λησμονήσας, ως συμβαίνει πολλάκις εν Προβιγγία, ότι ήτο ακόμη χειμών, εθέρμαινε μεσουρανών τας πλάκας της αυλής του μοναστηρίου, ότε επαρουσιάσθησαν προ της εισόδου αυτού οι δύο οδοιπόροι. Η θυρωρός έρρεγχε πλησίον της ανοικτής πύλης, ην υπερβάντες οι τυχοδιώκται και επί στιγμάς τινάς πλανηθέντες υπό ερήμους στοάς και σιωπηλούς διαδρόμους, έφθασαν τέλος εις το υπνωτήριον, όπου κατά την συνήθειαν των θερμών τόπων εμεσημβρίαζον αι μοναχαί παρθένοι. Ψάθινα παραπετάσματα προεφύλαττον από του μεσημβρινού ηλίου τα βλέφαρα των κοιμωμένων, το δε ημίφως καθίστα έτι χαριεστέρας τας ρασοφόρους εκείνας Αφροδίτας. Μεταξύ των νυμφών τούτων του Ιησού υπήρχον, ως και εις τον γυναικώνα του Σουλτάνου, παντός έθνους και πάσης χροιάς παρθένοι· ερυθρόμαλλοι κόραι της Ελβετίας, λευκαί ως το γάλα των αιγών των και γαλήνιοι ως της πατρίδος των αι λίμναι, και νεοφώτιστοι Σαρακηναί, μελανότριχες ως ο άνθραξ και θερμαί ως εκείνος, φιλομειδείς Γαλάτιδες και ορεσίτροφοι ποιμενίδες των Πυρηναίων. Ο κοιτών του κοινοβίου ωμοίαζε τους βοτανικούς εκείνους κήπους, εις ους άνθη παντοία διαφέροντα κατά το χρώμα, την οσμήν και την πατρίδα, αλλ’ αδελφά κατά το κάλλος, θάλλουσιν αιχμάλωτα εντός υαλίνης φυλακής. Η μεν των κοιμωμένων, κατεχόμενη υπό ηδυπαθούς ονείρου εμειδία, στηρίζουσα επί του βραχίονος την φλέγουσαν παρειάν, ενώ τα τεταραγμένα στήθη της διεφαίνοντο υπό τον λευκόν χιτώνα ως η σελήνη όπισθεν νέφους, η δε, ωχρά και συνωφρυωμένη, ωμοίαζεν άγαλμα της κοιμωμένης Λύπης, βλέπουσα ίσως καθ’ ύπνους τας όχθας της πατρίδος ή της μητρός της τα χείλη, ετέρα εφαίνετο τείνουσα αγκάλας εις τον ουράνιον αυτής μνηστήρα. Αλλ’ αι πλείσται εκοιμώντο ησύχως και κοσμίως ως οι Φαραώ εντός της μεγάλης πυραμίδος, τινές μάλιστα και έρρεγχον, αλλ’ αύται ήσαν γραίαι ονειρευόμεναι την μακαριότητα του παραδείσου. Οι δύο ερασταί ελησμόνουν την πείναν των, θαυμάζοντες τα ποικίλας εκείνας προσωποποιήσεις του Μορφέως, ότε ήχησεν αίφνης η φωνή του αργυρού αλέκτορος, δι’ ου εκοσμείτο το ωρολόγιον του κοιτώνος, αριστούργημα αραβικής τέχνης, δωρηθέν υπό του Σαρακηνού ηγεμόνος φιλοξενηθέντος εν τη μονή, όπου εύρε κατά τας κακάς γλώσσας όλας των ανακτόρων του τας απολαύσεις. Εις τον ήχον εκείνον πλήθος οφθαλμών μαύρων, κυανών, φαιών ή καστανοχρόων, αποτινάξαντες τον ύπνον ήστραψαν ως αστέρες εις το ημίφως του θαλάμου, προσηλούμενοι μετά περιεργείας επί των δύο απροσδοκήτων ξένων.

Αι μοναχαί των χρόνων εκείνων ούτε σεμνότυφοι ήσαν ούτε δειλαί, των δε ημετέρων ηρώων η όψις ουδέν το φοβερόν, απ’ εναντίας ο μεν αδελφός Φρουμέντιος ήτο εύχρους και ακμαίος ως λείριον της Ολλανδίας, ο δε Ιωάννης ως ίον λειμώνος εύχαρις και τρυφερός. Αι μονάζουσαι παρθένοι, αγαπώσαι τα άνθη ως πάντες οι φυλακισμένοι, συνωθούντο λευκαί και θορυβώδεις ως τα κύματα της θαλάσσης περί τους νέους μοναχούς, ερωτώσαι τίνες ήσαν και πως εφύτρωσαν εις τον κοιτώνά των. Αφού δε ηυχαρίστησαν την περιεργίαν των, εφρόντισαν να κορέσωσι και των ξένων των την πείναν, προσκαλούσαι αυτούς να συγκαθίσωσιν εις την τράπεζαν του δειλινού, όπου κατά πρώτον εγεύθησαν τα τέκνα εκείνα της Άρκτου του γλυκείς της μεσημβρίας καρπούς, τα σύκα και τας σταφίδας εκείνας, περί ων ηρώτα η σοφή Ιωάννα, λείχουσα τα χείλη και τους δακτύλους, αν ταύτα ήσαν ο γλυκύς του λωτού καρπός. Τρεις μήνας ανεπαύθησαν οι δύο ερασταί μεταξύ των φιλοξένων παρθένων, εις τας οποίας συνεχώρουν οι κανόνες να έχωσι παρ’ αυταίς κηπουρούς και πνευματικούς, ίνα κυβερνώσι τας ψυχάς των και ποτίζωσι τους μοναστικούς κήπους των, ως έλεγον οι καλοί χρονικογράφοι, οίτινες βεβαίως δεν εμάντευον πόσων παρεξηγήσεων και ρυπαρών λογοπαιγνίων αφορμήν έμελλε να δώση εις τους εχθρούς της θρησκείας η φράσις αύτη, ήτις χιαστού μόνον σχήματος ύλην παρέχει εις τον άκακον κάλαμόν μου. Τα πάντα εβάδιζον εν αρχή κατ’ ευχήν· αμφότεροι επάχυνον και ελησμόνουν την πατρίδα των υπό τον γλυκύν ουρανόν της Προβιγγίας, υφ’ ον λησμονούσι σήμερον και οι Χίοι την μοσχοβόλον νήσον των. Όπου καλόν, εκεί πατρίς, έλεγεν ο Ευριπίδης.6 Πανταχού φύεται του λωτού ο μελιηδής καρπός, υπό παντοίας προσφερόμενος μορφάς εις των θνητών τα ακόρεστα χείλη, ως θρόνος εις τους βασιλείς και ως καλή παρθένος εις τους εραστάς, ως χρυσός εις τους εμπόρους και ως επευφημήσεις εις τους τεχνίτας· και εις αυτάς ακόμη των βουνών τας χιονοσκεπείς κορυφάς και τας άμμους της ερήμου εβλάστανε πρότερον ο λωτός, ότε οι ερημίται εζήτουν εκεί αγιότητα και οι δούλοι ελευθερίαν, αλλά σήμερον κατήντησε φυτόν κηπαίον ως το πράσον, και διά τούτο ίσως εξώρισαν αυτόν του Ελικώνος οι ποιηταί. Ελέγομεν λοιπόν ότι οι δύο μοναχοί ευρόντες και πάλιν τας αναπαύσεις των επάχυνον και έζων ευχαριστημένοι εις την γυναικείαν μάνδραν. Αλλά μετ’ ου πολύ κατελήφθη η Ιωάννα υπό αγνώστου τινός και φοβεράς ασθενείας. Αι παρειαί αυτής καθίσταντο κοίλαι ως αι νήες των Αχαιών, οι δε οφθαλμοί θολοί και αλαμπείς ως οι αστέρες την πρωίαν· αντί τροφής έτρωγε τους όνυχάς της και αντί να κοιμάται εστέναζεν όλην την νύκτα. Ο σύντροφός της δεν έπαυεν ερωτών αυτήν τι έχει, αλλ’ αύτη διά δακρύων μόνον και γογγυσμών απεκρίνετο, οσάκις δε επλησίαζε να την ασπασθή, αντί της παρειάς έστρεφε την ράχιν, και πότε μεν την αδελφήν Μάρθαν, πότε δε την οσίαν Βαθίλδην ή άλλην τινά παρθένον έστελλεν αυτόν να φιλήση. Ο καλός Φρουμέντιος ειθισμένος να υπακούη εις πάσας της φίλης του τας προσταγάς έτρεχε να εκτελέση την παραγγελίαν, αλλ’ ότε επέστρεφε να ζητήση την αμοιβήν της προθύμου υπακοής, ύβρεις αντί ευχαριστιών και όνυχας αντί χειλέων εύρισκε παρ’ αυτήν ο δυστυχής νεανίας. Περιγράψας τα συμπτώματα περιττόν νομίζω να ονομάσω την νόσον. Η θέσις της πτωχής ηρωίδος μου ήτο τοσούτον μάλλον οικτρά, καθ’ όσον τηκομένη υπό ακοιμήτου ζηλείας δεν ηδύνατο καν ν’ αποδώση τα ίσα εις τον εραστήν, αλλ’ ήτο άοπλος υπό την ανδρικήν αυτής στολήν ως τίγρις εντός σιδηρού κλωβίου. Αι μοναχαί συνεσώρευον εικασίας επί εικασιών ως οι γίγαντες όρη επί ορέων, ζητούσαι να μαντεύσωσιν υπό τίνος αλλοκότου μανίας κατείχετο ο ξανθός και ωραίος εκείνος καλόγηρος, όστις ου μόνον απέφευγε τας θωπείας των ως οι λυσσώντες κύνες το ύδωρ, αλλά και κατά του συντρόφου του ωργίζετο, οσάκις τον έβλεπε μετ’ αυτών συνομιλούντα.

Κατά τας αρχάς του παρόντος αιώνος πάσαι αι νόσοι απεδίδοντο εις ερεθισμόν του στομάχου και υπό το όνομα γαστρίτιδος εθεραπεύοντο ανεξαιρέτως διά βδελλών υπό του αιμοβόρους Βρουσσαίου, κατά δε τον ένατον αιώνα πάντα τα τε ψυχικά και σωματικά πάθη απεδίδοντο εις την ενοίκησιν των δαιμόνων, καθ’ ων μόνον φάρμακον υπήρχον οι εξορκισμοί και τα λείψανα των αγίων. Η θεολογία και ιατρική, εκ των οποίων περιμένομεν της ψυχής και του σώματος ημών την σωτηρία, είναι αι μόναι επιστήμαι αι υποκείμεναι, ως τα ενδύματα, εις τον συρμόν. Όσα οι πρόγονοι ημών επίστευον, ονομάζομεν σήμερον μυθολογίαν, και αυτοί δε οι ιατροκουρείς εμπαίζουσι του Γαληνού και Παρακήλσου τας συνταγάς. Κύριος οίδε τι και οι απόγονοι ημών θέλουσι λέγει, αναγινώσκοντες τα περί Χρωμιδρώσεως7 υπομνήματα της ιατρικής ακαδημίας των Παρισίων ή το περί ασπίλου συλλήψεως της Αγ. Άννης δίπλωμα του πάπα Πίου, τι δε και περί θαυμάτων της Πεψίνης και της εν Τήνω θαυματουργού εικόνος; Μοναχικού συμβουλίου γενομένου, απεφασίσθη να σταλή προς ίασιν ο αδελφός Ιωάννης εις το εν Αγία Βώμη σπήλαιον της Αγ. Μαγδαληνής, όπου είχε βλαστήσει δένδρον, του οποίου η οσμή εδίωκε τότε τους δαίμονας και εθεράπευε τους τυφλούς, ως ο καπνός των ιχθύων κατά τους χρόνους του Τωβίτ.8 Ο καλός Φρουμέντιος αναβιβάσας επί του πιστού υποζυγίου την δαιμονιζομένην φίλην του διευθύνθη μετά βαρυθυμίας προς το άγιον σπήλαιον, στρέφων πολλάκις την κεφαλήν προς τα οπίσω και καταρώμενος τους ευνούχους και τους δαίμονας, οίτινες εξώθουν αυτόν εις νέας καθ’ εκάστην παραλίας, ως η αρά του Ιησού τον Ιουδαίον σανδαλοποιόν. Η ζηλεία, όταν δεν ήναι νόσος ιδιοπαθής ή συνταγματική,9 ως η θεσιθηρία εν Ελλάδι, είναι μεν πάντοτε κακή και οχληρά ασθένεια, αλλ’ έχει και το καλόν ότι ευθύς παύει, άμα εκλείψωσι τα υποθάλποντα αυτήν αίτια, ως η ναυτία των θαλασσοπλόων, άμα σταματήση το πλοίον. Ούτως ησύχασε και ο βασανίζων την ημετέραν ηρωίδα κακότροπος δαίμων, άμα η παρουσία των αντιζήλων της έπαυσε ν’ ακονίζη τους όνυχας και τους οδόντας του. Πριν φθάσωμεν εις το ήμισυ του δρόμου, είχεν ήδη αναλάβει η Ιωάννα την όρεξιν και την ευθυμίαν της, ώστε ολίγον έμενε να πράξη προς εντελή αυτής ίασιν η αγία. Αφιχθέντες μετά τριήμερον πορείαν εις τους πρόποδας του όρους, επί της κορυφής του οποίου ηνοίγετο το σπήλαιον, ήρξαντο οι μοναχοί ν’ αναβαίνωσιν επιπόνως την απότομον ανωφέρειαν, ακολουθούμενοι υπό του όνου των, όστις νηστεύων και τρέχων από της προτεραίας έσειε μελαγχολικώς την κεφαλήν του, ως ει εβαρύνετο την αθλίαν του ζωήν. Οι πρώτοι γονείς του δυστυχούς τούτου ζώου έφαγον ίσως κακείνοι στάχεις τινάς απηγορευμένης κριθής είς τινα γωνίαν του Παραδείσου, οι δε απόγονοι αυτών αποτίουσιν ως και ημείς του προγονικού αμαρτήματος τον φόρον. Μετά δίωρον ανάβασιν επάτησαν τέλος πάντων οι τρεις προσκυνηταί επί δενδροφύτου οροπεδίου, όπου η ξανθή θυγάτηρ της Γεννησαρέθ έκλαυσεν επί τριάκοντα έτη τας αμαρτίας της. Εν μέσω του σπηλαίου τούτου εφαίνετο λάκκος σκαφείς εις τον βράχον υπό των δακρύων της αγίας, άτινα μετεμορφούντο καταπίπτοντα εις μαργαρίτας, ους διένεμεν η ερημίτις εις τους πτωχούς· εγγύς δε του λάκκου τούτου ανεπαύετο το σώμα αυτής, εναποτεθέν εκεί υπό των Aγίων Λαζάρου, Τροφίμου και Μαξιμίνου, ελθόντων κακείνων εις Γαλλίαν, όπου κατέφυγον τότε οι προγεγραμμένοι μαθηταί του Ιησού, ως σήμερον οι οπαδοί του Μαζίνη εις την μεγάλην Βρεταννίαν. Εύοσμον και αειθαλές δενδρύλλιον εσκίαζε τον τάφον, σημαίνον εις τους προσκυνητάς πού έπρεπε να γονατίσωσι. Προ αυτού κλίναντες το γόνυ οι ερασταί ήρξαντο ταπεινή τη φωνή και τη καρδία να ψάλλωσι το τροπάριον της αγνισθείσης εκείνης εταίρας, της οποίας τα αμαρτήματα κατέστησαν πλείονας γυναίκας αμαρτωλάς παρ’ όσας η μετάνοια της αγίας. Πάντες φιλοτιμούμεθα να ομοιάσωμεν κατά τι τους μεγάλους άνδρας, μιμούμενοι τα ελαττώματα αυτών, οσάκις αδυνατούμεν να μιμηθώμεν τας αρετάς. Πολλοί έγιναν μέθυσοι, ίνα έχωσί τι κοινόν μετά του Αλεξάνδρου, οι δε αυλικοί του μεγάλου Λουδοβίκου αφήρουν τους οδόντας των, ίνα ομοιάσωσι τω μονάρχη. Αλλά της ωραίας Μαγδαληνής τα παραπτώματα και η αγιότης μυριάκις πλείονας είλκυσαν μιμητάς. Αι ολίγαι απομείνασαι καλαί χριστιαναί ταύτην έχουσιν είδωλον και πρότυπον της ζωής των, δάκνουσαι τον απηγορευμένον καρπόν, ενόσω έχουσιν αληθείς οδόντας, και έπειτα προσφέρουσαι τω Θεώ τας ρυτίδας και τας φενάκας των ως αντίτιμον του Παραδείσου. Ενώ επεκαλούντο οι δύο προσκυνηταί τας χάριτας της αγίας, ο όνος, όστις είχεν ακολουθήσει αυτούς εις το σπήλαιον, ζητών άσυλον κατά του ηλίου, ωσφραίνετο το επί του αγίου τάφου δενδρύλλιον μετ’ αυξούσης επιθυμίας. Το δυστυχές ζώον προ πολλού είχε γευθή χλωράς τροφής, αλλά λαβόν μοναστηριακήν ανατροφήν εγνώριζε να σέβηται τα άγια, δεινή δε συνεκροτείτο εν τη καρδία του πάλη μεταξύ πείνης και ευσεβείας. Οι οφθαλμοί αυτού υγραίνοντο, οι ρώθωνες διεστέλλοντο, ήνοιγε και πάλιν έκλειε το στόμα, λείχων ελαφρώς τα εύοσμα εκείνα φύλλα διά του άκρου της γλώσσης ως εραστής τας χείρας της κοιμωμένης φίλης του, φοβούμενος μην την εξυπνίση. Αλλά τελευταίον παντός άλλου αισθήματος υπερίσχυσεν η πείνα· κλίνας τα μακρά αυτού ώτα κατά την συνήθειαν των ομοίων του, οσάκις ετοιμάζονται να πράξωσιν ανοησίαν, τόσω σφοδρώς έσεισε διά των οδόντων το θαυματουργόν εκείνο δενδρύλλιον, ώστε εκριζωθέν έμεινεν εις το βέβηλον αυτού στόμα ανηρτημένον. Οι ερασταί βλέποντες αναρπαζόμενον τον βωμόν, προ του οποίου προσηύχοντο, ηγέρθησαν μετά φρίκης προσηλούντες έντρομα βλέμματα επί του ιεροσύλου υποζυγίου και έτι εντρομώτερα εις το άφθονον αίμα, το οποίον απέσταζεν εκ της ρίζης του φυτού, ενώ εκ της ανοιχθείσης οπής ηκούοντο στεναγμοί γοεροί ως οι του Πολυδώρου, ότε απέσπα ο Αινείας τα εκ του σώματος αυτού βλαστήσαντα βέλη, εν μέσω δε αυτών αντήχησε πένθιμος γυναικεία φωνή, τοιαύτα εις το λαίμαργον ζώον καταρωμένη «Εκ της καρδίας μου και ουχί εξ αναισθήτου κορμού ρέει το αίμα τούτο. Επικατάρατος συ ο σπαράξας αυτήν· θέλεις κύπτει υπό βαρύ φορτίον και τρώγει ξύλον πάσας τας ημέρας της ζωής σου». Από της ημέρας εκείνης υπόκεινται οι όνοι εις διπλήν ως οι Ιουδαίοι αράν. Αμφότεροι διεσπαρμένοι ανά πάσαν την γην, υβριζόμενοι, ραπιζόμενοι και περιφρονούμενοι πληρόνουσι πλήν του επιβαρύνας παντός ημάς προγονικού και δευτέρου αμαρτήματος την δίκην, οι μεν της θεοκτονίας, οι δε της ιεροσύλου λαιμαργίας. Ο δε παραίτιος της δευτέρας ταύτης πτώσεως όνος, δυστυχέστερος γενόμενος και αυτού του Αδάμ, ουδέ να χωνεύση επρόφθασε τον απηγορευμένον καρπόν, αλλά καταληφθείς υπό φοβερών σπασμών απέδωκε ευθύς το πνεύμα ως ο Οζάς παρά την κιβωτόν του Υψίστου. Έκτοτε δε οι τυφλοί, χωλοί, δαιμονιζόμενοι και παραλυτικοί της Προβιγγίας, όσοι εθεραπεύοντο πρότερον υπό του δένδρου της Μαγδαληνής, προσέρχονται κατ’ έτος εις το μέρος, όπου κείνται τα άταφα οστά του αφανίσαντος το θαυματουργόν αυτών φάρμακον, και εκεί μυρίας σωρεύουσι κατά της μνήμης του κατάρας και μυρίας επί της ράχεως των απογόνων του πληγάς.

