Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΑ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιθήκη
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
μετατροπή σε πολυτονικό
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Ι'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΒ'}}
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Ι'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΒ'}}
<div class="polytonic">




Ἀφοῦ τὸ σῶμα τῆς Ξενούλας ἀνεσύρθη ἀπὸ τὸ φρέαρ, πνιγμένον καὶ νεκρόν, ἡ γραία Χαδούλα δὲν ἧτο πλέον ἥσυχη, κρυερὸς φόβος ἤρχισε νὰ τὴν κατατρύχη... Ἔλεγεν ὅτι τώρα, ἂν καὶ δὲν ἔπταιε, δὲν θὰ ἐγλύτωνε πλέον.


Τῷ ὄντι, ἡ ἐξουσία εἶχε ἀρχίσει νὰ συλλαμβάνη ὑποψίας. Ἡ σύμπτωσις ὅτι ἡ γραία ἐκείνη εἶχεν εὑρεθῆ δευτεραγωνιστοῦσα εἰς τὸν πνιγμὸν τῶν δυὸ κορασίων τοῦ Γιάννη τοῦ Περιβολᾶ, εἰς τῆς Μαμοὺς τὸ ρέμα ὅπου ὅλη ἡ ὑπόθεσις, καίτοι δὲν προέκυψαν στοιχεῖα ἐνοχῆς ἢ καὶ νύξεις πρὸς ὑποψίαν, εἶχε <τί> τὸ παράδοξον καὶ τὸ ἀλλόκοτον, καὶ ὅτι αὐτὴ πάλιν ἡ γραία εὑρίσκετο εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ γέροντος Ροσμαῆ, κατὰ τὰς ὥρας περίπου ὅτε ἐπνίγετο εἰς τὸ φρέαρ ἡ μικρὰ Ξενούλα, ἡ θυγάτηρ τοῦ Προπαντῆ, παρεῖχε νύξεις τινὰς ὑποψίας εἰς τὸν εἰρηνοδίκην, ὅστις ἐπέσυρε τὴν προσοχὴν τοῦ παρέδρου, τοῦ «ἐκπληροῦντος τ' ἀστυνομικά». Καὶ τότε ὁ πάρεδρος, ὅστις ὡς δημόσιος κατήγορος περιωρίζετο μόνον ν' ἀγορεύη, κατὰ τὰς συνεδριάσεις τῶν ποινικῶν, λέγων: «Κατὰ τὶς μαρτυρίες ποὺ εἶπαν οἱ μαρτύροι, φαίνεται νὰ ἔκαμε, ἢ φαίνεται νὰ μὴν ἔκαμε τὴν πράξιν», ὅλον δὲ τὸν ἄλλον καιρὸν δὲν ἐλάμβανεν ἀφορμὴν ν' ἀναπτύξη τὴν δραστηριότητά του ἢ νὰ τροχίση τὴν γλώσσαν του, ἁπλῶς ἀπήντησεν ὅτι «ἀφοῦ ἔτσι τὸ λέει ὁ εἰρηνοδίκης, ἔτσι θὰ εἶναι, κ' ἔτσι μου φαίνεται», καὶ τότε οἱ δυὸ ἀπεφάσισαν ν' ἀνακρίνωσιν αὐστηρότερον τὴν Χαδούλαν, χήραν Ἰωάννου Φράγκου, κ' ἐν ἀνάγκῃ νὰ τὴν προσωποκρατήσωσι.
===Ι===


Κατὰ τὴν πρώτην ἀνάκρισιν, ἥτις εἶχε γίνει ἐπὶ ποδὸς κ' ἐπιτοπίως - τότε ὁ εἰρηνοδίκης καὶ ὁ ἀστυνόμος δὲν εἶχον συλλάβει ἀκόμη ρητᾶς ὑποψίας, ἢ δὲν τὰς εἶχον ἀνακοινώσει πρὸς ἀλλήλους (ὁπότε διὰ τῆς συνεπινεύσεως τοῦ ἑνὸς ἡ πεποίθησις τοῦ ἄλλου, ὡς πάντοτε συμβαίνει, ἐδεκαπλασιάζετο) - ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐν ἀταραξίᾳ εἶχε καταθέσει τὰ γνωστὰ ἤδη γεγονότα, ἄνευ τῆς ἐσωτερικῆς ψυχολογίας των· ὅτι δηλ. αὐτή, ἐκεῖ ποὺ ἔπλυνε, «σὰν ἀπέρασε τὸ μεσημέρι, κ' ἐπείνασε, κ' ἡ κόρη της ἡ Κρινιῶ εἶχεν ὑπάγει στὸ σπίτι νὰ φέρη τὸ φαΐ, καὶ σὰν ἀργοῦσε, κι αὐτὴ εἶχε παραπεινάσει - καὶ τὴν εἶχαν καταζαλίσει τὸ πλῆθος ἐκεῖνο τὰ παιδιὰ καὶ τὰ κορίτσια, ποὺ ἐχαλνούσαν τὸν κόσμον μὲ τὰ παιγνίδια καὶ τὶς ἀταξίες τους μὲς στὴν αὐλή, καὶ γύρω-γύρω στὸ λαδαρειό, καὶ γύρω-τριγύρω στὴν καρούτα, καὶ στὸ πηγάδι σιμά· εἰς τὰς φρονίμους νουθεσίας τῆς αὐτά, κακομαθημένα, τὴν ἐπεριγελούσαν καὶ τὴν ἠρέθιζαν, καὶ τὴν ἔκαμνον νὰ χάση τὴν ὑπομονὴν -ὅλα τ' ἀνωτέρω ἐπεβεβαίωσε κ' ἡ Κρινιῶ, ἡ κόρη της- τότε αὐτή, καταζαλισμένη καὶ μὴ δυναμένη νὰ σταθῆ στὰ πόδια τῆς ἀπ' τὴν πείνα, ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγη στὸ σπίτι, διὰ νὰ φάγουν ὅλοι μαζὶ ἐκεῖ, ν' ἀπαλλάξη καὶ τὴν Κρινιῶ ἀπὸ τὸν περισσὸν κόπον τῆς μεταφορᾶς τοῦ φαγητοῦ, κι αὐτὴ νὰ ἠσυχάση πρὸς ὥραν καὶ νὰ ξαποστάση. Ἐξῆλθε λοιπὸν τῆς αὐλῆς, κ' ἔκλεισε τὴν θύραν μὲ τὸ μάνδαλον. Ὅταν, μετὰ τὸ γεῦμα, ὡς μίαν ὥραν ἀργότερα, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν αὐλήν, μαζὶ μὲ τὴν Κρινιῶ, κατ' ἀρχὰς δὲν ὑπώπτευσαν τίποτε, κ' ἐπανέλαβον τὴν ἐργασίαν των. Ὁ θόρυβος τῶν παιδίων εἶχε κοπάσει πρὸς ὥραν τότε. Ὅταν ὅμως μετ' ὀλίγον ἐχρειάσθη ν' ἀντλήσουν νερὸν ἀπὸ τὸ φρέαρ, τότε τὸ «γιουρδέλι», ἤτοι τὸ ἄντλημα τῆς Κρινιῶς, προσέκρουσεν εἰς στερεὸν σῶμα ἐντὸς τοῦ ὕδατος, κι αὐτὴ ἐν ἐκπλήξει καὶ φόβω ἔκραξε τὴν μητέρα της. Τότε αἱ δυὸ ὁμοῦ ἀνεκάλυψαν τὸ σῶμα τῆς μικρᾶς κόρης ἐπιπλέον, ἢ μᾶλλον βυθισμένον ἤδη ἐντὸς τοῦ ὕδατος».
Αφού το σώμα της Ξενούλας ανεσύρθη από το φρέαρ, πνιγμένον και νεκρόν, η γραία Χαδούλα δεν ήτο πλέον ήσυχη, κρυερός φόβος ήρχισε να την κατατρύχη... Έλεγεν ότι τώρα, αν και δεν έπταιε, δεν θα εγλύτωνε πλέον.


Ἡ Κρινιῶ ἤτον ἐντελῶς εἰλικρινὴς βεβαιοῦσα τ' ἀνωτέρω. Ὁ εἰρηνοδίκης ἤκουσεν εὐμενῶς τὴν κατάθεσιν ταύτης. Ἀλλ' ὅμως ἔκαμε μορφασμὸν εἰς τὴν μητέρα της. Ἐκεῖνος ὁ μορφασμὸς - ἐκεῖνα τὰ «μούστρα» τοῦ εἰρηνοδίκου - δὲν τῆς ἤρεσαν, τῆς Φραγκογιαννούς, ἥτις ἧτο λίαν πεπειραμένη, καὶ τότε μεγάλη ἀγωνία τὴν ἐκυρίευσεν.
Τω όντι, η εξουσία είχε αρχίσει να συλλαμβάνη υποψίας. Η σύμπτωσις ότι η γραία εκείνη είχεν ευρεθή δευτεραγωνιστούσα εις τον πνιγμόν των δύο κορασίων του Γιάννη του Περιβολά, εις της Μαμούς το ρέμα όπου όλη η υπόθεσις, καίτοι δεν προέκυψαν στοιχεία ενοχής ή και νύξεις προς υποψίαν, είχε <τι> το παράδοξον και το αλλόκοτον, και ότι αυτή πάλιν η γραία ευρίσκετο εις την αυλήν του γέροντος Ροσμαή, κατά τας ώρας περίπου ότε επνίγετο εις το φρέαρ η μικρά Ξενούλα, η θυγάτηρ του Προπαντή, παρείχε νύξεις τινάς υποψίας εις τον ειρηνοδίκην, όστις επέσυρε την προσοχήν του παρέδρου, του «εκπληρούντος τ' αστυνομικά». Και τότε ο πάρεδρος, όστις ως δημόσιος κατήγορος περιωρίζετο μόνον ν' αγορεύη, κατά τας συνεδριάσεις των ποινικών, λέγων: «Κατά τις μαρτυρίες που είπαν οι μαρτύροι, φαίνεται να έκαμε, ή φαίνεται να μην έκαμε την πράξιν», όλον δε τον άλλον καιρόν δεν ελάμβανεν αφορμήν ν' αναπτύξη την δραστηριότητά του ή να τροχίση την γλώσσαν του, απλώς απήντησεν ότι «αφού έτσι το λέει ο ειρηνοδίκης, έτσι θα είναι, κ' έτσι μου φαίνεται», και τότε οι δύο απεφάσισαν ν' ανακρίνωσιν αυστηρότερον την Χαδούλαν, χήραν Ιωάννου Φράγκου, κ' εν ανάγκη να την προσωποκρατήσωσι.


Εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Τραχήλαινας τῆς κόρης της, ὅπου εὑρίσκετο μικρὸν πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, δὲν ἔπαυε νὰ κοιτάζη ἁνήσυχος ἀπὸ τὸ παράθυρο. Διεύθυνε τὸ βλέμμα πρὸς τὴν ἰδίαν τῆς μικρὰν οἰκίαν, ἥτις καίτοι μὴ ἀντικρύζουσα, ἀλλὰ πλαγίως κειμένη, ἧτο ὁρατή, ἐπειδὴ ἐξεῖχε πέραν τῶν ὀλίγων μεσολαβουσῶν οἰκιῶν, δυὸ ἢ τρεῖς πῆχες πρὸς τὸν δρόμον. Ἡ Γιαννού, ἂν καὶ συχνὰ ἐκοίταζε, δὲν ἔβλεπε τίποτε.
Κατά την πρώτην ανάκρισιν, ήτις είχε γίνει επί ποδός κ' επιτοπίως — τότε ο ειρηνοδίκης και ο αστυνόμος δεν είχον συλλάβει ακόμη ρητάς υποψίας, ή δεν τας είχον ανακοινώσει προς αλλήλους (οπότε διά της συνεπινεύσεως του ενός η πεποίθησις του άλλου, ως πάντοτε συμβαίνει, εδεκαπλασιάζετο) — η Φραγκογιαννού εν αταραξία είχε καταθέσει τα γνωστά ήδη γεγονότα, άνευ της εσωτερικής ψυχολογίας των· ότι δηλ. αυτή, εκεί που έπλυνε, «σαν απέρασε το μεσημέρι, κ' επείνασε, κ' η κόρη της η Κρινιώ είχεν υπάγει στο σπίτι να φέρη το φαΐ, και σαν αργούσε, κι αυτή είχε παραπεινάσει — και την είχαν καταζαλίσει το πλήθος εκείνο τα παιδιά και τα κορίτσια, που εχαλνούσαν τον κόσμον με τα παιγνίδια και τις αταξίες τους μες στην αυλή, και γύρω-γύρω στο λαδαρειό, και γύρω-τριγύρω στην καρούτα, και στο πηγάδι σιμά· εις τας φρονίμους νουθεσίας της αυτά, κακομαθημένα, την επεριγελούσαν και την ηρέθιζαν, και την έκαμνον να χάση την υπομονήν —όλα τ' ανωτέρω επεβεβαίωσε κ' η Κρινιώ, η κόρη της— τότε αυτή, καταζαλισμένη και μη δυναμένη να σταθή στα πόδια της απ' την πείνα, απεφάσισε να υπάγη στο σπίτι, διά να φάγουν όλοι μαζί εκεί, ν' απαλλάξη και την Κρινιώ από τον περισσόν κόπον τής μεταφοράς του φαγητού, κι αυτή να ησυχάση προς ώραν και να ξαποστάση. Εξήλθε λοιπόν της αυλής, κ' έκλεισε την θύραν με το μάνδαλον. Όταν, μετά το γεύμα, ως μίαν ώραν αργότερα, επέστρεψαν εις την αυλήν, μαζί με την Κρινιώ, κατ' αρχάς δεν υπώπτευσαν τίποτε, κ' επανέλαβον την εργασίαν των. Ο θόρυβος των παιδίων είχε κοπάσει προς ώραν τότε. Όταν όμως μετ' ολίγον εχρειάσθη ν' αντλήσουν νερόν από το φρέαρ, τότε το «γιουρδέλι», ήτοι το άντλημα της Κρινιώς, προσέκρουσεν εις στερεόν σώμα εντός του ύδατος, κι αυτή εν εκπλήξει και φόβω έκραξε την μητέρα της. Τότε αι δύο ομού ανεκάλυψαν το σώμα της μικράς κόρης επιπλέον, ή μάλλον βυθισμένον ήδη εντός του ύδατος».


Ἡ κόρη της ἡ Δελχαρῶ εἶδε τὴν ἀνησυχίαν της, κι ἄρχισε νὰ κοιτάζη, ὅπως ἡ μήτηρ της, καὶ αὐτή. Τὴν ὥραν τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, αἴφνης μετὰ κρυφίου φόβου τὴν ἔκραξε:
Η Κρινιώ ήτον εντελώς ειλικρινής βεβαιούσα τ' ανωτέρω. Ο ειρηνοδίκης ήκουσεν ευμενώς την κατάθεσιν ταύτης. Αλλ' όμως έκαμε μορφασμόν εις την μητέρα της. Εκείνος ο μορφασμός — εκείνα τα «μούστρα» του ειρηνοδίκου — δεν της ήρεσαν, της Φραγκογιαννούς, ήτις ήτο λίαν πεπειραμένη, και τότε μεγάλη αγωνία την εκυρίευσεν.


- Μάννα! Μάννα!
Εις την οικίαν της Τραχήλαινας της κόρης της, όπου ευρίσκετο μικρόν προ της δύσεως του ηλίου, δεν έπαυε να κοιτάζη ανήσυχος από το παράθυρο. Διεύθυνε το βλέμμα προς την ιδίαν της μικράν οικίαν, ήτις καίτοι μη αντικρύζουσα, αλλά πλαγίως κειμένη, ήτο ορατή, επειδή εξείχε πέραν των ολίγων μεσολαβουσών οικιών, δύο ή τρεις πήχες προς τον δρόμον. Η Γιαννού, αν και συχνά εκοίταζε, δεν έβλεπε τίποτε.


- Τί εἶναι;
Η κόρη της η Δελχαρώ είδε την ανησυχίαν της, κι άρχισε να κοιτάζη, όπως η μήτηρ της, και αυτή. Την ώραν της δύσεως του ηλίου, αίφνης μετά κρυφίου φόβου την έκραξε:


- Ἔλα νὰ ἰδῆς!
— Μάννα! Μάννα!


Τί είναι;
- Τί;


- Δυὸ ταχτικοὶ στέκονται καὶ κοιτάζουν ἔξω ἀπ' τὴν αὐλή, στὸ σπίτι σας...
— Έλα να ιδής!


Ἡ γραία Χαδούλα ἐσηκώθη, καὶ εἶδεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐφοβεῖτο. Δυὸ «ταχτικοί», ἤτοι χωροφύλακες, ὅπως εἰς τοὺς χρόνους τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Μώρου -ὁπότε οὗτος, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν περίπου εἶχε σύρει ἐκ τῆς κόμης ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου τῆς ὁδοῦ τὴν μητέρα του, καὶ εἶχε μαχαιρώσει τὴν ἀδελφήν του- ἵσταντο παραμονεύοντες, κοιτάζοντες ἀπλήστως πρὸς τὴν οἰκίαν.
— Τί;


Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶδε καὶ ἐπείσθη ὅτι μέγας καὶ ἐπικείμενος κίνδυνος τὴν ἠπείλει.
— Δυο ταχτικοί στέκονται και κοιτάζουν έξω απ' την αυλή, στο σπίτι σας...


- Πρέπει νὰ πάρω τὰ βουνά, δυχατέρα! εἶπεν αἴφνης. Ἂν προφτάσω!
Η γραία Χαδούλα εσηκώθη, και είδεν εκείνο το οποίον εφοβείτο. Δύο «ταχτικοί», ήτοι χωροφύλακες, όπως εις τους χρόνους του υιού της, του Μώρου —οπότε ούτος, προ δεκαπέντε ετών περίπου είχε σύρει εκ της κόμης επί του λιθοστρώτου της οδού την μητέρα του, και είχε μαχαιρώσει την αδελφήν του— ίσταντο παραμονεύοντες, κοιτάζοντες απλήστως προς την οικίαν.


- Γιατί, μάννα; εἶπεν ἐν ἀγωνίᾳ ἡ Δελχαρῶ.
Η Φραγκογιαννού είδε και επείσθη ότι μέγας και επικείμενος κίνδυνος την ηπείλει.


- Γιατί... μὲ γυρεύουν γιὰ νὰ μὲ φυλακώσουν.
— Πρέπει να πάρω τα βουνά, δυχατέρα! είπεν αίφνης. Αν προφτάσω!