Οι δύο προσκυνηταί, των οποίων αι τρίχες ήσαν ορθαί υπό της φρίκης, οι δε οδόντες συνεκρούοντο ως κροτάλια Iσπανής χορευτρίας, κατεκυλίσθησαν εκ του όρους ορμητικοί ως νιφοστιβάδες των Πυρηναίων, ουδ’ εσταμάτησαν, μέχρις ου διέκριναν μακρόθεν τα γλαυκά ύδατα της Μεσογείου. Αναπαυθέντες τότε επί τινας ώρας υπό την σκιάν φηγού εβάδισαν και πάλιν δι’ όλης της νυκτός, το δε πρωί εισήλθον εις Τουλώνα, εναύλους έτι έχοντες εις τα ώτα της Μαγδαληνής την ονοκτόνον αράν και του δυστυχούς υποζυγίου των τους επιθανατίους ογκηθμούς. Ο λιμήν της Τουλώνος ήτο έρημος πλην μόνης ενετικής τινός τριήρεως, ήτις μετακομίσασα εξ Αλεξανδρείας εις Ενετίαν το σώμα και το ιδιόχειρον Ευαγγέλιον του Αγ. Μάρκου, έπλευσεν έπειτα εις τας ακτάς της Προβιγγίας προς αγοράν ανδραπόδων, μελλόντων ν’ ανταλλαγώσιν εις τους λιμένας της Ανατολής αντί λιβάνου, βάμβακος και αγίων λειψάνων. Οι χρόνοι εκείνοι ήσαν ο χρυσούς της σωματεμπορίας αιών. Ενετοί, Αμαλφίται, Πισανοί και Γενουήνσιοι περιέτρεχον ως καρχαρίαι την Μεσόγειον, αμιλλώμενοι τις προ τίνος περισσοτέρους ν’ αγοράση ανθρώπους παρά των οπλαρχηγών και ληστών, οίτινες μετά τον θάνατον του Καρόλου ελυμαίνοντο την Γαλατίαν και Ιταλίαν, μετερχόμενοι το επάγγελμά των ελευθέρως και ανενοχλήτως ως σήμερον εν Αττική. Αλλ’ εκείνοι τουλάχιστον αντί να ληστεύωσι και τους συγγενείς ακόμη, ζητούντες λύτρα, ήναπτον πυράν παρά την όχθην της θαλάσσης, ίνα ειδοποιήσωσι τους παραπλέοντας αγοραστάς, εις ους επώλουν αυθημερόν τον αιχμάλωτον, ωφελούντες μάλλον αντί να βλάπτωσι του κληρονόμους. Οι ιερείς ανεθεμάτιζον μεν ενίοτε τους μετερχομένους το τοιούτον εμπόριον, αλλά και εδέχοντο παρ’ αυτών χρυσοκεντήτους στολάς, πολύτιμα αρώματα, λιθοστολίστους σταυρούς και άλλα της βιομηχανίας των προϊόντα, ως καταφέρονται και σήμερον οι Άγγλοι μαυρόφιλοι κατά της δουλείας, αναμιγνύοντες εις το τέιον αυτών σάκχαριν και ρώμι, τον ιδρώτα και το αίμα των μαύρων. Κακαί δε τινες γλώσσαι διεθρύλουν μάλιστα ότι πολλοί των αξιωματικών της παπικής αυλής, εν οις και ο μέγας κηριμονάριος, ήτοι αυλάρχης, συνέδεον μυστικάς μετά των αρχιληστών σχέσεις, συντεινούσας εις πλουτισμόν και διακόσμησιν της Εκκλησίας. Το πλοίον ήτο έτοιμον προς απόπλουν, εις δε την παραλίαν ευρίσκετο προσδεμένον ακάτιον, αναμένον την επιστροφήν του πλοιάρχου, πορευθέντος εις αντάμωσιν του ανταποκριτού αυτού Ιουδαίου, ίνα συμπληρώση το φορτίον. Μετ’ ου πολύ εφάνη ο τίμιος ούτος θαλασσινός ακολουθούμενος υπό οκτώ ναυτών, κρατούντων μάστιγα εν τη δεξιά, διά δε της αριστεράς σχοινίον, εις του οποίου την άκραν ήσαν δεδεμένοι ανά δύο ως τρυγόνες εις την αγοράν οι νεωστί αγορασθέντες δούλοι δεκαέξ τον αριθμόν, εννέα άνθρωποι και επτά γυναίκες· είπον δε άνθρωποι και ουχί άνδρες, διότι κατ’ εκείνην την εποχήν ημφισβητείτο ακόμη αν ανήκουσιν εις το ανθρώπινον γένος αι γυναίκες, οι δε αρνούμενοι αυταίς την ανθρωπότητα επρότεινον τους τραγικούς αυτών έρωτας εν Αιγύπτω και τους ιππικούς εν Θεσσαλία, την γνώμην του Αριστοτέλους, την κακίαν των, την θυγατέρα του Αριστοξένου, ήτις είχε πόδας όνου, και το εδάφιον του Τωβίτ. Ο πλοίαρχος ήτο Ραγουζαίος, αλιεύς και ειδωλολάτρης κατά την νεότητά του, όστις μυηθείς της πίστεως τα μυστήρια ηθέλησε να μιμηθή τον Απόστολον, γενόμενος ως εκείνος αλιεύς ανθρώπων, ους ηγγίστρονε και επώλει ως πρότερον τους ιχθύας. Παρατηρήσας τους δύο εραστάς, οίτινες περιεσφιγμένοι εις τα ράσα των εκάθηντο μελαγχολικοί ως ναυαγοί επί των βαθμίδων της αποβάθρας, εσκέφθη ότι καλόν ήθελεν είναι να παραλάβη επί του πλοίου τους δύο εκείνους οπαδούς του Αγ. Βενεδίκτου, ίνα βοηθώσι τον δήμιον εις την διατήρησιν της ευταξίας μεταξύ των δεσμίων, απειλούντες εις τους μεμψιμοιρούντας τας φλόγας της Κολάσεως ως εκείνος την αγχόνην. Ο πολύπειρος εκείνος ναύτης ήτο συγχρόνως και βαθύς πολιτικός, εννοήσας, ως οι τότε βασιλείς, ότι διά μόνον των ιερέων και δημίων καθίστανται οι άνθρωποι ευάγωγος αγέλη, προσφέρουσα ευπειθή ράχιν εις την κουράν.

Οι δυστυχείς νεανίσκοι γευθέντες πασών των πικριών, όσαι επί της ξηράς βλαστάνουσιν, εδέχθησαν προθύμως του ανδροκαπήλου τας προτάσεις, ελπίζοντες να εύρωσι τέλος ανάπαυσιν μεταξύ των κυμάτων ως ο Νώε εν τη Κιβωτώ, εις ην ουδέν πονηρόν επετράπη να εισέλθη πλην μόνων των τίγρεων, όφεων, σκορπίων και των φθειρών, όσαι ευρέθησαν εις του Πατριάρχου την γενειάδα. Εν τούτοις αι κώπαι έσχιζον το κύμα και μετ’ ου πολύ ναύται, ανδράποδα, πλοίαρχοι και μοναχοί επάτουν τας σανίδας του Αγ. Πορκαρίου, διότι τοιούτον έφερεν όνομα το ευσεβές εκείνο σκάφος. Οι ερασταί εκάθισαν επί σωρού σχοινίων παρά την πρώραν θεωρούντες τα φεύγοντα παράλια της χλοεράς Προβιγγίας. Η ζηλεία είχεν αναζωπυρήσει τον έρωτα της Ιωάννας, αι δε ιδιοτροπίαι αυτής τον του Φρουμεντίου· ώστε συνεσφίγγοντο προς αλλήλους, απολαύοντες των ηδονών της συμφιλιώσεως και μυρία πλάττοντες σχέδια περί του μέλλοντος βίου. Το πλοίον έμελλε να πλεύση εις Αλεξάνδρειαν, αλλ’ εκείνοι εσκόπουν ν’ αποβώσιν εις Αθήνας και εκεί μεταξύ των στηλών του Παρθενώνος και των δαφνών του Ιλισσού να πλέξωσι την νέαν φωλεάν των. Ο θετός πατήρ της Ιωάννας καταγόμενος, ως είπομεν, εξ Ελλήνων είχε διδάξει της συζύγου του την θυγατέρα των προγόνων αυτού την γλώσσαν και ιστορίαν, ώστε οι μικροί πόδες της ημετέρας ηρωίδος ανεσκίρτων υπό της χαράς, μέλλοντες μετ’ ολίγον να πατήσωσι το χώμα, όπερ εκάλυπτε του Περικλέους και της Ασπασίας την κόνιν, το δε υποτιθέμενον αυτής ελληνικόν αίμα ανέβραζεν εις τα φλέβας της ως το ύδωρ του Ιορδάνου, ότε εβυθίσθη εν αυτώ το σώμα του Σωτήρος. Εν τούτοις το πλοίον παρέπλεεν ήδη τας μοσχοβόλους ακτάς της Αγ. Μαργαρίτας. Η ημέρα ήτο υπόθερμος, ο ήλιος έλαμπεν όπισθεν νεφών γαλακτοχρόων, ως το πρόσωπον νέας Τουρκίσσης υπό τας πτυχάς του γιασμακίου, η θάλασσα εκοιμάτο ως επίσκοπος μετά το γεύμα και λευκοί γερανοί εταξείδευον κακείνοι εις τον ουρανόν. Ουδέν γλυκύτερον, όταν ο καιρός είναι τοιούτος, ή να ευρίσκεταί τις επί του καταστρώματος ωκυπόρου νηός, περιμένων μετά το πρόγευμα του γεύματος την ώραν, στηρίζων την κεφαλήν επί των γονάτων της ερωμένης του και μετ’ εκείνης θαυμάζων του ουρανού, της γης και των υδάτων τας καλλονάς. Ο στόμαχος και η καρδία πρέπει να ήναι ευχαριστημένα, ίνα ηδυνώμεθα θαυμάζοντες την φύσιν· άλλως ο ήλιος φαίνεται ημίν, εμοί τουλάχιστον, μηχανή προς ωρίμανσιν των πεπόνων, η σελήνη φανάριον των κλεπτών, τα δένδρα καύσιμος ύλη, η θάλασσα αλμυρόν ρευστόν και η ζωή ανούσιος ως νερόβραστος κολοκύνθη. Μετά τριήμερον πλούν προσωρμίσθη το πλοίον εις τον λιμένα της Αλερίας, πρωτευούσης της νήσου Κύρνου, όπου απέβη το πλήρωμα, ίνα υδρεύση, συναπέβησαν δε και οι μοναχοί, ίνα πορευθώσιν εις προσκύνησιν των εν τη νήσω πανσέπτων και καθ’ όλην την οικουμένην ονομαστών λειψάνων· καθότι εκεί φυλάτετται η ράβδος του Μωϋσέως, βώλοί τινες της γης, δι’ ης επλάσθη ο Αδάμ, η πλευρά του αποστόλου Βαρνάβα, φιάλη περιέχουσα σταγόνας τινάς γάλακτος της Θεοτόκου, τεμάχιον πανίου υπό των αγίων αυτής χειρών εξυφασμένον και άλλαι τινές ουχ ήττον ιεραί και πρωτότυποι αρχαιότητες, τας οποίας έτι και σήμερον δύναται να προσκυνήση ο ευσεβής περιηγητής. Την επιούσαν, πνεύσαντος σφοδρότερον του ανέμου, υπερέβησαν την νήσον Σαρδώ, την κατά τους ποιητάς περίφημον διά τους τυρούς της και την απιστίαν των κατοίκων, την δε τρίτην ημέραν καταπεσόντος αυτού… Αλλ’ εγώ μέτριος ων κολυμβητής δεν δύναμαι να παρακολουθήσω τα ίχνη του φέροντος την ηρωίδα μου πλοίου ως το βήμα του μακαρίτου όνου της. Άλλως δε αι ναυτικαί περιγραφαί, τα κύματα, τα σχοινία, η πίσσα και τα ναυάγια, κατήντησαν τετριμμέναι ως τα υποδήματα γραμματοκομιστού, προξενούσαι ναυτίαν εις τον αναγνώστην, ως η κίνησις του πλοίου εις τον θαλασσοπόρον, εκτός μόνον αν παρεισαχθώσι χαρίεντά τινα επεισόδια πείνης ή ανθρωποφαγίας. Διό παραπέμποντες τους ορεγομένους προς τιμωρίαν των εις τας γαλακτώδεις περιγραφάς του Π. Σούτσου, εν αις ουδ’ η ελαχίστη ποιητική πνοή ταράσσει τον