- Ἀλήθεια;... Ἐσὺ τὸ ἔρριξες, μάννα, τὸ κορίτσι στὸ πηγάδι;
— Γιατί, μάννα; είπεν εν αγωνία η Δελχαρώ.


- Ὄχι, μάρτυς μου ὁ Θεός! Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαμα, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού...
— Γιατί... με γυρεύουν για να με φυλακώσουν.


- Τότε;...
— Αλήθεια;... Εσύ το έρριξες, μάννα, το κορίτσι στο πηγάδι;


- Σιώπα!
— Όχι, μάρτυς μου ο Θεός! Αυτό δεν το έκαμα, είπεν η Φραγκογιαννού...


- Ἡ ἁμαρτία σὲ κυνηγά, μάννα, εἶπε δειλῶς ἡ Δελχαρῶ.
— Τότε;...


- Σιώπα! Μουρλάθηκες; εἶπε βλοσυρὰ ἡ μάννα της, ὑποπτεύσασα ὑπαινιγμὸν τινὰ εἰς τὸν τόνον μέθ' οὐ ὡμίλει ἡ κόρη της.
— Σιώπα!


- Τί νὰ πῶ κ' ἐγώ, ἡ καημένη! εἶπε συμπλέκουσα τὰς χείρας ἐν ἀμηχανίᾳ, ἡ Δελχαρῶ.
— Η αμαρτία σε κυνηγά, μάννα, είπε δειλώς η Δελχαρώ.


- Ἅ! αὐτὸ μὴν τὸ λές! ὄχι! Δὲν κάνει νὰ τὸ λές!
— Σιώπα! Μουρλάθηκες; είπε βλοσυρά η μάννα της, υποπτεύσασα υπαινιγμόν τινά εις τον τόνον μεθ' ου ωμίλει η κόρη της.


Καὶ τρομερά, κατῆλθε τὴν σκάλαν νὰ φύγη.
— Τί να πω κ' εγώ, η καημένη! είπε συμπλέκουσα τας χείρας εν αμηχανία, η Δελχαρώ.


- Ποῦ πᾶς, μάννα;
— Α! αυτό μην το λες! όχι! Δεν κάνει να το λες!


- Στὰ βουνά, σοῦ εἶπα!... Δῶσε μου λίγο παξιμάδι.
Και τρομερά, κατήλθε την σκάλαν να φύγη.


Ἡ Δελχαρῶ ἔτρεξε ν' ἀνοίξη τὸ ἐρμάριον, κ' ἔλαβεν ἐκεῖθεν ὀλίγα παξιμάδια.
— Πού πας, μάννα;


- Δῶσε μου καὶ τὸ καλάθι μου... κ' ἕνα μαχαιράκι, ἐπανέλαβεν ἐν ἄκρᾳ βία ἡ Φραγκογιαννού... Βάλε μου κ' ἕνα χράμι μάλλινο μέσα... καὶ τὴ μανδήλα μου... τὰ παλιοτσόκαρά μου... Δῶσε μου καὶ τὸ ραβδί μου... ψάξε νὰ τὸ βρής!
— Στα βουνά, σου είπα!... Δώσε μου λίγο παξιμάδι.


Ἡ Δελχαρῶ, ἐν ἄκρᾳ σιγὴ καὶ ὑπομονή, ἐπροσπάθει νὰ ἐκτελέση ὅλας τὰς ἐτοιμασίας ταύτας.
Η Δελχαρώ έτρεξε ν' ανοίξη το ερμάριον, κ' έλαβεν εκείθεν ολίγα παξιμάδια.


- Ποῦ θὰ πᾶς, μάννα; ἐπανέλαβε κλαίουσα. Ὤ! καῖετ' ἡ καρδιά μου!
— Δώσε μου και το καλάθι μου... κ' ένα μαχαιράκι, επανέλαβεν εν άκρα βία η Φραγκογιαννού... Βάλε μου κ' ένα χράμι μάλλινο μέσα... και τη μανδήλα μου... τα παλιοτσόκαρά μου... Δώσε μου και το ραβδί μου... ψάξε να το βρης!


- Μὴν κλαῖς!... Κάπου θὰ κρυφτῶ, σὲ καμμιὰ τρύπα... Ἡσυχία, ἐσεῖς φρόνιμα! ὡς ποὺ νὰ περάση ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου.
Η Δελχαρώ, εν άκρα σιγή και υπομονή, επροσπάθει να εκτελέση όλας τας ετοιμασίας ταύτας.


Καὶ λαβοῦσα τὸ καλάθιον καὶ τὸ ραβδίον της, κατῆλθε σιγά. Ἔκαμε τὸν σταυρόν της.
— Πού θα πας, μάννα; επανέλαβε κλαίουσα. Ω! καίετ' η καρδιά μου!


Αἴφνης ἐκοντοστάθη εἰς τὴν τρίτην βαθμίδα τῆς σκάλας, καὶ στραφεῖσα πρὸς τὴν Δελχαρῶ, τῆς εἶπε:
— Μην κλαις!... Κάπου θα κρυφτώ, σε καμμιά τρύπα... Ησυχία, εσείς φρόνιμα! ως που να περάση η οργή του Κυρίου.


- Ξέρεις τί νὰ κάμης;... Θὰ πάω ἀπ' τὸν ἀπάνω δρόμο, γιὰ νὰ γλυτώσω, νὰ μὴ μὲ ἰδοῦν, τὰ σκυλιά... Καὶ σῦ, αὐτὴν τὴν στιγμή, νὰ τρέξης στὸ σπίτι... νὰ καμωθῆς πὼς δὲν τοὺς βλέπεις, τοὺς ταχτικούς... καὶ νὰ φωνάξης τῆς Ἀμέρσας ἀποκάτ' ἀπ' τὸ δρόμο: «Ἀμέρσα, εἶναι ἀπάνω ἡ μάννα;»...
Και λαβούσα το καλάθιον και το ραβδίον της, κατήλθε σιγά. Έκαμε τον σταυρόν της.


....'Ὀχι, μὴ λὲς «εἴν' ἀπάνω ἡ μάννα»... μόνο νὰ πής: «Ἀμέρσα, πῶς εἶναι ἡ μάννα, εἶναι καλύτερα; ἔχει σηκωθῆ;... Στὸ στρώμα εἴν' ἀκόμα;» Γιὰ νὰ πιστέψουν πὼς βρίσκομαι ἀπάνω στὸ σπίτι, καὶ πὼς εἶμαι ἄρρωστη... Γιὰ νὰ μὴν ὑποπτευθοῦν τίποτα, καὶ μὲ κυνηγήσουν τὰ σκυλιά!... Τρέξε, γλήγορα!
Αίφνης εκοντοστάθη εις την τρίτην βαθμίδα της σκάλας, και στραφείσα προς την Δελχαρώ, της είπε:


Εἴτα προσέθηκε:
— Ξέρεις τί να κάμης;... Θα πάω απ' τον απάνω δρόμο, για να γλυτώσω, να μη με ιδούν, τα σκυλιά... Και συ, αυτήν την στιγμή, να τρέξης στο σπίτι... να καμωθής πως δεν τους βλέπεις, τους ταχτικούς... και να φωνάξης της Αμέρσας αποκάτ' απ' το δρόμο: «Αμέρσα, είναι απάνω η μάννα;»...


- Ἔχετε γεια... καὶ καλὴ ἀντάμωση!...
....'Οχι, μη λες «είν' απάνω η μάννα»... μόνο να πης: «Αμέρσα, πώς είναι η μάννα, είναι καλύτερα; έχει σηκωθή;... Στο στρώμα είν' ακόμα;» Για να πιστέψουν πως βρίσκομαι απάνω στο σπίτι, και πως είμαι άρρωστη... Για να μην υποπτευθούν τίποτα, και με κυνηγήσουν τα σκυλιά!... Τρέξε, γλήγορα!


Εὐθὺς ὕστερον ἐξῆλθε κ' ἡ Δελχαρῶ, τρέχουσα, μ' ἐλαφρὸν βῆμα, κι διευθύνθη πρὸς τὴν μητρικὴν τῆς οἰκίαν, νὰ ἐκτελέση τὴν ἐντολήν.
Είτα προσέθηκε:


— Έχετε γεια... και καλή αντάμωση!...


<center>* * *</center>
Ευθύς ύστερον εξήλθε κ' η Δελχαρώ, τρέχουσα, μ' ελαφρόν βήμα, κι διευθύνθη προς την μητρικήν της οικίαν, να εκτελέση την εντολήν.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπῆρε τὸν ἀπάνω δρόμον, κατὰ τὰ Κοτρώνια, μὲ δρομαῖον βῆμα. Εἰς τὴν τελευταίαν ἀπήχησιν τοῦ «καλὴ ἀντάμωση», τὸ ὁποῖον εὐχήθη εἰς τὴν κόρην της, ἀκουσίως προσέθηκε καθ' ἑαυτὴν μετὰ πικρᾶς εἰρωνείας: «Ἢ ἐσᾶς θ' ἀνταμώσω ἐδῶ - ἤ, τὸν ἀδελφό σας στὴν φυλακὴ θὰ πάω ν' ἀνταμώσω - ἤ, στὸν ἄλλο κόσμο θ' ἀνταμώσω τὸν πατέρα σας... κι αὐτὸ εἶναι ἀπ' τὰ τρία τὸ σιγουρότερο!»


Καθὼς ἀνέβαινεν ἀσθμαίνουσα τὸν πετρώδη λόφον, «Ἔλα Παναγία μου, ἔλεγε μέσα της, ἂς εἶμαι κι ἁμαρτωλή». Εἴτα εἰς τὰ ἐνδόμυχα τῆς ψυχῆς τῆς εἶπε: «Δὲν τὸ ἔκαμα γιὰ κακό».


Μόλις ἐπροχώρησεν ὀλίγα βήματα, καὶ εἰς τοὺς τελευταίους σποραδικοὺς οἰκίσκους τῆς πολίχνης, ἐπάνω στοὺς βράχους, καθὼς ἐκατηφόριζε νὰ φθάση στὸν αἰγιαλόν, βλέπει τὸν Κυριάκον, τὸν κλήτορα τῆς ἀστυνομίας, μὲ τὸ φέσι του μὲ τὴν κοντὴν φοῦνταν, ἢ «γαλίπαν», ὅπως τὴν ἔλεγαν, μὲ τὸν καστανὸν τοῦ στριμμένον μύστακα, καὶ κρατοῦντα εἰς τὴν χείραν τὸ κοντὸν ρόπαλόν του, πέριξ τοῦ ὁποίου ἐφαίνετο σκυταλοειδῶς ἡ ἐπιγραφὴ «Ἰσχὺς τοῦ Νόμου». Οὗτος, συνοδευόμενος ἀπὸ ἕνα γέροντα ἀπόμαχον, μὲ στρατιωτικὴν στολήν, ἤρχετο ἀπὸ ἕνα πλάγιον δρομίσκον, διευθυνόμενος εἰς τὸν αἰγιαλόν, ὅπου κατήρχετο καὶ ἡ Φραγκογιαννού, καὶ μετὰ μικρὸν ἐξ ἅπαντος θὰ τὴν ἔφθανον, ἢ θὰ τῆς ἔπαιρνον τὰ νῶτα.
===ΙΙ===


Ἴσως ἡ παρουσία τοῦ Κυριάκου ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὸν ἀπόμαχον, νὰ ἧτο τυχαία. Ἀλλ' ἡ ἔνοχος γυνή, ὡς τοὺς εἶδεν, ἐταράχθη, κ' ἐτάχυνε τὸ βῆμα. Τῆς ἐφάνη δὲ ὅτι κ' ἐκεῖνοι τὸ αὐτὸ ἔκαμαν.
Η Φραγκογιαννού επήρε τον απάνω δρόμον, κατά τα Κοτρώνια, με δρομαίον βήμα. Εις την τελευταίαν απήχησιν του «καλή αντάμωση», το οποίον ευχήθη εις την κόρην της, ακουσίως προσέθηκε καθ' εαυτήν μετά πικράς ειρωνείας: «Ή εσάς θ' ανταμώσω εδώ – ή, τον αδελφό σας στην φυλακή θα πάω ν' ανταμώσω – ή, στον άλλο κόσμο θ' ανταμώσω τον πατέρα σας... κι αυτό είναι απ' τα τρία το σιγουρότερο!»


Τότε ἡ Γιαννού, καθὼς ἔφθασεν εἰς τὸν αἰγιαλόν, κατ' ἀγαθὴν συγκυρίαν, αἴφνης εἶδεν ἐνώπιόν της ἀνοικτὴν τὴν θύραν μιᾶς οἰκίας, λίαν γνωρίμου εἰς αὐτήν, καὶ οὐδὲ στιγμὴν ἐδίστασε νὰ ὑπερβῆ τὸ κατώφλιον. Ἁμα εἰσῆλθε, τεταραγμένη, ἔβαλε τὸ μάνδαλον καὶ τὸν σύρτην.
Καθώς ανέβαινεν ασθμαίνουσα τον πετρώδη λόφον, «Έλα Παναγία μου, έλεγε μέσα της, ας είμαι κι αμαρτωλή». Είτα εις τα ενδόμυχα της ψυχής της είπε: «Δεν το έκαμα για κακό».


- Μαρουσῶ, εἴσ' ἐπάνω; ἔκραξεν μὲ σιγανήν, ἀλλὰ συριστικὴν φωνήν, ἀνερχομένη τὴν σκάλαν.
Μόλις επροχώρησεν ολίγα βήματα, και εις τους τελευταίους σποραδικούς οικίσκους της πολίχνης, επάνω στους βράχους, καθώς εκατηφόριζε να φθάση στον αιγιαλόν, βλέπει τον Κυριάκον, τον κλήτορα της αστυνομίας, με το φέσι του με την κοντήν φούνταν, ή «γαλίπαν», όπως την έλεγαν, με τον καστανόν του στριμμένον μύστακα, και κρατούντα εις την χείραν το κοντόν ρόπαλόν του, πέριξ του οποίου εφαίνετο σκυταλοειδώς η επιγραφή «Ισχύς του Νόμου». Ούτος, συνοδευόμενος από ένα γέροντα απόμαχον, με στρατιωτικήν στολήν, ήρχετο από ένα πλάγιον δρομίσκον, διευθυνόμενος εις τον αιγιαλόν, όπου κατήρχετο και η Φραγκογιαννού, και μετά μικρόν εξ άπαντος θα την έφθανον, ή θα της έπαιρνον τα νώτα.


Μία γυνὴ κοντούλα, ροδοκόκκινη, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν θύραν ἑνὸς θαλάμου, κ' ἐπαρουσιάσθη μειδιώσα, ἀλλὰ καὶ ἁνήσυχος τὸ βλέμμα.
Ίσως η παρουσία του Κυριάκου εκεί, μαζί με τον απόμαχον, να ήτο τυχαία. Αλλ' η ένοχος γυνή, ως τους είδεν, εταράχθη, κ' ετάχυνε το βήμα. Της εφάνη δε ότι κ' εκείνοι το αυτό έκαμαν.


- Ποῦ σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, θεια-Χαδούλα; ἠρώτησε.
Τότε η Γιαννού, καθώς έφθασεν εις τον αιγιαλόν, κατ' αγαθήν συγκυρίαν, αίφνης είδεν ενώπιόν της ανοικτήν την θύραν μιας οικίας, λίαν γνωρίμου εις αυτήν, και ουδέ στιγμήν εδίστασε να υπερβή το κατώφλιον. Αμα εισήλθε, τεταραγμένη, έβαλε το μάνδαλον και τον σύρτην.


- Μὴν τὰ ρωτᾶς, παιδί μου... Μεγάλη συφορά μου ἐπενέβηκε, ἤρχισε νὰ λέγη ἡ Γιαννού.
— Μαρουσώ, είσ' επάνω; έκραξεν με σιγανήν, αλλά συριστικήν φωνήν, ανερχομένη την σκάλαν.


Εἴτα ἁνήσυχος ἠρώτησε:
Μία γυνή κοντούλα, ροδοκόκκινη, εξήλθεν από την θύραν ενός θαλάμου, κ' επαρουσιάσθη μειδιώσα, αλλά και ανήσυχος το βλέμμα.


- Μὴν εἴν' ἐδῶ ὁ κυρ Ἀναγνώστης;
— Πού σ' αυτόν τον κόσμο, θεια-Χαδούλα; ηρώτησε.


- Ὄχι, δὲν εἴν'ἐδῶ· τόσο νωρὶς δὲν ἔρχεται, εἶναι στὸν καφενέ... Ἄχ! θεια-Χαδούλα κ' ἐγὼ ἔλεγα πὼς νὰ κάμω νὰ 'ρθω στὸ σπίτι σου νά σου πῶ τὰ τρέχοντα...
— Μην τα ρωτάς, παιδί μου... Μεγάλη συφορά μου επενέβηκε, ήρχισε να λέγη η Γιαννού.


- Ἔμαθες τίποτα;
Είτα ανήσυχος ηρώτησε:


- Τὰ ἔλεγαν τώρα τὸ ἀπόγευμα, ὁ ἀφέντης μου, μαζὶ μὲ τὸν κουμπάρο μας τὸν Ἀϊμερίτη, ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ φουμάρη ἕνα τσιμπούκι καὶ νὰ κουβεντιάσουν, ὅπως συνηθίζουν.
— Μην είν' εδώ ο κυρ Αναγνώστης;


- Καὶ τί λέγανε;
— Όχι, δεν είν'εδώ· τόσο νωρίς δεν έρχεται, είναι στον καφενέ... Αχ! θεια-Χαδούλα κ' εγώ έλεγα πώς να κάμω να 'ρθω στο σπίτι σου να σου πω τα τρέχοντα...


- Ὁ ρηνοδίκης μαζὶ μὲ τὸν ἀστυνόμο, θέλουν νὰ σὲ συλλάβουν... Ἔλεγαν νὰ στείλουν τοὺς χωροφύλακες... Σ' ἔχουν ὕποπτη γιὰ τὸ κοριτσάκι ποὺ πνίγηκε χθὲς μὲς στὸ πηγάδι.
— Έμαθες τίποτα;


- Ὤ! τρομάρα μου...
— Τα έλεγαν τώρα το απόγευμα, ο αφέντης μου, μαζί με τον κουμπάρο μας τον Αϊμερίτη, που ήρθε για να φουμάρη ένα τσιμπούκι και να κουβεντιάσουν, όπως συνηθίζουν.