σιγαλόν αιγιαλόν, γελώντα γάλα όλον,

θέλομεν πληροφορήσει τους λοιπούς αναγνώστας, ότι οι ημέτεροι ήρωες χασμηθέντες, εμέσαντες, βαυκαληθέντες υπό των κυμάτων και όσα άλλα εις τους ταξιδεύοντας συμβαίνουσι παθόντες, έφθασαν ευτυχώς μετά δίμηνον πλουν εις Κόρινθον, κακεί αποβάντες διηυθύνθησαν διά Μεγάρων εις Αθήνας υπό την οδηγίαν νέου τινός Έλληνος δούλου ονόματι Θεωνά, φιλοδωρηθέντος αυτοίς υπό του πλοιάρχου. Ο ήλιος ανέτελλεν όπισθεν του Υμηττού στιλπνός και ανέφελος ως ο ωριμάσας τα μήλα της Εδέμ, ότε οι τρεις οδοιπόροι παραμείψαντες το Ποικίλον εισήλθον εις την πόλιν του Αδριανού. Πλήθος Αθηναίων συνέρρεον πανταχόθεν εις τας εκκλησίας, ίνα πανηγυρίσωσι την «Κυριακήν της Ορθοδοξίας» ήτοι της αναστηλώσεως των αγίων εικόνων· υπό τούτων φερόμενοι εισήλθον οι τρεις οδοιπόροι εις το Θησείον, όπερ ήτο χριστιανική εκκλησία, αφιερωμένη τω Αγ. Γεωργίω. Ο χριστιανισμός κατέπνιξε την ειδωλολατρείαν και εν τούτοις το άκακον τούτο θύμα κατέστησε τον φονέα του γενικόν κληρονόμον, κληροδοτήσαν αυτώ τους ναούς, τας τελετάς, τα θυσίας, τους μάντεις, τους ιερείς και τους ονειροκρίτας. Ταύτα πάντα παραλαβόντες οι χριστιανοί μετεσχημάτισαν οπωσούν προς χρήσιν των, ως οι λογοκλόποι τας ξένας ιδέας, ονομάσαντες εκκλησίας τους ναούς, τους βωμούς θυσιαστήρια, τας πομπάς λιτανείας και τους θεούς Αγίους. Άγ. Νικόλαον τον Ποσειδώνα, τον Πάνα Άγ. Δημήτριον και Απόλλωνα τον Άγ. Ηλίαν· αλλ’ εις τούτους προσήρτησαν οι ιερείς, ίνα τους καταστήσωσι σεβαστοτέρους, και μακριάν γενειάδα, ως αι προαγωγοί της Ρώμης ξανθήν φενάκην εις τας υποτρόφους των, ίνα ελκύωσι πλείονας πελάτας. Αλλ’ επανέλθωμεν εις Αθήνας. Μετά τον θάνατον του μιαρού Θεοφίλου, όστις έκοπτε τας χείρας των ζωγράφων και ήλειφε δι’ ασβέστου τας αγίας εικόνας, ως αι τροφοί τους μαστούς των δι’ αλόης, ίνα αηδιάζωσιν αυτούς τα θηλάζοντα βρέφη, οι δυστυχείς ανατολίται στερούμενοι από ένδεκα ήδη ετών τας εικόνας ησθάνοντο εκ της μακράς εκείνης στερήσεως τον προς αυτάς πόθον διπλασιασθέντα. Πανταχόθεν κατέβαινον εκ των ορέων οι υπό του τυράννου προγραφέντες ορθόδοξοι μοναχοί και ζωγράφοι· κατά τινας μάλιστα αγιογράφους, ου μόνον οι ζώντες συνέρρεον αθρόοι εις τας εκκλησίας, αλλά και πολλοί των νεκρών μαρτύρων ηγέρθησαν εκ των μνημείων, ίνα παρευρεθώσιν εις την χαρμόσυνον εκείνην τελεττήν, καθ’ ην ωμίλουν οι εικόνες και εσκίρτων οι άνθρακες υπό της χαράς εν τοις θυμιατηρίοις. Αλλά και αυτοί οι αγριώτατοι των εικονοκλαστών μετετράπησαν αίφνης εις θερμούς εικονολάτρας, άμα τον θεομίσητον Θεόφιλον διεδέχθη η θεοδώρητος Θεοδώρα10. Οι γονείς εκόλλων τας τρίχας των τέκνων των εις τα εικονίσματα, οι μοναχοί προσέφερον αυτοίς την κόμην των θυσίαν, αι δε γυναίκες αποξέουσαι τα βαφάς των εικόνων ως αι πρόγονοι αυτών τον φαλλόν του Πριάπου ανεμίγνυον αυτάς ως εκείναι εις το ύδωρ και έπινον· και αυτοί δε οι ιερείς ετόλμησαν πολλάκις διά τοιούτων βαφών να νοθεύσωσι τον ιερόν οίνον της μετουσιώσεως. Εις δε τας Αθήνας, την κλασικήν ταύτην καθέδραν των ειδώλων, τοιούτος κατήντησεν ο ζήλος των πιστών, ώστε ο επίσκοπος ηναγκάσθη να σκεπάση δι’ υέλων τας εικόνας, ίνα μη εξαλείφωνται εκ των πολλών φιλημάτων, καταντώσαι μετ’ ολίγας ημέρας ωχραί και αφανείς, ως η επί του ρινομάκτρου της Προυνίκης εικών του Σωτήρος. Κατά τους νομικούς εκάστη κατάχρησις γεννά νέον τινά νόμον, εν δε τη Εκκλησία του Χριστού ορθόδοξον δόγμα γεννάται εξ εκάστης αιρέσεως. Η παραφορά των Εικονομάχων εγέννησε την Εικονολατρείαν, ο Υιός κατέστη Ομοούσιος τω Πατρί εις πείσμα των Αρειανών, η Παναγία ωνομάσθη Θεοτόκος προς αναίρεσιν των βλασφημιών του Νεστορίου, ο δε Πάπας Πίος ο θ΄, ίνα τιμωρήση τους περί της αχράντου συλλήψεως της Θετόκου ασεβείς δισταγμούς των ολιγοπίστων υπηκόων του, επέβαλεν αυτοίς ως άρθρον πίστεως και της μητρός αυτής της θεοπρομήτορος Άννης την αμόλυντον εγκυμοσύνην. Τις οίδε ποία νέα καλά θέλουσι βλαστήσει και εκ της βλασφήμου βίβλου του Ρενάν, ήτις κατά τον πανοσιώτατον αββάν Κρελιέρον «πολύ ήδη ωφέλησε την θρησκείαν, δούσα αφορμήν» εις αυτόν και τους συντρόφους του ν’ αποδείξωσι «φαεινήν» την Αλήθειαν ως το φως του «ηλίου». Οι ερασταί εισελθόντες μετά του υπηρέτου εις το Θησείον μόλις ηδυνήθησαν να τοποθετηθώσιν εις στενόχωρόν τινα γωνίαν του πλήθοντος ναού. Κατ’ εκείνην την πρωϊαν ελειτούργει αυτός ο επίσκοπος Αθηνών Νικήτας, στίλβων ως νεόκοπον φλωρίον υπό την κατάχρυσον αυτού ενδυμασίαν. Τα δύο ταύτα τέκνα της Άρκτου εθαύμαζον την πολυτέλειαν του θεράποντος του Θεού εκείνου, όστις εδίδασκε την πτωχείαν, υποσχόμενος αντ’ αυτής μετά θάνατον εις τους πιστούς παράδεισον εστρωμένον διά χρυσίου, σαπφείρων, σμαράγδων και αμεθύστων. Αλλ’ οι τότε αρχιερείς επροτίμων ήδη το σήμερον ωόν μάλλον της αύριον όρνιθος, αφίνοντες εις τους διαδόχους των κυνικών ασκητάς τα εσχισμένα ράσα, τους φθείρας και τους σμαράγδους του Παραδείσου, εκείνοι δε ιερουργούντες κατάχρυσοι εντός των αυτών εκείνων ναών, όπου κατά Πλούταρχον ουδείς ειδωλολάτρης ετόλμα να εισέλθη φέρων χρυσίον. Εν τούτοις ο Θεωνάς, όστις είχε χρηματίσει κανδηλάπτης, έκυπτε προς το ωτίον της Ιωάννας εξηγών αυτή της παρ’ ημίν λειτουργίας τας τελετάς· ότι δηλ. ποιούσιν οι Aνατολίται το σημείον του Σταυρού διά των τριών δακτύλων, δηλούντων την Αγ. Τριάδα, φέρουσι δε πρώτον αυτούς προς το μέτωπον εις ανάμνησιν της εν τω ουρανώ οικούσης Θεότητος, είτα δε προς την κοιλίαν, ίνα δηλώσωσιν ότι οι Ιησούς κατέβη εις Άδην, προς το δεξιόν ώμον, διότι εκ δεξιών του Πατρός εκάθισεν ο Υιός, και τέλος προς αριστεράν, ίνα απομακρύνωσιν από της καρδίας των τον Σατανάν.

Μετά ταύτα εξήγησεν αυτή το όνομα και την χρήσιν εκάστου μέρους της ιεράς πανοπλίας του λειτουργούντος, της ζώνης, «ήτις ζώννυσιν αυτόν ισχύι», του επιγονατίου, όπερ είναι ως ρομφαία επί τον μηρόν του11, του φελονίου, του οποίου τα τρίγωνα σημαίνουσιν τον Ιησούν Χριστόν, τον ακρογωνιαίον της Εκκλησίας λίθον, και της λόγχης, ην ενέπηγε πλαγίως ο ιερεύς εις τον άρτον της προθέσεως εις ανάμνησιν της βυθισθείσης υπό του Ρωμαίου στρατιώτου εις την πλευράν του Σωτήρος. Ενώ έλεγε ταύτα ο Θεωνάς, ο λειτουργών έκοπτε και δεύτερον άρτον, ον μετέβαλλεν εις «σώμα της Παρθένου», της οποίας την πραγματικήν παρουσίαν εν τοις μυστηρίοις επίστευον οι τότε ανατολίται, αφού μάλιστα ημέραν τινά, ενώ εξεφώνει ο ιερεύς το «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου», μετεμορφώθη αίφνης ο άρτος της προθέσεων εις ορατήν Παρθένον, κρατούσαν τον Υιόν εις τας αγκάλας. Οι δε λοιποί άρτοι καθιερώθησαν εις τον Άγ. Ιωάννην τον Βαπτιστήν, τους προφήτας, τους μάρτυρας και τους άλλους αγίους· μετά τούτους εγένετο μνεία και των ζώντων ήτοι του αρχιεπισκόπου, των ιερέων, των ευεργετών της Εκκλησίας και άλλων· αφού δε πάντες έλαβον την ανήκουσαν μερίδα του θυμιάματος, ως πρότερον εν τω αυτώ ναώ κατά την εορτήν του Θησέως, εθυμίασεν ο Διάκονος την Aγίαν Τράπεζαν και τον Αστερίσκον, μετά δε ταύτα εψάλη το «εκ βαθέων» και έπειτα... Αλλά περιττόν νομίζω, αναγνώστα, να ακροασθώμεν μέχρι τέλους την λειτουργίαν, ήτις άλλως ήτο ως και σήμερον βυζαντινή, και τοιαύτη κατά του Καθολικούς θέλει διαμένει προς τιμωρίαν του σχίσματος εις άπαντας τους αιώνας, ανεπίδεκτος εκπολιτίσεως και προσκολλημένη εις τους τύπους του μεσαιώνος, ως το οστρείδιον εις τον βράχον. Οι δε Γερμανοί εθαύμαζον το μήκος της ατελευτήτου εκείνης ιερουργίας, ήτις ήτο επιτομή της επιτομής της Συνάξεως του Αγ. Ιακώβου, αλλά και οι απόγονοι του Περικλέους εθεώρουν μετ’ απορίας τους δύο εκείνους ξένους, ως ο φυσικοϊστορικός περίεργόν τι του ζωϊκού βασιλείου προϊόν, μη δυνάμενοι να συμβιβάσωσι το ράσον των μετά του αγενείου προσώπου και της βραχείας κόμης. Άμα δε ετελείωσεν η τελετή και έλαβεν έκαστος το αντίδωρον, εσχηματίσθη περί τα δύο τέκνα της Δύσεως πολυκέφαλος κύκλος περιέργων, εξεταζόντων αυτούς από κορυφής μέχρι των ποδών και πάντων ερωτώντων, πόθεν ήσαν και πώς μοναχοί όντες δεν ησχύνοντο να κόπτωσι τα γένειά των και, το αποτροπαιότατον, να φορώσιν εσώβρακον, όπερ εθεωρείτο υπό των ανατολιτών καλογήρων ως ασυγχώρητος μαλθακότης. Η Ιωάννα και ο Θεωνάς μόλις επρόφθανον αποκρινόμενοι εις τας παντοίας ταύτας ερωτήσεις, ενώ η περισφίγγουσα αυτούς ανθρωπίνη άλυσος καθίστατο τοσούτω στενή, ώστε και η αναπνοή αυτών ήρχιζε να στενοχωρήται, οι δε Φρουμέντιος, όστις ούτε ελληνικά εννόει ούτε είχε πολλήν υπομονήν, επειράτο ήδη ν’ ανοίξη δίοδον διά των γρόνθων, ότε καλή τύχη προφθάσας ο επίσκοπος ηλευθέρωσεν αυτούς, επιπλήξας το ποίμνιον διά την αδιακρισίαν του. Παραλαβών έπειτα τους δύο ξένους επί του αρχιερατικού φορείου του, βασταζομένου υπό οκτώ νεοφωτίστων Βουλγάρων, οίτινες υπηρέτουν ως ίπποι την Αυτού Μακαριότητα, μετέφερεν αυτούς εις την παρά τους πρόποδας της Ακροπόλεως επισκοπήν, όπου πολύοψον συμπόσιον είχεν ετοιμασθή προς πανηγυρισμόν της αναστηλώσεως των εικόνων. Η τράπεζα ήτο εστρωμένη εις τον κήπον υπό την πράσινον σκιάν γηραιάς πλατάνου και έκυπτεν υπό το βάρος των σταμνίων και κρεάτων, ων αι αναθυμιάσεις ανεμιγνύοντο μετά της οσμής των ανθέων. Μετ’ ου πολύ δε ήρχισαν να φθάνωσι και οι συνδαιτυμόνες. Ο πλείστοι τούτων ήσαν ορθόδοξοι καλόγηροι, καταφυγόντες εις τα σπήλαια και τα όρη επί της Εικονομαχίας, ίνα μη αναγκασθώσιν υπό του Θεοφίλου να πτύσωσιν επί των ιερών εικόνων ή να νυμφευθώσι καλογραίαν εν μέση αγορά. Οι καλοί ούτοι ερημίται είχον καταντήσει άγριοι και φοβεροί την όψιν εκ της μακράς αυτών μετά των θηρίων συνοικήσεως, εν αυτοίς δε διεκρίνοντο ο Πάτερ Βατθαίος, εκ του στόματος του οποίου εξήρχοντο σκώληκες διά την υπερβολικήν νηστείαν, ο Αθανάσιος, όστις ουδέποτε ένιψε το πρόσωπον ή τους πόδας του ουδ’ έφαγε μαγειρευμένον φαγητόν, διότι οσάκις έβλεπε το πρόσκαιρον πυρ του μαγειρείου ενθυμείτο το άσβεστον πυρ της Κολάσεως και έκλαιε, και ο Μελέτιος του οποίου το σώμα εκαλύπτετο από κεφαλής μέχρι ποδών υπό έλκους πονηρού ως του Ιώβ. Αλλ’ ο μεν Ιώβ εξέετο προς ανακούφισιν δι’ οστράκου, ο δε όσιος Μελέτιος, οσάκις έπιπτε κατά γης σκώληξ εκ των πληγών του, ελάμβανεν αυτόν και τον έθετε πάλιν εις τον τόπον του, ίνα έχη τους πόνους της σαρκός περισσοτέρους και τας αμοιβάς εις την ψυχήν του παρομοίως. Μετά τούτους προσήλθεν ο πάτερ Παφνούτιος, όστις βυθισμένος αείποτε εις ουρανίους εκστάσεις τόσω ολίγον εφρόντιζε περί των επιγείων, ώστε διψήσας έτυχε πολλάκις να πίη αντί ύδατος το έλαιον της κανδήλας του, ο όσιος Τρύφων, ουδέποτε φορέσας καθαρόν υποκάμισον, αλλά πάντοτε τα άπλυτα του ηγουμένου του, ο ερημίτης Νίκων, όστις υποπεσών εις την αμαρτίαν της σαρκός εκλείσθη προς μετάνοιαν εις νεκροταφείον, όπου έμεινε τριάκοντα έτη, κοιμώμενος όρθιος ως οι ίπποι και τρώγων μόνον τα χόρτα, άτινα εβλάστανον εκ της γης ποτιζομένης υπό των δακρύων του.

Kατόπιν τούτων ήλθον και άλλοι ορεινοί καλόγηροι, στηρίζοντες διά μακράς ράβδου το βραδύ και κλονούμενον βήμα των. Τινές τούτων ήσαν ως αρχαία αγάλματα ηκρωτηριασμένοι, πάντες δε ανεξαιρέτως ρυπαροί, φθειραλέοι και ανυπόφορον οσμήν νηστείας, αγιότητος και σκόρδων αποπνέοντες. Η ταλαίπωρος Ιωάννα ωπισθοδρόμει μετά φρίκης ενώπιον των βδελυρών εκείνων προϊόντων του ανατολικού φανατισμού, οτέ μεν την ρίνα της φράσσουσα, οτέ δε κλείουσα τους οφθαλμούς, διστάζουσα αν ήσαν εκείνοι ανθρώπινα όντα και ακουσίως αναπολούσα όσα ανέγνωσε παρά τοις αρχαίοις περί των κυνοκεφάλων και πιθηκανθρώπων ή εν τοις συναξαρίοις περί των Σατύρων, οίτινες συνέζων μετά του Αγ. Αντωνίου εις τας ερήμους της Θηβαΐδος, διαλεγόμενοι μετ’ αυτού περί θεολογίας. Αλλ’ οι δυσώδεις και σκωληκόβρωτοι εκείνοι σκελετοί, δι’ ους απόλαυσις και απώλεια, Κόλασις και καθαριότης ήσαν λέξεις συνώνυμοι, οι μοναχοί, λέγω, αναχωρηταί, ερημίται και ασκηταί εκείνοι, ων μόνη η ανάμνησις διεγείρει σήμερον τον οίκτον ή την φρίκην, είχον μεγάλην υπόληψιν επί της βασιλείας της ευσεβούς Θεοδώρας, ως οι αμαξηλάται επί Μιχαήλ του γ΄, οι πίθηκοι επί του πάπα Ιουλίου και οι φοιτηταί των Χαυτείων επί της ημετέρας μεσοβασιλείας· ο δε φιλόδοξος και αυλικός επίσκοπος Νικήτας ηναγκάζετο να περιποιήται αυτούς, ως οι παρ’ ημίν υποψήφιοι βουλευταί να δίδωσι την χείρα εις τα περικαθάρματα της αγοράς και τους κακούργους των ορέων. Πλην δε τούτων, των καλογήρων δηλ., ήσαν προσκεκλημένοι εις την τράπεζαν του επισκόπου δύο διδάσκαλοι ελληνικών γραμμάτων, είς αστρολόγος και τρεις ευνούχοι της βυζαντινής αυλής, κομίσαντες εις Αθήνας το αυτοκρατορικόν διάταγμα της αναστηλώσεως των εικόνων. Αφού πάντες ούτοι έλαβον θέσιν και απηγγέλθη το «φάγονται πένητες», κόψας ο Νικήτας τεμάχιον άρτου προσέφερεν αυτό εντός αργυρού δίσκου εις την εικόνα της Παναγίας, ήτις κατά τα συμπόσια των τότε ευσεβών χριστιανών ελάμβανε πάντοτε την πρώτην μερίδα, ως η θυγάτηρ της Ρέας12 παρά τοις αρχαίοις. Mετά ταύτα εφρόντισεν ο επίσκοπος και περί των συνδαιτυμόνων του, βυθίσας την μάχαιραν εις την κοιλίαν παχέος εριφίου, εξ ης ανοιχθείσης διεχύθη αμέσως ευφρόσυνος σκορόδων, κρομμυδίων και πράσων οσμή, δι’ ων το ζώον εκείνο ήτο μετά θαυμαστής τέχνης ωνθυλευμένον. Μετά το ερίφιον παρετέθησαν ιχθύες διά χαβιαρίου ηρτυμένοι και έπειτα πρόβατον μετά μέλιτος και κυδωνίων. Η Ιωάννα συνειθισμένη εις τα απλά και ακαρύκευτα φαγητά της τότε Γερμανίας, όπου και αυτά τα συμπόσια ήρχιζον και ετελείονον ως εν τη Ιλιάδι διά ψητών κρεάτων, εβύθιζε το περόνιον μετά δισταγμού και δυσπιστίας εις τα πολύπλοκα εκείνα προϊόντα της βυζαντινής μαγειρικής, ως οι Ευρωπαίοι περιηγηταί εις τα ύποπτα μαγειρεύματα των αθηναϊκών ξενοδοχείων· ότε δε εγεύθη τον μετά πίσσης, γύψου και ρητίνης συγκερασμένον οίνον της Αττικής, απέστρεψε μετά τρόμου τα χείλη, φοβηθείσα μη οι Αθηναίοι εκείνοι προσέφερον αυτή κώνειον, ως εις τον Σωκράτην, ή όξος μετά χολής, ως οι Εβραίοι εις τον Ιησούν. Ο γείτων της μοναχός προσέφερεν ως αποζημίωσιν έτερον ποτήριον· αλλά και τούτο προυξένησεν έτι μείζονα εις την ημετέραν Γερμανίδα αηδίαν, πλήρες ον καλογηρικού τινος ποτού, καλουμένου βαλανίου13, όπερ εφεύρε πιθανώς ο Άγ. Αντώνιος, βράσας του χοίρου του τας βαλάνους, και το οποίον σώζεται ακόμη εν τοις σχολείοις της Ελλάδος, παρατιθέμενον αντί καφέ εις τους δυστυχείς υποτρόφους. Ενί λόγω η τε Ιωάννα και ο Φρουμέντιος εκάθηντο εις την πολύοψον εκείνην τράπεζαν νήστεις και διψαλέοι, ως οι Φράγκοι πρέσβεις εις τα συμπόσια του Νικηφόρου, μέχρις ου ευσπλαγχνισθείς αυτούς ο φιλόξενος Νικήτας διέταξε να παρατεθώσιν οπταί τρυγόνες, μέλι του Υμηττού και άδολος οίνος της Χίου. Εις την θέαν του περιέχοντος το θείον εκείνο ποτόν ερυθρού σταμνίου, αι ζοφεραί όψεις των καλών ασκητών ήστραψαν υπό της χαράς ως ο Άδης, ότε κατέβη εις αυτόν ο Ιησούς, πάντες δε έτειναν μετά προθυμίας το ποτήριον εις το προφυρούν νέκταρ της πατρίδος του Ομήρου, αποδεικνύοντες ούτω ότι η ανθρωπίνη φύσις υπόκειται μεν ως και αι εγκυμονούσαι γυναίκες εις ιδιοτρόπους ορέξεις, δυναμένη ν’ αγαπήση το βαλάνιον, την ρυπαρότητα, τους χοίρους και τον ρητινίτην, αλλ’ άμα το αληθές και άδολον καλόν υπό οιανδήποτε μορφήν επιλάμψη, ευθύς στρέφεται προς εκείνο ως η μαγνήτις προς τον πόλον και οι δαιτυμόνες του Νικήτα προς το σταμνίον της Χίου. Σοφισταί μοι φαίνονται οι ισχυριζόμενοι ότι έκαστος λαός ή και άνθρωπος έχει ίδιόν τινα τύπον του καλού και ψευδής παροιμία περί ορέξεων ουδείς λόγος.14 Εκ της αυτής ζύμης είναι πεπλασμένα πάντων των απογόνων του Αδάμ τα όμματα, τα ώτα και τα χείλη· «είς άρτος και έν σώμα οι πολλοί εσμέν»15 και εις πάντας αρέσκουσιν αι παρθένοι της Κιρκασίας, οι αδάμαντες των Ινδιών, οι ίπποι των Αράβων, αι στήλαι του Παρθενώνος, αι σταφυλαί της Κωνσταντινουπόλως, οι πόδες των Ισπανίδων, ο πάγος εν ώρα θέρους, τα ιταλικά άσματα και οι οίνοι της Γαλλίας· και αυτοί δε οι μαύροι της Αφρικής προτιμώσι τας λευκάς γυναίκας μάλλον ή τας Αιθιοπίδας. Αν εις τινά των ημετέρων εκκλησιών ενεφανίζετο Παναγία τις του Ραφαήλου ή αντήχει αίφνης ιερά τις του Ροσσίνη ή Μοζάρτου μελωδία, προς ταύτας, νομίζω, ήθελον στραφή τα αληθώς ορθόδοξα όμματα και τα ώτα, άξιοι δε του ονόματος σχισματικών ήθελον είναι οι προτιμήσαντες τας βυζαντινάς μαυρογραφίαςς και ρινοφωνίας. Ο Νικήτας εκέρνα τους δαιτυμόνας του, απαγγέλλων το εδάφιον των Παροιμιών, «Πίνετε οίνον, ον εκέρασα υμίν16», οι δε μοναχοί έτεινον το ποτήριον, ψάλλοντες το του Ησαΐου «Δεύτε λάβωμεν οίνον και οινοφλυγήσωμεν μέθην17» πριν δε πίωσιν, έκλειον ευσεβώς τους οφθαλμούς κατά την ρητήν διαταγήν του Σολομώντος, απαγορεύοντος εις τους οινοπότας να θεωρώσι τον οίνον, πριν πίωσιν αυτόν,18 ως ο Μωάμεθ εις τους Τούρκους τας συζύγους των, πριν νυμφευθώσι. Το να μεθύη τις ευκόλως, σημείον ότι δεν είναι μέθυσος, ως και το να επιθυμή όσας βλέπει γυναίκας απόδειξις σωφροσύνης· των δε καλών εκείνων ασκητών αι κεφαλαί, αίτινες από τοσούτων χρόνων μόνον της προσευχής και των ουρανίων εκστάσεων την ηθικήν μέθην εγνώριζον, ήρχισαν μετ’ ολίγον να γυρίζωσιν ως η γη περί τον ήλιον. Αλλά και μεθυσμένοι όντες μόνον περί αγίων πραγμάτων ωμίλουν οι όσιοι εκείνοι ερημίται. Καθώς δε οι γέροντες αγωνισταί χαίρουσι διηγούμενοι μετά το δείπνον τας μάχας και τα τρόπαιά των, ούτω ήρχισαν κακείνοι να ανυμνώσι τα θαύματα και τας αθλήσεις των· ο μεν ότι φιλευθείς υπό πτωχού ανθρώπου, μη έχοντος άλλο να προσφέρη αυτώ πλην ολίγην φακήν, εφύτευσεν εις τα γένεια του ξενίζοντος κόκκον σίτου, ο οποίος τοσούτον επολλαπλασιάσθη, ώστε ο καλός εκείνος άνθρωπος σείων την γενειάδα εγέμισε πεντήκοντα σάκκους σίτου· ο δε διηγήθη ότι κατά διαταγήν του ηγουμένου εφύτευσεν εις τον κήπον της μονής την ποιμαντικήν αυτού ράβδον, ήτις ποτιζομένη καθ’ ημέραν δι’ ύδατος και δακρύων μετά τρεις χρόνους εβλάστησε και έδωκε τόσω πολλούς και παντοίους καρπούς, μήλα, ροδάκινα, σύκα και σταφυλάς, ώστε εξ αυτών εχορτάσθησαν όλοι οι αδελφοί του· ο δε όσιος Νίκων ιστόρησεν ότι τρωθείς την καρδίαν υπό πόθου να ίδη την ένδοξον ωραιότητα της Παναγίας, ενήστευε και προσηύχετο νηχθημερόν, μέχρις ου ευσπλαχνισθείσα αυτόν η ελεήμων Παντάνασσα ενεφανίσθη ενώπιόν του με τοσαύτην ωραιότητα και λάμψιν, ώστε θαμβωθείς έμεινε μονόφθαλμος, ήθελε δε μείνει και τυφλός, αν δεν επρόφθανε να κλείση τον ένα οφθαλμόν.