- Κ' ἔλεγα νὰ 'ρθω νά σου πῶ, γιὰ νὰ κρυφτής, ἂν μπορέσης... Μὰ πῶς βρέθηκες ἐδῶ;
— Και τί λέγανε;


Ἡ Φραγκογιαννοὺ διηγήθη ὅτι, ἀφοῦ, μετὰ τὴν χθεσινὴν ἀνάκρισίν της, ἐκατάλαβεν ὅτι ὁ εἰρηνοδίκης ἄρχισε νὰ τὴν ἔχη «στὴν μπούκα τοῦ τουφεκιοῦ», ἠσθάνθη κι αὐτὴ φόβον μὴ κακοπέση ἄδικα, καὶ ὅτι ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς κόρης της, τῆς Δελχαρῶς, ὅπου ἔτυχε νὰ εὑρίσκεται σήμερον τὸ δειλινόν, εἶχεν ἰδεῖ τοὺς χωροφύλακας νὰ κατασκοπεύουν τὸ δικό της τὸ σπίτι· ὅτι ἀπεφάσισε νὰ φύγη στὰ βουνά· ὅτι, καθὼς ἔτρεχαν ἐδῶ κάτω, κατὰ τὸν αἰγιαλόν, σκοπεύουσα νὰ πάρη τὸ κρυφὸν μονοπάτι τοῦ βουνοῦ, ὀπίσω ἀπὸ τὰ Κοτρώνια, εἶδε τὸν Κυριάκον τὸν κλήτορα μαζὶ μ' ἕνα γερο-ταχτικόν, νὰ ἔρχωνται κατόπιν της, ἀλλ' ὅτι κατὰ θείαν νεύσιν, εὑρέθη κοντὰ στὸ σπίτι τῆς Μαρουσῶς, ἡ ὁποία ξεύρει καλὰ ἀπὸ παλαιὸν καιρὸν «τὰ πάθια της», ἐφρόντισε νὰ προσθέση, καὶ ἰδοῦσα τὴν θύραν ἀνοικτήν, ἔσπευσε νὰ εἰσέλθη, ὅπως εὔρη ἄσυλον.
— Ο ρηνοδίκης μαζί με τον αστυνόμο, θέλουν να σε συλλάβουν... Έλεγαν να στείλουν τους χωροφύλακες... Σ' έχουν ύποπτη για το κοριτσάκι που πνίγηκε χθες μες στο πηγάδι.


- Ἔχω κλειδώσει τὴν πόρτα ἀπὸ μέσα, παιδάκι μου... ἀπ' τὸ σαστισμό μου, τί νὰ κάμω! Μοῦ ἤτανε γραφτὸ νὰ πάθω, τὰ 'παθα. Ἔτσι νὰ 'χης πολὺ καλό, Μαρουσῶ μου, δὲν κοιτάζεις κρυφά, κρυφὰ ἀπὸ τὸ παντζούρι ἐκεῖνο;... νὰ ἰδῆς ἂν εἶναι ὁ Κυριάκος κάτω ἢ ἔχει τραβήξει;
— Ω! τρομάρα μου...


Ἡ Μαρουσῶ ἦλθε πρὸς τὸ ὑποδειχθὲν παράθυρον, κ' ἐκοίταξε κατὰ τὸν δρόμον. Εἴτα ἐπιστραφεῖσα εἶπεν:
— Κ' έλεγα να 'ρθω να σου πω, για να κρυφτής, αν μπορέσης... Μα πώς βρέθηκες εδώ;


- Εἶναι παραπέρα, ἐκεῖ... Στέκονται στὸ δρόμο μαζὶ μ' ἕνα γέρο ἀπόμαχον... Ἔχουν πιάσει κουβέντα μὲ τὸν γείτονά μας τὸν ψαρά, τὸν Φραγκούλη.
Η Φραγκογιαννού διηγήθη ότι, αφού, μετά την χθεσινήν ανάκρισίν της, εκατάλαβεν ότι ο ειρηνοδίκης άρχισε να την έχη «στην μπούκα του τουφεκιού», ησθάνθη κι αυτή φόβον μη κακοπέση άδικα, και ότι από το σπίτι της κόρης της, της Δελχαρώς, όπου έτυχε να ευρίσκεται σήμερον το δειλινόν, είχεν ιδεί τους χωροφύλακας να κατασκοπεύουν το δικό της το σπίτι· ότι απεφάσισε να φύγη στα βουνά· ότι, καθώς έτρεχαν εδώ κάτω, κατά τον αιγιαλόν, σκοπεύουσα να πάρη το κρυφόν μονοπάτι του βουνού, οπίσω από τα Κοτρώνια, είδε τον Κυριάκον τον κλήτορα μαζί μ' ένα γερο-ταχτικόν, να έρχωνται κατόπιν της, αλλ' ότι κατά θείαν νεύσιν, ευρέθη κοντά στο σπίτι της Μαρουσώς, η οποία ξεύρει καλά από παλαιόν καιρόν «τα πάθια της», εφρόντισε να προσθέση, και ιδούσα την θύραν ανοικτήν, έσπευσε να εισέλθη, όπως εύρη άσυλον.


- Καὶ κοιτάζουν κατὰ δῶ;
— Έχω κλειδώσει την πόρτα από μέσα, παιδάκι μου... απ' το σαστισμό μου, τι να κάμω! Μου ήτανε γραφτό να πάθω, τα 'παθα. Έτσι να 'χης πολύ καλό, Μαρουσώ μου, δεν κοιτάζεις κρυφά, κρυφά από το παντζούρι εκείνο;... να ιδής αν είναι ο Κυριάκος κάτω ή έχει τραβήξει;


- Κοιτάζουν στὴν ἀμμουδιά, πέρα.
Η Μαρουσώ ήλθε προς το υποδειχθέν παράθυρον, κ' εκοίταξε κατά τον δρόμον. Είτα επιστραφείσα είπεν:


Ἡ γραία ἧτο ἔμφοβος, κ' ἔφερε τὰς χείρας περὶ τὸ πρόσωπον, ὡς διὰ νὰ τραβήξη τὰ τσουλούφια της, ἢ νὰ σχίση τὰ μάγουλά της.
— Είναι παραπέρα, εκεί... Στέκονται στο δρόμο μαζί μ' ένα γέρο απόμαχον... Έχουν πιάσει κουβέντα με τον γείτονα μας τον ψαρά, τον Φραγκούλη.


Ἡ Μαροῦσα τὴν ὤκτειρε.
— Και κοιτάζουν κατά δω;


- Δὲν κάθεσαι, θεια-Χαδούλα;... Μὴ φοβᾶσαι... Ό,τι εἶναι, θὰ περάση... Κάθισε, νά σου κάμω καφεδάκι νὰ πιης.
— Κοιτάζουν στην αμμουδιά, πέρα.


Ἡ Γιαννοὺ μετὰ δισταγμοὺ ἐρρίφθη ἐπὶ τινος χαμηλοῦ σκαμνίου, εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ μαγειρείου, ὅπου ἐγίνετο ὁ διάλογος.
Η γραία ήτο έμφοβος, κ' έφερε τας χείρας περί το πρόσωπον, ως διά να τραβήξη τα τσουλούφια της, ή να σχίση τα μάγουλά της.


Ἡ οἰκία ἐφαίνετο εὐπορούσης οἰκογενείας, καὶ εἶχε πολλὰ χωρίσματα, κ' ἐπίπλωσιν εὐπρεπῆ.
Η Μαρούσα την ώκτειρε.


- Δὲ θυμᾶσαι τὰ δικά μου, θεια-Χαδούλα... εἶπε μυστηριωδῶς ἡ Μαροῦσα, καὶ τὸ πρόσωπον τῆς ἀφ' ὅ,τι ἧτο ἔγινεν ἀκόμη ἐρυθρότερον... Θυμήσου τί τρομάρες, τί βάσανα πέρασα τότε κ' ἐγώ! Κι ἂς εἶσαι καλά, πόσο μ' ἐβοήθησες! Ἔτσι θὰ περάσουν καὶ τὰ δικά σου.
— Δεν κάθεσαι, θεια-Χαδούλα;... Μη φοβάσαι... Ό,τι είναι, θα περάση... Κάθισε, να σου κάμω καφεδάκι να πιης.


- Γιατί εἶπα ἐγὼ πὼς ἐσὺ ξέρεις τὰ πάθια μου! Ἐπανέλαβεν ἡ Φραγκογιαννοὺ μετριόφρων.
Η Γιαννού μετά δισταγμού ερρίφθη επί τινος χαμηλού σκαμνίου, εις τα πρόθυρα του μαγειρείου, όπου εγίνετο ο διάλογος.


- Ἐκεῖνα ποὺ λές, ἦταν πάθια δικά μου, διώρθωσε φιλαλήθης ἡ Μαρουσῶ.
Η οικία εφαίνετο ευπορούσης οικογενείας, και είχε πολλά χωρίσματα, κ' επίπλωσιν ευπρεπή.


Ἔψησε τὸν καφὲν καὶ τὸν ἐκένωσε.
— Δε θυμάσαι τα δικά μου, θεια-Χαδούλα... είπε μυστηριωδώς η Μαρούσα, και το πρόσωπον της αφ' ό,τι ήτο έγινεν ακόμη ερυθρότερον... Θυμήσου τί τρομάρες, τί βάσανα πέρασα τότε κ' εγώ! Κι ας είσαι καλά, πόσο μ' εβοήθησες! Έτσι θα περάσουν και τα δικά σου.


- Ὁ ἀφέντης μου, ὅπου εἶναι, θὰ 'ρθη... Πιε τὸν καφέ σου. Βούτηξε καὶ τὸ ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην φέταν ψωμίου.
— Γιατί είπα εγώ πως εσύ ξέρεις τα πάθια μου! Επανέλαβεν η Φραγκογιαννού μετριόφρων.


Ἡ γραία ἄρχισε νὰ βουτὰ τὸ ψωμὶ καὶ νὰ τὸ μασὰ χωρὶς ὄρεξιν.
— Εκείνα που λες, ήταν πάθια δικά μου, διώρθωσε φιλαλήθης η Μαρουσώ.


- Πολὺ καλὸ νὰ 'χης, ἔλεγε. Δὲν πάει κάτω, παιδί μου... Ἀπ' τὸ χολοσκασμὸ ποὺ ἔχω... Φαρμάκι βγάζ' ὁ οὐρανίσκος μου.
Έψησε τον καφέν και τον εκένωσε.


Εἴτε ἐπέφερε:
— Ο αφέντης μου, όπου είναι, θα 'ρθη... Πιε τον καφέ σου. Βούτηξε και το ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην φέταν ψωμίου.


- Δὲν κάνεις τὸν κόπο νὰ κοιτάξης πάλι ἀπ' τὸ παραθυράκι, ἔξω;... Εἶναι ἀκόμη ὁ Κυριάκος κάτω;
Η γραία άρχισε να βουτά το ψωμί και να το μασά χωρίς όρεξιν.


Ἡ Μαροῦσα ὑπήκουσεν.
— Πολύ καλό να 'χης, έλεγε. Δεν πάει κάτω, παιδί μου... Απ' το χολοσκασμό που έχω... Φαρμάκι βγάζ' ο ουρανίσκος μου.


- Ἐκεῖ εἶναι θεια-Χαδούλα... Ἔπιασαν μεγάλην κουβέντα μὲ τὸν Φραγκούλη.
Είτε επέφερε:


- Καὶ τώρα, ποῦ νὰ πάω;... Σὰν ἔρθ' ὁ πατέρας σου;... Βασιλεψ' ὁ ἥλιος... σουρούπωσε... θὰ νυχτώση.
— Δεν κάνεις τον κόπο να κοιτάξης πάλι απ' το παραθυράκι, έξω;... Είναι ακόμη ο Κυριάκος κάτω;


Ἡ Μαροῦσα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμήν, εἴτα εἶπεν:
Η Μαρούσα υπήκουσεν.


- Ἐγὼ ἔχω μεγάλην ὑποχρέωση σὲ λόγου σου, θεια-Χαδούλα... Πὼς νὰ τὸ ξεχάσω!
— Εκεί είναι θεια-Χαδούλα... Έπιασαν μεγάλην κουβέντα με τον Φραγκούλη.


- Θυμᾶσαι; εἶπεν ἀκουσίως μειδιώσα ἡ γραία.
— Και τώρα, πού να πάω;... Σαν έρθ' ο πατέρας σου;... Βασιλεψ' ο ήλιος... σουρούπωσε... θα νυχτώση.


- Καὶ μπορῶ νὰ τ' ἀστοχήσω;... Ό,τι μπορέσω νὰ κάμω, θὰ κάμω γιὰ σένα.
Η Μαρούσα εσκέφθη επί στιγμήν, είτα είπεν:


- Ἂς εἶσαι καλά.
— Εγώ έχω μεγάλην υποχρέωση σε λόγου σου, θεια-Χαδούλα... Πώς να το ξεχάσω!


- Μοῦ φαίνεται πὼς τὸ καλύτερο εἶναι νὰ σὲ κρύψω ἐδῶ τὴ νύχτα, τώρα, πρὶν ἔλθη ὁ ἀφέντη μου.
— Θυμάσαι; είπεν ακουσίως μειδιώσα η γραία.


- Ποῦ;
— Και μπορώ να τ' αστοχήσω;... Ό,τι μπορέσω να κάμω, θα κάμω για σένα.


- Κάτω, στὸ μικρὸ κατωγάκι, στὸ σοφά... ξέρεις;
— Ας είσαι καλά.


- Ἅ! εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού, ὡς νὰ τῆς ἦλθε μία ἀνάμνησις.
— Μου φαίνεται πως το καλύτερο είναι να σε κρύψω εδώ τη νύχτα, τώρα, πριν έλθη ο αφέντη μου.


- Καὶ τὰ μεσάνυκτα, σὰν λαλήσει τ' ἀρνίθι...
— Πού;


- Ε;...
— Κάτω, στο μικρό κατωγάκι, στο σοφά... ξέρεις;


- Κοντὰ νὰ φέξη, ὅ,τι ὥρα νοιώσεις...
— Α! είπεν η Φραγκογιαννού, ως να της ήλθε μία ανάμνησις.


- Καλά!
— Και τα μεσάνυκτα, σαν λαλήσει τ' αρνίθι...


- Ἂν θέλης, σηκώνεσαι, καὶ πᾶς στὸ καλό, ὅπου σὲ φωτίση ὁ Θεός.
— Ε;...


- Ἂς εἶναι! εἶπε μετὰ στεναγμοῦ ἡ γραία.
— Κοντά να φέξη, ό,τι ώρα νοιώσεις...


- Τὴν ἄλλη νύχτα πάλι, ἀνίσως καὶ δὲν εὕρης ἄλλο καταφύγιο εἰς μέρος πλιὸ κρυφό, καὶ πλιὸ σίγουρο, ἔρχεσαι, καί μου ρίχνεις ἕνα πετραδάκι σ' αὐτὸ τὸ παράθυρο, ἢ στὸ μικρὸ μπαλκονάκι κατὰ τὸ γιαλό, κατεβαίνω, σοῦ ἀνοίγω, καὶ σὲ κρύφτω πάλι στὸ κατωγάκι.
— Καλά!


- Καλά!... Μά, γιὰ κοίταξε, ἔφυγε ὁ Κυριάκος;
— Αν θέλης, σηκώνεσαι, και πας στο καλό, όπου σε φωτίση ο Θεός.


Ἡ Μαροῦσα ἐπῆγε πέραν τοῦ μεσοτοίχου, εἰς τὸ παράθυρον πρὸς τὸν δρόμον, ἀργοπόρησεν ὀλίγον, ἴσως διότι εἶχε σκοτεινιάσει πλέον καὶ δὲν διέκρινε καλῶς ἔξω, καὶ ἐπανῆλθε.
— Ας είναι! είπε μετά στεναγμού η γραία.


- Δὲν ἔφυγαν... ἐκεῖ εἶναι κ' οἱ τρεῖς.
— Την άλλη νύχτα πάλι, ανίσως και δεν εύρης άλλο καταφύγιο εις μέρος πλιο κρυφό, και πλιο σίγουρο, έρχεσαι, και μου ρίχνεις ένα πετραδάκι σ' αυτό το παράθυρο, ή στο μικρό μπαλκονάκι κατά το γιαλό, κατεβαίνω, σου ανοίγω, και σε κρύφτω πάλι στο κατωγάκι.


- Τώρα ἕνα πράμα δὲν ξέρω, εἶπε σύννους ἡ Φραγκογιαννού. Δὲν ξέρω ἂν μὲ εἶδε ὁ Κυριάκος νὰ 'μβαίνω ἐδῶ, ἢ ὄχι... Ἂν δὲν μ' ἔχη ἰδεῖ, καὶ δέν μου κάνει καρτέρι, καλύτερα ἔχω νὰ φύγω, νά σας σηκώσω τὸ βάρος ἀπὸ τώρα.
— Καλά!... Μα, για κοίταξε, έφυγε ο Κυριάκος;


Ἔλεγε τοῦτο εἰλικρινῶς. Ἐστενοχωρεῖτο, ἐπόθει τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ. Ἐκεῖ ἠσθάνετο ὅτι θὰ εὕρισκεν ἄνεσιν, ἤλπιζε δὲ καὶ ἀσφάλειαν.
Η Μαρούσα επήγε πέραν του μεσοτοίχου, εις το παράθυρον προς τον δρόμον, αργοπόρησεν ολίγον, ίσως διότι είχε σκοτεινιάσει πλέον και δεν διέκρινε καλώς έξω, και επανήλθε.


- Ό,τι κι ἂν εἶναι, δὲν πρέπει νὰ φύγης ἀπόψε, εἶπε προθυμοτέρα γινομένη ἡ Μαροῦσα, καθ' ὅσον ἐθερμαίνετο ἐκ τῆς ἀναμνήσεως. Κάθισε, θεια-Χαδούλα, ἀπόψε, στὸ κατωγάκι, γιὰ νὰ μὲ κάμης νὰ θυμηθῶ τὰ παλιά μου βάσανα. Θά μου ἔρθουν, τάχα σὰν ὄνειρο στὸν ὕπνο μου;
— Δεν έφυγαν... εκεί είναι κ' οι τρεις.


- Ἔτσι τὰ θυμᾶται, πλιό, κανείς, παιδάκι μου, εἶπε μὲ πονηρᾶν ἀφέλειαν ἡ γραία. Ἄχ! κάθε ἁμαρτία ἔχει καὶ τὴ γλύκα της.
— Τώρα ένα πράμα δεν ξέρω, είπε σύννους η Φραγκογιαννού. Δεν ξέρω αν με είδε ο Κυριάκος να 'μβαίνω εδώ, ή όχι... Αν δεν μ' έχη ιδεί, και δεν μου κάνει καρτέρι, καλύτερα έχω να φύγω, να σας σηκώσω το βάρος από τώρα.