Μετά τούτους έλαβε το λόγον ο όσιος Παγκράτιος, ου η ράβδος έκαμνε τας πέτρας να βλαστάνωσι κρίνα, ο Αθηναίος ερημίτης Αιγίδιος, του οποίου η σκιά εθεράπευεν όσους επεσκίαζεν ασθενείς, ώστε οσάκις επεσκέπτετο τας οδούς των πόλεων, εμάχοντο οι πάσχοντες περί αυτής ως οι αρχαίοι περί όνου σκιάς, ο Βατθίας, τον οποίον αντί να καίωσιν εδρόσιζον αι φλόγες, ως τους Ολλανδούς το πιπέρι. Τοιαύτα και άλλα θαυμάσια διηγούντο οι καλοί ασκηταί, πίνοντες οίνον της Χίου εις υγείαν της ορθοδόξου και φιλτάτης δεσποίνης των Θεοδώρας. Και μη νομίσης, αναγνώστα, ότι εξημμένων καλογήρων οπτασίαι ή συναξαριστών ληρήματα εισί ταύτα· απ’ εναντίας, είναι θαύματα αυθεντικά και υπό της Εκκλησίας ανεγνωρισμένα, τα οποία πας ορθόδοξος χρεωστεί κατά τον κανόνα της πανσέπτου οικουμενικής εν Νικαία συνόδου να «δέχηται πίστει ολοψύχω», αν δε πειραθή ως «αδύνατα να διαβάλη ή κατά το δοκούν να παρεξηγήση, Ανάθεμα έστω!» Ενώ οι ασκηταί ωμίλουν περί θαυμάτων, ο Νικήτας διελέγετο μετά των δύο βενεδικτίνων και των βυζαντινών ευνούχων περί δογματικής. Εν πρώτοις ηρώτησε την Ιωάνναν τί εδογμάτευον οι σοφοί της Δύσεως περί της Ευχαριστίας19, αν δηλαδή πιστεύουσιν ότι ο άρτος και οίνος μεταβάλλονται τω όντι εις σώμα και αίμα του Σωτήρος ή θεωρούσιν αυτήν ως σύμβολον και εικόνα του θείου σώματος. Το ζήτημα εκείνο απησχόλει τότε τα πνεύματα ως σήμερον το Aνατολικόν, η δε Ιωάννα αγνοούσα την περί τούτου γνώμην του ξενίζοντος, απεκρίθη διπλωματικώς ότι καθώς ο ήλιος είναι εν τω ουρανώ, η δε λάμψις και θερμότης αυτού επί της γης, ούτω και το σώμα του εκ δεξιών του Πατρός καθημένου Χριστού ευρίσκεται εν τω άρτω και οίνω της μεταλήψεως. Αλλ’ η μεταφορική αύτη απάντησις δεν ηυχαρίστησε τον Νικήταν, όστις πιστεύων εις την «πραγματικήν παρουσίαν» εξήγησεν εις την Ιωάνναν ότι ο άρτος και οίνος είναι αυτό το νεκρόν σώμα του Σωτήρος, ο δε στόμαχος ημών ο τάφος αυτού, εις τον οποίον ενταφιάζεται υπό του ιερέως, αλλά μετ’ ολίγον ανίσταται εξ αυτού, ως και μετά την Σταύρωσιν ανέστη ο Ιησούς τριήμερος εκ τάφου. Μετά ταύτα ηρώτησεν αυτήν, αν οι εν τη Δύσει χριστιανοί ετίμων κακείνοι την Παναγίαν διά του επιθέτου «Θεοτόκος», η δε Ιωάννα απεκρίθη ότι ωοτόκους20 εκάλουν τας όρνιθας και ζωοτόκους21 τας γαλάς, ώστε εφοβούντο μη διά την συγγένειαν των λέξεων σκανδαλίση το Θεοτόκος τας ακοάς των πιστών και πλην τούτου μη δώση αφορμήν εις τους ειδωλολάτρας να παραβάλωσι την Θεομήτορα προς την Ρέαν, ως οι εν Αιγύπτω οπαδοί της Υπατίας. Θέλουσα έπειτα να θέση κακείνη τον επίσκοπον εις απορίαν, ηρώτησεν αυτόν διατί δεν έκοπτον οι Aνατολίται τας τρίχας της κεφαλής, παραβαίνοντες την συμβουλήν του αποστόλου Παύλου, θεωρούντος γυναικοπρεπές και άτιμον το να τρέφη ανήρ μακράν κόμην.22 Ουδέν έχων εις τούτο ν’ αντείπη ο Νικήτας23 έξεσε την κομώσαν κεφαλήν του, στρέψας και πάλιν τον λόγον περί δογμάτων, περί της «αντιδόσεως», περί της διπλής φύσεως του Ιησού μετά την ενσάρκωσιν, περί του αν ο «λόγος» ηνώθη μετά του σώματος του Σωτήρος εν τη κοιλία της Παρθένου ή μετά τον τοκετόν αυτής, και άλλων θεολογικών κόμβων, ους έλυσαν οι εν Εφέσω πατέρες διά της μαχαίρας, ως ο Μέγας Αλέξανδρος τον γόρδιον δεσμόν, ή διά λακτισμάτων, ως οι όνοι τας ερωτικάς και χορτοφαγικάς διενέξεις των24. Εν τούτοις, επελθούσης της νυκτός, οι υπηρετούντες διάκονοι έσπευσαν να φέρωσι λαμπάδας, ίνα φωτίσωσι τον συζητούντα επίσκοπον των, όπως μη γείνη επίσκοτος, ως οι επί Κοπρωνύμου καταργήσαντες τας εικόνας πατέρες. Αλλ’ οι σύνδειπνοι απαυδήσαντες ήδη εκ της αμηχάνου εκείνης συζητήσεως αφήκαν τα επιχειρήματα, ίνα λάβωσι και πάλιν τα ποτήρια. Η δε Ιωάννα ζαλισθείσα υπό του οίνου και των κραυγών των περί αυτήν καλογήρων, οίτινες εδίδασκον ήδη τα πινάκια να χορεύωσι και τα ποτήρια να πετώσιν, ηγέρθη ησύχως και εξήλθε της επισκοπής, ακολουθουμένη υπό του πιστού Φρουμεντίου. Ο κήπος εκείνος έκειτο, ως είπομεν, παρά τους πρόποδας της Ακροπόλεως, ώστε μετά βραχείαν ανάβασιν ευρέθησαν οι ερασταί επί της κορυφής του μαρμαρίνου εκείνου βράχου, περί ου οπαδός τις των «τελικών αιτίων» ήθελεν ειπεί ότι ετέθη επίτηδες εκεί, ίνα χρησιμεύση ως υπόβαθρον εις τα μνημεία του Περικλέους, ως ετοποθετήθη κατ’ αυτούς και μύτη εν μέσω του προσώπου, ίνα υποστηρίζη τα ομματοϋάλια. Ήτο η ώρα, καθ’ ην οι βρυκόλακες, οι τυμπανιτικοί, αι λάμιαι και οι άλλοι κάτοικοι του σκότους διαφεύγουσι τους σκώληκας του τάφου ή του Άδου τας πύλας, αφού δεν φρουρεί πλέον αυτάς ο τρικέφαλος Κέρβερος, και πλανώνται εις τους αγρούς, ταράττοντες τα όνειρα των προβάτων και τα φιλήματα των εραστών. Αλλ’ οι ημέτεροι μοναχοί, φέροντες ανηρτημένον περί τον τράχηλον οδόντα της Αγ. Σαβίνης, απέφυγον δι’ αυτού τας κακάς συναντήσεις, μακρόθεν δε μόνον είδον αγέλην ονοκεφάλων παγανιών, οίτινες σείοντες τα μακρά ώτα των ητένιζον ερωτικώς την σελήνην, εις το φως της οποίας εζήτουν τον περιμενόμενον Μεσσίαν. Δις δε ή τρις προσέκοψαν κατά καλογήρων κοιμωμένων επί των πλακών των Προπυλαίων, οίτινες ουδέ καν μετεκινήθησαν· καθότι οι Έλληνες είχον ήδη συνειθίσει να καταπατώνται ως σταφυλαί υπό τους πόδας των ξένων.

Η Ιωάννα άλλους ναούς δεν είχεν ιδεί πλήν μόνων των δρυϊδικών μονολίθων και τινών αμόρφων ρωμαϊκών ερειπίων, της δε πατρίδος της αι εκκλησίαι ήσαν αι πλείσται ξύλιναι και απελέκητοι, ως οι ανεγείροντες αυτάς Γερμανοί· ώστε δεν ηδύνατο να χορτάση θαυμάζουσα τας στήλας του Παρθενώνος και τας Καρυάτιδας του Ερεχθείου, περί ων ηρώτα κατασπαζόμενος τους πόδας των ο καλός Φρουμέντιος αν ήσαν άγγελοι απολιθωθέντες. Ο ναός της παρθένου Αθηνάς ανήκε τότε εις την παρθένον Μαρίαν. Αλλά κατ’ εκείνην την στιγμήν ούτε ρινόφωνοι ψαλμωδίαι ούτε λιβάνου νεκρώσιμοι αναθυμιάσεις ή κώδωνες οχληροί ήρχοντο να ταράξωσι τα θέλγητρα των αναμνήσεων· γλαύκες μόνον τινές εμφωλεύουσαι εις τα κοιλώματα της οροφής εξέπεμπον εκ διαλειμμάτων πένθιμον κραυγήν, ως ει εθρήνουν της δεσποίνης των την εξορίαν. Ο δίσκος της Εκάτης, περικυκλούμενος υπό νεφών διαφανών ως σεμνή παρθένος υπό των νυκτικών της πέπλων, έλαμπεν ακίνητος εις ύψος ακαταμέτρητον, επιχέων επί των αθανάτων εκείνων μαρμάρων λάμψιν λευκήν και αμυδράν, οίαν και επί του κοιμωμένου Αδώνιδος, ότε επεσκέπτετο αυτόν η θεά επί των ακρωρειών του Λάτμου. Αι στήλαι του Ολυμπιείου, το ρεύμα του Ιλισσού, τα γλαυκά κύματα του Φαλήρου, οι ελαιώνες, αι ροδοδάφναι, αι κορυφαί των λόφων στεφόμεναι υπό εκκλησιών ή μνημείων, πάντα ταύτα περιέσφιγγον την όρασιν των δύο νεανίσκων διά ζώνης και αυτού του κεστού της Αφροδίτης θελκτικωτέρας, η δε ηδονή, ην ησθάνοντο εκ του πανοράματος τούτου, καθίστατο διπλασία, διότι μεθυσμένοι όντες έβλεπον τα πάντα διπλά. Η Ιωάννα είχε καθίσει επί μαρμαρίνου εδωλίου, ο δε Φρουμέντιος κατακλιθείς παρά της φίλης του τους πόδας εδείκνυεν αυτή τον ναόν της απτέρου Νίκης, ευχόμενος ο έρως αυτών να διαμείνη άπτερος ως εκείνη. Τοιαύτα λέγοντες και διά φιλημάτων διακόπτοντες πολλάκις τον λόγον, ως οι συγγραφείς διά κομμάτων τας περιόδους, απεκοιμήθησαν επί του μαρμάρου της Πεντέλης, ως ο Ιακώβ επί των λίθων της Χαρράν. Την επιούσαν το πρωί, αποσείσαντες τον ύπνον εκ των οφθαλμών και εκ των ράσων την δρόσον της πρωίας κατέβησαν, ίνα επισκεφθώσι και τας Αθήνας. Η καρδία της Ιωάννας έπαλλεν υπό περιεργίας άμα και φόβου, αναλογιζομένης ότι έμελλε μετ’ ολίγον να θαυμάση την κατείδωλον εκείνην πόλιν, της οποίας και μόνη η όψις κατά τον Άγ. Γρηγόριον ήτο επικίνδυνος εις τας ψυχάς των χριστιανών, ως η θέα της πρώην χαριτοβρύτου και φιλομειδούς ερωμένης εις άνδρα νυμφευθέντα άσχημον και συνωφρυωμένην γυναίκα. Αλλ’ αι ελπίδες και οι φόβοι της ημετέρας ηρωίδος απέβησαν κενοί. Προ πολλού οι ευσεβείς αυτοκράτορες του Βυζαντίου είχον κατεδαφίσει τα έργα εκείνα του Μύρωνος, Αλκαμένους και Πολυκλείτου, τα οποία εθαύμασεν ο Άγ. Λουκάς και εσεβάσθη αυτός ο Αλαρίχος. Το έργον της καταστροφής αρξάμενον επί Κωνσταντίνου επεραιώθη επί Θεοδοσίου του μικρού. Και ου μόνον κατά των λίθων επέδειξαν τον χριστιανικόν ζήλον των οι ακάματοι εκείνοι ειδωλοθραύσται, αλλά και κατά των δυστυχών εκείνων, όσους υπωπτεύοντο εμμένοντας εις των πατέρων των την θρησκείαν. Ο σφάζων πρόβατον προς οικογενειακήν ευωχίαν, ο προσφέρων άνθη εις του πατρός του τον τάφον, ο συλλέγων χαμαίμηλα εις το φως της σελήνης, ο αρωματίζων την οικίαν του ή φέρων ανηρτημένον περί τον τράχηλον φυλακτήριον κατά του πυρετού κατεμηνύετο υπό κουκουλοφόρων κατασκόπων ως μάγος ή ειδωλολάτρης, κατεβαρύνετο δι’ αλύσεων και εστέλλετο εις Σκυθούπολιν, όπου είχε στηθή χριστιανικόν κρεουργείον. Εκεί συνεδρίαζον ευσεβείς δικασταί, αμιλλώμενοι τις πλείονας ειδωλολάτρας να οπτήση επί εσχάρας, να βράση εντός ζέοντος ελαίου ή κατακόψη μεληδόν. Μυριάδες μαρτυρολογίων διηγούνται τας αθλήσεις των χριστιανών ομολογητών, εκ των πληγών των οποίων έσταζε γάλα, και ους εδρόσιζον οι φλόγες, αλλ’ ουδείς έγραψεν ακόμη το αψευδές συναξάριον των μαρτύρων εκείνων, οίτινες αντί μυθώδους γάλακτος έχυσαν αίμα αληθές και αντί να τους δροσίση κατέκαυσε το πυρ της χριστιανικής ανεπιεικείας, καυστικώτερον ον, φαίνεται, του πυρός της πολυθεϊκής ωμότητος.