- Ἀλήθεια!... καὶ πόση πίκρα φέρνει στὸ τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικῶς ἡ Μαρουσῶ.
Έλεγε τούτο ειλικρινώς. Εστενοχωρείτο, επόθει τον αέρα του βουνού. Εκεί ησθάνετο ότι θα εύρισκεν άνεσιν, ήλπιζε δε και ασφάλειαν.


Ἡ οἰκία ἧτο διπλῆ. Ἐκτὸς τοῦ κυρίως κτιρίου, εἶχε μικρὸν παράρτημα πρὸς βορρᾶν, ὅπου ἧτο τὸ μαγειρεῖον, καὶ ὑπὸ τὸ μαγειρεῖον εὑρίσκετο «τὸ μικρὸ κατωγάκι». Ἐκεῖ διὰ τῆς καταπακτῆς καὶ μικρὰς σκάλας ὠδήγησεν ἡ Μαροῦσα τὴν ξένην της, πρὶν ἔλθη ὁ κυρ Ἀναγνώστης, ὁ οἰκοδεσπότης. Τῆς ἔφερεν ἄρτον, τεμάχιον κρύου βραστοῦ, ὑπόλοιπον τοῦ γεύματος, τυρίον, νερόν, ποτήριον οἴνου, καὶ τὴν ἐγκατέστησεν ἐπάνω εἰς τὸν σοφᾶν τοῦ μικροῦ κατωγείου, τοῦ χρησιμεύοντος ὡς ἀποθήκη διαφόρων οἰκιακῶν σκευῶν. Τῆς ἔστρωσεν ἕνα παλαιὸν κιλίμι, μίαν τριμμένην τσέργαν, ἕνα μικρὸν σινδόνι, τῆς ἔβαλε μίαν προσκεφαλάδα σκληράν, μὲ γέμισμα ἀπὸ λινόξυλα, καὶ τῆς εὐχήθη καλὴν νύκτα καὶ «ὕπνον ἐλαφρόν».
— Ό,τι κι αν είναι, δεν πρέπει να φύγης απόψε, είπε προθυμοτέρα γινομένη η Μαρούσα, καθ' όσον εθερμαίνετο εκ της αναμνήσεως. Κάθισε, θεια-Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παλιά μου βάσανα. Θα μου έρθουν, τάχα σαν όνειρο στον ύπνο μου;


Ἐλαφρὸς ἢ βαρύς, ὁ ὕπνος τῆς Φραγκογιαννοὺς δὲν ἧτο δυνατὸ νὰ ἧτο εὔκολος οὔτε εὐάρεστος, εὑρισκομένης εἰς τοιαυτην ταραχὴν καὶ τοιοῦτον τρόμον. Ἀλλὰ τὸ περιβάλλον τὴν ἔκαμε πρὸς ὥραν νὰ λησμονὴ σχεδὸν τὰ ἐνεστῶτα καὶ τὴν ἰδίαν τρομερᾶν θέσιν της, καὶ ν' ἀναπολὴ τὰ παρελθόντα. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μετριοφρόνως ἡ Γιαννοὺ εἶχεν ὀνομάσει δὶς «τὰ πάθια της», ἡ δὲ Μαροῦσα εἰλικρινῶς εἶχεν ἀναγνωρίσει μᾶλλον ὡς «πάθια» καὶ «βάσανα» ἰδικά της, εἶχε συμβῆ πρὸ ὀκτῶ ἢ δέκα ἐτῶν.
— Έτσι τα θυμάται, πλιο, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της.


Ὁ κυρ Ἀναγνώστης Μπενίδης, ἄτεκνος, εἶχε λάβει ὡς ψυχοκόρην τὴν Μαρούσαν, καὶ τὴν εἶχεν ἀναθρέψει ὅσον αὐστηρὰ ἠδυνήθη ἡ σύζυγός του, ἥτις ἤτον ἀποθαμένη πρὸ δέκα πέντε ἐτῶν. Ὁ κ. Μπενίδης ἤτον εἰς τὸν καιρόν του τὸ σημαντικώτερον πρόσωπον τοῦ τόπου του. Εἶχε διατελέσει δημογέρων πρὸ τοῦ Ἀγῶνος, πληρεξούσιος εἰς τὰς πρώτας Συνελεύσεις Τροιζῆνος, Προνοίας, Ἄργους, κτλ., δήμαρχος πρὸ τοῦ Συντάγματος. Εἴτα μετὰ τὸ Σύνταγμα διετέλεσεν ὡς ἀνώτερος ὑπάλληλος εἰς πολλὰ μέρη. Τὴν Μαρούσαν, Ἐβραιοπούλαν, ἢ κατ' ἄλλους Τουρκοπούλαν, εἶχε προσλάβει εἰς ἡλικίαν σχεδὸν βρεφικήν, καὶ τὴν εἶχε βαπτίσει.
— Αλήθεια!... και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ.


Εἴτα, ὅταν κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη, ὡς συνταξιοῦχος ἀπεσύρθη εἰς τὸν τόπον του, τὴν ὑπάνδρευσε μ' ἕνα ἀνεψιόν του, καὶ τῆς ἔδωκεν ὡς προίκα τὸ μικρὸν αὐτὸ κολλητὸν σπιτάκι, εἰς τὸ ἰσόγειον τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο τώρα ἡ Φραγκογιαννού, ἱκανὰ ἀγροτικὰ κτήματα, καὶ ὀλίγα μετρητά, ὑποσχεθεῖς νὰ τῆς ἀφήση ὡς κληρονομίαν καὶ τὴν κυρίως οἰκίαν, καὶ ὅ,τι ἄλλο ἤθελεν εὑρεθῆ πάρ' αὐτῶ μετὰ θάνατον.
Η οικία ήτο διπλή. Εκτός του κυρίως κτιρίου, είχε μικρόν παράρτημα προς βορράν, όπου ήτο το μαγειρείον, και υπό το μαγειρείον ευρίσκετο «το μικρό κατωγάκι». Εκεί διά της καταπακτής και μικράς σκάλας ωδήγησεν η Μαρούσα την ξένην της, πριν έλθη ο κυρ Αναγνώστης, ο οικοδεσπότης. Της έφερεν άρτον, τεμάχιον κρύου βραστού, υπόλοιπον του γεύματος, τυρίον, νερόν, ποτήριον οίνου, και την εγκατέστησεν επάνω εις τον σοφάν του μικρού κατωγείου, του χρησιμεύοντος ως αποθήκη διαφόρων οικιακών σκευών. Της έστρωσεν ένα παλαιόν κιλίμι, μίαν τριμμένην τσέργαν, ένα μικρόν σινδόνι, της έβαλε μίαν προσκεφαλάδα σκληράν, με γέμισμα από λινόξυλα, και της ευχήθη καλήν νύκτα και «ύπνον ελαφρόν».


Ὁ γαμβρός, ἀφοῦ ἀπέκτησεν ἐν τέκνον, ἔλειπεν ὅλον τὸν καιρόν. Ἐταξίδευε λοστρόμος μὲ τὰ καράβια. Ἤτον φημισμένος ναυτικός, ἀλλὰ σπάταλος καὶ ἀξένοιαστος. Τώρα τελευταία, εἶχεν ἀργήσει τρία ἔτη νὰ ἔλθη εἰς τὸν τόπον. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ γηραιὸς κυρ Ἀναγνώστης εἶχε χηρεύσει, καὶ ἡ ψυχοκόρη, κατὰ τὴν ἀπουσίαν τοῦ συζύγου ὑπηρέτει διαρκῶς εἰς τὴν οἰκίαν τὸν θετὸν πατέρα της, ὅπως καὶ παιδιόθεν ἧτο συνηθισμένη. Ὁ σύζυγος ἔγραφεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐπιστολάς, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ ἔλθη, ἀλλὰ δὲν ἤρχετο. Τὸ θυγάτριον τῆς Μαρούσας ἧτο ἤδη τεσσάρων ἐτῶν, καὶ οὔτε ὁ πατὴρ εἶχεν ἰδεῖ ποτὲ τὸ τέκνον, οὔτε αὐτὸ ἐγνώριζε τὴν ὄψιν τοῦ πατρός.
Ελαφρός ή βαρύς, ο ύπνος της Φραγκογιαννούς δεν ήτο δυνατό να ήτο εύκολος ούτε ευάρεστος, ευρισκομένης εις τοιαύτην ταραχήν και τοιούτον τρόμον. Αλλά το περιβάλλον την έκαμε προς ώραν να λησμονή σχεδόν τα ενεστώτα και την ιδίαν τρομεράν θέσιν της, και ν' αναπολή τα παρελθόντα. Εκείνο το οποίον μετριοφρόνως η Γιαννού είχεν ονομάσει δις «τα πάθια της», η δε Μαρούσα ειλικρινώς είχεν αναγνωρίσει μάλλον ως «πάθια» και «βάσανα» ιδικά της, είχε συμβή προ οκτώ ή δέκα ετών.


Κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρόν, μαζὶ μὲ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς συγκοινωνίας, εἶχαν ἀρχίσει νὰ ξανοίγουν κάπως καὶ τὰ ἤθη εἰς τὸν μικρόν, ἀπόκεντρον τόπον. Ξένοι ἐρχόμενοι ἀπὸ τὰ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος, τὰ «πλέον πολιτισμένα», εἴτε ὑπάλληλοι τῆς κυβερνήσεως, εἴτε ἔμποροι, ἐκόμιζον νέας, ἐλευθέρας θεωρίας περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων. Οὗτοι τὴν αἰδῶ καὶ τὴν συστολὴν ὠνόμαζον βλακείαν, τὴν ἐγκράτειαν καὶ τὴν σωφροσύνην εὐήθειαν. Τὴν διαφθορὰν καὶ τὴν λαγνείαν ὠνόμαζον «φυσικὰ πράγματα». Ἡ δύστηνος Μαροῦσα, ἥτις δὲν εἶχε γεννηθῆ εἰς τὸν τόπον, ἀρχῆθεν δὲν ἧτο πολὺ αὐστηρὰ οὔτε σεμνοπρεπής, εἶχε δὲ μικρὰν δόσιν ἐλαφρότητος.
Ο κυρ Αναγνώστης Μπενίδης, άτεκνος, είχε λάβει ως ψυχοκόρην την Μαρούσαν, και την είχεν αναθρέψει όσον αυστηρά ηδυνήθη η σύζυγος του, ήτις ήτον αποθαμένη προ δέκα πέντε ετών. Ο κ. Μπενίδης ήτον εις τον καιρόν του το σημαντικώτερον πρόσωπον του τόπου του. Είχε διατελέσει δημογέρων προ του Αγώνος, πληρεξούσιος εις τας πρώτας Συνελεύσεις Τροιζήνος, Προνοίας, Άργους, κτλ., δήμαρχος προ του Συντάγματος. Είτα μετά το Σύνταγμα διετέλεσεν ως ανώτερος υπάλληλος εις πολλά μέρη. Την Μαρούσαν, Εβραιοπούλαν, ή κατ' άλλους Τουρκοπούλαν, είχε προσλάβει εις ηλικίαν σχεδόν βρεφικήν, και την είχε βαπτίσει.


Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εὑρίσκοντο εἰς τὴν νῆσον ἕνας γραμματεὺς τοῦ εἰρηνοδικείου, ἄγαμος, φουστανελᾶς· ἕνας γραμματεὺς τοῦ Λιμεναρχείου, βρακᾶς, ἀξιωματικὸς τοῦ οἰκονομικοῦ Ν. κλάδου, γεροντοπαλλήκαρο· ἕνας ἐνωμοτάρχης κομψευτής, μὲ λιγνὴν μέσην καὶ ἀγκιστροειδῆ μύστακα· ἕνας τελωνοφύλαξ ἔχων τριπλάσιον εἰσόδημα ἀπὸ τὸν μισθόν του, καὶ δυὸ ἢ τρεῖς πράκτορες ξένων ἐμπορικῶν οἴκων ἢ ἄλλοι μέτοικοι. Ὅλοι οὗτοι εἶχον παντοτινὴν συντροφιᾶν μὲ δυὸ ἢ τρεῖς ἄλλους νεαροὺς ἐμπορευομένους, κομψευομένους, μ' «ἐλληνικοῦρες» πολλὲς εἰς τὴν γλώσσαν καὶ μὲ πολλὰς «προσρήσεις». Μὲ τοὺς τελευταίους τούτους ἠναγκάζοντο νὰ ἔρχωνται συχνὰ εἰς ἐπαφὴν πολλαὶ γυναῖκες, καὶ σώφρονες ἄλλως, τοῦ τόπου, χάριν τῶν ἀφεύκτων καὶ ἀτελειώτων ὀψωνισμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀδύνατον ν' ἀπαλλαγὴ ποτὲ ὁ γυναικεῖος κόσμος.
Είτα, όταν κατά τα τελευταία έτη, ως συνταξιούχος απεσύρθη εις τον τόπον του, την υπάνδρευσε μ' ένα ανεψιόν του, και της έδωκεν ως προίκα το μικρόν αυτό κολλητόν σπιτάκι, εις το ισόγειον του οποίου ευρίσκετο τώρα η Φραγκογιαννού, ικανά αγροτικά κτήματα, και ολίγα μετρητά, υποσχεθείς να της αφήση ως κληρονομίαν και την κυρίως οικίαν, και ό,τι άλλο ήθελεν ευρεθή παρ' αυτώ μετά θάνατον.


Ἀπὸ τὰ τόσα βρόχια, τὰ ὁποῖα τῆς εἶχαν ρίψει εἰς τὸν δρόμον της, ἀπὸ τὰς τόσας ἐλεπόλεις, τὰς ὁποίας τῆς εἶχον στήσει περὶ τοὺς τοίχους τῆς ὅλοι οἱ εἰρημένοι ἐπιχειρηματίαι, δὲν ἠδυνήθη νὰ γλυτώσει ἡ Μαροῦσα· καὶ μετ' ὀλίγον καιρὸν αὔτη, ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ συζύγου, εὑρέθη ἔγκυος. Καὶ τὸ ἐνόησεν ὅτε ἧτο ἤδη δυὸ μηνῶν. Ἀλλὰ πρὶν τὸ ἀνακαλύψη αὔτη, ὅλη ἡ γειτονιά, ὡς εἱκός, τὸ ἤξευρεν, ἴσως καὶ προτοῦ νὰ συμβῆ τὸ πράγμα. Μόνον ὁ κυρ Ἀναγνώστης εὑρίσκετο ἐν ἀγνοίᾳ. «Ὁ κόσμος», ὅπως εἶπε τότε ἡ πονηρὴ Κοκκίτσα, μία γειτόνισσα, «τὸ 'χε τούμπανο, κι αὐτὸς κρυφὸ καμάρι».
Ο γαμβρός, αφού απέκτησεν εν τέκνον, έλειπεν όλον τον καιρόν. Εταξίδευε λοστρόμος με τα καράβια. Ήτον φημισμένος ναυτικός, αλλά σπάταλος και αξένοιαστος. Τώρα τελευταία, είχεν αργήσει τρία έτη να έλθη εις τον τόπον. Εν τω μεταξύ ο γηραιός κυρ Αναγνώστης είχε χηρεύσει, και η ψυχοκόρη, κατά την απουσίαν του συζύγου υπηρέτει διαρκώς εις την οικίαν τον θετόν πατέρα της, όπως και παιδιόθεν ήτο συνηθισμένη. Ο σύζυγος έγραφεν από καιρού εις καιρόν επιστολάς, υποσχόμενος ότι θα έλθη, αλλά δεν ήρχετο. Το θυγάτριον της Μαρούσας ήτο ήδη τεσσάρων ετών, και ούτε ο πατήρ είχεν ιδεί ποτέ το τέκνον, ούτε αυτό εγνώριζε την όψιν του πατρός.


Ὑπῆρξαν κ' αἱ κακαὶ γλῶσσαι, αἴτινες εἶπον ἄνευ τῆς ἐλαχίστης πιθανότητος, ὡς εἱκός, ὅτι ὁ κυρ Ἀναγνώστης ἐφήρμοζεν τὴν πάλαιαν μέθοδον τοῦ Δαβίδ, καὶ ὅτι διὰ νεαρὰς πνοὴς καὶ θερμοῦ αἵματος ἐζήτει νὰ «ξανανιώση». Ἀλλ' ἡ εἰρημένη Κοκκίτσα καὶ δυὸ ἢ τρεῖς ἄλλαι γειτόνισσαι, αἴτινες τὰ ἔλεγον σιγανά, κ' ἐγέλων συριστικὰ μεταξύ των, ἰσχυρίζοντο ὅτι, δῆθεν «ἀπ' τὸ παιδὶ ἔχουν πολλοὶ μερδικό»· ὅτι τὸ κεφάλι πρέπει νὰ εἶναι τοῦ γραμματικοῦ, τοῦ φουστανελᾶ μὲ τὸ τεράστιον φέσι καὶ τὴν μακροτάτην φούντα, ἡ μέση, θὰ εἶναι βέβαια τοῦ νωματάρχη, τοῦ σεβταλῆ, τὸ ἕνα τὸ ποδάρι (στὸ λάκκο!) τοῦ γερο-κολασμένου, τοῦ βρακᾶ, τὸ ἕνα χέρι (μακρὺ χέρι!) τοῦ τελωνοφύλακα, καὶ τὸ ἄλλο χέρι (παστρικὸ χέρι!) τοῦ ψιλικατζῆ, μὲ τὶς 'λληνικούρες.
Κατ' εκείνον τον καιρόν, μαζί με την ανάπτυξιν του εμπορίου και της συγκοινωνίας, είχαν αρχίσει να ξανοίγουν κάπως και τα ήθη εις τον μικρόν, απόκεντρον τόπον. Ξένοι ερχόμενοι από τα άλλα μέρη της Ελλάδος, τα «πλέον πολιτισμένα», είτε υπάλληλοι της κυβερνήσεως, είτε έμποροι, εκόμιζον νέας, ελευθέρας θεωρίας περί όλων των πραγμάτων. Ούτοι την αιδώ και την συστολήν ωνόμαζον βλακείαν, την εγκράτειαν και την σωφροσύνην ευήθειαν. Την διαφθοράν και την λαγνείαν ωνόμαζον «φυσικά πράγματα». Η δύστηνος Μαρούσα, ήτις δεν είχε γεννηθή εις τον τόπον, αρχήθεν δεν ήτο πολύ αυστηρά ούτε σεμνοπρεπής, είχε δε μικράν δόσιν ελαφρότητος.