Οι δύο βενεδικτίνοι ακολουθούμενοι υπό του Θεωνά και πλήθους Αθηναίων, οίτινες ως και κατά τους χρόνους του Αποστόλου «προς ουδέν άλλο ηυκαίρουν ή λέγειν και ακούειν τι καινόν», περιέδραμον πάσαν την πόλιν, η οποία στερηθείσα των ειδώλων και των βωμών της ωμοίαζε τον υπό του Οδυσσέως τυφλωθέντα Πολύφημον. Όπου πρώην υψούτο άγαλμα, είχεν εμπηχθή ξύλινος σταυρός, και όπου βωμός, μικροσκοπικόν εκκλησίδιον, στεγαζόμενον διά θόλου ομοιάζοντος πετρίνην φενάκην. Οι ναΐσκοι εκείνοι είχον ανεγερθή υπό της Αθηναΐδος Ευδοκίας, ήτις, θελήσασα εις έκαστον των αγίων ν’ αφιερώση ιδιαιτέραν κατοικίαν, ηναγκάσθη να οικοδομήση πλήθος καλυβών, αίτινες υπενθύμιζον την τεκτονικήν βιομηχανίαν των καστόρων μάλλον ή το μεγαλείον του αγνώστου Θεού. Παρά δε τα πρόθυρα αυτών εκάθηντο μοναχοί και ασκηταί, ξέοντες τα έλκη των ή αρχαία χειρόγραφα προς εγγραφήν συναξαρίων, πλέκοντες καλάθια, προγευματίζοντες κρομμύδια και ευχαριστούντες ίσως κακείνοι τον Θεόν ότι εγεννήθησαν Έλληνες και όχι βάρβαροι. Μόνον το αρχαϊκόν κάλλος των γυναικών εθαύμαζον οι δύο ξένοι. Κατά τον αιώνα εκείνον αι Αθήναι ήσαν ο γυναικών των βυζαντινών αυτοκρατόρων, οίτινες ελάμβανον εκείθεν τας συζύγους των, ως οι διάδοχοι αυτών Σουλτάνοι εκ Κιρκασίας. Η βελτίωσις αύτη της αττικής φυλής ήρξατο από των χρόνων της Eικονομαχίας, ότε, εξορισθέντων των βυζαντινών εικονισμάτων, αι γυναίκες αντί να έχωσιν ακαταπαύστως προ των οφθαλμών ισχνάς Παναγίας και λιποσάρκους αγίους, ανύψουν και πάλιν τους οφθαλμούς προς τα ανάγλυφα του Παρθενώνος και εγέννων τα τέκνα των όμοια τούτοις· ώστε και υπό την έποψιν της καλλιτεκνίας αναγκαία φαίνεταί μοι η μεταρρύθμισις της εκκλησιαστικής ημών εικονογραφίας. Απόδειξις δε της επιρροής ταύτης των εικόνων έστωσαν αι σύζυγοι των Εβραίων τραπεζιτών της Πρωσσίας, αίτινες από πρωίας μέχρι νυκτός μετρώσαι τάλληρα και φλωρία φέροντα την προτομήν του βασιλέως Γουλιέλμου, τίκτουσι τέκνα τοσούτον ομοιάζοντα των μονάρχη, ώστε δικαίως επωνομάσθη πατήρ των υπηκόων του25. Αλλά πλην του κάλλους των γυναικών εθαύμαζον τα δύο τέκνα της Άρκτου και την ασυνήθη αυτοίς σεμνότητα των παρθένων, αίτινες περιτυλιγμέναι εις τους μακρούς πέπλους των συνεσφίγγοντο παρά την μητρικήν πλευράν, ως ξίφος παρά τον μηρόν στρατιώτου, τα δε βλέμματα αυτών αντί να μοιράζωσιν ως αντίδωρον εις τους διαβάτας προσήλουν εις την γην, ίνα αποφύγωσι τους λάκκους και τας παρεκτροπάς, ερυθριώσαι οσάκις έσειεν ο άνεμος τας πτυχάς της εσθήτος των και κατά πάντα διάφοροι των σημερινών κορασίδων, αι οποίαι τοσούτον ομοιάζουσιν υπάνδρους γυναίκας, ώστε απορεί τις τίνος ένεκα ζητούσι δι’ αυτάς σύζυγον οι πατέρες. Εν τούτοις υπερβάντες τον Πύργον των Ανέμων και την Aγοράν, ένθα είδον μετά θαυμασμού άρχοντας και επισκόπους οψωνίζοντας τα επιούσια πράσα, έφθασαν εις την Ποικίλην Στοάν, εν η αντί φιλοσόφων εύρον αστρολόγους, λεκανομάντεις, ονειροκρίτας και διδασκάλους, οίτινες κατέβαινον άπαξ της εβδομάδος εκ των επί του Υμηττού σχολείων, ίνα ελκύσωσι μαθητάς διά της ηδύτητος των λόγων των και διά σταμνίων μέλιτος· καθότι μη επαρκούσης πλέον εις τας ανάγκας των της διδασκαλίας, προσέθετον εις ταύτην, ίνα αποζώσι, και την μελισσουργίαν, ως οι καλόγηροι της Φλωρεντίας εις τα κέρδη της λειτουργίας και τα των ρακοπωλείων. Δέκα όλας ημέρας εδαπάνησεν η Ιωάννα επισκεπτομένη μετά του συντρόφου της τας αρχαιότητας, τα εκκλησίας και τα περίχωρα των Αθηνών και ετέρας δέκα ανεπαύθη υπό την φιλόξενον στέγην της εν Δαφνίω Μονής. Οι καλόγηροι ήσαν πρόθυμοι να προσφέρωσιν ισόβιον φιλοξενίαν εις τους δύο βενεδεκτίνους, ων οι απόγονοι έμελλον μετ’ όλίγον να εκδιώξουν αυτούς εκ της μάνδρας των26 ως άρπαγες λύκοι. Αλλ’ η νερόβραστος δίαιτα, αι μακραί προσευχαί, η αχύρινος κλίνη και η ρυπαρότης των καλών πατέρων αδύνατον ήτο να ευχαριστήσωσιν επί πολύ τα τέκνα εκείνα της Δύσεως, συνηθίσαντα εις τα εκλελυμένα μοναστήρια της Γερμανίας να τρώγωσι και να πλύνωνται καθ’ ημέραν. Διό, παραιτηθέντες της των Μεγαλοσχήμων και Αγγελικών οπαδών του Αγ. Βασιλείου και αυτούς ακόμη των Μικροσχήμων τους κανόνας ευρίσκοντες τραχείς, κατετάχθησαν μεταξύ των Ιδιορρύθμων,27 εις την προαίρεσιν των οποίων αφίνετο διά πλειόνων ή ολιγωτέρων ευχών και μαστιγώσεων να κατακτήσωσιν υψηλήν τινά ή ταπεινοτέραν θέσιν εν τω Παραδείσω, και εις την Κόλασιν ελεύθεροι όντες να υπάγωσιν, αν ηγάπων τον πλησίον των, τον οίνον ή την κρεωφαγίαν.

Εις μικράν από της μονής απόστασιν ευρίσκετο ερημητήριον διαθέσιμον ένεκα του θανάτου του μονάζοντος εκεί Οσίου Ερμύλου, όστις επιχειρήσας να μη λαμβάνη άλλην τροφήν πλήν της αγίας Μεταλήψεως, απέθανε μετά δεκαήμερον χρήσιν τοιαύτης διαίτης. Εκεί έστησαν οι ερασταί την εστίαν των, δαπανήσαντες την μικράν αυτών περιουσίαν εις αγοράν παχείας στρωμνής, μακρού οβελού, χαλκίνης χύτρας, στάμνου ελαίου, δυο αιγών, δέκα ορνίθων και μεγάλου σκύλου, ίνα φυλάττη πάντα ταύτα· τα δε προς σωτηρίαν της ψυχής των αναγκαία σκεύη, την μάστιγα, την κεφαλήν νεκρού και το καλόν παράδειγμα έλαβον δωρεάν εκ της κληρονομίας του μακαρίτου. Αι πρώται ημέραι της αποκαταστάσεως των δύο βενεδεκτίνων υπήρξαν διηνεκής εορτή. Η Tεσσαρακοστή είχε παρέλθει και οι Ιησούς ανίστατο εκ νεκρών· πανταχόθεν αντήχουν φιλήματα και εστρέφοντο αρνία επί των πυρών, και αυτή δε η φύσις, ωσεί θέλουσα να πανηγυρίση την ανάστασιν του Σωτήρος, απετίνασσε την χειμερινήν αυτής στολήν ως νέα χήρα το πένθος του συζύγου της. Αι δάφναι του Απόλλωνος ηρυθρίων, η χλόη εφύετο επί των ερειπίων και η άνοιξις εδίδασκε τους όνους να χορεύωσι περί τας συντρόφους των. Η Ιωάννα εγειρομένη άμα τη αυγή ανέπνεε μετ’ αγαλλιάσεως τας πρωινάς αναθυμιάσεις του βουνού, ήμελγε τας αίγας, μη υπάρχοντος ακόμη του νόμου καθ’ ον απηγορεύετο το άλμεγμα εις τους μοναχούς ως εμπνέον πονηράς επιθυμίας, συνέλεγε κεράσια αποστάζοντα δρόσου, έβραζεν ωά και έπειτα εξύπνιζε τον Φρουμέντιον. Μετά το πρόγευμα εκείνος μεν επορεύετο να αγκιστρώση ιχθύας ή να στήση παγίδας εις τους λαγωούς, ο δε Θεωνάς εκαλλιέργει τον κήπον και η Ιωάννα αποσυρομένη εις τα βάθη του κελλίου οτέ μεν αντέγραφε βίους αγίων, ους επώλει προς αύξησιν των οικιακών προσόδων, οτέ δε διημέρευεν αναγινώσκουσα του Πλάτωνος τα όνειρα ή του Θεοκρίτου τους στεναγμούς εν χειρογράφοις, άτινα εδάνειζον αυτή ή και εδώρουν οι καλόγηροι, ως η αλώπηξ του μύθου την κριθήν εις τον ίππον. Το εσπέρας παρετίθετο το δείπνον προ της θύρας του ασκητηρίου υπό γηραιάν πεύκην, ην οι χωρικοί εκάλουν «Πατριάρχην» διά το ύψος και το γήρας της· τα δε προϊόντα του κήπου, της αλιείας και κυνηγεσίας καθίστων μοναδικήν εν τω όρει την τράπεζαν των δύο μοναχών, οίτινες και ως Σάξωνες και ως βενεδικτίνοι ήσαν εκ φύσεως παμφάγοι. Η Ιωάννα αναγινώσκουσα νυχθημερόν Έλληνας φιλοσόφους, ενίοτε δε και αποστολικούς ή και αιρετικούς Πατέρας, ζήσαντας προ της εφευρέσεως των νηστειών, των δογμάτων και τροπαρίων, είχε βαθμηδόν αποξύσει την καλογηρικήν σκωρίαν· αγχίνους δε ούσα και σκεπτική συνήρμοσε προς χρήσιν της είδός τι ανεκτικού θρησκεύματος, πολύ ομοιάζοντος προς τα συστήματα των σήμερον συμπατριωτών της, οίτινες, χάρις εις τας προόδους των φώτων και τας θεολογικάς σχολάς του Βερολίνου και της Τουβίγγης, κατώρθωσαν να σχηματίσωσιν είδός τι χριστιανισμού άνευ Χριστού, ως έφθασαν να παρασκευάζωσι και οι εξευγενισμένοι μάγειροι την σκορδαλίαν άνευ σκόρδου και ο κ. Π. Σούτσος ποιήματα άνευ ποιήσεως. Ο δε Φρουμέντιος, πρόθυμος ων ως οι ήρωες της ρωμαντικής σχολής να συμμερισθή Παράδεισον ή Άδην μετά της φίλης του, συνέτρωγε μετ’ εκείνης ορνίθια την Παρασκευήν και αρνίον την Tετάρτην. Εν Ρώμη, οσάκις εξελέγετο δικτάτωρ, έπαυε πάσα άλλη δικαιοδοσία· ούτω όταν και ο έρως καταστή απόλυτος κύριος, πάντα τα άλλα αισθήματα σβύνονται εν τη καρδία ως τα άστρα εις τον ουρανόν, άμα ο ήλιος ανατείλη. Ο Ζεύς λησμονήσας την θεότητά του εκοσμείτο διά πτερών ή κεράτων, ίνα ευχαριστήση τας ερωμένας του, ο Αριστοτέλης φέρων σαγμάριον επί των νώτων και χαλινόν εις το στόμα προσέφερε την εβδομηκονταετή ράχιν του εις την Κλεοφίλην, εις ην εχρησίμευεν ως όνος εν Ινδίαις, ο δε Φρουμέντιος ου μόνον κρέας την Παρασκευήν, αλλά και ξύλον καθ’ ημέραν ήθελε φάγει χάριν της Ιωάννας. Η κνίσσα του ασεβούς εκείνου μαγειρείου εσκανδάλιζεν ουκ ολίγον τους ευλαβείς ρώθωνας των Γραικών καλογήρων. Πολλοί τούτων διαβαίνοντες προ του ασκητηρίου εποίουν το σημείον του σταυρού φράσσοντες την μύτην των, ως έφρασσε και ο Οδυσσεύς τα ώτα, ίνα προφυλαχθή από του άσματος των Σειρήνων, άλλοι δε τολμηρότεροι εισήρχοντο εκεί, ίνα φοβίσωσι τους σαρκοβόρους καλογήρους διά των φλογών της Κολάσεως ή των αφορισμών της Εκκλησίας. Αλλά μετά τοσαύτης φιλοφροσύνης υπεδέχετο αυτούς η Ιωάννα και μετά τόσης χάριτος προσέφερεν αυτοίς την παχυτέραν μερίδα, ώστε οι Μεγαλόσχημοι εκείνοι οπαδοί του Αγ. Βασιλείου, οίτινες άλλα πτηνά δεν έτρωγον ειμή μόνον τας μυίας, όσαι έπιπτον εις τον νερόβραστον ζωμόν των, εξήρχοντο πολλάκις έχοντες τρυγόνα εις την κοιλίαν και αμάρτημα εις την συνείδησίν των.

Εν τούτοις η φήμη της ευφυΐας, του κάλλους και των γνώσεων του νέου «αδελφού Ιωάννου» ηπλούτο καθ’ όλον το όρος αρχίζουσα και εις την πόλιν να καταβαίνη. Πολλοί των σοφών διδασκάλων του Υμηττού αφίνοντες τας μελίσσας και τους μαθητάς των επορεύοντο προς επίσκεψιν της ημετέρας ηρωίδος, ίνα συζητήσωσι μετ’ αυτής περί ακανθωδών προβλημάτων της Δογματικής ή περί δαιμονίων και λεκανομαντείας· και αυτός δε ο αρχιερεύς Νικήτας ήλθε πολλάκις ν’ αναπαυθή υπό την σκιάν της γιγαντιαίας πεύκης, θαυμάζων, ως ο Πετράρχης, πώς ο καρπός της γνώσεως ηδυνήθη τόσω ταχέως να ωριμάση υπό τους ξανθούς πλοκάμους της εικοσαετούς εκείνης κεφαλής. Αλλά ου μόνον οι ιερείς και σοφοί, αλλά και οι άρχοντες και οι παρεπιδημούντες πατρίκιοι της νέας Ρώμης έμαθον βαθμηδόν τον δρόμον του ασκητηρίου. Ουδείς διήρχετο διά του Δαφνίου, χωρίς να κρούση την πύλην των βενεδικτίνων, πολλοί δε αυτών ατενίζοντες τους στρογγύλους βραχίονας ή ασπαζόμενοι τους λευκούς δακτύλους του «Πάτερ Ιωάννου» κατελαμβάνοντο υπό δυσεξηγήτου τινός ταραχής, ως ει έδακνε την καρδίαν των ο Δαίμων της ηδυπαθείας. Η Ιωάννα νομίζουσα το ανδρικόν ένδυμά της ως θώρακα ασφαλή κατά πάσης πονηράς επιθυμίας και μη γνωρίζουσα ακόμη τα ήθη των νεοπλατωνικών εκείνων, ανέπνεεν απλήστως την οσμήν του θυμιάματος, ζευγνύουσα καθ’ εκάστην εις το άρμα της νέον λάτρην της απεράντου σοφίας και των ερυθρών χειλέων της. Πολλάκις δε υπό τοιούτου σμήνους περικυκλουμένη εσκέπτετο μετά στεναγμών, πόσω πλείονας και θερμοτέρους ήθελεν έχει λάτρας, αν αντί να κρύπτη υπό ράσον τα θέλγητρά της ως χρυσήν λεπίδα εντός θήκης μολυβδίνης, ενεφανίζετο αίφνης υπό την αληθή αυτής μορφήν, φέρουσα εσθήτα μεταξίνην και λυτήν επί των ώμων της την ξανθήν κόμην. Αλλ’ ηγνόει η πτωχή νεάνις ότι, αν συνέβαινε τούτο, οι πλείστοι των ανατολικών εκείνων ήθελον στρέψει εις αυτήν την ράχιν, ως η ηρωίς εκείνη του Λουκιανού εις τον φίλτατον όνον της, άμα εις άνθρωπον μετεμορφώθη. Ο Φρουμέντιος εν αρχή μεν έχαιρε διά της φίλης του την επιτυχίαν, αλλά μετ’ ου πολύ ήρχισε να παρατηρή εις την διαγωγήν της Ιωάννας αλλοιώσεις τινάς, αίτινες κατεθορύβησαν αυτόν ως φιλάρεσκον κυρίαν αι πρώται ρυτίδες. Ο νέος μοναχός υπό την εύρωστον αυτού και ανδρώδη μορφήν υπέκρυπτε καρδίαν σύκου μαλακωτέραν, γεννηθείς ίνα αγαπά, ως η αηδών ίνα ψάλλη και ο όνος ίνα λακτίζη. Και ήτο μεν ικανός να καταπίη διακόσια κάστανα χωρίς να αισθανθή το παραμικρόν εις τον στόμαχον βάρος, αλλά παρά της φίλης του ούτε χάσμημα ούτε ψυχρόν βλέμμα ηδύνατο να χωνεύση· και ταύτα μετά επταετίαν διηνεκούς συζυγικής συμβιώσεως! Κατά τους ηθολόγους η απόλαυσις είναι του έρωτος ο τάφος· εγώ δε μάλλον ήθελον παραβάλει αυτήν προς το φύσημα του αισωπείου εκείνου Σατύρου, τον οποίον οτέ μεν θερμότητα, οτέ δε ψύχος επροξένει. Αλλ’ οπωσδήποτε της ημετέρας ηρωίδος τα φιλήματα και αι θωπείαι είχον καταντήσει εις τον καλόν Φρουμέντιον αναγκαίαι ως ο επιούσιος άρτος, και καθ’ όσον ωλιγόστευον εκείναι, ηύξανεν η επιθυμία του, ως ήθελεν αυξήσει και η όρεξίς του, αν απεκόπτετο αυτώ μέρος της καθημερινής τροφής. Οι μήνες και τα έτη παρήρχοντο, η Ιωάννα καθίστατο ψυχροτέρα εφ’ όσον επλατύνετο ο κύκλος των θαυμαστών της, η δε αθυμία του πτωχού νεανίσκου ηύξανε καθ’ εκάστην και ωχρόν νέφος ηπλούτο επί της νεαράς και φιλομειδούς αυτού όψεως, ως μαύρη σκέπη επί ανθούσης ροδωνιάς. Επί πολύ επειράθη να κρύψη την αδημονίαν του, ως οι Σπαρτιάται την σπαράσσουσαν τας σάρκας των αλώπεκα, αλλά τέλος πάντων ξεχείλισαν τα δάκρυα εκ των οφθαλμών του και τα παράπονα εκ των χειλέων. Η Ιωάννα εζήτει κατ’ αρχάς να καθησυχάση τον σύντροφόν της, βεβαιούσα ότι τα περικυκλούντα αυτόν ζοφερά νέφη ήσαν απλώς μαύραι πεταλούδαι, γεννήματα του εξημμένου εγκεφάλου του. Αλλ’ ο Φρουμέντιος ήτο δυσμετάπειστος, αι δε γυναίκες ταχέως βαρύνονται την μελαγχολίαν. Και αυταί αι Ωκεανίδες, αν και ήσαν θεαί, μίαν και μόνην ημέραν παρέμειναν παρηγορούσαι τον δεσμώτην Προμηθέα, είτα δε βαρυνθείσαι τα παράπονά του εγκατέλιπον αυτόν επί του βράχου μετά του κατατρώγοντος τα σπλάγχνα του γυπός. Ούτω και η ημετέρα ηρωίς, αφού παρεχώρει εις τον εταίρον της σύντομον παρηγορίαν ή ταχύν ασπασμόν, ως ρίπτει τις δεκάλεπτον εις την χείρα πτωχού, έστρεφεν έπειτα εις αυτόν την ράχιν την μεν νύκτα, ίνα κοιμηθή, την δε ημέραν, ίνα συναναστραφή μετά των βιβλίων ή των αυλικών της, ων αι επισκέψεις διεδέχοντο αλλήλας από πρωίας μέχρι νυκτός. Ο Φρουμέντιος έμενε συνήθως εις γωνίαν τινά του θαλάμου, χωνεύων, ως οι ήρωες του Ομήρου, την χολήν του, ότε δε ησθάνετο εαυτόν ανίκανον να κρατήση επιπλέον τα δάκρυα ή τους γρόνθους του, εξώρμα εκ του θαλάμου και έτρεχε να μαδήση ορνίθιον διά το γεύμα ή λευκάνθεμον28, ίνα μάθη, αν τον ηγάπα η Ιωάννα. Αλλ’ η τοιαύτη κατάστασις των πραγμάτων αδύνατον ήτο να διαρκέση αιωνίως. Ο νέος μοναχός εσκέπτετο οτέ μεν να κόψη την κεφαλήν της Ιωάννας, οτέ δε πάσαν μετ’ αυτής σχέσιν. Η φιλαρέσκεια και αι ερωτοτροπίαι της ημετέρας ηρωίδος «ελάμβανον καθ’ εκάστην σπουδαιότερον χαρακτήρα», κατά την φράσιν των εφημεριδογράφων. Εις ηγούμενος, δύο αρχιερείς και ο έπαρχος Αττικής εγνώριζον ήδη το περιεχόμενον του ράσου της, πολλοί άλλοι υπωπτεύοντο τούτο και οι λοιποί προσέφερον εις τον αδελφόν «Ιωάννην» το θυμίαμα πλατωνικής λατρείας· ο δε Φρουμέντιος δεν έπαυε μεμψιμοιρών και υβρίζων την φιλτάτην του, ήτις χάσασα επί τέλους την υπομονήν έδιδεν εις αυτόν αποκρίσεις ξηράς ως σύκα των Καλαμών.