Πρώτη ἡ ρηθεῖσα Κοκκίτσα εἶχε προσκληθῆ μυστηριωδῶς ἀπὸ τὴν Μαρούσαν (σημειωτέον ὅτι αὔτη, ὅσον καὶ ἂν ἐφαίνετο ἀπονήρευτη, εἶχεν ἐννοήσει ὅτι ἡ Κοκκίτσα τὴν ὑπωπτεύετο πρὸ πολλοῦ, ὅθεν ἐπροσποιήθη κι αὐτὴ εὐθήνην, ἀναγκαστικὴν ἐμπιστοσύνην διὰ νὰ τὴν κολακεύση, ἐλπίζουσα ὅτι θὰ τὴν ἔπειθε, καὶ διὰ δώρων, νὰ σιωπήση) εἶχε προσκληθῆ, λέγω, νὰ λαβὴ γνώσιν τοῦ μυστηρίου. Ἡ Μαροῦσα, «ἀδερφὴ νὰ τὴν κάμη, ἀπ' τὸ Θεὸ καὶ στὰ χέρια της», ἔπεσε στὸν τράχηλόν της καὶ τὴν ἱκέτευε νὰ κάμη ἔλεος ἂν ἠξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διὰ νὰ ἐξαφανισθῆ, εἰ δυνατόν, ὁ καρπὸς τῆς ἁμαρτίας, κι ὁ Θεὸς πλέον ἂς ἐγίνετο ἵλεως! Διότι ἄλλως αὐτὴ βέβαια -τί τὴν ἤθελε τέτοια ζωή;- θὰ ἔπεφτε βέβαια, στὸν γιαλὸ νὰ πνιγή, καθὼς ἤτον μάλιστα καὶ σιμά, ἀπὸ κάτω ἀπ' τὸ σπίτι, ἡ θάλασσα. Ἡ Κοκκίτσα τὴν καθησύχασε μὲ λόγια παρηγορίας, καὶ ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζη ἐπ' αὐτῆς διαφόρους ἀλοιφὰς καὶ ἔμπλαστρα, τὰ ὁποῖα οὐδόλως ἐτελεσφόρουν.
Τον καιρόν εκείνον ευρίσκοντο εις την νήσον ένας γραμματεύς του ειρηνοδικείου, άγαμος, φουστανελάς· ένας γραμματεύς του Λιμεναρχείου, βρακάς, αξιωματικός του οικονομικού Ν. κλάδου, γεροντοπαλλήκαρο· ένας ενωμοτάρχης κομψευτής, με λιγνήν μέσην και αγκιστροειδή μύστακα· ένας τελωνοφύλαξ έχων τριπλάσιον εισόδημα από τον μισθόν του, και δύο ή τρεις πράκτορες ξένων εμπορικών οίκων ή άλλοι μέτοικοι. Όλοι ούτοι είχον παντοτινήν συντροφιάν με δύο ή τρεις άλλους νεαρούς εμπορευομένους, κομψευομένους, μ' «ελληνικούρες» πολλές εις την γλώσσαν και με πολλάς «προσρήσεις». Με τους τελευταίους τούτους ηναγκάζοντο να έρχωνται συχνά εις επαφήν πολλαί γυναίκες, και σώφρονες άλλως, του τόπου, χάριν των αφεύκτων και ατελειώτων οψωνισμάτων, από τα οποία αδύνατον ν' απαλλαγή ποτέ ο γυναικείος κόσμος.


Δευτέρα προσεκλήθη ἡ Σταμάτω, πτωχὴ χήρα, κ' ἡ Κονδύλω ἡ ἀδελφή της, ἀλβανόγλωσσοι αἱ δυό, καταγόμεναι ἀπὸ μίαν τῶν νήσων τοῦ Σαρωνικοῦ. Ἀύται ἐξήσκουν ἐντριβᾶς ἐπὶ τοῦ σώματος τῆς ἀτυχοῦς γυναικός. Καὶ τὰς τρεῖς μὲ ὅ,τι ἔκλεπτεν ἀπὸ τὰς οἰκονομίας τοῦ κυρ Ἀναγνώστη, τὰς ἀντήμειβε. Κ' ἐκεῖναι ἐμάκρυνον τὰς ἀλοιφάς, καὶ παρέτεινον τὰς ἐντριβᾶς, ἀλυσιτελῶς πάντοτε.
Από τα τόσα βρόχια, τα οποία της είχαν ρίψει εις τον δρόμον της, από τας τόσας ελεπόλεις, τας οποίας της είχον στήσει περί τους τοίχους της όλοι οι ειρημένοι επιχειρηματίαι, δεν ηδυνήθη να γλυτώσει η Μαρούσα· και μετ' ολίγον καιρόν αύτη, εν απουσία του συζύγου, ευρέθη έγκυος. Και το ενόησεν ότε ήτο ήδη δύο μηνών. Αλλά πριν το ανακαλύψη αύτη, όλη η γειτονιά, ως εικός, το ήξευρεν, ίσως και προτού να συμβή το πράγμα. Μόνον ο κυρ Αναγνώστης ευρίσκετο εν αγνοία. «Ο κόσμος», όπως είπε τότε η πονηρή Κοκκίτσα, μία γειτόνισσα, «το 'χε τούμπανο, κι αυτός κρυφό καμάρι».


Τὴν ἑσπέραν, ἀνερχόμεναι αἱ τρεῖς εἰς τὴν αὐλὴν τῆς κυρα-Θωμαῆς, ὀλίγα σπίτια παραμέσα, ὅπου ἤρχοντο κ' ἡ γριά-Χιόνω, κ' ἡ θεια-Κυράννω, ὅλαι μετανάστιδες ἐκ Μακεδονίας τοῦ 1821, τὰ ἔλεγαν μεταξύ των. Αἱ τρεῖς πρῶται ἔδιδον καθ' ἑσπέραν τακτικὴν ἀναφορὰν εἰς τὴν κυρα-Θωμαὴν καὶ εἰς τὰς δυὸ ἀλλὰς γραίας· καὶ ὅλαι μαζὶ ἐχασκογελούσαν.
Υπήρξαν κ' αι κακαί γλώσσαι, αίτινες είπον άνευ της ελαχίστης πιθανότητος, ως εικός, ότι ο κυρ Αναγνώστης εφήρμοζεν την πάλαιαν μέθοδον του Δαβίδ, και ότι διά νεαράς πνοής και θερμού αίματος εζήτει να «ξανανιώση». Αλλ' η ειρημένη Κοκκίτσα και δύο ή τρεις άλλαι γειτόνισσαι, αίτινες τα έλεγον σιγανά, κ' εγέλων συριστικά μεταξύ των, ισχυρίζοντο ότι, δήθεν «απ' το παιδί έχουν πολλοί μερδικό»· ότι το κεφάλι πρέπει να είναι του γραμματικού, του φουστανελά με το τεράστιον φέσι και την μακροτάτην φούντα, η μέση, θα είναι βέβαια του νωματάρχη, του σεβταλή, το ένα το ποδάρι (στο λάκκο!) του γερο-κολασμένου, του βρακά, το ένα χέρι (μακρύ χέρι!) του τελωνοφύλακα, και το άλλο χέρι (παστρικό χέρι!) του ψιλικατζή, με τις 'λληνικούρες.


Μάλιστα τὰ ὄψιμα ἑλληνικὰ τῆς Σταμάτως, καθὼς περιέγραφε τὴν κατάστασιν τῆς ἐγκύου («αὐτὴ ὅλη κοντὸ εἶναι· καὶ τὰ πόδια τῆς κοντῆ τὸ ἔχει!... θὰ μὴν τὸ ρίχνη, τάχατες!...») ἐπέτεινον τοὺς γέλωτάς των. Καὶ εἰς τὰς ἐκθέσεις τῆς Σταμάτως, ἡ γραία Κυράννω ἐπρόσθετε τὰ σχόλια της, μὲ τὴν Μακεδονικὴν τῆς διάλεκτον.
Πρώτη η ρηθείσα Κοκκίτσα είχε προσκληθή μυστηριωδώς από την Μαρούσαν (σημειωτέον ότι αύτη, όσον και αν εφαίνετο απονήρευτη, είχεν εννοήσει ότι η Κοκκίτσα την υπωπτεύετο προ πολλού, όθεν επροσποιήθη κι αυτή ευθήνην, αναγκαστικήν εμπιστοσύνην διά να την κολακεύση, ελπίζουσα ότι θα την έπειθε, και διά δώρων, να σιωπήση) είχε προσκληθή, λέγω, να λάβη γνώσιν του μυστηρίου. Η Μαρούσα, «αδερφή να την κάμη, απ' το Θεό και στα χέρια της», έπεσε στον τράχηλόν της και την ικέτευε να κάμη έλεος αν ηξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διά να εξαφανισθή, ει δυνατόν, ο καρπός της αμαρτίας, κι ο Θεός πλέον ας εγίνετο ίλεως! Διότι άλλως αυτή βέβαια –τί την ήθελε τέτοια ζωή;– θα έπεφτε βέβαια, στον γιαλό να πνιγή, καθώς ήτον μάλιστα και σιμά, από κάτω απ' το σπίτι, η θάλασσα. Η Κοκκίτσα την καθησύχασε με λόγια παρηγορίας, και άρχισε να εφαρμόζη επ' αυτής διαφόρους αλοιφάς και έμπλαστρα, τα οποία ουδόλως ετελεσφόρουν.


- Αὐτηνιές, σὶ λιέου, εἴνι παλιοφουράδες!... Ἀχιλώνις, μαρή... Ποὺ στὰ χουργιά, τὰ θ'κάμας! νὰ τοῦ φτιάξ' καμμιὰ αὔτ'νό, θὲ τ'βγάλ'νί, σὶ λιέου, στοῦ γουμαρουπάζαρου!...
Δευτέρα προσεκλήθη η Σταμάτω, πτωχή χήρα, κ' η Κονδύλω η αδελφή της, αλβανόγλωσσοι αι δύο, καταγόμεναι από μίαν των νήσων του Σαρωνικού. Αύται εξήσκουν εντριβάς επί του σώματος της ατυχούς γυναικός. Και τας τρεις με ό,τι έκλεπτεν από τας οικονομίας του κυρ Αναγνώστη, τας αντήμειβε. Κ' εκείναι εμάκρυνον τας αλοιφάς, και παρέτεινον τας εντριβάς, αλυσιτελώς πάντοτε.


Τελευταία ἀπ' ὅλας ἐκλήθη νὰ λαβὴ μέρος ἡ Φραγκογιαννού, ὡς σοφωτέρα ὅλων τῶν ἄλλων. Ἡ Μαροῦσα εἶχεν ἀρχίσει ν' ἀπελπίζεται ἀπὸ τὰς τρεῖς πρώτας «ψευτομαμμές», καὶ κατέφυγεν εἰς ταύτην ὡς εἰς τελευταίαν ἐλπίδα. Τῷ ὄντι ἡ γραία Χαδούλα μὲ τὰ φάρμακά της, μὲ τὰ μαντζούνια της καὶ μὲ τὰ ζεστὰ ἢ κρύα ὅσα ἔδιδε νὰ πίη εἰς τὴν πάσχουσαν, τὴ βοηθεία καὶ τῶν ἐντριβῶν τὰς ὁποίας ἐξετέλει μ' ἐπιδεξιότητα πολὺ ὑπερτέραν ἀπὸ τὰς ἀλλάς, κατώρθωσεν ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν νὰ ἐπιφέρη τὴν ἔκτρωσιν. Ὁ κυρ Ἀναγνώστης οὐδέποτε ἔμαθε τίποτε.
Την εσπέραν, ανερχόμεναι αι τρεις εις την αυλήν της κυρα-Θωμαής, ολίγα σπίτια παραμέσα, όπου ήρχοντο κ' η γρια-Χιόνω, κ' η θεια-Κυράννω, όλαι μετανάστιδες εκ Μακεδονίας του 1821, τα έλεγαν μεταξύ των. Αι τρεις πρώται έδιδον καθ' εσπέραν τακτικήν αναφοράν εις την κυρα-Θωμαήν και εις τας δύο αλλάς γραίας· και όλαι μαζί εχασκογελούσαν.


Αὐτὴ ἤτον ἡ παλαιὰ ἐκδούλευσις, καὶ αὐτὴ ἡ εὐγνωμοσύνη τὴν ὁποίαν εἶχον ὑπαινίχθη σήμερον αἱ δυό. Αὐτὰ ἦσαν τῆς Φραγκογιαννοὺς «τὰ παλιὰ τὰ πάθια τῆς» κι αὐτὰ ἦσαν τῆς Μαρούσας «τὰ βάσανά της».
Μάλιστα τα όψιμα ελληνικά της Σταμάτως, καθώς περιέγραφε την κατάστασιν της εγκύου («αυτή όλη κοντό είναι· και τα πόδια της κοντή το έχει!... θα μην το ρίχνη, τάχατες!...») επέτεινον τους γέλωτάς των. Και εις τας εκθέσεις της Σταμάτως, η γραία Κυράννω επρόσθετε τα σχόλια της, με την Μακεδονικήν της διάλεκτον.


Ἡ ἀνάμνησις κατεῖχε τὸν νοῦν τῆς Φραγκογιαννοὺς ὅλην τὴν ὥραν, ἐνῶ ἔκειτο ἐπὶ τοῦ σοφά, εἰς τὸ σκότος· διότι λύχνον δὲν τῆς εἶχε φέρει ἡ φιλοξενοῦσα, μόνον ἕνα κηράκι κι ὀλίγα σπίρτα τῆς εἶχεν ἀφήσει. Ὅλην αὐτὴν τὴν παλαιὰν ἱστορίαν ἀνελογίζετο, καὶ ὁ ὕπνος ποτὲ δὲν τῆς ἤρχετο. Ἐρευνώσα τὴν συνείδησίν της, ἐν πράγμᾳ εὕρισκεν· ὅ,τι εἶχε κάμει καὶ τότε καὶ τώρα τὸ εἶχε κάμει διὰ τὸ καλόν. Ἐκουλουριάζετο ὑποκάτω εἰς τὸ μάλλινον σκέπασμα, ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ πλευροῦ κειμένη, κ' ἔκυπτε τὴν κεφαλὴν εἰς τὸ στέρνον, κ' ἐπροσπάθει νὰ ζαλισθῆ, νὰ ναρκωθῆ, νὰ τῆς ἔλθη λήθαργος. Τότε, μετὰ χρόνους, ἐνθυμήθη καὶ τὴν σύντομον προσευχήν, τὴν ὁποίαν τῆς εἶχεν ἐπιβάλει ἄλλοτε νὰ λέγη συχνὰ ἕνας γέρων πνευματικός· τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ».
— Αυτηνιές, σι λιέου, είνι παλιοφουράδες!... Αχιλώνις, μαρή... Πού στα χουργιά, τα θ'κάμας! να του φτιάξ' καμμιά αυτ'νό, θε τ'βγαλ'νι, σι λιέου, στου γουμαρουπάζαρου!...


Ἡ συχνὴ ἐπανάληψις τῆς εὐχῆς ἐνήργησε, καὶ ἡ Χαδούλα ἐναρκώθη ἐπ' ὀλίγα λεπτὰ καὶ ἀπεκοιμήθη. Πλὴν πάραυτα εἰς τὸν ὕπνον της, ἢ εἰς τὰ ξύπνα της, (δὲν ἤξευρε καλά), τῆς ἐφάνη ὅτι μέσα, εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς της, ἤκουε φωνὴν βρέφους, κλαῦμα, μινυρισμὸν θρηνώδη· τοῦτο ὠμοίαζε μὲ τὴν φωνὴν τῆς μικρᾶς ἐγγονῆς της, τῆς πρὸ ὀλίγων μηνῶν, διὰ χειρὸς αὐτῆς... τελειωθείσης...
Τελευταία απ' όλας εκλήθη να λάβη μέρος η Φραγκογιαννού, ως σοφωτέρα όλων των άλλων. Η Μαρούσα είχεν αρχίσει ν' απελπίζεται από τας τρεις πρώτας «ψευτομαμμές», και κατέφυγεν εις ταύτην ως εις τελευταίαν ελπίδα. Τω όντι η γραία Χαδούλα με τα φάρμακά της, με τα μαντζούνια της και με τα ζεστά ή κρύα όσα έδιδε να πίη εις την πάσχουσαν, τη βοηθεία και των εντριβών τας οποίας εξετέλει μ' επιδεξιότητα πολύ υπερτέραν από τας αλλάς, κατώρθωσεν εντός ολίγων ημερών να επιφέρη την έκτρωσιν. Ο κυρ Αναγνώστης ουδέποτε έμαθε τίποτε.


Ἡ γραία ἐξύπνησεν ἔντρομος, ἀνετινάχθη ὅλη. Ἀνεσηκώθη καὶ ἠσθάνετο μέγαν σπαραγμόν, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ καλυτέραν σωματικὴν ἄνεσιν. Ὁ σύντομος ἐκεῖνος ὕπνος εἶχεν ἐξαλείψει πάρ' αὐτὴ τὸ νευροπαθὲς καὶ τὸ ἁνήσυχον. Ἐψηλάφησεν, εὗρε τὰ σπίρτα, ἤναψε τὸ κηρίον, ἐπῆρε τὸ ραβδί της, τὸ καλάθι της, ἔβαλε μέσα εἰς αὐτὸ καὶ τὰς ἐμβάδας της, καὶ ἀνυπόδητη, μὲ τὶς κάλτσες, ἐκίνησε νὰ φύγη.
Αυτή ήτον η παλαιά εκδούλευσις, και αυτή η ευγνωμοσύνη την οποίαν είχον υπαινίχθη σήμερον αι δύο. Αυτά ήσαν της Φραγκογιαννούς «τα παλιά τα πάθια της» κι αυτά ήσαν της Μαρούσας «τα βάσανά της».

Η ανάμνησις κατείχε τον νουν της Φραγκογιαννούς όλην την ώραν, ενώ έκειτο επί του σοφά, εις το σκότος· διότι λύχνον δεν της είχε φέρει η φιλοξενούσα, μόνον ένα κηράκι κι ολίγα σπίρτα της είχεν αφήσει. Όλην αυτήν την παλαιάν ιστορίαν ανελογίζετο, και ο ύπνος ποτέ δεν της ήρχετο. Ερευνώσα την συνείδησίν της, εν πράγμα εύρισκεν· ό,τι είχε κάμει και τότε και τώρα το είχε κάμει διά το καλόν. Εκουλουριάζετο υποκάτω εις το μάλλινον σκέπασμα, επί του δεξιού πλευρού κειμένη, κ' έκυπτε την κεφαλήν εις το στέρνον, κ' επροσπάθει να ζαλισθή, να ναρκωθή, να της έλθη λήθαργος. Τότε, μετά χρόνους, ενθυμήθη και την σύντομον προσευχήν, την οποίαν της είχεν επιβάλει άλλοτε να λέγη συχνά ένας γέρων πνευματικός· το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».

Η συχνή επανάληψις της ευχής ενήργησε, και η Χαδούλα εναρκώθη επ' ολίγα λεπτά και απεκοιμήθη. Πλην πάραυτα εις τον ύπνον της, ή εις τα ξύπνα της, (δεν ήξευρε καλά), της εφάνη ότι μέσα, εις το βάθος της ψυχής της, ήκουε φωνήν βρέφους, κλαύμα, μινυρισμόν θρηνώδη· τούτο ωμοίαζε με την φωνήν της μικράς εγγονής της, της προ ολίγων μηνών, διά χειρός αυτής... τελειωθείσης...

Η γραία εξύπνησεν έντρομος, ανετινάχθη όλη. Ανεσηκώθη και ησθάνετο μέγαν σπαραγμόν, αλλά συγχρόνως και καλυτέραν σωματικήν άνεσιν. Ο σύντομος εκείνος ύπνος είχεν εξαλείψει παρ' αυτή το νευροπαθές και το ανήσυχον. Εψηλάφησεν, εύρε τα σπίρτα, ήναψε το κηρίον, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, έβαλε μέσα εις αυτό και τας εμβάδας της, και ανυπόδητη, με τις κάλτσες, εκίνησε να φύγη.




</div>
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Ι'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΒ'}}
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Ι'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΒ'}}

Αναθεώρηση της 15:00, 25 Φεβρουαρίου 2007

Πρότυπο:Πλοήγηση


Ἀφοῦ τὸ σῶμα τῆς Ξενούλας ἀνεσύρθη ἀπὸ τὸ φρέαρ, πνιγμένον καὶ νεκρόν, ἡ γραία Χαδούλα δὲν ἧτο πλέον ἥσυχη, κρυερὸς φόβος ἤρχισε νὰ τὴν κατατρύχη... Ἔλεγεν ὅτι τώρα, ἂν καὶ δὲν ἔπταιε, δὲν θὰ ἐγλύτωνε πλέον.

Τῷ ὄντι, ἡ ἐξουσία εἶχε ἀρχίσει νὰ συλλαμβάνη ὑποψίας. Ἡ σύμπτωσις ὅτι ἡ γραία ἐκείνη εἶχεν εὑρεθῆ δευτεραγωνιστοῦσα εἰς τὸν πνιγμὸν τῶν δυὸ κορασίων τοῦ Γιάννη τοῦ Περιβολᾶ, εἰς τῆς Μαμοὺς τὸ ρέμα ὅπου ὅλη ἡ ὑπόθεσις, καίτοι δὲν προέκυψαν στοιχεῖα ἐνοχῆς ἢ καὶ νύξεις πρὸς ὑποψίαν, εἶχε <τί> τὸ παράδοξον καὶ τὸ ἀλλόκοτον, καὶ ὅτι αὐτὴ πάλιν ἡ γραία εὑρίσκετο εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ γέροντος Ροσμαῆ, κατὰ τὰς ὥρας περίπου ὅτε ἐπνίγετο εἰς τὸ φρέαρ ἡ μικρὰ Ξενούλα, ἡ θυγάτηρ τοῦ Προπαντῆ, παρεῖχε νύξεις τινὰς ὑποψίας εἰς τὸν εἰρηνοδίκην, ὅστις ἐπέσυρε τὴν προσοχὴν τοῦ παρέδρου, τοῦ «ἐκπληροῦντος τ' ἀστυνομικά». Καὶ τότε ὁ πάρεδρος, ὅστις ὡς δημόσιος κατήγορος περιωρίζετο μόνον ν' ἀγορεύη, κατὰ τὰς συνεδριάσεις τῶν ποινικῶν, λέγων: «Κατὰ τὶς μαρτυρίες ποὺ εἶπαν οἱ μαρτύροι, φαίνεται νὰ ἔκαμε, ἢ φαίνεται νὰ μὴν ἔκαμε τὴν πράξιν», ὅλον δὲ τὸν ἄλλον καιρὸν δὲν ἐλάμβανεν ἀφορμὴν ν' ἀναπτύξη τὴν δραστηριότητά του ἢ νὰ τροχίση τὴν γλώσσαν του, ἁπλῶς ἀπήντησεν ὅτι «ἀφοῦ ἔτσι τὸ λέει ὁ εἰρηνοδίκης, ἔτσι θὰ εἶναι, κ' ἔτσι μου φαίνεται», καὶ τότε οἱ δυὸ ἀπεφάσισαν ν' ἀνακρίνωσιν αὐστηρότερον τὴν Χαδούλαν, χήραν Ἰωάννου Φράγκου, κ' ἐν ἀνάγκῃ νὰ τὴν προσωποκρατήσωσι.

Κατὰ τὴν πρώτην ἀνάκρισιν, ἥτις εἶχε γίνει ἐπὶ ποδὸς κ' ἐπιτοπίως - τότε ὁ εἰρηνοδίκης καὶ ὁ ἀστυνόμος δὲν εἶχον συλλάβει ἀκόμη ρητᾶς ὑποψίας, ἢ δὲν τὰς εἶχον ἀνακοινώσει πρὸς ἀλλήλους (ὁπότε διὰ τῆς συνεπινεύσεως τοῦ ἑνὸς ἡ πεποίθησις τοῦ ἄλλου, ὡς πάντοτε συμβαίνει, ἐδεκαπλασιάζετο) - ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐν ἀταραξίᾳ εἶχε καταθέσει τὰ γνωστὰ ἤδη γεγονότα, ἄνευ τῆς ἐσωτερικῆς ψυχολογίας των· ὅτι δηλ. αὐτή, ἐκεῖ ποὺ ἔπλυνε, «σὰν ἀπέρασε τὸ μεσημέρι, κ' ἐπείνασε, κ' ἡ κόρη της ἡ Κρινιῶ εἶχεν ὑπάγει στὸ σπίτι νὰ φέρη τὸ φαΐ, καὶ σὰν ἀργοῦσε, κι αὐτὴ εἶχε παραπεινάσει - καὶ τὴν εἶχαν καταζαλίσει τὸ πλῆθος ἐκεῖνο τὰ παιδιὰ καὶ τὰ κορίτσια, ποὺ ἐχαλνούσαν τὸν κόσμον μὲ τὰ παιγνίδια καὶ τὶς ἀταξίες τους μὲς στὴν αὐλή, καὶ γύρω-γύρω στὸ λαδαρειό, καὶ γύρω-τριγύρω στὴν καρούτα, καὶ στὸ πηγάδι σιμά· εἰς τὰς φρονίμους νουθεσίας τῆς αὐτά, κακομαθημένα, τὴν ἐπεριγελούσαν καὶ τὴν ἠρέθιζαν, καὶ τὴν ἔκαμνον νὰ χάση τὴν ὑπομονὴν -ὅλα τ' ἀνωτέρω ἐπεβεβαίωσε κ' ἡ Κρινιῶ, ἡ κόρη της- τότε αὐτή, καταζαλισμένη καὶ μὴ δυναμένη νὰ σταθῆ στὰ πόδια τῆς ἀπ' τὴν πείνα, ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγη στὸ σπίτι, διὰ νὰ φάγουν ὅλοι μαζὶ ἐκεῖ, ν' ἀπαλλάξη καὶ τὴν Κρινιῶ ἀπὸ τὸν περισσὸν κόπον τῆς μεταφορᾶς τοῦ φαγητοῦ, κι αὐτὴ νὰ ἠσυχάση πρὸς ὥραν καὶ νὰ ξαποστάση. Ἐξῆλθε λοιπὸν τῆς αὐλῆς, κ' ἔκλεισε τὴν θύραν μὲ τὸ μάνδαλον. Ὅταν, μετὰ τὸ γεῦμα, ὡς μίαν ὥραν ἀργότερα, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν αὐλήν, μαζὶ μὲ τὴν Κρινιῶ, κατ' ἀρχὰς δὲν ὑπώπτευσαν τίποτε, κ' ἐπανέλαβον τὴν ἐργασίαν των. Ὁ θόρυβος τῶν παιδίων εἶχε κοπάσει πρὸς ὥραν τότε. Ὅταν ὅμως μετ' ὀλίγον ἐχρειάσθη ν' ἀντλήσουν νερὸν ἀπὸ τὸ φρέαρ, τότε τὸ «γιουρδέλι», ἤτοι τὸ ἄντλημα τῆς Κρινιῶς, προσέκρουσεν εἰς στερεὸν σῶμα ἐντὸς τοῦ ὕδατος, κι αὐτὴ ἐν ἐκπλήξει καὶ φόβω ἔκραξε τὴν μητέρα της. Τότε αἱ δυὸ ὁμοῦ ἀνεκάλυψαν τὸ σῶμα τῆς μικρᾶς κόρης ἐπιπλέον, ἢ μᾶλλον βυθισμένον ἤδη ἐντὸς τοῦ ὕδατος».

Ἡ Κρινιῶ ἤτον ἐντελῶς εἰλικρινὴς βεβαιοῦσα τ' ἀνωτέρω. Ὁ εἰρηνοδίκης ἤκουσεν εὐμενῶς τὴν κατάθεσιν ταύτης. Ἀλλ' ὅμως ἔκαμε μορφασμὸν εἰς τὴν μητέρα της. Ἐκεῖνος ὁ μορφασμὸς - ἐκεῖνα τὰ «μούστρα» τοῦ εἰρηνοδίκου - δὲν τῆς ἤρεσαν, τῆς Φραγκογιαννούς, ἥτις ἧτο λίαν πεπειραμένη, καὶ τότε μεγάλη ἀγωνία τὴν ἐκυρίευσεν.

Εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Τραχήλαινας τῆς κόρης της, ὅπου εὑρίσκετο μικρὸν πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, δὲν ἔπαυε νὰ κοιτάζη ἁνήσυχος ἀπὸ τὸ παράθυρο. Διεύθυνε τὸ βλέμμα πρὸς τὴν ἰδίαν τῆς μικρὰν οἰκίαν, ἥτις καίτοι μὴ ἀντικρύζουσα, ἀλλὰ πλαγίως κειμένη, ἧτο ὁρατή, ἐπειδὴ ἐξεῖχε πέραν τῶν ὀλίγων μεσολαβουσῶν οἰκιῶν, δυὸ ἢ τρεῖς πῆχες πρὸς τὸν δρόμον. Ἡ Γιαννού, ἂν καὶ συχνὰ ἐκοίταζε, δὲν ἔβλεπε τίποτε.

Ἡ κόρη της ἡ Δελχαρῶ εἶδε τὴν ἀνησυχίαν της, κι ἄρχισε νὰ κοιτάζη, ὅπως ἡ μήτηρ της, καὶ αὐτή. Τὴν ὥραν τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, αἴφνης μετὰ κρυφίου φόβου τὴν ἔκραξε:

- Μάννα! Μάννα!

- Τί εἶναι;

- Ἔλα νὰ ἰδῆς!

- Τί;

- Δυὸ ταχτικοὶ στέκονται καὶ κοιτάζουν ἔξω ἀπ' τὴν αὐλή, στὸ σπίτι σας...

Ἡ γραία Χαδούλα ἐσηκώθη, καὶ εἶδεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐφοβεῖτο. Δυὸ «ταχτικοί», ἤτοι χωροφύλακες, ὅπως εἰς τοὺς χρόνους τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Μώρου -ὁπότε οὗτος, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν περίπου εἶχε σύρει ἐκ τῆς κόμης ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου τῆς ὁδοῦ τὴν μητέρα του, καὶ εἶχε μαχαιρώσει τὴν ἀδελφήν του- ἵσταντο παραμονεύοντες, κοιτάζοντες ἀπλήστως πρὸς τὴν οἰκίαν.

Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶδε καὶ ἐπείσθη ὅτι μέγας καὶ ἐπικείμενος κίνδυνος τὴν ἠπείλει.

- Πρέπει νὰ πάρω τὰ βουνά, δυχατέρα! εἶπεν αἴφνης. Ἂν προφτάσω!

- Γιατί, μάννα; εἶπεν ἐν ἀγωνίᾳ ἡ Δελχαρῶ.

- Γιατί... μὲ γυρεύουν γιὰ νὰ μὲ φυλακώσουν.

- Ἀλήθεια;... Ἐσὺ τὸ ἔρριξες, μάννα, τὸ κορίτσι στὸ πηγάδι;

- Ὄχι, μάρτυς μου ὁ Θεός! Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαμα, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού...

- Τότε;...

- Σιώπα!

- Ἡ ἁμαρτία σὲ κυνηγά, μάννα, εἶπε δειλῶς ἡ Δελχαρῶ.

- Σιώπα! Μουρλάθηκες; εἶπε βλοσυρὰ ἡ μάννα της, ὑποπτεύσασα ὑπαινιγμὸν τινὰ εἰς τὸν τόνον μέθ' οὐ ὡμίλει ἡ κόρη της.

- Τί νὰ πῶ κ' ἐγώ, ἡ καημένη! εἶπε συμπλέκουσα τὰς χείρας ἐν ἀμηχανίᾳ, ἡ Δελχαρῶ.

- Ἅ! αὐτὸ μὴν τὸ λές! ὄχι! Δὲν κάνει νὰ τὸ λές!

Καὶ τρομερά, κατῆλθε τὴν σκάλαν νὰ φύγη.

- Ποῦ πᾶς, μάννα;

- Στὰ βουνά, σοῦ εἶπα!... Δῶσε μου λίγο παξιμάδι.

Ἡ Δελχαρῶ ἔτρεξε ν' ἀνοίξη τὸ ἐρμάριον, κ' ἔλαβεν ἐκεῖθεν ὀλίγα παξιμάδια.

- Δῶσε μου καὶ τὸ καλάθι μου... κ' ἕνα μαχαιράκι, ἐπανέλαβεν ἐν ἄκρᾳ βία ἡ Φραγκογιαννού... Βάλε μου κ' ἕνα χράμι μάλλινο μέσα... καὶ τὴ μανδήλα μου... τὰ παλιοτσόκαρά μου... Δῶσε μου καὶ τὸ ραβδί μου... ψάξε νὰ τὸ βρής!

Ἡ Δελχαρῶ, ἐν ἄκρᾳ σιγὴ καὶ ὑπομονή, ἐπροσπάθει νὰ ἐκτελέση ὅλας τὰς ἐτοιμασίας ταύτας.

- Ποῦ θὰ πᾶς, μάννα; ἐπανέλαβε κλαίουσα. Ὤ! καῖετ' ἡ καρδιά μου!

- Μὴν κλαῖς!... Κάπου θὰ κρυφτῶ, σὲ καμμιὰ τρύπα... Ἡσυχία, ἐσεῖς φρόνιμα! ὡς ποὺ νὰ περάση ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου.

Καὶ λαβοῦσα τὸ καλάθιον καὶ τὸ ραβδίον της, κατῆλθε σιγά. Ἔκαμε τὸν σταυρόν της.

Αἴφνης ἐκοντοστάθη εἰς τὴν τρίτην βαθμίδα τῆς σκάλας, καὶ στραφεῖσα πρὸς τὴν Δελχαρῶ, τῆς εἶπε:

- Ξέρεις τί νὰ κάμης;... Θὰ πάω ἀπ' τὸν ἀπάνω δρόμο, γιὰ νὰ γλυτώσω, νὰ μὴ μὲ ἰδοῦν, τὰ σκυλιά... Καὶ σῦ, αὐτὴν τὴν στιγμή, νὰ τρέξης στὸ σπίτι... νὰ καμωθῆς πὼς δὲν τοὺς βλέπεις, τοὺς ταχτικούς... καὶ νὰ φωνάξης τῆς Ἀμέρσας ἀποκάτ' ἀπ' τὸ δρόμο: «Ἀμέρσα, εἶναι ἀπάνω ἡ μάννα;»...

....'Ὀχι, μὴ λὲς «εἴν' ἀπάνω ἡ μάννα»... μόνο νὰ πής: «Ἀμέρσα, πῶς εἶναι ἡ μάννα, εἶναι καλύτερα; ἔχει σηκωθῆ;... Στὸ στρώμα εἴν' ἀκόμα;» Γιὰ νὰ πιστέψουν πὼς βρίσκομαι ἀπάνω στὸ σπίτι, καὶ πὼς εἶμαι ἄρρωστη... Γιὰ νὰ μὴν ὑποπτευθοῦν τίποτα, καὶ μὲ κυνηγήσουν τὰ σκυλιά!... Τρέξε, γλήγορα!

Εἴτα προσέθηκε:

- Ἔχετε γεια... καὶ καλὴ ἀντάμωση!...

Εὐθὺς ὕστερον ἐξῆλθε κ' ἡ Δελχαρῶ, τρέχουσα, μ' ἐλαφρὸν βῆμα, κι διευθύνθη πρὸς τὴν μητρικὴν τῆς οἰκίαν, νὰ ἐκτελέση τὴν ἐντολήν.


* * *

Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπῆρε τὸν ἀπάνω δρόμον, κατὰ τὰ Κοτρώνια, μὲ δρομαῖον βῆμα. Εἰς τὴν τελευταίαν ἀπήχησιν τοῦ «καλὴ ἀντάμωση», τὸ ὁποῖον εὐχήθη εἰς τὴν κόρην της, ἀκουσίως προσέθηκε καθ' ἑαυτὴν μετὰ πικρᾶς εἰρωνείας: «Ἢ ἐσᾶς θ' ἀνταμώσω ἐδῶ - ἤ, τὸν ἀδελφό σας στὴν φυλακὴ θὰ πάω ν' ἀνταμώσω - ἤ, στὸν ἄλλο κόσμο θ' ἀνταμώσω τὸν πατέρα σας... κι αὐτὸ εἶναι ἀπ' τὰ τρία τὸ σιγουρότερο!»

Καθὼς ἀνέβαινεν ἀσθμαίνουσα τὸν πετρώδη λόφον, «Ἔλα Παναγία μου, ἔλεγε μέσα της, ἂς εἶμαι κι ἁμαρτωλή». Εἴτα εἰς τὰ ἐνδόμυχα τῆς ψυχῆς τῆς εἶπε: «Δὲν τὸ ἔκαμα γιὰ κακό».