Η σχέσις των δύο νεανίσκων είχε καταντήσει βαθμηδόν να ομοιάζη τας περικυκλούσας τον βασιλικόν κήπον μας ινδοσυκάς εκείνας, ων ο καρπός διαρκεί μίαν ημέραν και αι άκανθαι όλον τον χρόνον. Και εν τούτοις, οσάκις σπουδάζων ανελογίζετο ο Φρουμέντιος να χωρισθή της φίλης του, ησθάνετο τας τρίχας του ορθουμένας υπό της φρίκης. Ούτε μετ’ αυτής ούτε άνευ αυτής ηδύνατο να ζήση· αγνοών δε ο δυστυχής νεανίας ότι η καρδία της γυναικός είναι άμμος κινητή, επί της οποίας μόνον σκηνή διά κατάλυμα μιας νυκτός δύναται ν’ ανεγερθή, είχεν οικοδομήσει εκεί κατοικίαν, εν η όλην του την ζωήν εσκόπευε να διαμείνη. Διωχθείς δι’ ύβρεων και λακτισμάτων εκ της Εδέμ εκείνης, αντί να υποταγή ως ο Αδάμ εις την καταδίκην, εζήτει παντί τρόπω να εισέλθη και πάλιν εις τον απηγορευμένον εκείνον περίβολον, ου την θύραν απέκλειεν αυτώ η ψυχρότης και η κακία της Ιωάννας, ως ο ξιφήρης άγγελος την του Παραδείσου. Οτέ μεν κατακλινόμενος παρά της φίλης του τους πόδας επειράτο να συγκινήση αυτήν, ενθυμίζων τα τοσαύτα αυτών φιλήματα και τους όρκους, αλλ’ οι λόγοι του ωλίσθαινον επί της αναλγησίας της ως βροχή επί των φύλλων, οτέ δε περιτρέχων ως πληγωμένη έλαφος το δάσος εζήτει τινά θαυματουργόν ράβδον, ίνα αποσπάση δι’ αυτής δάκρυά τινα εκ των ξηραθέντων οφθαλμών της Ιωάννας, ως ο Μωϋσής ύδωρ εκ του βράχου της ερήμου. Άλλοτε πάλιν ουδέν πλέον ελπίζων εζήτει παντί σθένει να εκριζώση τον έρωτα εκ της καρδίας του, ως αποσπά ο κηπουρός δυσώδες κρομμύδιον βλαστήσαν εν μέσω ηλιοτροπίων· αλλά το κακόν φυτόν είχε τας ρίζας βαθείας, ώστε παραιτούμενος μετά ματαίους αγώνας της επιχειρήσεως έπιπτε κατά γης περιρρεόμενος υπό ιδρώτος και καταρώμενος ως ο Ιώβ «την ημέραν, εν η εγεννήθη, και την ώραν, η είπον ιδού άρσεν». Και μη νομίσης, αναγνώστα, ότι Eρωτόκριτος τις, σούτσειος ήρως ή άλλο τοιούτον δίποδον του ρωμαντικού θηριοτροφείου είχε καταντήσει ο καλός Φρουμέντιος· απ’ εναντίας ήτο φρόνιμον και ευσεβές τέκνον της ηρωικής Γερμανίας, οία εγέννα η κλασική αύτη πατρίς του ζύθου και των ξυνολαχάνων πριν διαφθαρή υπό των στεναγμών του Βερθέρου και των βλασφημιών του Στράους και Εγέλου, την δε Ιωάνναν ηγάπα ίσως, ως ο Αρίστιππος την Λαΐδα και αι γαλαί το γάλα. Αλλά πλήν αυτής άλλην γυναίκα δεν εγνώριζεν ουδ’ ήτο δυνατόν να εύρη εις Αθήνας· καθότι οι απόγονοι του Σόλωνος δεν ήσαν ακόμη, ως σήμερον, πολιτισμένοι, αι δε μητέρες, οι σύζυγοι, οι αδελφοί και τα άλλα τοιαύτα οχληρά πλάσματα, άτινα περικυκλούσι τας γυναίκας, ως αι άκανθαι τα ρόδα, δεν ημφεσβήτουν ακόμη την τιμήν να κρατώσι το κηρίον εις τους ξένους, ουδέ αν ναύαρχοι ή διπλωμάται ήσαν. Εις μόνους τους αυτοκράτορας του Βυζαντίου έτεινον την χείρα αι τότε Αθηναΐδες, και εις τούτους δε πάλιν μόνην την δεξιάν. Ταύτα πάντα καθίστων δεινήν την θέσιν και συγχωρητάς τας τρέλλας του δυστυχούς Φρουμεντίου, εις του οποίου την ακμάζουσαν και σφριγώσαν νεότητα η γυνή ήτο σκεύος αναγκαίον, ως το δικανίκιον εις τους χωλούς και η κόπρος εις τους αγρούς. Εις απεχούσας χώρας τοποθετούσιν οι ποιηταί και εις μυθώδεις εποχάς υποθέτουσιν οι μυθολόγοι τινά παράδοξα και τερατώδη του φυτικού ή ζωικού βασιλείου προϊόντα, μελισταγείς λωτούς, ψάλλοντα δένδρα, δράκοντας πτερωτούς, αιγόποδας σατύρους, ύδρας, γίγαντας, σειρήνας, ήρωας, μάγους, προφήτας, μάρτυρας, αγίους και άλλα τοιαύτα όντα, τα οποία ουδείς εξ ην ειδέ ποτε ειμή εν εικόνι ή εν ονείρω· αλλά και το «ηθικόν βασίλειον», αν συγχωρής, αναγνώστα, την έκφρασιν ταύτην, έχει την μυθολογίαν του, ηρωικάς αφοσιώσεις, ευσεβείς εκστάσεις, υπερανθρώπους θυσίας, αρρήκτους φιλίας και άλλα τοιαύτα τραγικά ή μυθιστορικά εφόδια. Μεταξύ των χιμαιρικών τούτων προϊόντων των παρελθόντων χρόνων πρέπει, νομίζω, να κατατάξωμεν και τον έρωτα, όπως εννόουν αυτόν οι ιππόται του μεσαιώνος και του Πλάτωνος οι παρεξηγηταί, ενώ κατά την υγιά φιλοσοφίαν δεν είναι άλλο τι ειμή μόνον «πρόσψαυσις δύο επιδερμίδων»29. Αν δε ο Φρουμέντιος τα πάντα ήτο έτοιμος χάριν της Ιωάννας να θυσιάση, αν κυλιόμενος προ των ποδών της κατηράτο την ημέραν καθ’ ην εγεννήθη, έπραττε τούτο δι’ ον λόγον συνεχώρησε και ο Αδάμ εις την άπιστον γυναίκα του, διότι… δεν είχεν άλλην. Αλλά και η ημετέρα ηρωίς, καίτοι υπό αφωσιωμένων περικυκλουμένη, πολύ απείχε του ν’ αναπαύηται επί ρόδων. Οι οδυρμοί και τα μυρολόγια του Φρουμεντίου, ει και δεν συνεκίνουν πλέον αυτήν, ετάραττον όμως τα νεύρα της και έκοπτον πολλάκις τον ύπνον ή την όρεξίν της, το δε χείριστον, απεκάλυπτον εις πάντας το μυστικόν. Κατά τον Αθήναιον ο έρως και ο βήχας, ή ο βήξ, αν αρχαΐζης, αναγνώστα, είναι τα μόνα πράγματα, άτινα δεν δύνανται να κρυβώσι. Το κατ’ εμέ (αν μοι συγχωρήται να έχω γνώμην εναντίαν της των μεθυσμένων Δειπνοσοφιστών) φρονώ απ’ εναντίας ότι ουδέν υπάρχει ευκρυπτότερον αυτού, του έρωτος δηλ. και ουχί του βήχα, οσάκις ούτος ευτυχεί. Μόνη η ζηλεία, αι ανησυχίαι, η απελπισία και τα τοιαύτα ερωτικά αρτύματα εντυπούνται ως δημίου ραπίσματα επί του προσώπου, η δε χαρά και ευτυχία μετά τοσαύτης φειδωλίας απονέμονται ημίν υπό των θυγατέρων της Εύας, ώστε ουχί υπό ράσον καλογήρου, αλλά και εις το θυλάκιον του στενωτέρου γελεκίου δύνανται ευκόλως να κρυβώσιν. Αλλά πάσαι ανεξαιρέτως αι γυναίκες ομοιάζουσι τους αποθηριωθέντας εκείνους της παρακμής Ρωμαίους, οίτινες απήτουν παρά των σφαζομένων εν τοις αμφιθεάτροις θυμάτων να πίπτωσι μετά χάριτος, τείνοντα ευθύμως τον τράχηλον εις την ρομφαίαν. Ούτω και η Ιωάννα, αφού παντοιοτρόπως, διά ζηλείας, ψυχρότητος, ιδιοτροπιών και άλλων γυναικείων εφευρέσεων εβασάνιζε τον δυστυχή Φρουμέντιον, ωργίζετο έπειτα κατ’ αυτού, αν κραυγή οδύνης εξέφευγε των χειλέων του εν μέσω των παντοίων τούτων βασανιστηρίων ή αν εν τη αδημονία του εδείκνυε τους οδόντας ή την θύραν του κελλίου εις τινα των αντεραστών του. Εν τούτοις αι σκανδαλώδεις του ασκητηρίου σκηναί συνεκίνουν όλους του Δαφνίου τους κουκουλοφόρους κατοίκους, δι’ ους η Ιωάννα, της οποίας ουδείς πλέον ηγνόει το φύλον και τας τρέλλας, ήτο τέρας σταλέν υπό των Φράγκων, ίνα καταβροχθίση την Oρθόδοξον Εκκλησίαν. Και αληθές μεν είναι ότι πολλαί προ αυτής γυναίκες, η Αγ. Ματρώνα, Πελαγία και Μακρίνα, ενεδύθησαν ράσα και συνέζησαν μετά καλογήρων, αλλά δεν έπραξαν τούτο, ίνα τρώγωσι τρυγόνας και κολάζωσιν επισκόπους.