Μόλις ἐπροχώρησεν ὀλίγα βήματα, καὶ εἰς τοὺς τελευταίους σποραδικοὺς οἰκίσκους τῆς πολίχνης, ἐπάνω στοὺς βράχους, καθὼς ἐκατηφόριζε νὰ φθάση στὸν αἰγιαλόν, βλέπει τὸν Κυριάκον, τὸν κλήτορα τῆς ἀστυνομίας, μὲ τὸ φέσι του μὲ τὴν κοντὴν φοῦνταν, ἢ «γαλίπαν», ὅπως τὴν ἔλεγαν, μὲ τὸν καστανὸν τοῦ στριμμένον μύστακα, καὶ κρατοῦντα εἰς τὴν χείραν τὸ κοντὸν ρόπαλόν του, πέριξ τοῦ ὁποίου ἐφαίνετο σκυταλοειδῶς ἡ ἐπιγραφὴ «Ἰσχὺς τοῦ Νόμου». Οὗτος, συνοδευόμενος ἀπὸ ἕνα γέροντα ἀπόμαχον, μὲ στρατιωτικὴν στολήν, ἤρχετο ἀπὸ ἕνα πλάγιον δρομίσκον, διευθυνόμενος εἰς τὸν αἰγιαλόν, ὅπου κατήρχετο καὶ ἡ Φραγκογιαννού, καὶ μετὰ μικρὸν ἐξ ἅπαντος θὰ τὴν ἔφθανον, ἢ θὰ τῆς ἔπαιρνον τὰ νῶτα.

Ἴσως ἡ παρουσία τοῦ Κυριάκου ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὸν ἀπόμαχον, νὰ ἧτο τυχαία. Ἀλλ' ἡ ἔνοχος γυνή, ὡς τοὺς εἶδεν, ἐταράχθη, κ' ἐτάχυνε τὸ βῆμα. Τῆς ἐφάνη δὲ ὅτι κ' ἐκεῖνοι τὸ αὐτὸ ἔκαμαν.

Τότε ἡ Γιαννού, καθὼς ἔφθασεν εἰς τὸν αἰγιαλόν, κατ' ἀγαθὴν συγκυρίαν, αἴφνης εἶδεν ἐνώπιόν της ἀνοικτὴν τὴν θύραν μιᾶς οἰκίας, λίαν γνωρίμου εἰς αὐτήν, καὶ οὐδὲ στιγμὴν ἐδίστασε νὰ ὑπερβῆ τὸ κατώφλιον. Ἁμα εἰσῆλθε, τεταραγμένη, ἔβαλε τὸ μάνδαλον καὶ τὸν σύρτην.

- Μαρουσῶ, εἴσ' ἐπάνω; ἔκραξεν μὲ σιγανήν, ἀλλὰ συριστικὴν φωνήν, ἀνερχομένη τὴν σκάλαν.

Μία γυνὴ κοντούλα, ροδοκόκκινη, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν θύραν ἑνὸς θαλάμου, κ' ἐπαρουσιάσθη μειδιώσα, ἀλλὰ καὶ ἁνήσυχος τὸ βλέμμα.

- Ποῦ σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, θεια-Χαδούλα; ἠρώτησε.

- Μὴν τὰ ρωτᾶς, παιδί μου... Μεγάλη συφορά μου ἐπενέβηκε, ἤρχισε νὰ λέγη ἡ Γιαννού.

Εἴτα ἁνήσυχος ἠρώτησε:

- Μὴν εἴν' ἐδῶ ὁ κυρ Ἀναγνώστης;

- Ὄχι, δὲν εἴν'ἐδῶ· τόσο νωρὶς δὲν ἔρχεται, εἶναι στὸν καφενέ... Ἄχ! θεια-Χαδούλα κ' ἐγὼ ἔλεγα πὼς νὰ κάμω νὰ 'ρθω στὸ σπίτι σου νά σου πῶ τὰ τρέχοντα...

- Ἔμαθες τίποτα;

- Τὰ ἔλεγαν τώρα τὸ ἀπόγευμα, ὁ ἀφέντης μου, μαζὶ μὲ τὸν κουμπάρο μας τὸν Ἀϊμερίτη, ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ φουμάρη ἕνα τσιμπούκι καὶ νὰ κουβεντιάσουν, ὅπως συνηθίζουν.

- Καὶ τί λέγανε;

- Ὁ ρηνοδίκης μαζὶ μὲ τὸν ἀστυνόμο, θέλουν νὰ σὲ συλλάβουν... Ἔλεγαν νὰ στείλουν τοὺς χωροφύλακες... Σ' ἔχουν ὕποπτη γιὰ τὸ κοριτσάκι ποὺ πνίγηκε χθὲς μὲς στὸ πηγάδι.

- Ὤ! τρομάρα μου...

- Κ' ἔλεγα νὰ 'ρθω νά σου πῶ, γιὰ νὰ κρυφτής, ἂν μπορέσης... Μὰ πῶς βρέθηκες ἐδῶ;

Ἡ Φραγκογιαννοὺ διηγήθη ὅτι, ἀφοῦ, μετὰ τὴν χθεσινὴν ἀνάκρισίν της, ἐκατάλαβεν ὅτι ὁ εἰρηνοδίκης ἄρχισε νὰ τὴν ἔχη «στὴν μπούκα τοῦ τουφεκιοῦ», ἠσθάνθη κι αὐτὴ φόβον μὴ κακοπέση ἄδικα, καὶ ὅτι ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς κόρης της, τῆς Δελχαρῶς, ὅπου ἔτυχε νὰ εὑρίσκεται σήμερον τὸ δειλινόν, εἶχεν ἰδεῖ τοὺς χωροφύλακας νὰ κατασκοπεύουν τὸ δικό της τὸ σπίτι· ὅτι ἀπεφάσισε νὰ φύγη στὰ βουνά· ὅτι, καθὼς ἔτρεχαν ἐδῶ κάτω, κατὰ τὸν αἰγιαλόν, σκοπεύουσα νὰ πάρη τὸ κρυφὸν μονοπάτι τοῦ βουνοῦ, ὀπίσω ἀπὸ τὰ Κοτρώνια, εἶδε τὸν Κυριάκον τὸν κλήτορα μαζὶ μ' ἕνα γερο-ταχτικόν, νὰ ἔρχωνται κατόπιν της, ἀλλ' ὅτι κατὰ θείαν νεύσιν, εὑρέθη κοντὰ στὸ σπίτι τῆς Μαρουσῶς, ἡ ὁποία ξεύρει καλὰ ἀπὸ παλαιὸν καιρὸν «τὰ πάθια της», ἐφρόντισε νὰ προσθέση, καὶ ἰδοῦσα τὴν θύραν ἀνοικτήν, ἔσπευσε νὰ εἰσέλθη, ὅπως εὔρη ἄσυλον.

- Ἔχω κλειδώσει τὴν πόρτα ἀπὸ μέσα, παιδάκι μου... ἀπ' τὸ σαστισμό μου, τί νὰ κάμω! Μοῦ ἤτανε γραφτὸ νὰ πάθω, τὰ 'παθα. Ἔτσι νὰ 'χης πολὺ καλό, Μαρουσῶ μου, δὲν κοιτάζεις κρυφά, κρυφὰ ἀπὸ τὸ παντζούρι ἐκεῖνο;... νὰ ἰδῆς ἂν εἶναι ὁ Κυριάκος κάτω ἢ ἔχει τραβήξει;

Ἡ Μαρουσῶ ἦλθε πρὸς τὸ ὑποδειχθὲν παράθυρον, κ' ἐκοίταξε κατὰ τὸν δρόμον. Εἴτα ἐπιστραφεῖσα εἶπεν:

- Εἶναι παραπέρα, ἐκεῖ... Στέκονται στὸ δρόμο μαζὶ μ' ἕνα γέρο ἀπόμαχον... Ἔχουν πιάσει κουβέντα μὲ τὸν γείτονά μας τὸν ψαρά, τὸν Φραγκούλη.

- Καὶ κοιτάζουν κατὰ δῶ;

- Κοιτάζουν στὴν ἀμμουδιά, πέρα.

Ἡ γραία ἧτο ἔμφοβος, κ' ἔφερε τὰς χείρας περὶ τὸ πρόσωπον, ὡς διὰ νὰ τραβήξη τὰ τσουλούφια της, ἢ νὰ σχίση τὰ μάγουλά της.

Ἡ Μαροῦσα τὴν ὤκτειρε.

- Δὲν κάθεσαι, θεια-Χαδούλα;... Μὴ φοβᾶσαι... Ό,τι εἶναι, θὰ περάση... Κάθισε, νά σου κάμω καφεδάκι νὰ πιης.

Ἡ Γιαννοὺ μετὰ δισταγμοὺ ἐρρίφθη ἐπὶ τινος χαμηλοῦ σκαμνίου, εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ μαγειρείου, ὅπου ἐγίνετο ὁ διάλογος.

Ἡ οἰκία ἐφαίνετο εὐπορούσης οἰκογενείας, καὶ εἶχε πολλὰ χωρίσματα, κ' ἐπίπλωσιν εὐπρεπῆ.

- Δὲ θυμᾶσαι τὰ δικά μου, θεια-Χαδούλα... εἶπε μυστηριωδῶς ἡ Μαροῦσα, καὶ τὸ πρόσωπον τῆς ἀφ' ὅ,τι ἧτο ἔγινεν ἀκόμη ἐρυθρότερον... Θυμήσου τί τρομάρες, τί βάσανα πέρασα τότε κ' ἐγώ! Κι ἂς εἶσαι καλά, πόσο μ' ἐβοήθησες! Ἔτσι θὰ περάσουν καὶ τὰ δικά σου.

- Γιατί εἶπα ἐγὼ πὼς ἐσὺ ξέρεις τὰ πάθια μου! Ἐπανέλαβεν ἡ Φραγκογιαννοὺ μετριόφρων.

- Ἐκεῖνα ποὺ λές, ἦταν πάθια δικά μου, διώρθωσε φιλαλήθης ἡ Μαρουσῶ.

Ἔψησε τὸν καφὲν καὶ τὸν ἐκένωσε.

- Ὁ ἀφέντης μου, ὅπου εἶναι, θὰ 'ρθη... Πιε τὸν καφέ σου. Βούτηξε καὶ τὸ ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην φέταν ψωμίου.

Ἡ γραία ἄρχισε νὰ βουτὰ τὸ ψωμὶ καὶ νὰ τὸ μασὰ χωρὶς ὄρεξιν.

- Πολὺ καλὸ νὰ 'χης, ἔλεγε. Δὲν πάει κάτω, παιδί μου... Ἀπ' τὸ χολοσκασμὸ ποὺ ἔχω... Φαρμάκι βγάζ' ὁ οὐρανίσκος μου.

Εἴτε ἐπέφερε:

- Δὲν κάνεις τὸν κόπο νὰ κοιτάξης πάλι ἀπ' τὸ παραθυράκι, ἔξω;... Εἶναι ἀκόμη ὁ Κυριάκος κάτω;

Ἡ Μαροῦσα ὑπήκουσεν.

- Ἐκεῖ εἶναι θεια-Χαδούλα... Ἔπιασαν μεγάλην κουβέντα μὲ τὸν Φραγκούλη.

- Καὶ τώρα, ποῦ νὰ πάω;... Σὰν ἔρθ' ὁ πατέρας σου;... Βασιλεψ' ὁ ἥλιος... σουρούπωσε... θὰ νυχτώση.

Ἡ Μαροῦσα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμήν, εἴτα εἶπεν:

- Ἐγὼ ἔχω μεγάλην ὑποχρέωση σὲ λόγου σου, θεια-Χαδούλα... Πὼς νὰ τὸ ξεχάσω!

- Θυμᾶσαι; εἶπεν ἀκουσίως μειδιώσα ἡ γραία.

- Καὶ μπορῶ νὰ τ' ἀστοχήσω;... Ό,τι μπορέσω νὰ κάμω, θὰ κάμω γιὰ σένα.

- Ἂς εἶσαι καλά.

- Μοῦ φαίνεται πὼς τὸ καλύτερο εἶναι νὰ σὲ κρύψω ἐδῶ τὴ νύχτα, τώρα, πρὶν ἔλθη ὁ ἀφέντη μου.

- Ποῦ;

- Κάτω, στὸ μικρὸ κατωγάκι, στὸ σοφά... ξέρεις;

- Ἅ! εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού, ὡς νὰ τῆς ἦλθε μία ἀνάμνησις.

- Καὶ τὰ μεσάνυκτα, σὰν λαλήσει τ' ἀρνίθι...

- Ε;...

- Κοντὰ νὰ φέξη, ὅ,τι ὥρα νοιώσεις...

- Καλά!

- Ἂν θέλης, σηκώνεσαι, καὶ πᾶς στὸ καλό, ὅπου σὲ φωτίση ὁ Θεός.

- Ἂς εἶναι! εἶπε μετὰ στεναγμοῦ ἡ γραία.

- Τὴν ἄλλη νύχτα πάλι, ἀνίσως καὶ δὲν εὕρης ἄλλο καταφύγιο εἰς μέρος πλιὸ κρυφό, καὶ πλιὸ σίγουρο, ἔρχεσαι, καί μου ρίχνεις ἕνα πετραδάκι σ' αὐτὸ τὸ παράθυρο, ἢ στὸ μικρὸ μπαλκονάκι κατὰ τὸ γιαλό, κατεβαίνω, σοῦ ἀνοίγω, καὶ σὲ κρύφτω πάλι στὸ κατωγάκι.

- Καλά!... Μά, γιὰ κοίταξε, ἔφυγε ὁ Κυριάκος;

Ἡ Μαροῦσα ἐπῆγε πέραν τοῦ μεσοτοίχου, εἰς τὸ παράθυρον πρὸς τὸν δρόμον, ἀργοπόρησεν ὀλίγον, ἴσως διότι εἶχε σκοτεινιάσει πλέον καὶ δὲν διέκρινε καλῶς ἔξω, καὶ ἐπανῆλθε.

- Δὲν ἔφυγαν... ἐκεῖ εἶναι κ' οἱ τρεῖς.

- Τώρα ἕνα πράμα δὲν ξέρω, εἶπε σύννους ἡ Φραγκογιαννού. Δὲν ξέρω ἂν μὲ εἶδε ὁ Κυριάκος νὰ 'μβαίνω ἐδῶ, ἢ ὄχι... Ἂν δὲν μ' ἔχη ἰδεῖ, καὶ δέν μου κάνει καρτέρι, καλύτερα ἔχω νὰ φύγω, νά σας σηκώσω τὸ βάρος ἀπὸ τώρα.

Ἔλεγε τοῦτο εἰλικρινῶς. Ἐστενοχωρεῖτο, ἐπόθει τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ. Ἐκεῖ ἠσθάνετο ὅτι θὰ εὕρισκεν ἄνεσιν, ἤλπιζε δὲ καὶ ἀσφάλειαν.

- Ό,τι κι ἂν εἶναι, δὲν πρέπει νὰ φύγης ἀπόψε, εἶπε προθυμοτέρα γινομένη ἡ Μαροῦσα, καθ' ὅσον ἐθερμαίνετο ἐκ τῆς ἀναμνήσεως. Κάθισε, θεια-Χαδούλα, ἀπόψε, στὸ κατωγάκι, γιὰ νὰ μὲ κάμης νὰ θυμηθῶ τὰ παλιά μου βάσανα. Θά μου ἔρθουν, τάχα σὰν ὄνειρο στὸν ὕπνο μου;

- Ἔτσι τὰ θυμᾶται, πλιό, κανείς, παιδάκι μου, εἶπε μὲ πονηρᾶν ἀφέλειαν ἡ γραία. Ἄχ! κάθε ἁμαρτία ἔχει καὶ τὴ γλύκα της.

- Ἀλήθεια!... καὶ πόση πίκρα φέρνει στὸ τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικῶς ἡ Μαρουσῶ.

Ἡ οἰκία ἧτο διπλῆ. Ἐκτὸς τοῦ κυρίως κτιρίου, εἶχε μικρὸν παράρτημα πρὸς βορρᾶν, ὅπου ἧτο τὸ μαγειρεῖον, καὶ ὑπὸ τὸ μαγειρεῖον εὑρίσκετο «τὸ μικρὸ κατωγάκι». Ἐκεῖ διὰ τῆς καταπακτῆς καὶ μικρὰς σκάλας ὠδήγησεν ἡ Μαροῦσα τὴν ξένην της, πρὶν ἔλθη ὁ κυρ Ἀναγνώστης, ὁ οἰκοδεσπότης. Τῆς ἔφερεν ἄρτον, τεμάχιον κρύου βραστοῦ, ὑπόλοιπον τοῦ γεύματος, τυρίον, νερόν, ποτήριον οἴνου, καὶ τὴν ἐγκατέστησεν ἐπάνω εἰς τὸν σοφᾶν τοῦ μικροῦ κατωγείου, τοῦ χρησιμεύοντος ὡς ἀποθήκη διαφόρων οἰκιακῶν σκευῶν. Τῆς ἔστρωσεν ἕνα παλαιὸν κιλίμι, μίαν τριμμένην τσέργαν, ἕνα μικρὸν σινδόνι, τῆς ἔβαλε μίαν προσκεφαλάδα σκληράν, μὲ γέμισμα ἀπὸ λινόξυλα, καὶ τῆς εὐχήθη καλὴν νύκτα καὶ «ὕπνον ἐλαφρόν».

Ἐλαφρὸς ἢ βαρύς, ὁ ὕπνος τῆς Φραγκογιαννοὺς δὲν ἧτο δυνατὸ νὰ ἧτο εὔκολος οὔτε εὐάρεστος, εὑρισκομένης εἰς τοιαυτην ταραχὴν καὶ τοιοῦτον τρόμον. Ἀλλὰ τὸ περιβάλλον τὴν ἔκαμε πρὸς ὥραν νὰ λησμονὴ σχεδὸν τὰ ἐνεστῶτα καὶ τὴν ἰδίαν τρομερᾶν θέσιν της, καὶ ν' ἀναπολὴ τὰ παρελθόντα. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μετριοφρόνως ἡ Γιαννοὺ εἶχεν ὀνομάσει δὶς «τὰ πάθια της», ἡ δὲ Μαροῦσα εἰλικρινῶς εἶχεν ἀναγνωρίσει μᾶλλον ὡς «πάθια» καὶ «βάσανα» ἰδικά της, εἶχε συμβῆ πρὸ ὀκτῶ ἢ δέκα ἐτῶν.

Ὁ κυρ Ἀναγνώστης Μπενίδης, ἄτεκνος, εἶχε λάβει ὡς ψυχοκόρην τὴν Μαρούσαν, καὶ τὴν εἶχεν ἀναθρέψει ὅσον αὐστηρὰ ἠδυνήθη ἡ σύζυγός του, ἥτις ἤτον ἀποθαμένη πρὸ δέκα πέντε ἐτῶν. Ὁ κ. Μπενίδης ἤτον εἰς τὸν καιρόν του τὸ σημαντικώτερον πρόσωπον τοῦ τόπου του. Εἶχε διατελέσει δημογέρων πρὸ τοῦ Ἀγῶνος, πληρεξούσιος εἰς τὰς πρώτας Συνελεύσεις Τροιζῆνος, Προνοίας, Ἄργους, κτλ., δήμαρχος πρὸ τοῦ Συντάγματος. Εἴτα μετὰ τὸ Σύνταγμα διετέλεσεν ὡς ἀνώτερος ὑπάλληλος εἰς πολλὰ μέρη. Τὴν Μαρούσαν, Ἐβραιοπούλαν, ἢ κατ' ἄλλους Τουρκοπούλαν, εἶχε προσλάβει εἰς ἡλικίαν σχεδὸν βρεφικήν, καὶ τὴν εἶχε βαπτίσει.

Εἴτα, ὅταν κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη, ὡς συνταξιοῦχος ἀπεσύρθη εἰς τὸν τόπον του, τὴν ὑπάνδρευσε μ' ἕνα ἀνεψιόν του, καὶ τῆς ἔδωκεν ὡς προίκα τὸ μικρὸν αὐτὸ κολλητὸν σπιτάκι, εἰς τὸ ἰσόγειον τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο τώρα ἡ Φραγκογιαννού, ἱκανὰ ἀγροτικὰ κτήματα, καὶ ὀλίγα μετρητά, ὑποσχεθεῖς νὰ τῆς ἀφήση ὡς κληρονομίαν καὶ τὴν κυρίως οἰκίαν, καὶ ὅ,τι ἄλλο ἤθελεν εὑρεθῆ πάρ' αὐτῶ μετὰ θάνατον.

Ὁ γαμβρός, ἀφοῦ ἀπέκτησεν ἐν τέκνον, ἔλειπεν ὅλον τὸν καιρόν. Ἐταξίδευε λοστρόμος μὲ τὰ καράβια. Ἤτον φημισμένος ναυτικός, ἀλλὰ σπάταλος καὶ ἀξένοιαστος. Τώρα τελευταία, εἶχεν ἀργήσει τρία ἔτη νὰ ἔλθη εἰς τὸν τόπον. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ γηραιὸς κυρ Ἀναγνώστης εἶχε χηρεύσει, καὶ ἡ ψυχοκόρη, κατὰ τὴν ἀπουσίαν τοῦ συζύγου ὑπηρέτει διαρκῶς εἰς τὴν οἰκίαν τὸν θετὸν πατέρα της, ὅπως καὶ παιδιόθεν ἧτο συνηθισμένη. Ὁ σύζυγος ἔγραφεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐπιστολάς, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ ἔλθη, ἀλλὰ δὲν ἤρχετο. Τὸ θυγάτριον τῆς Μαρούσας ἧτο ἤδη τεσσάρων ἐτῶν, καὶ οὔτε ὁ πατὴρ εἶχεν ἰδεῖ ποτὲ τὸ τέκνον, οὔτε αὐτὸ ἐγνώριζε τὴν ὄψιν τοῦ πατρός.

Κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρόν, μαζὶ μὲ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς συγκοινωνίας, εἶχαν ἀρχίσει νὰ ξανοίγουν κάπως καὶ τὰ ἤθη εἰς τὸν μικρόν, ἀπόκεντρον τόπον. Ξένοι ἐρχόμενοι ἀπὸ τὰ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος, τὰ «πλέον πολιτισμένα», εἴτε ὑπάλληλοι τῆς κυβερνήσεως, εἴτε ἔμποροι, ἐκόμιζον νέας, ἐλευθέρας θεωρίας περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων. Οὗτοι τὴν αἰδῶ καὶ τὴν συστολὴν ὠνόμαζον βλακείαν, τὴν ἐγκράτειαν καὶ τὴν σωφροσύνην εὐήθειαν. Τὴν διαφθορὰν καὶ τὴν λαγνείαν ὠνόμαζον «φυσικὰ πράγματα». Ἡ δύστηνος Μαροῦσα, ἥτις δὲν εἶχε γεννηθῆ εἰς τὸν τόπον, ἀρχῆθεν δὲν ἧτο πολὺ αὐστηρὰ οὔτε σεμνοπρεπής, εἶχε δὲ μικρὰν δόσιν ἐλαφρότητος.

Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εὑρίσκοντο εἰς τὴν νῆσον ἕνας γραμματεὺς τοῦ εἰρηνοδικείου, ἄγαμος, φουστανελᾶς· ἕνας γραμματεὺς τοῦ Λιμεναρχείου, βρακᾶς, ἀξιωματικὸς τοῦ οἰκονομικοῦ Ν. κλάδου, γεροντοπαλλήκαρο· ἕνας ἐνωμοτάρχης κομψευτής, μὲ λιγνὴν μέσην καὶ ἀγκιστροειδῆ μύστακα· ἕνας τελωνοφύλαξ ἔχων τριπλάσιον εἰσόδημα ἀπὸ τὸν μισθόν του, καὶ δυὸ ἢ τρεῖς πράκτορες ξένων ἐμπορικῶν οἴκων ἢ ἄλλοι μέτοικοι. Ὅλοι οὗτοι εἶχον παντοτινὴν συντροφιᾶν μὲ δυὸ ἢ τρεῖς ἄλλους νεαροὺς ἐμπορευομένους, κομψευομένους, μ' «ἐλληνικοῦρες» πολλὲς εἰς τὴν γλώσσαν καὶ μὲ πολλὰς «προσρήσεις». Μὲ τοὺς τελευταίους τούτους ἠναγκάζοντο νὰ ἔρχωνται συχνὰ εἰς ἐπαφὴν πολλαὶ γυναῖκες, καὶ σώφρονες ἄλλως, τοῦ τόπου, χάριν τῶν ἀφεύκτων καὶ ἀτελειώτων ὀψωνισμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀδύνατον ν' ἀπαλλαγὴ ποτὲ ὁ γυναικεῖος κόσμος.

Ἀπὸ τὰ τόσα βρόχια, τὰ ὁποῖα τῆς εἶχαν ρίψει εἰς τὸν δρόμον της, ἀπὸ τὰς τόσας ἐλεπόλεις, τὰς ὁποίας τῆς εἶχον στήσει περὶ τοὺς τοίχους τῆς ὅλοι οἱ εἰρημένοι ἐπιχειρηματίαι, δὲν ἠδυνήθη νὰ γλυτώσει ἡ Μαροῦσα· καὶ μετ' ὀλίγον καιρὸν αὔτη, ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ συζύγου, εὑρέθη ἔγκυος. Καὶ τὸ ἐνόησεν ὅτε ἧτο ἤδη δυὸ μηνῶν. Ἀλλὰ πρὶν τὸ ἀνακαλύψη αὔτη, ὅλη ἡ γειτονιά, ὡς εἱκός, τὸ ἤξευρεν, ἴσως καὶ προτοῦ νὰ συμβῆ τὸ πράγμα. Μόνον ὁ κυρ Ἀναγνώστης εὑρίσκετο ἐν ἀγνοίᾳ. «Ὁ κόσμος», ὅπως εἶπε τότε ἡ πονηρὴ Κοκκίτσα, μία γειτόνισσα, «τὸ 'χε τούμπανο, κι αὐτὸς κρυφὸ καμάρι».

Ὑπῆρξαν κ' αἱ κακαὶ γλῶσσαι, αἴτινες εἶπον ἄνευ τῆς ἐλαχίστης πιθανότητος, ὡς εἱκός, ὅτι ὁ κυρ Ἀναγνώστης ἐφήρμοζεν τὴν πάλαιαν μέθοδον τοῦ Δαβίδ, καὶ ὅτι διὰ νεαρὰς πνοὴς καὶ θερμοῦ αἵματος ἐζήτει νὰ «ξανανιώση». Ἀλλ' ἡ εἰρημένη Κοκκίτσα καὶ δυὸ ἢ τρεῖς ἄλλαι γειτόνισσαι, αἴτινες τὰ ἔλεγον σιγανά, κ' ἐγέλων συριστικὰ μεταξύ των, ἰσχυρίζοντο ὅτι, δῆθεν «ἀπ' τὸ παιδὶ ἔχουν πολλοὶ μερδικό»· ὅτι τὸ κεφάλι πρέπει νὰ εἶναι τοῦ γραμματικοῦ, τοῦ φουστανελᾶ μὲ τὸ τεράστιον φέσι καὶ τὴν μακροτάτην φούντα, ἡ μέση, θὰ εἶναι βέβαια τοῦ νωματάρχη, τοῦ σεβταλῆ, τὸ ἕνα τὸ ποδάρι (στὸ λάκκο!) τοῦ γερο-κολασμένου, τοῦ βρακᾶ, τὸ ἕνα χέρι (μακρὺ χέρι!) τοῦ τελωνοφύλακα, καὶ τὸ ἄλλο χέρι (παστρικὸ χέρι!) τοῦ ψιλικατζῆ, μὲ τὶς 'λληνικούρες.

Πρώτη ἡ ρηθεῖσα Κοκκίτσα εἶχε προσκληθῆ μυστηριωδῶς ἀπὸ τὴν Μαρούσαν (σημειωτέον ὅτι αὔτη, ὅσον καὶ ἂν ἐφαίνετο ἀπονήρευτη, εἶχεν ἐννοήσει ὅτι ἡ Κοκκίτσα τὴν ὑπωπτεύετο πρὸ πολλοῦ, ὅθεν ἐπροσποιήθη κι αὐτὴ εὐθήνην, ἀναγκαστικὴν ἐμπιστοσύνην διὰ νὰ τὴν κολακεύση, ἐλπίζουσα ὅτι θὰ τὴν ἔπειθε, καὶ διὰ δώρων, νὰ σιωπήση) εἶχε προσκληθῆ, λέγω, νὰ λαβὴ γνώσιν τοῦ μυστηρίου. Ἡ Μαροῦσα, «ἀδερφὴ νὰ τὴν κάμη, ἀπ' τὸ Θεὸ καὶ στὰ χέρια της», ἔπεσε στὸν τράχηλόν της καὶ τὴν ἱκέτευε νὰ κάμη ἔλεος ἂν ἠξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διὰ νὰ ἐξαφανισθῆ, εἰ δυνατόν, ὁ καρπὸς τῆς ἁμαρτίας, κι ὁ Θεὸς πλέον ἂς ἐγίνετο ἵλεως! Διότι ἄλλως αὐτὴ βέβαια -τί τὴν ἤθελε τέτοια ζωή;- θὰ ἔπεφτε βέβαια, στὸν γιαλὸ νὰ πνιγή, καθὼς ἤτον μάλιστα καὶ σιμά, ἀπὸ κάτω ἀπ' τὸ σπίτι, ἡ θάλασσα. Ἡ Κοκκίτσα τὴν καθησύχασε μὲ λόγια παρηγορίας, καὶ ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζη ἐπ' αὐτῆς διαφόρους ἀλοιφὰς καὶ ἔμπλαστρα, τὰ ὁποῖα οὐδόλως ἐτελεσφόρουν.

Δευτέρα προσεκλήθη ἡ Σταμάτω, πτωχὴ χήρα, κ' ἡ Κονδύλω ἡ ἀδελφή της, ἀλβανόγλωσσοι αἱ δυό, καταγόμεναι ἀπὸ μίαν τῶν νήσων τοῦ Σαρωνικοῦ. Ἀύται ἐξήσκουν ἐντριβᾶς ἐπὶ τοῦ σώματος τῆς ἀτυχοῦς γυναικός. Καὶ τὰς τρεῖς μὲ ὅ,τι ἔκλεπτεν ἀπὸ τὰς οἰκονομίας τοῦ κυρ Ἀναγνώστη, τὰς ἀντήμειβε. Κ' ἐκεῖναι ἐμάκρυνον τὰς ἀλοιφάς, καὶ παρέτεινον τὰς ἐντριβᾶς, ἀλυσιτελῶς πάντοτε.

Τὴν ἑσπέραν, ἀνερχόμεναι αἱ τρεῖς εἰς τὴν αὐλὴν τῆς κυρα-Θωμαῆς, ὀλίγα σπίτια παραμέσα, ὅπου ἤρχοντο κ' ἡ γριά-Χιόνω, κ' ἡ θεια-Κυράννω, ὅλαι μετανάστιδες ἐκ Μακεδονίας τοῦ 1821, τὰ ἔλεγαν μεταξύ των. Αἱ τρεῖς πρῶται ἔδιδον καθ' ἑσπέραν τακτικὴν ἀναφορὰν εἰς τὴν κυρα-Θωμαὴν καὶ εἰς τὰς δυὸ ἀλλὰς γραίας· καὶ ὅλαι μαζὶ ἐχασκογελούσαν.

Μάλιστα τὰ ὄψιμα ἑλληνικὰ τῆς Σταμάτως, καθὼς περιέγραφε τὴν κατάστασιν τῆς ἐγκύου («αὐτὴ ὅλη κοντὸ εἶναι· καὶ τὰ πόδια τῆς κοντῆ τὸ ἔχει!... θὰ μὴν τὸ ρίχνη, τάχατες!...») ἐπέτεινον τοὺς γέλωτάς των. Καὶ εἰς τὰς ἐκθέσεις τῆς Σταμάτως, ἡ γραία Κυράννω ἐπρόσθετε τὰ σχόλια της, μὲ τὴν Μακεδονικὴν τῆς διάλεκτον.

- Αὐτηνιές, σὶ λιέου, εἴνι παλιοφουράδες!... Ἀχιλώνις, μαρή... Ποὺ στὰ χουργιά, τὰ θ'κάμας! νὰ τοῦ φτιάξ' καμμιὰ αὔτ'νό, θὲ τ'βγάλ'νί, σὶ λιέου, στοῦ γουμαρουπάζαρου!...

Τελευταία ἀπ' ὅλας ἐκλήθη νὰ λαβὴ μέρος ἡ Φραγκογιαννού, ὡς σοφωτέρα ὅλων τῶν ἄλλων. Ἡ Μαροῦσα εἶχεν ἀρχίσει ν' ἀπελπίζεται ἀπὸ τὰς τρεῖς πρώτας «ψευτομαμμές», καὶ κατέφυγεν εἰς ταύτην ὡς εἰς τελευταίαν ἐλπίδα. Τῷ ὄντι ἡ γραία Χαδούλα μὲ τὰ φάρμακά της, μὲ τὰ μαντζούνια της καὶ μὲ τὰ ζεστὰ ἢ κρύα ὅσα ἔδιδε νὰ πίη εἰς τὴν πάσχουσαν, τὴ βοηθεία καὶ τῶν ἐντριβῶν τὰς ὁποίας ἐξετέλει μ' ἐπιδεξιότητα πολὺ ὑπερτέραν ἀπὸ τὰς ἀλλάς, κατώρθωσεν ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν νὰ ἐπιφέρη τὴν ἔκτρωσιν. Ὁ κυρ Ἀναγνώστης οὐδέποτε ἔμαθε τίποτε.

Αὐτὴ ἤτον ἡ παλαιὰ ἐκδούλευσις, καὶ αὐτὴ ἡ εὐγνωμοσύνη τὴν ὁποίαν εἶχον ὑπαινίχθη σήμερον αἱ δυό. Αὐτὰ ἦσαν τῆς Φραγκογιαννοὺς «τὰ παλιὰ τὰ πάθια τῆς» κι αὐτὰ ἦσαν τῆς Μαρούσας «τὰ βάσανά της».

Ἡ ἀνάμνησις κατεῖχε τὸν νοῦν τῆς Φραγκογιαννοὺς ὅλην τὴν ὥραν, ἐνῶ ἔκειτο ἐπὶ τοῦ σοφά, εἰς τὸ σκότος· διότι λύχνον δὲν τῆς εἶχε φέρει ἡ φιλοξενοῦσα, μόνον ἕνα κηράκι κι ὀλίγα σπίρτα τῆς εἶχεν ἀφήσει. Ὅλην αὐτὴν τὴν παλαιὰν ἱστορίαν ἀνελογίζετο, καὶ ὁ ὕπνος ποτὲ δὲν τῆς ἤρχετο. Ἐρευνώσα τὴν συνείδησίν της, ἐν πράγμᾳ εὕρισκεν· ὅ,τι εἶχε κάμει καὶ τότε καὶ τώρα τὸ εἶχε κάμει διὰ τὸ καλόν. Ἐκουλουριάζετο ὑποκάτω εἰς τὸ μάλλινον σκέπασμα, ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ πλευροῦ κειμένη, κ' ἔκυπτε τὴν κεφαλὴν εἰς τὸ στέρνον, κ' ἐπροσπάθει νὰ ζαλισθῆ, νὰ ναρκωθῆ, νὰ τῆς ἔλθη λήθαργος. Τότε, μετὰ χρόνους, ἐνθυμήθη καὶ τὴν σύντομον προσευχήν, τὴν ὁποίαν τῆς εἶχεν ἐπιβάλει ἄλλοτε νὰ λέγη συχνὰ ἕνας γέρων πνευματικός· τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ».

Ἡ συχνὴ ἐπανάληψις τῆς εὐχῆς ἐνήργησε, καὶ ἡ Χαδούλα ἐναρκώθη ἐπ' ὀλίγα λεπτὰ καὶ ἀπεκοιμήθη. Πλὴν πάραυτα εἰς τὸν ὕπνον της, ἢ εἰς τὰ ξύπνα της, (δὲν ἤξευρε καλά), τῆς ἐφάνη ὅτι μέσα, εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς της, ἤκουε φωνὴν βρέφους, κλαῦμα, μινυρισμὸν θρηνώδη· τοῦτο ὠμοίαζε μὲ τὴν φωνὴν τῆς μικρᾶς ἐγγονῆς της, τῆς πρὸ ὀλίγων μηνῶν, διὰ χειρὸς αὐτῆς... τελειωθείσης...

Ἡ γραία ἐξύπνησεν ἔντρομος, ἀνετινάχθη ὅλη. Ἀνεσηκώθη καὶ ἠσθάνετο μέγαν σπαραγμόν, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ καλυτέραν σωματικὴν ἄνεσιν. Ὁ σύντομος ἐκεῖνος ὕπνος εἶχεν ἐξαλείψει πάρ' αὐτὴ τὸ νευροπαθὲς καὶ τὸ ἁνήσυχον. Ἐψηλάφησεν, εὗρε τὰ σπίρτα, ἤναψε τὸ κηρίον, ἐπῆρε τὸ ραβδί της, τὸ καλάθι της, ἔβαλε μέσα εἰς αὐτὸ καὶ τὰς ἐμβάδας της, καὶ ἀνυπόδητη, μὲ τὶς κάλτσες, ἐκίνησε νὰ φύγη.


Πρότυπο:Πλοήγηση