Μεταξύ της παρωργισμένης ταύτης αγέλης υπήρχον μοναχίσκοι τινές, αποπειρώμενοι ενίοτε να υπερασπισθούν την ωραίαν Γερμανίδα, αλλ’ η φωνή αυτών απεπνίγετο υπό της γενικής κατακραυγής. Οι δε μάλλον κατ’ αυτής εξηγριωμένοι ήσαν «αγγελικοί τινές Μεγαλόσχημοι», δυσώδεις και ρυπαροί ως πάντες οι προτιθέμενοι ν’ αρέσωσιν εις μόνον τον Θεόν, οίτινες θελήσαντες εν είδει επεισοδίου ν’ αρέσωσι και εις την Ιωάνναν, εστάλησαν υπ’ αυτής οι μεν να κουρεύωνται, οι δε εις το λουτρόν· ήδη δε εξεδικούντο την ακατάδεκτον καλογραίαν, ρίπτοντες κατ’ αυτής, οσάκις εξήρχετο του κελλίου, αναθέματα και κατάρας, ενίοτε δε και κρομμύδια, ως οι ευγενείς νεανίσκοι των Αθηνών εις τας αοιδούς του ιταλικού θεάτρου, οσάκις αι αηδόνες αύται της Ιταλίας ευρίσκουσιν οχληρούς τους στεναγμούς των ή τας προσφοράς των ανεπαρκείς. Ούτω έσωθεν υπό του Φρουμεντίου και έξωθεν υπό της κοινής γνώμης πολεμουμένη η Ιωάννα και βλέπουσα τον ζήλον των πιστών της ψυχραινομένων καθ’ εκάστην υπό του φόβου του αναθέματος, ενώ ηύξανεν η αυθάδεια των εχθρών, ήρχισε να σκέπτηται σπουδαίως περί αποδημίας. Προ οκτώ ετών ευρίσκετο εις Αθήνας και πάντα εγνώριζε τα εκεί μνημεία, τα χειρόγραφα και τους κατοίκους, ώστε η πόλις της Αθηνάς εφαίνετο ήδη αυτή ανούσιος ως τα φιλήματα του Φρουμεντίου. Πλήν δε τούτου εφλέγετο και υπό της επιθυμίας να επιδείξη επί ευρυτέρας σκηνής τας γνώσεις, το κάλλος και το πνεύμα της, εγγίζουσα ήδη εις τον τριακοστόν της ηλικίας έτος, ότε αι γυναίκες μη αρκούμεναι εις τα ιδιάζοντα αυταίς ελαττώματα συνηθίζουσι να στολίζωνται και διά των ημετέρων, προσλαμβάνουσαι την φιλοδοξίαν, σχολαστικότητα, οινοφλυγίαν, και ει τις άλλη «αρσενική» κακία, δυναμένη να καταστήση την καρδίαν των πρότυπον γυναικείας τελειότητος, ως κατέστη σήμερον και η Ελλάς διά των πολιτικών ανδρών της πρότυπον βασιλείου εν τη Ανατολή. Η Ιωάννα δεν ωμοίαζε τας ποιμενίδας εκείνας του Οβιδίου, αίτινες ηυχαριστούντο αν μόνος ο Άθως ηκροάτο το άσμά των ή ο ρύαξ αντανάκλα το ανθοστεφές πρόσωπόν των, αλλ’ απ’ εναντίας εδάκρυε πολλάκις επί των βιβλίων, σκεπτομένη ότι άγνωστος και ανύμνητος ήθελε μείνει η σοφία της εις την γωνίαν εκείνην της Αττικής, ως κλαίουσι και αι νέαι καλογραίαι, οσάκις γυμνούμεναι το εσπέρας αναλογίζονται ότι τα λευκά των και εύσαρκα μέλη μόνος ο άυλος αυτών και αόρατος νυμφίος βλέπει. Εις τοιαύτην ευρίσκετο διάθεσιν, ότε εσπέραν τινά πλανωμένη παρά την κοίλην όχθην του Πειραιώς, όπου είχεν υπάγει ν’ αποχαιρετήση τον φίλον της Νικήταν επιστρέφοντα εις Κωνσταντινούπολιν, είδεν εισερχόμενον εις τον λιμένα ξένον πλοίον, του οποίου τα λευκά πανία τη εφάνησαν πτερά αγγέλου, ερχομένου να λυτρώση αυτήν εκ της γης εκείνης της εξορίας. Το πλοίον ήτο ιταλικόν, ανήκον εις τον επίσκοπον Γενούης Γουλιέλμον τον Ελάχιστον και ελθόν εις Ανατολήν, ίνα προμηθευθή λιβάνιον διά τον Ύψιστον και στολάς διά τους υπηρέτας του. Η Ιωάννα προσφωνήσασα τους αποβάντας ναύτας λατινιστί, έμαθεν ότι έμελλον να αναχωρήσωσι την επιούσαν το πρωί εις Ρώμην, ήσαν δε πρόθυμοι να συμπαραλάβωσιν αυτήν, ίνα αντικαταστήση τον συμπλέοντα μετ’ αυτών ιερέα, αρπαγέντα υπό των κυμάτων, ενώ ιστάμενος παρά την πρώραν εζήτει κατά την συνήθειαν των καθολικών να κατευνάση την τρικυμίαν, ρίπτων εις την θάλασσαν ιεράς μερίδας, αίτινες εχρησίμευον προς μετάληψιν εις τους δελφίνας. Συμφωνήσασα περί πάντων επέστρεψεν η Ιωάννα προς τον Φρουμέντιον, περιμένοντα αυτήν εις το πλησίον του όρμου της Μουνυχίας σπήλαιον, όπου είχε στρώσει δείπνον και κοίτην. Ο καιρός ήτο υγρός, ο άνεμος δριμύς και η θάλασσα εστέναζε πενθίμως υποκάτω του σπηλαίου. Ο νέος βενεδεκτίνος έσπευσε ν’ ανάψη πυράν, παρά την οποίαν εκάθισεν η Ιωάννα, ίνα ξηράνη τα ενδύματά της υγραθέντα υπό των κυμάτων. Η καρδία αυτής, καίτοι προ πολλού εκτραχυνθείσα υπό της σχολαστικότητος και φιλαρεσκείας, κατείχετο υπό είδους τινός ανησυχίας, ενώ εσυλλογίζετο ότι έμελλε μετ’ ολίγον να απομακρυνθή ανεπιστρεπτί του συντρόφου εκείνου, από του οποίου εις διάστημα δεκαπέντε ετών ουδέ στιγμήν απεχωρίσθη. Επί τινας στιγμάς εσκέφθη να συμπαραλάβη αυτόν εις τας νέας περιπλανήσεις της· αλλ’ η ιδιότροπος ζηλεία του πτωχού καλογήρου, τρέφοντος την εσκωριασμένην ιδέαν ότι αι γυναίκες πρέπει να έχωσιν ένα μόνον εραστήν, ως οι όνοι εν μόνον σάγμα και οι λαοί ένα βασιλέα, καθίστα αυτόν σκεύος οχληρόν και δυσμετακόμιστον. Αλλ’ ουδέ να τον αποχαιρετήση ετόλμα η Ιωάννα, φοβουμένη εις τον έρημον εκείνον τόπον τα δάκρυα ή και τους γρόνθους του. Eυσπλαγχνικώτερον λοιπόν και ενταυτώ φρονιμώτερον ενόμισε ν’ αποκοιμίση αυτόν εις τας αγκάλας της, πριν τον εγκαταλείψη, ως προσέφερον και οι δήμιοι της Ιουδαίας εις τους καταδίκους μεθυστικόν ποτόν, πριν τους σταυρώσωσι.

Λαβούσα λοιπόν την κεφαλήν του Φρουμεντίοιυ επί των γονάτων της ήρξατο να θωπεύη την κόμην του διά των δακτύλων και το μέτωπον διά των χειλέων της, ο δε αμνησίκακος εκείνος νεανίας, ο τοσούτον υβρισθείς, απατηθείς και καταπατηθείς, εν ακαρεί ελησμόνει και απιστίας και ύβρεις και βασάνους. Η μόνη πρόσψαυσις των δακτύλων της Ιωάννας έκλειε πάσας αυτού τας πληγάς, ως εθεράπευον προ του συντάγματος και οι Γάλλοι βασιλείς τα έλκη των υπηκόων των δι’ απλής επιθέσεως των χειρών. Ο Φρουμέντιος κατεχόμενος υπό αδιηγήτου ηδονής, δεν ήξευρε τίνα των αγίων διά την αιφνίδιον εκείνην μεταβολήν να ευχαριστήση, διότι πάντας εν τη απελπισία του τους είχεν επικαλεσθή, άυπνος δε ων προ πολλού απεκοιμήθη τέλος επί του γλυκυτάτου εκείνου προσκεφαλαίου, εις όλους υποσχόμενος τροπάρια και κηρία. Ότε την επιούσαν, πριν έτι εξημερώση, ήνοιξε τας αγκάλας, ίνα την φίλην του περιπτυχθή, αντ’ αυτής ενηγκαλίσθη μόνον τα άχυρα της στρωμνής του. Aναπηδήσας μετά τρόμου εξέτεινε τους βραχίονας και εψηλάφησε τα σκότη, ως ο τυφλωθείς Πολύφημος ζητών τον Οδυσσέα. Η αυγή επάλαιεν ακόμη κατά του σκότους, ότε γυμνοκέφαλος, ανυπόδητος και απηλπισμένος εξήλθε του σπηλαίου ο δυστυχής νεανίας· αλλ’ ουδαμού της Ιωάννας ίχνος. Αφού δις και τρις περιέδραμεν εις μάτην τον λόφον, ώρμησε προς την παραλίαν,ως κάπρος πηδών από βράχου εις βράχον την κορυφήν και κράζων «Ιωάννα!» μεγάλη τη φωνή. Οι κοίλοι βράχοι επανελάμβανον την κραυγήν εκείνην και οσάκις ο Φρουμέντιος, τοσάκις κακείνοι έκραζον την φυγάδα, ωσεί λυπούμενοι τον δυστυχή· και αυτός δε ο ήλιος ανέτειλε κατ’ εκείνην την στιγμήν, ίνα βοηθήση αυτόν εις τας εναγωνίους ερεύνας του. Αλλ’ η παραλία ήτο έρημος, επί δε της θαλάσσης εφαίνετο λέμβος, σχίζουσα τα κύματα της Μουνυχίας και παρά την πρύμνην αυτής ίστατο η Ιωάννα εις το ράσον της περιεσφιγμένη. Η δραπέτις είδεν ίσως επί της ακτής τον ανατείνοντα προς αυτήν τους βραχίονας και είτα εις την θάλασσαν βυθιζόμενον νεανίαν, αλλ’ αποστρέψασα το πρόσωπον παρώτρυνεν εις ταχύτερον δρόμον τους κωπηλάτας. Μετ’ ου πολύ η λέμβος ανεσύρετο παρά τας πλευράς του πλοίου, όπερ ήνοιγεν εις τους ανέμους τα ιστία, ο δε Φρουμέντιος μετά ματαίαν καταδίωξιν, εξαντλήσας τας ελπίδας και τας δυνάμεις του, έκειτο άπνουν ναυάγιον επί της προκυμαίας. Ότε συνήλθεν εις εαυτόν, απώθησεν ως κακόν όνειρον την ζωήν. Αλλ’ αι ώραι παρήρχοντο, ο ήλιος εξήραινε τα ενδύματά του και δεν έπαυε το όναρ. Προς στιγμήν εσκέφθη να πνίξη αυτό εις την θάλασσαν, ως ο Σολομών τας λύπας του εις τον οίνον, αλλά το ύδωρ ήτο ρηχόν και πλην τούτου εφοβείτο την Κόλασιν, ένθα επί πολύ ακόμη έπρεπε να περιμένη την Ιωάνναν. Ανύψωσεν είτα προς ουρανόν μεμψίμοιρον βλέμμα, αλλ’ ουδεμία εκ των εκεί αγίων κατέβη να προσφέρη εις αυτόν τα χείλη της προς παρηγορίαν, ως ο Βάκχος εις την Αριάδνην· έπειτα ο Φρουμέντιος δεν ήτο γυνή, και τις οίδεν αν, εις ην ευρίσκετο διάθεσιν, δεν ήθελεν αγροίκως απωθήσει και αυτήν την Αγ. Θαϊδα ή την ξανθήν Μαγδαληνήν;

Ότε ενύκτωσεν, επέστρεψε και πάλιν εις το σπήλαιον. Οποίαν νύκταν επέρασεν εκεί προ της κλίνης εκείνης, εν η τα κάλλη της Ιωάννας εφαίνοντο ακόμη εν σχήματι λάκκου εντυπωμένα; Aν έχασες ποτέ ερωμένην ή ολόκληρον περιουσίαν εις χαρτοπαίγνια, μαντεύεις, αναγνώστα· πόσον δε τα δάκρυά σου πικρά, αν έπιες ως χωνευτικόν άψινθον μετά το γεύμα. Δεκαπέντε ημέρας έμεινεν εκεί ερωτών «ίνα τι δέδοται τοις εν πικρία φως και ζωή ταις εν οδύνη ψυχαίς».30 Αλλά τέλος ευσπλαγχνισθείς αυτόν έδραμεν εις βοήθειάν του ο εν ουρανώ άγιος προστάτης του Βονιφάτιος. Ενώ εσπέραν τινά εξαντλήσας τα μυρολόγιά του εκοιμάτο ο Φρουμέντιος επί της άμμου της παραλίας, καταβάς εξ ουρανών ο απόστολος εκείνος των Σαξώνων ήνοιξε διά μαχαίρας τα στήθη του κοιμωμένου, εισήγαγε τους ιερούς δακτύλους του εις την οπήν και εξαγαγών την καρδίαν εβύθισεν αυτήν εις λάκκον πλήρη ύδατος, όπερ ηγίασε προηγουμένως. Η φλέγουσα εκείνη καρδία έφριξεν εις το ύδωρ ως σμαρίς εντός του τηγανίου, αφού δε εκρύωσεν, έθεσε πάλιν αυτήν ο άγιος εις τον τόπον της και κλείσας την πληγήν επέστρεψεν εις τον ιδικόν του. Έτυχε ποτέ, αναγνώστα μου, ν’ αποκοιμηθής με ανυπόφορον βήχα, κοιμώμενος να ιδρώσης και εξυπνήσας να ευρεθής ιατρευμένος; Αγνοών ότι είσαι καλά ανοίγεις μηχανικώς το στόμα, ίνα πληρώσης εις τον επικατάρατον βήχα τον συνήθη φόρον. Αλλά πόσην αισθάνεσαι χαράν, μη ευρίσκων εις τον λάρυγγα το οχληρόν θηρίον! Ούτω άμα ήνοιξε και ο Φρουμέντιος τους οφθαλμούς, ητοιμάσθη να προσφέρη εις την αχάριστον Ιωάνναν την συνήθη δακρύων σπονδήν, αλλά παρά πάσαν προδοκίαν οι οφθαλμοί του ευρέθησαν ξηροί και να προγευματίση μάλλον ή να κλαύση ησθάνετο όρεξιν μετά πολυήμερον νηστείαν ο καλός βενεδεκτίνος. Νέα ποιμενίς διέβη μετ’ ολίγον προ αυτού, έχουσα στάμνον γάλακτος επί της κεφαλής και κομβολόγιον κολλυρίων εις την χείρα. Ταύτην κράξας επρογεύθη ευθύμως· ότε δε η Αμαρυλλίς εκείνη, λαβούσα χάλκινον νόμισμα και ασπασθείσα την χείρα του καλογήρου απεμακρύνθη, ενούσα το εύθυμον άσμά της εις την φωνήν των κορυδαλών, ενώ ο άνεμος της πρωίας έπαιζε με της εσθήτος της τας πτυχάς, ανυψών αυτάς μέχρι μέσης κνήμης, θεωρών αυτήν ο Φρουμέντιος τότε κατά πρώτον ησθάνθη ότι πλήν της Ιωάννας υπήρχον και άλλαι εις τον κόσμον γυναίκες. Η θεραπεία αυτού ηδύνατο ήδη να θεωρηθή ως ριζική.

Ούτω διά του θαύματος του αγίου γυμνωθείς του ανοήτου πάθους του και άχρηστος ήδη ων ημίν ως ήρως μυθιστορήματος, καθίστατο από της στιγμής εκείνης χρησιμώτατον της κοινωνίας μέλος, «λίαν κατάλληλος», αν έζη σήμερον, να «εξασκήση» οιονδήποτε έντιμον επάγγελμα, να γίνη γραμματοκομιστής, κατάσκοπος, βουλευτής, προικοθήρας ή θεσιδιώκτης, να κρατή τα κατάστιχα Χίου εμπόρου ή τους πόδας αγχονιζομένου καταδίκου. Αλλά κατά την εποχήν εκείνην τα Κύριε ελέησον ήσαν η καλλιτέρα τέχνη, και καλώς ποιών έμεινε καλόγηρος ως πρότερον, ο Φρουμέντιος. Την δε Ιωάνναν πριν εις την Ρώμην κυνηγήσω θέλω αναπαυθή ολίγον. Οι μεγάλοι ποιηταί, ο Όμηρος και ο κύριος Π. Σούτσος, γράφουσι κοιμώμενοι ωραίους στίχους, αλλ’ εγώ σπογγίζω πάντοτε τον κάλαμόν μου, πριν θέσω επί της κεφαλής τον νυκτικόν μου πίλον. Εις μόνους τους εξόχους άνδρας συγχωρούνται αι υπναλέαι φράσεις, ημείς δε οι ταπεινοί γραφίσκοι πρέπει να ήμεθα πάντοτε έξυπνοι ως αι χήνες του Καπιτωλίου, αίτινες εξύπνησαν τους Ρωμαίους.